Chiare, fresche et dolci acque,
ove le belle membra
pose colei che sola a me par donna;
gentil ramo ove piacque
5(con sospir’ mi rimembra)
a lei di fare al bel fiancho colonna;
herba et fior’ che la gonna
leggiadra ricoverse
co l’angelico seno;
10aere sacro, sereno,
ove Amor co’ begli occhi il cor m’aperse:
date udïenza insieme
a le dolenti mie parole extreme.
S’egli è pur mio destino
15e ’l cielo in ciò s’adopra,
ch’Amor quest’occhi lagrimando chiuda,
qualche gratia il meschino
corpo fra voi ricopra,
et torni l’alma al proprio albergo ignuda.
20La morte fia men cruda
se questa spene porto
a quel dubbioso passo:
ché lo spirito lasso
non poria mai in piú riposato porto
25né in piú tranquilla fossa
fuggir la carne travagliata et l’ossa.
Tempo verrà anchor forse
ch’a l’usato soggiorno
torni la fera bella et mansüeta,
30et là ’v’ella mi scorse
nel benedetto giorno,
volga la vista disïosa et lieta,
cercandomi; et, o pietà!,
già terra in fra le pietre
35vedendo, Amor l’inspiri
in guisa che sospiri
sí dolcemente che mercé m’impetre,
et faccia forza al cielo,
asciugandosi gli occhi col bel velo.
40Da’ be’ rami scendea
(dolce ne la memoria)
una pioggia di fior’ sovra ’l suo grembo;
et ella si sedea
humile in tanta gloria,
45coverta già de l’amoroso nembo.
Qual fior cadea sul lembo,
qual su le treccie bionde,
ch’oro forbito et perle
eran quel dí a vederle;
50qual si posava in terra, et qual su l’onde;
qual con un vago errore
girando parea dir: Qui regna Amore.
Quante volte diss’io
allor pien di spavento:
55Costei per fermo nacque in paradiso.
Cosí carco d’oblio
il divin portamento
e ’l volto e le parole e ’l dolce riso
m’aveano, et sí diviso
60da l’imagine vera,
ch’i’ dicea sospirando:
Qui come venn’io, o quando?;
credendo esser in ciel, non là dov’era.
Da indi in qua mi piace
65questa herba sí, ch’altrove non ò pace.
Se tu avessi ornamenti quant’ài voglia,
poresti arditamente
uscir del boscho, et gir in fra la gente.
***
Νερὰ καθαροφλοίσβιστα,
Γλυκύτατα καὶ κρύα,
Ποῦ μέσα ἀναγαλλιάζετο
Ἡ ἀσύγκριτη ὀμορφία·
Χλωρόκλαδα, ὅπου ἀκούμπησε
Τ' ὡραῖο της τὸ πλευρὸ
(Μ' ἀνοίγεται ἡ ἐνθυμούμενη
Καρδιὰ μὲ στεναγμό)·
Κ' ἐσεῖς ποῦ ἀπὸ τὸ μόσχο σας,
Δροσὸχορτα, δροσάνθη,
Ὁ κόλπος τοῦ φορέματος
Ὁ ἀγγελικός εὐφράνθη·
Ἀέρα, ἱερέ, ποῦ μ' ἔσφαξαν
Τὰ μάτια τὰ λαμπρά·
Ἀκούστε τὰ παράπονα
Ποῦ κάνω ὑστερινά.
Ἄν νὰ κλεισθοῦν οἱ μέραις μου
Δακρύζοντας μοῦ μέλλῃ
Ἀπὸ τὸ πάθος τὸ ἄπειρο,
Κι' ὁ οὐρανὸς τὸ θέλῃ,
Μιὰ χὰρην ἡ βαρειόμοιρη
Ψυχή μου ἐπιθυμεῖ,
Νὰ λάβῃ ἐδῶ τὸν τάφο της,
Κι' ὁλόγυμνη νὰ βγῇ.
Πικρός, πικρὸς ὁ θάνατος!
Ἁλλὰ δὲν εἶναι τόσο,
Ἄν τέτοια ἐπλίδα τῆς ψυχῆς
Ἐγὼ μπορῶ νὰ δώσω·
Γιατὶ ποῦ ναὔρη ἡ δύστυχη
Περσότερη ἡσυχιά,
Γιὰ νὰ γδυθῇ τὰ κόκκαλα,
Τὰ μέλη τ' ἀχαμνά;
Ἴσως καιροὶ θὲ νἄλθουνε
Ποῦ δὲ θὰ μὲ μισήσῃ
Ἡ ὡραιότης ἡ ἄσπλαχνη·
Καὶ θὰ ξαναγυρίσῃ
'Σ τὸν τόπο, ποῦ μ' ἀπάντησε
Τὴ μὲρα τὴν ἱερά,
Καὶ θὰ μὲ ἰδοῦν τὰ μάτια της
Θὰ δείξῃ ἐπιθυμιά·
Ἀλλά, 'ς ταῖς πέτραις βλέποντας
Τὸ ὑστερινό μου χῶμα,
Θ' ἀνοίξῃ ἀναστενάζοντας
Ἔτσι γλυκὰ τὸ στόμα,
Ὁποῦ γιὰ κάθε ἁμάρτημα
Θὲ νὰ συγχωρεθῶ,-
Στενεύοντας μὲ δάκρυα
Ὡραῖα τὸν Οὐρανό.
Ἄνθια, θυμοῦμαι, ἐπέφτανε
Ἀπ' τὰ κλωνάρια πλῆθος,
Συρμένα ἀπὸ τὸν Ἔρωτα
'Σ τὸ μαλακὸ τὸ στῆθος·
Κ' ἔστεκε μὲ ταπείνωση
Σὲ τὸσην δόξα αὐτὴ,
Ὁλόλαμπρη, ὁλοστόλιστη,
Ἁπ' τὴν ἀνθοβολή.
Καὶ ποιὸ ἀπὸ τ' ἄνθια ἡσύχαζε
Ἀπάνου 'ς τὴν ποδιά της,
Ποιὸ 'ς τὰ μαργαριτόπλεχτα
Λαμπρόξανθα μαλλιὰ της·
'Σ τὴν ὄψη ποιὸ τοῦ ρεύματος
Τοῦ λιβαδιοῦ, καὶ ποιὸ
Λὲς κ' ἔλεε ἀεροπλέοντας·
Ὁ Ἔρως εἶν' ἐδῶ.
Πόσαις φοραῖς τὸ πνεῦμα μου
Ἀπὸ τρομάρα ἐπιάσθη,
Καὶ, τοὺτη, τοὺτη, ἐφώναξα,
'Σ τὸν Οὐρανὸν ἐπλάσθη!
Γιατὶ ὅλα τὸτε μοῦ καναν
Τὰ φρένα ἐκστατικά,-
Τὸ σῶμα, τὸ γλυκόγελο,
Τὸ πρόσωπο, ἡ λαλιά·
Καὶ τὸσο αὐτὰ μοῦ κρύβανε
'Σ τὰ μάτια τὴν ἀλήθεια,
Ποῦ λεα· Καὶ πότε ἀνέβηκα,
Ποιὸς μοῦ δωκε βοήθεια;-
Θαρρῶντας ὁπῶς ἔλαβα
Οἰκιὰ 'ς τὸν Οὐρανό·
Κ' ἐγὼ ἀπὸ τότε ἀνάπαψη
Δὲ βρίσκω παρὰ δῶ.
Καὶ σύ, καὶ σύ, τραγοῦδι μου,
Ἄν εἶχε ὁ νοῦς μου φθάσῃ
Νὰ σὲ στολίσῃ ὡς ἤθελα,
Τὼρ' ἄφινες τὰ δάση.
Κ' ἐπρόβανες τὰ λόγια σου
'Σ τὸν κόσμο θαρρετά·
Ἀλλὰ μὴν πᾷς, κι' ἀπόμεινε
Μ' ἐμὲ 'ς τὴν ἐρημιά.
Απόδοση στα ελληνικά:
Διονύσιος Σολωμός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου