Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Ὁ Παλαμᾶς ἀπαγγέλλει Παλαμᾶ



ΤΑΦΟΣ



Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
διψώντας τὰ φιλιά μας,
ἀπὸ τ᾿ ἄγνωστο γλιστρᾶς
μέσα στὴν ἀγκαλιά μας.

Ὡς κ᾿ ἡ βαρυχειμωνιὰ
μ᾿ αἰφνήδια καλοσύνη
κ᾿ ἥσυχη καὶ σιγαλὴ
σὲ δέχτηκε κ᾿ ἐκείνη.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
σὲ χάιδευεν ὁ ἀέρας,
τῆς νυχτὸς ἠλιόφεγγο
κι ὀνείρεμα τῆς μέρας.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
μᾶς γέμιζες τὸ σπίτι,
γλύκα τοῦ κεχριμπαριοῦ
καὶ χάρη τοῦ μαγνήτη.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
ζοῦσε ἀπὸ σὲ τὸ σπίτι,
ὀμορφιὰ τ᾿ αὐγερινοῦ
καὶ φῶς τοῦ ἀποσπερίτη.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
φεγγάρια, ὢ στόμα, ὢ μάτι,
μίαν αὐγούλα σβήσατε
στὸ φονικὸ κρεββάτι.

Ἥσυχα καὶ σιγαλὰ
καὶ μ᾿ ὅλα τὰ φιλιά μας,
γύρισες πρὸς τ᾿ ἄγνωστο
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὴν ἀγκαλιά μας.

Ἥσυχα καὶ σιγαλά,
ὢ λόγε, ὢ στίχε, ὢ ρίμα,
σπείρετε τ᾿ ἀμάραντα
στ᾿ ἀπίστευτο τὸ μνῆμα!

Στὸ ταξίδι ποὺ σὲ πάει
ὁ μαῦρος καβαλλάρης,
κύτταξε ἀπ᾿ τὸ χέρι του,
τίποτε νὰ μὴν πάρεις.

Κι ἂν διψάσεις μὴν τὸ πιεῖς
ἀπὸ τὸν κάτου κόσμο
τὸ νερὸ τῆς ἀρνησιᾶς,
φτωχὸ κομμένο δυόσμο!

Μὴν τὸ πιεῖς κι ὁλότελα
κι αἰώνια μᾶς ξεχάσεις...
βάλε τὰ σημάδια σου
τὸ δρόμο νὰ μὴ χάσεις,

κι ὅπως εἶσαι ἀνάλαφρο,
μικρὸ σὰ χελιδόνι,
κι ἄρματα δὲ σοῦ βροντᾶν
παλικαριοῦ στὴ ζώνη,

κύτταξε καὶ γέλασε
τῆς νύχτας τὸ σουλτάνο,
γλίστρησε σιγὰ - κρυφὰ
καὶ πέταξ᾿ ἐδῶ πάνω,

καὶ στὸ σπίτι τ᾿ ἄραχνο
γυρνώντας, ὦ ἀκριβέ μας,
γίνε ἀεροφύσημα
καὶ γλυκοφίλησέ μας!


Ο ΤΑΦΟΣ - 1898


***


ΑΝΑΤΟΛΗ



Γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά,
πῶς ἡ ψυχή μου σέρνεται μαζί σας!
Εἶναι χυμένη ἀπὸ τὴ μουσική σας
καὶ πάει μὲ τὰ δικά σας τὰ φτερά.

Σᾶς γέννησε καὶ μέσα σας μιλάει
καὶ βογγάει καὶ βαριὰ μοσκοβολάει
μία μάννα· καίει τὸ λάγνο της φιλί,
κ᾿ εἶναι τῆς Μοίρας λάτρισσα καὶ τρέμει,
ψυχὴ ὅλη σάρκα, σκλάβα σὲ χαρέμι,
ἡ λαγγεμένη Ἀνατολή.

Μέσα σας κλαίει τὸ μαῦρο φτωχολόι,
κι ὅλο σας, κ᾿ η χαρά σας, μοιρολόι
πικρὸ κι ἀργό.
Μαῦρος, φτωχὸς καὶ σκλάβος καὶ ἀκαμάτης,
στενόκαρδος, ἀδούλευτος, διαβάτης
μ᾿ ἐσᾶς κ᾿ ἐγώ.

Στὸ γιαλὸ ποὺ τοῦ φύγαν τὰ καΐκια,
καὶ τοῦ μείναν τὰ κρίνα καὶ τὰ φύκια,
στ᾿ ὄνειρο τοῦ πελάου καὶ τ᾿ οὐρανοῦ,
ἄνεργη τὴ ζωὴ νὰ ζοῦσα κ᾿ ἔρμη,
βουβός, χωρὶς καμιᾶς φροντίδας θέρμη,
μὲ τόσο νοῦ,

ὅσος φτάνει σὰ δέντρο γιὰ νὰ στέκει
καὶ καπνιστὴς μὲ τὸν καπνὸ νὰ πλέκω
δαχτυλιδάκια γαλανά·
καὶ κάποτε τὸ στόμα νὰ σαλεύω
κι ἀπάνω του νὰ ξαναζωντανεύει
τὸν καημὸ ποὺ βαριὰ σᾶς τυραννᾷ.

Κι ὅλο ἀρχίζει, γυρίζει, δὲν τελειώνει,
καὶ μία φυλὴ ζῇ μέσα σας καὶ λιώνει.
Καὶ μία ζωὴ δεμένη σπαρταρᾷ,
γιαννιώτικα, σμυρνιώτικα, πολίτικα,
μακρόσυρτα τραγούδια ἀνατολίτικα,
λυπητερά.


ΟΙ ΚΑΗΜΟΙ ΤΗΣ ΛΙΜΝΟΘΑΛΑΣΣΑΣ - 1912


***

ΥΜΝΟΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ



Μητέρα μας πολύπαθη, ὦ ἀθάνατη,
δὲν εἶναι μόνο σου στολίδι οἱ Παρθενῶνες·
τοῦ συντριμμοῦ σου τὰ σπαθιὰ στὰ κάμανε
φυλαχτὰ καὶ στεφάνια σου οἱ αἰῶνες.

Καὶ οἱ πέτρες ποὺ τὶς ἔστησε στὸ χῶμα σου
τὸ νικηφόρο χέρι τοῦ Ῥωμαίου,
κ᾿ ἡ σταυροθόλωτη ἐκκλησιὰ ἀπὸ τὸ Βυζάντιο,
στὸν τόπο τοῦ πολύστυλου ναοῦ τοῦ ἀρχαίου,

Κι αὐτὸ τὸ κάστρο ποὺ μουγγρίζει μέσα του
τῆς Βενετιᾶς ἀκόμη τὸ λιοντάρι,
κι ὁ μιναρὲς ποὺ στέκει, τῆς ὁλόμαυρης
καὶ τῆς πικρότατης σκλαβιᾶς ἀπομεινάρι,

Καὶ τοῦ Σλάβου τὸ διάβα ἀντιλαλούμενο
στ᾿ ὄνομα ποὺ μᾶς ἔρχεται στὸ στόμα
-μὲ τὸ γάλα τῆς μάννας ποὺ βυζάξαμε-
σὰν ξένη ἀνθοβολιὰ στὸ ντόπιο χῶμα,

Ὅλα ἕνα νύφης φόρεμα σοῦ ὑφαίνουνε,
σοῦ πρέπουνε, ὦ βασίλισσα, σὰ στέμμα,
στὴν ὀμορφάδα σου ὀμορφιὰ ἀπιθώσανε
κ᾿ εἶναι σὰ σπλάχνα ἀπ᾿ τὸ δικό σου τὸ αἷμα.

Ὦ τίμια φυλαχτά, στολίδια ἀταίριαστα,
ὦ διαβατάρικα, ἀπὸ σᾶς πλάθετ᾿ αἰώνια,
κόσμος ἀπὸ παλιὰ κοσμοσυντρίμματα,
ἡ νέα τρανὴ Πατρίδα ἡ παναρμόνια!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου