ΟΡΘΡΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ
(Τελείται συνήθως Μεγάλη Παρασκευή απόγευμα, όμως, ενιαχού κατά την αρχαία συνήθεια τις πρώτες πρωινές ώρες του Μεγάλου Σαββάτου)
Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ Ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος, ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ Δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον· Ζωοδότα Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.
Όταν, ζωή αθάνατη, κατηφόρισες στο θάνατο, τότε νέκρωσες τον Άδη, με της θεότητάς Σου την αστραπή
Κι όταν τους νεκρούς μες απ' τους καταχθόνιους ανέστησες, τότε όλοι φωνάξαν στα ουράνια:
Ζωοδότη Χριστέ, Θεέ μας, δόξα σ' Εσένα
***
Τὴν ἄβυσσον ὁ κλείσας, νεκρὸς ὁρᾶται, καὶ σμύρνῃ καὶ σινδόνι ἐνειλημμένος, ἐν μνημείῳ κατατίθεται, ὡς θνητὸς ὁ ἀθάνατος. Γυναῖκες δὲ αὐτὸν ἦλθον μυρίσαι, κλαίουσαι πικρῶς καὶ ἐκβοῶσαι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ, Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Τον που 'κλεισε την άβυσσο, Τον βλέπουμε νεκρό και με σμύρνα αλειμμένο, με το νεκρικό σεντόνι, να θάβεται στο μνήμα, σα να 'τανε θνητός ο αθάνατος
Κι οι γυναίκες ήρθαν για να Τον αλείψουν μύρο, κλαίοντας και φωνάζοντας πικρά
Τούτο είναι το Σάββατο το υπερευλογημένο, κατά το οποίο, αφού εκοιμήθη, θ' αναστηθεί μετά από τρεις ημέρες
***
Ὁ συνέχων τὰ πάντα ἐπὶ σταυροῦ ἀνυψώθη, καὶ θρηνεῖ πᾶσα ἡ Κτίσις, τοῦτον βλέπουσα κρεμάμενον γυμνὸν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὁ ἥλιος τὰς ἀκτῖνας ἀπέκρυψε, καὶ τὸ φέγγος οἱ ἀστέρες ἀπεβάλλοντο, ἡ γῆ δὲ σὺν πολλῷ τῷ φόβῳ συνεκλονεῖτο, ἡ θάλασσα ἔφυγε, καὶ αἱ πέτραι διερρήγνυντο, μνημεῖα δὲ πολλὰ ἠνεῴχθησαν, καὶ σώματα ἡγέρθησαν ἁγίων Ἀνδρῶν. ᾍδης κάτω στενάζει, καὶ Ἰουδαῖοι σκέπτονται συκοφαντῆσαι Χριστοῦ τὴν Ἀνάστασιν, τὰ δὲ Γύναια κράζουσι· Τοῦτο Σάββατόν ἐστι τὸ ὑπερευλογημένον, ἐν ᾧ Χριστὸς ἀφυπνώσας, ἀναστήσεται τριήμερος.
Εκείνος που συνοχή δίνει στα πάντα, υψώθηκε στο σταυρό και Τον θρηνεί όλ' η πλάση
Αυτόν βλέποντας να κρέμεται γυμνός στο ξύλο απάνω, ο ήλιος έκρυψε τις ακτίνες και το φέγγος του και τ' αστέρια κρυφτήκαν κι αυτά· η γη μ' όλο το φόβο ταρασσόταν απ' τα θεμέλια· η θάλασσα φουρτούνιασε και οι πόρτες γκρεμίζονταν· μνήματα πολλά ανοιχτήκαν και σώματα σηκωθήκαν αγίων ανδρών
Ο άδης κάτω στενάζει κι οι Ιουδαίοι σκέφτονται πώς να συκοφαντήσουν του Χριστού την ανάσταση
Οι γυναίκες όμως οδύρονται
Τούτο είναι το Σάββατο το υπερευλογημένο, κατά το οποίο, αφού εκοιμήθη, θ' αναστηθεί μετά από τρεις ημέρες
***
Τέτρωται ᾍδης, ἐν τῇ καρδίᾳ δεξάμενος τὸν τρωθέντα λόγχῃ τὴν πλευράν, καὶ σθένει πυρὶ θείῳ δαπανώμενος, εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελῳδούντων.
Λαβώθηκε ο Άδης, αφού δέχτηκε στη καρδιά του Εκείνον που λαβώθηκε απ' τη λόγχη στα πλευρά, και στενάζει, καθώς η θεία φωτιά τον κατατρώει για τη σωτηρία όσων τώρα ψάλλουμε
***
Ἔκστηθι φρίττων οὐρανέ, καὶ σαλευθήτωσαν τὰ θεμέλια τῆς γῆς· ἰδοὺ γὰρ ἐν νεκροῖς λογίζεται, ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν, καὶ τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται, ὃν Παῖδες εὐλογεῖτε, Ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας
Βγάλ' τα στήθια σ', ουρανέ, φρίττοντας και να σαλέψουνε της γης τα θεμέλια, γιατί, ιδού, στους νεκρούς ανάμεσα λογιέται Εκείνος που κατοικεί στα ουράνια και ξενοδοχείται μες σε τάφο μικρό
Αυτόν, παιδιά, να ευλογείτε, ιερείς, ν' ανυμνείτε, λαέ, να δοξάζεις σ' όλυς τους αιώνες
Απόδοση στα νέα ελληνικά:
Βασίλης Πανδής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου