Σήκωσες τη χλαμύδα σκεπάζοντας το πρόσωπο.
Στην αγορά μιλούσαν την αττική διάλεκτο
πρωτάκουστη σ' εσένα
ο γείτονάς σου είν' ο φραγκοντυμένος λοστρόμος
που αντάμωσες το βράδυ στο λιμάνι
και το πρωί στα δόντια σου ταμπουρωμένος
χαμογελάς φάλτσα
στο ζαγάρι της μοναξιάς που σε γυροφέρνει.
Τι γύρευες εσύ κρεμώντας την άρνηση
στα φύλλα του φτελιά στην κορφή της ράχης
τόσους χρόνους να στέκονται τ' ανέμου
προτού τη θάψουνε μαστόροι μυστικοί
τι γύρευες, την ώρα που οι δύστοκες μέρες
εφ' ενός ζυγού ανέβαιναν την ανηφόρα
ψάχνοντας σαν τις όχεντρες
τη φωλιά τους να γεννήσουν;
Ω της ψυχής μου γρανιτένια κόψη
κορυδαλλέ ατίθασε
σήμερα ακόμα περισσότερο από χθες
που με το γιαταγάνι της ψηλά
σιμώνει η μπόρα αλαλάζοντας τυφλή
διπλοκλείδωνε το χέρι σίδερο
να ριζώνουμε συντροφεμένοι
στο λιγοστό χώμα της πέτρας.
ΣΧΙΣΤΟΛΙΘΟΙ (1984)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου