Υπάρχει ένας διαλογισμός μέσα στο χέρι μου
είναι ο κελευστής Παρμενίων.
Η αχρωματική του πιθανότητα κατάλοιπο ναυπηγείου
ανάγεται στα εύφλεκτα
καταπώς η μάνητα του Αχιλλέα μπολιάζει τις οξυές.
Το αντικείμενο αυτό διχάζεται, η ζάλη του
είναι κλείδωση του αγέρα
όταν ξεσέρνει πίσω του τις μπαμπακιές
κ' η αφαίρεση οξύνεται στα έσχατα.
Τότες, μόνο το θάμπος μπορεί να ισορροπεί
κι ας ονομάζει ο καθένας τύχη όλα τα ύδατα
κι ας ματάγινε αντηλιά το χέρι μου αποξαρχής
κι ας κακοφόρμησε ύστερα που κατάπεσε αλάτι
κι ας ξεράθηκε.
Σ' αυτές τις γειτονιές άγιοι δίχως σαντάλια
ψέλνανε το credere εκαίγονταν στις φρυκτωρίες
όπως αστραφτερά ποδήλατα που ανηφορίζουνε
τις ειδούς του Μάρτη.
Πώς το σκοτάδι τότες μ' ένα μόνο κύτταρο
αντιδρούσε σ' όλες τις αντινομίες;
Η κίνηση αυτή ξανέκαθεν είναι ο ιδεατός Μπράουν
που αναπτύσσεται με ιδιόμελα με στιχηρά και άλλα
τέτοια ησυχάρια καταπώς χειρομάντης τις,
Σωτήρης το επίκλην, χρίεται προκαρδινάλιος
καθότι αρσενοκοίτης·
ώρα πολλή με δαύτον κοιταζόμαστε στα μάτια
ώσπου απ' τη μασχάλη του βγαίνει κουρνιαχτός
σαν από φουρνέλο,
σμπρώχνει την ψυχοπερίπτωσή του καταπάνω μου
αισθάνομαι που το μεσονύχτι μου γίνεται χίλιες
μικρές αράχνες,
τότες πια θαρρετά καταμεσί της aula
σαν από γεωτρύπανο
ο ανατατικός στυλίτης Ισαάκιος δηλώνει ότι ποτές
δεν παραδέχεται να υπάρχει η νήσος Αστυπάλαια,
εξόν ο διχασμός της.
ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου