Έτσι κι αλλιώς χαμένος για χαμένος εδώ στην άκρη που μ'απώ-
θησαν του κόσμου ετούτου οι συμφορές θέλησα να επιχειρήσω
άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά
Κι όπως με το κεφάλι χαμηλά και ανάποδα τα πόδια στον αέρα
πάλευα να βγω απ' το βάρος μου κείνος ο πόθος που με πήγαινε
ψηλά μέσα μου τόσο δυνατά γυρίστηκε που εβρέθηκα λοξά και
πάλι να σαλεύω σ' έναν κήπο ρεούμενο από βότσαλα λευκά και δι-
αύγεια κυανού της μέντας
Μ' ευεξία μεγάλη προχωρούσα σποΰσα τις βέργες του νερού να
δω που ανεβοκατέβαιναν μ' αναφτό φαναράκι στην κοιλιά τους η
Μίκα η Ξένια η Μανιώ τ' αστέρια
Κολλούσε το μαστίχι των μαλλιών τους και που-δω που-κει τεν-
τώνονταν μισοπλασμένη ακόμη ν'αποχωριστεί μια πεταλούδα υπέ-
ροχη Και πάνω στα σημάδια που άφηνε με την πλατιά πατημασιά
του ο πλάτανος ξεχώριζες ακόμη τις γραμμές απ' το αίνιγμα του
πρώτου ανθρώπου
(Νέε που υπόφερες πολλά θυμήσου πως ξεκίνησαν κάποτε οι τρι-
ήρεις φορτωμένες λαούς μ' αγριεμένο μάτι Κείνες τις πρωινές
αντιφεγγιές επάνω στον χαλκό τους γερόντους που χειρονομούσαν
κι έσκουζαν ιαί ιαταταί χτυπώντας ξύλινο ραβδί στις πλάκες
Αλλά τι λουλούδι ανέβαζαν οι τρικυμίες! Και τι φορητά βουνά οι με-
γάλες νύχτες της Σελήνης! Τ' άλογο που σ' ανάρπασε στην άκρη των
ακρώ κι υστέρα το κρυμμένο μες στα δέντρα σπίτι λέω θυμήσου
τότε το βάρος της καρδιάς και τ' όμορφο κεφάλι που πήρες να φιλή-
σεις μέσα στου γιασεμιού τ' ασπράκια
Κι έχε στο νου σου έχε στο νου σου πάντοτε μ' ακούς; το αχ που
βγάνει ο σκοτωμός το αχ που βγάν' η αγάπη)
Στάζανε πράσινο κουκί τα δέντρα και στα φραγκοστάφυλα έπεφτε
η ανταύγεια χρυσή Πάγοι φρούτων έλιωναν και κατέβαζαν από
ψηλά παράξενο θυμίαμα Με πονούσε τόση ευδαιμονία όμως γύ-
ρευα να ξαναζήσω αντίστροφα όλο μου το πεπρωμένο
Κι όπως άφηνα τη σκέψη πίσω μου σαν χελιδονένιο αέρι που
άλλαζε χρώμα στα νερά ψυχρά ή δαχτυλιδένια ή διάφανα με το
μέτωπο καταμπροστά χτύπησα στον πυθμένα Όπου αναπήδησε
ήλιος
Πήρε μια ράβδωση ο αιθέρας κι άκουσα να κυλούν κατά τη γης τα
τέσσερα ποτάμια τα ξακουστά με τ' όνομα Φεισών Γεών Τίγρης
Ευφράτης
Ήλιε μου ήλιε μου κατάδικε μου πάρ'τα μου πάρ'τα μου όλα κι
άσε μου άσε μου την περηφάνια Να μη δείξω δάκρυ Να σ' αγγί-
ξω μόνο και ας καώ φώναξα κι άπλωσα το χέρι
Χάθηκε o κήπος τον κατάπιε η Άνοιξη με τα σκληρά της δόντια
σαν αμύγδαλο
Και ορθός πάλι απόμεινα μ' ένα καμένο χέρι εδώ στην άκρη που
μ' απώθησαν οι συμφορές να πολεμώ το Δεν και το Αδύνατον του
κόσμου ετούτου.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου