Αδελφέ μου, ξέρω πως είσαι κ’ εσύ κουρασμένος από την ταραχή του κόσμου. Έλα λοιπόν να πάμε πάλι στα μέρη που ζούσανε εκείνοι οι απλοί άνθρωποι, να ξεφύγουμε για λίγον καιρό απ’ τα’ άσπλαχνα τα δόντια ετούτης της ρόδας που γυρίζει δίχως να πάψει, μέρα- νύχτα, και που αλέθει αλύπητα, μυαλά, καρδιές, κορμιά, ψυχές.
Εκεί πέρα τα βουνά κ’ οι βράχοι κάθουνται στην ερημιά και σε καλωσορίζουνε σαν να’ ναι γκαρδιακοί φίλοι σου·και, μ’ όλο που φαίνουνται άγριοι, στ’ αληθινά είναι πιο ήμεροι από τα βουβά τα σπίτια που χτίζουνε στις πολιτείες, αυτές τις πολυκατοικίες, που είναι σαν νοσοκομεία, άσπλαχνοι τάφοι για τους ζωντανούς ανθρώπους. Απάνω σε κείνα τα βλογημένα βράχια είναι φυτρωμένα πράσινα αγριοπρινάρια και, σαν φυσά το δροσερό τα’ αγέρι, σιγοβουϊζουνε και σε νανουρίζουνε όπως έκανε η μάνα σου, για ν’ αποκοιμηθεί γλυκά το κουρασμένο το κορμί σου και το βασανισμένο πνεύμα σου. Όρνια και αϊτοί γυροφέρνουνε από πάνω τους, μα κι αυτά είναι βλογημένα, δεν σε πειράζουνε σε τίποτα, μονάχα τρώνε τα κουφάρια που έφυγε πια η ψυχή από μέσα. Εδώ όμως, μέσα στη γέεννα της πολιτείας, ο αγιούπας της έγνοιας και της απελπισίας στέκεται κουρνιασμένος ολοένα δίπλα σου, ανύσταχτος μέρα- νύχτα, και περιμένει να σφαλήξεις τα μάτια σου και να ξαποστάσει λίγο το κορμί σου, για να χώσει στο στήθος σου τη σιδερένια μύτη του, να φάγει το συκώτι σου ολοζώντανο. Μα το συκώτι ξαναγίνεται πάλι την άλλη μέρα, ώστε να’ χει θροφή ο αγριοκόρακας ετούτος, και μην ελπίζεις να βρεις ποτές έλεος.
Πολλοί θα πούνε πως είμαι ακοινώνητος άνθρωπος, ένας μονόχνωτος, και πως γι’ αυτό βλέπω με τέτοια μάτια τον κόσμο. Τους βεβαιώνω πως έχουνε δίκιο, ας έζησα και σε μεγάλες πολιτείες.
Καλά όμως εγώ·αλλά γιατί μου γράφουνε πολλοί άνθρωποι κοινωνικοί, και μου λένε πως είναι κουρασμένοι από τη ζωή που κάνουμε, και πως τους ξεκουράζουνε αυτά που γράφω για την απλή ζωή; Ποιος είπε πως η συναναστροφή ανάμεσα στους ανθρώπους, η φιλία κ’ η αγάπη, πώς δεν είναι βλογημένα πράγματα; Πλην η μηχανική ζωή, αυτή ίσια- ίσια αποστραγγίζει τον άνθρωπο από τα έμορφα αισθήματα που τον δένουνε με τους άλλους, γιατί, όπως η μηχανή δεν έχει αισθήματα, έτσι κι ο άνθρωπος, που την έβαλε παντού και σ’ όλα αυτή τη μηχανή, σε κάθε τι της ζωής του, καταντά σιγά- σιγά κι αυτός ο ίδιος μια νεκρή κι αδιάφορη μηχανή. Η φωνή του κ’ η ακουή του γινήκανε τηλέφωνο και ραδιόφωνο, το μάτι του θρέφεται με τις φωτογραφίες και με τα παγωμένα ηλεκτρικά εκείνα σωληνάρια, που βάζουνε στα μαγαζιά τη νύχτα και θαρρείς πως βρίσκεσαι στον Άδη πεθαμένος. Όλα δουλεύουνε με κουμπιά και με νούμερα, η ψυχή του ανθρώπου ρήμαξε και νέκρωσε, και θα γίνει στο τέλος σαν τους σβησμένους κρατήρες του φεγγαριού. Όλα είναι από πριν λογαριασμένα. 2+2=4. Μα 2+2=4 είναι ο θάνατος όπως λέγει ο Ντοστογέφσκης, κι όχι η ζωή, κι ας το λέμε ζωή. Κι ο σβησμένος κρατήρας, αν είχε μιλιά και τον ρωτούσες, θα’ λεγε πως ζει κι αυτός. Ο σημερινός άνθρωπος θαρρείς πως σηκώνει στην πλάτη του ένα τελώνιο, που τον βαρά μ’ ένα καμουτσί και τρέχει σαν ζουρλός. Από τη βιασύνη του, δεν έχει καιρό να κοιτάξει τίποτα άλλο, παρά πώς να τρέχει πιο γλήγορα, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει. Τον δρόμο του κόσμου δεν τον κανονίζει πια ο άνθρωπος, ο βασιλέας της κτίσης, αλλά η μηχανή, αυτό το βουβό τέρας που βαστά μια βουκέντρα και τον κεντά αλύπητα το σκλάβο του, τον άνθρωπο, η μηχανή, αυτό το είδωλο του Βάαλ, που το’ φτιαξε με τα χέρια του ο άνθρωπος, και που για τούτο νόμιζε ο ανόητος πως θα του είναι υπάκουο, πλην αυτό είναι ένας δαίμονας που έστησε το θρονί του απάνω στον τάφο της ανθρώπινης καρδιάς.
Στα παλιά τα χρόνια, ήτανε ένας τύραννος Φάλαρης, άνθρωπος σκληρόκαρδος, που χαιρότανε να σοφίζεται λογιών- λογιών βασανιστήρια για τους εχθρούς του. Ένας τεχνίτης λοιπόν του 'φτιαξε ένα βόδι μπρούτζινο, κι άνοιγε η κοιλιά του και ρίχνανε μέσα τους δυστυχισμένους που ήθελε να βασανίσει ο Φάλαρης, κ' ύστερα βάζανε φωτιά κάτω από την κοιλιά του και πύρωνε εκείνο το μπακιρένιο το βόδι και ψηνόντανε ζωντανοί οι άνθρωποι. Αλλά η τέχνη του μάστορα ήτανε πως είχε βαλμένο στο λαιμό του βοδιού κάποιο τεχνικό όργανο, ώστε οι φωνές που βγάζανε αυτοί που ψηνόντανε στην κοιλιά του βοδιού, αλλάζανε και γινόντανε μια χαρούμενη και γλυκύτατη μελωδία, κι ο Φάλαρης καθότανε με τους φίλους του και γλεντούσε, τρώγοντας και πίνοντας κι ακούγοντας εκείνη την ανοιχτόκαρδη μουσική. Για τούτο, τίμησε πολύ τον τεχνίτη που έφτιαξε αυτό το ωραίο έργο, και τον έβαζε πλάγι του στο τραπέζι, και κείνος καμάρωνε σαν άρχοντας. Μα σε λίγον καιρό, όπως γίνεται πάντα, η αγάπη που του είχε ο Φάλαρης γύρισε με μιας σε έχθρητα, και τον σφάληξε κι αυτόν στην κοιλιά του βοδιού και ψήθηκε. Μ' αυτόν λοιπόν τον τετραπέρατο μάστορα μπορεί να παρομοιαστεί κι ο άνθρωπος, που έκανε τις μηχανές με την ιδέα πως θα γλεντά και πως θα γίνει ευτυχισμένος, και βάζει μέσα στην κοιλιά τους τις δικές του τις σάρκες και ψήνουνται και θαρρεί πως ακούγει μια μαγευτικιά μελωδία, ενώ στ' αληθινά είναι η αγωνία η δική του που κράζει, ως που να ψηθεί ολότελα και να καρβουνιάσει κορμί, ψυχή και καρδιά. Και τότε νιώθει πως ο ίδιος έφτιαξε με τα χέρια του τον χαμό του, όπως το κατάλαβε και κείνος ο τεχνίτης του Φαλάρη την ώα που ψηνότανε στην κοκκινισμένη κοιλιά του βοδιού που 'χε φτιάξει.
Απ' όσο ξέρω κ' εγώ σαν άνθρωπος, αυτό πιστεύω. Όποιοι δεν συμφωνάνε μαζί μου, ας με γράψουνε στο τεφτέρι που γράφουνε τους χαζούς. Οι λιγοστοί που νιώθουνε τον κόσμο όπως τον νιώθω εγώ, ας έρθουνε μαζί μου να πάμε κατά τα μέρη που δεν υπάρχει καμιά μηχανή, κανένα τέτοιο πονηρό είδωλο, εκεί που η πλάση κι ο άνθρωπος όπως τα έκανε ο θεός, απλά και βλογημένα, εκεί που δε βιάζεται κανένας, μήτε έχει ταραχή στο μυαλό του, γιατί δεν τρέχει να πιάσει το διάβολο, να τον βάλει στο μπουκάλι.
ΤΟ ΑΪΒΑΛΙ Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ (1962)
(απόσπασμα από το κεφάλαιο "Η Νησοπούλα")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου