Δευτέρα 20 Απριλίου 2015

«Ἂν ἐγνώριζεν πόσον εἶναι ξεπεσμένη σήμερον ἡ ἀξία τοῦ νομίσματος τούτου παρ' ἡμῖν!»



[...]
− Ἤθελα νὰ εἴπω, − ἀπεκρίθη μὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς πάντοτε ἡδονικῶς προσηλωμένους ἐπὶ τοῦ ἄκρου τοῦ σιγάρου, − ἤθελα νὰ εἴπω ὅτι καὶ ἐγὼ κάμνω ἀκριβῶς τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Τὸ ἴδιο πρᾶγμα κάμνω ἀκριβῶς ὅταν θέλω νὰ σκεφθῶ. Καὶ ὅταν θέλω νὰ σκεφθῶ ἰδοὺ τί κάμνω. Σηκώνω τὰ φρύδια μου ὑψηλά, προσηλώνω τοὺς ὀφθαλμοὺς εἰς τὰ σύννεφα, καὶ βλέπω, βλέπω, βλέπω, ὣς ποὺ ἀρχίζουν αἱ ἰδέαι νὰ καταβαίνουν ὡσὰν νὰ εἶναι ποίημα. Ὡσὰν νὰ εἶναι ποίημα, διότι καὶ σεῖς χωρὶς ἄλλο ποίημα ἐγράφετε. Χωρὶς ἄλλο ἐγράφετε ἓν ποίημα εἰς τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου. Δὲν ἠξεύρετε πόσον σᾶς ἐκτιμῶ, πόσον σᾶς ἐκτιμῶ διὰ τὸ 'τάλαντόν' σας!
− Ἂν ἐγνώριζεν, ἐσκεπτόμην κατ' ἐμαυτόν, πόσον εἶναι ξεπεσμένη σήμερον ἡ ἀξία τοῦ νομίσματος τούτου παρ' ἡμῖν, θὰ ηὐχαρίστει τὸν Θεόν, ὅτι τοῦ ἔδωκεν ἀγγλικὰς λίρας καὶ ὄχι πλοῦτον εὐφραδείας καὶ ποιητικὸν τάλαντον.
− Ἐγώ, ἠξηκολούθησεν ὁ κ. Π. ρεμβάζω πολὺ συχνά, ἀλλὰ ρεμβάζω πολὺ συχνὰ ὅταν εἶμαι εἰς τὴν Καλκούτταν. Ὅταν δὲν εἶμαι εἰς τὴν Καλκούτταν ταξειδεύω· καὶ ὅταν ταξειδεύω δὲν ἠμπορῶ νὰ σταθῶ!
Καὶ ἐπέτεινε τὴν ταχύτητα τοῦ βήματός του, ὡς ἐὰν ἤθελε νὰ ἐκφράσῃ τὴν μανίαν τῶν ποδῶν διὰ τῆς ταχυτέρας γλώσσης αὐτῶν τῶν ἰδίων.
− Ἔπειτα, ἐξηκολούθησεν ὁ κ. Π., τί νὰ σᾶς εἴπω! Τί νὰ σᾶς εἰπῶ, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τίποτε ποιητικόν. Τίποτε ποιητικὸν δὲν ὑπάρχει ἐνταῦθα, διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε φυσικόν. Καὶ ὅταν δὲν ὑπάρχῃ φύσις, εἶπεν ὁ κ. Π. μετ' ἐμφάσεως δογματικῆς, δὲν ὑπάρχει ποίησις.
− Βέβαια, εἶπον ἐγώ, ἐπιδοκιμάζων τὸ ἀξίωμα, ἀφίνων ὅμως ὑπεύθυνον διὰ τὸν δεύτερον ὅρον τοῦ συλλογισμοῦ του τὸν κ. Π., ὅστις δὲν ἐζήτει νὰ εὕρῃ τὴν φύσιν εἰμὴ ἐπὶ τοῦ ἄκρου τοῦ σιγάρου του.
− Ἄλλο πρᾶγμα ἡ Καλκούττα! − ἀνεφώνησεν ὁ κ. Π. ὁλονὲν θερμότερος, καὶ κατὰ τὸ σύστημα τῶν ἀτμομηχανῶν ὁλονὲν ταχύτερος, εἰς τρόπον ὥστε ἐγὼ μόλις τὸν παρηκολούθουν. − Ἄλλο πρᾶγμα ἡ Καλκούττα, διότι ἐκεῖ ὑπάρχει φύσις. Ἐκεῖ ὑπάρχει φύσις, διότι ὑπάρχουν φυτά, δένδρα, δάση, βουνά, ὕδατα, ἀναπαύσεις καὶ ἀπολαύσεις. Καταλαμβάνετε;
− Καταλαμβάνω, εἶπον ἐγὼ πειστικῶς. Διότι ὁ κ. Π. ἐφαίνετο ἀμφιβάλλων ἂν ἐπρόφθανα νὰ καταλάβω τὴν εὐγλωττίαν του.
[...]


Απόσπασμα απ' το διήγημα του Γ.Βιζυηνού "Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως".


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου