Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου,
ψες έχασα μια λυγερή, μια ακριβοθυγατέρα,
να μη την είδες πουθενά, να μη την απαντήσες;
-Εψές προχτές την είδηκα 'ς του Χάρου το σαράι.
Ό Χάρος έτρωγε ψωμί, κ' η κόρη τον κερνούσε,
κ' έτρεχαν τα ματάκια της σα μαρμαρένια βρύση,
κ' έτρεμε κ' η καρδούλα της σα μήλο μαραμμένο.
Κι' από το συχνοκέρασμα της πέφτει το ποτήρι,
μάιτε σε πέτρα βάρεσε, μάιτε σε καλντιρίμι,
μέσα 'ς του Χάρου την ποδιά έπεσε κ' ερραΐστη.
Του Χάρου κακοφάνηκε, γυρίζει και της λέει.
"Τι έχεις, κόρη, που χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα,
και τρέχουν και τα μάτια σου σα μαρμαρένια βρύση;
Μη σε πονεί οχ τη μάννα σου, να στείλω ναν τη φέρω;
-Δε με πονεί οχ τη μάννα μου, μη στέλνης νάν τη φέρης.
-Μη σε πονεϊ οχ ταδέρφια σου, να στείλω νάν τα φέρω;
-Δε με πονεϊ οχ ταδέρφια μου, μη στέλνης ναν τα φέρης,
μόν' με πονεϊ οχ το σπίτι μου κι' οχ τον Απάνω κόσμο.
-Α σε πονέ οχ το σπίτι σου, πλια δεν το μεταβλέπεις.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου