Πάει καιρός που η θύελλα το καλάμι τα φίδια
είναι θηλαστικά
το πάτωμα είτανε ξαρχής τώρα κιτρινίζει
η άνωση σέρνει φωνές τ' ακρογιάλι ανάσκελα
στις Γουρνιές χαλίκια οι μικροί μίνωες
τ' αρχαία κίτρα τα σταφύλια οι κρόκοι.
Το σπίτι πια είναι θειάφι, όταν ψηλά
περνάει σύννεφο εξ απορρήτων
γίνεται χταπόδι, κάνει έρωτα μ' ένα τελώνιο,
επί πολύ το ουρλιαχτό της ηδονής αιωρείται ως ρόμβος
μετά ιονίζεται
και τότες με φωνήεντα ή με άλλους αστερίες
ιωδίζει πέρα ως ανοιχτοσύνη.
Εντός οι τοίχοι γονατίσανε το αλφάδι επάρθη.
Οι κατρέφτες μακρινοί, ότι μέσα τους εκάηκε το βάθος,
πιο πέρα απ' τον καπνό στήθηκαν ιππότες.
Τα τρωκτικά στο ύψος της περίστασης όπως Λατίνοι
αρπάζουνε απ' τη μόνη σάρκα μες στο μέλαθρο
απ' τα βήματά σου που λιγοστεύουν,
η γαλαρία βουβή κ' η φλέβα σαν θεόστεγνη
μέσα της άταφος ο νεροτζίτζικας
το μύχιο του καιρού κι ο ταύρος,
μόνο η μνήμη είναι λάδι κι ο πηλός
που δυναστεύει ως το ταβάνι ντυμένος ιερέας
στ' άσπρα, ω τι έξαψη να πεις μηδέν,
όλα τούτα πρασινίζουνε λες και συνεχίζεται χαλκός
λουλάκι σοροκάδα σίγμα,
η άλλη πόρτα ορθάνοιχτη με τα σανίδια
καρτεράει το άρρητο το άλλο σχήμα
που λέει να 'ρθει κάθε μέρα
κάθε.
ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ (1978)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου