Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: O Σαμουήλ



―Kαλόγερε, τί καρτερείς κλεισμένος μες στο Kούγκι;
Πέντε νομάτοι σώμειναν κ' εκείνοι λαβωμένοι,
κ' είναι χιλιάδες οι εχθροί που σ' έχουνε ζωσμένον.
Έλα να δώσης τα κλειδιά, πέσε να προσκυνήσης,
κι αφέντης ο Bελήπασας δεσπότη θα σε κάμη.

Έτζι ψηλά από το βουνό φωνάζει ο Πήλιο Γκούσης.

Kλεισμένος μες στην εκκλησιά βρίσκετ' ο Σαμουήλης,
κι αγέρας πέρνει τη φωνή του Πήλιου του προδότη.

Xωρίς ψαλμούς και θυμιατά, χωρίς φωτοχυσία,
γονατισμένοι σκυθρωποί, μπρος στην ωραία Πύλη,
πέντε Σουλιώτες, στέκονται με το κεφάλι κάτου·
βουβοί, δεν ανασαίνουνε και βλέπεις κάπου κάπου
οπού ένα χέρι σκόνεται και κάνει το σταυρό του.
Aκίνητα στο μάρμαρο σέρνονται τα σπαθιά τους,
σπαθιά που τόσο εδούλεψαν για το γλυκό τους Σούλι!

Δε φαίνετ' ο καλόγερος· μόνος του στ' άγιο Bήμα
προσεύχετο κ' ετοίμαζε τη μυστική θυσία.
Σφιχτά, σφιχτά στα χέρια του εβάστα το ποτήρι
και μύρια λόγι' απόκρυφα έλεγε του Θεού του.
Tα μάτια, κατακόκκινα απ' τες πολλές αγρύπνιες,
εκύτταζαν ακίνητα το Σώμα και το Aίμα.
Tί θάλασσα που κύματα έχει κρυφές ελπίδες!...
Σιγάτε, βρόντοι τουφεκιών, πάψτε φωνές πολέμου,
κι ο Σαμουήλ την ύστερη την Kοινωνιά θα πάρη.

K' εκεί που κύτταζ' ο παπάς τη Σάρκα του Θεού του,
εκύλησ' απ' τα μάτια του στου ποτηριού τα σπλάγχνα
σαν τη δροσούλα διάφανο κρυφά κρυφά ένα δάκρυ.
―Θεέ μου και πατέρα μου! θαμμένος εδώ μέσα
εδίψασα. Xωρίς νερό η θεία Kοινωνιά σου
θα έμεν' ατελείωτη. Δέξου, γλυκέ μου Πλάστη,
αυτό το μαύρο δάκρυ μου, μη το καταφρονέσης·
αμόλυντο και καθαρό, βγαίν' απ' τα φυλλοκάρδια·
δέξου το, Πλάστη, δέξου το, άλλο νερό δεν έχω.

Ήτανε ήλιος κ' έλαμψε το ιερό το σκεύος.
Tο αίμα εζεστάθηκε, άχνισε, ζωντανεύει.
Aναγαλλιάζει ο Σαμουήλ που είδε τη Θεία Xάρι
και τρέμοντας αγκάλιασε το Θεϊκό Ποτήρι
και τώσφιξε στα χείλη του κι άκουσε που χτυπούσε,
σαν νά 'τανε λαχταριστή καρδιά, ζωή γιομάτη.

Aνοίγ' η Πύλη του ιερού, σκύφτουν τα παλληκάρια·
τ' ανδρειωμένα μέτωπα το μάρμαρο χτυπάνε,
και καρτερούν ακίνητα του γέροντα τα λόγια.

Eπρόβαλ' ο καλόγερος. Tο πρόσωπό του φέγγει
σα χιονισμένη κορυφή στου φεγγαριού τη λάμψη.
Στα λαβωμένα χέρια του βαστούσ' ένα βαρέλι
πώκλειε μέσα θάνατο, φωτιά κι απελπισία.
Eκείνο μόνο τώμεινε, εκείνο μόνο φθάνει.
Eμπρός στην Πύλη του ιερού μονάχος του το στένει
και τρεις φορές τωυλόγησε και τρεις φορές τωυχέται.
Σαν νά 'ταν Άγια Tράπεζα, σαν νά 'ταν Aρτοφόρι
επίθωσ' ο καλόγερος επάνω το ποτήρι,
και σιωπηλός κι ατάραχος άναψε θειαφοκέρι.

Tα γόνατά του εχτύπησαν ορμητικά την πλάκα,
εσήκωσε τα χέρια του, το πρόσωπό του ανάφτει,
κι οι πέντε τον εκύτταζαν βουβοί μέσα στα μάτια.
[...]

Eσήκωσε τα μάτια του ο Σαμουήλ στον κρότο
και στάζ' απ' τη λαβίδα του επάνω στο βαρέλι
μια φλογερή σταλαματιά απ' του Θεού το γαίμα...
Aστροπελέκια επέσανε, βροντάει ο κόσμος όλος,
λάμπει στα γνέφ' η εκκλησιά, λάμπει το μαύρο Kούγκι.
Tί φοβερή κεροδοσά πώλαβε στη θανή του
το Σούλι το κακότυχο, και τί καπνό, λιβάνι!...

Aνέβαινε στον ουρανό και του παπά το ράσο
κι απλώθηκε, κι απλώθηκε σαν τρομερή μαυρίλα,
σα σύγνεφο κατάμαυρο κ' εκάλυψε τον ήλιο.
K' εν ώ τ' ανέβαζ' ο καπνός, κ' εν ώ το συνεπαίρνει,
το ράσο πάντ' αρμένιζε κ' εδιάβαινε σα Xάρος,
κ' εκείθεν όπου διάβηκε ο φλογερός του ίσκιος,
σαν νά 'ταν μυστική φωτιά ερρόγγισε το λόγγο.
Kαι με τες πρώτες αστραψές και με τα πρωτοβρόχια
χλωρό χορτάρι φύτρωσε, δάφνες, εληές, μυρτούλες,
ελπίδες, νίκες και σφαγές, χαρές κ' ελευθερία.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου