Τί μὲ γνοιάζει πῶς εἶναι κελνερίνα
Ἂν μ’ ὅλη τὴν καρδιά της μ’ ἀγαπάει,
Ἂν τὰ στήθη της ἄσπρα εἶναι σὰν κρίνα,
Ἂν σὰν τὰ Χερουβὶμ χαμογελάει;
Σὰν ὁ τυφλὸς ποὺ ξάφν’ οὐράνι’ ἀχτίνα
Τὸ μαῦρο σκότος γύρω του σκορπάει,
Ὅμοια κ’ ἐγὼ θαμπόνομαι ἀπὸ κεῖνα
Τὰ δυό της μαῦρα μάτια ἂν μέ τυράῃ.
Ἄμε χάσου ξερὴ Φιλολογία,
Γριὰ φτιασιδωμένη, ἄσχημη, κρύα,
Ποῦ ὡς τώρα τὸ μυαλό μου ἔχεις τυφλώσῃ.
Τὴν Ἐμορφιὰ τὴν κλασικὴ σπουδάζω
Ὅταν γλυκὰ τὴ Μίννα μου ἀγκαλιάζω,
Ὅταν ἡ Μίννα ἕνα φιλὶ μοῦ δώσῃ.
23 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1884
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου