«Ποῦ πᾶμε; Μὴ ρωτᾷς. Ἀνέβαινε, κατέβαινε. Δὲν ὑπάρχει ἀρχή, δὲν ὑπάρχει τέλος. Ὑπάρχει ἡ τωρινὴ τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα καὶ τὴ χαίρουμαι ὅλη. Καλὴ εἶναι ἡ ζωή, καλὸς ὁ θάνατος, ἡ Γῆς στρογγυλὴ καὶ στέρεη σὰ στῆθος γυναίκας στὶς πολυκάτεχες παλάμες μου. Δίνουμαι σὲ ὅλα. Ἀγαπῶ, πονῶ, ἀγωνίζομαι. Ὁ κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος ἀπὸ τὸ νοῦ, ἡ καρδιά μου ἕνα μεγάλο μυστήριο, σκοτεινὸ καὶ παντοδύναμο»
«Ἕνα καράβι εἶναι τὸ σῶμα μας καὶ πλέει ἀπάνω σὲ βαθυγάλαζα νερά. Ποιὸς εἶναι ὁ σκοπός μας; Νὰ ναυαγήσουμε»
«Δὲ δέχουμαι τὰ σύνορα, δὲ μὲ χωροῦν τὰ φαινόμενα, πνίγομαι. Ὁ νοῦς βολεύεται, ἔχει ὑπομονή, τοῦ ἀρέσει νὰ παίζει, μὰ ἡ καρδιὰ ἀγριεύει, δὲν καταδέχεται αὐτὴ νὰ παίξει, πλαντάει καὶ χιμάει νὰ ξεσκίσει τὸ δίχτυ τῆς ἀνάγκης»
«Ὅ,τι ζεῖς στὴν ἔκταση ποτὲ δὲ θὰ μπορέσεις νὰ τὸ στερεώσεις σὲ λόγο. Ὅμως, μάχου ἀκατάπαυστα νὰ τὸ στερεώσεις σὲ λόγο. Πολέμα μὲ μύθους, μὲ παρομοιώσεις, μὲ ἀλληγορίες, μὲ κοινὲς καὶ σπάνιες λέξεις, μὲ κραυγὲς καὶ μὲ ρίμες νὰ τοῦ δώσεις σάρκα καὶ ὀστά, νὰ στερεώσει»
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου