Δεν είμ’ εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της Ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δεν μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.
Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά και ψαλμουδές -
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.
Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φορτούνες
κι άγριος ενάντιά μου καιρός.
Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ' η ανθρωπότητα πονεί.
Ω! πως τον παίρνουν οι αγέρες
και πως φωνάζουμε μετά
άβυσσοι μάβροι, τάφοι μάβροι
ποτάμια γαίματα πηχτά!
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί -
κ' οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε
σε μια αράδα σκοτεινή.
Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμη με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.
Δεν δίνω λέξεις παρηγόρια
δίνω μαχαίρι σ' ολουνούς·
καθώς το μπήγω μες το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψεφτιά.
Κ’ ένα στηλώνει κι ανασταίνει
τό να βασίλειο της Δουλειάς,
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου