Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015

Edgar Allan Poe: Tell Tale Heart (Η Μαρτυριάρα καρδιά)























Απόδοση στα ελληνικά: Βασίλης Πανδής


Είν' αλήθεια! Νευρικός, πολύ, πάρα πολύ, φριχτά νευρικός ήμουνα κι εξακολουθώ να είμαι... Αλλά γιατί να λέτε πως είμαι τρελός; Η αρρώστια έχει τις αισθήσεις μου οξύνει - δεν τις κατέστρεψε, δεν τις έκαμε ν' ατονήσουν. Πρώτη απ' όλες και οξύτερη, η ακοή. Άκουγα ό,τι υπάρχει μες στον ουρανό, πάνω στη Γη, άκουσα και πολλά μες στην κόλαση. Πώς, λοιπόν, να 'μαι τρελός; Ακούστ' εδώ! Για προσέχτε πώς υγιέστατα, πόσο ήρεμα θα σας πω την ιστορία ολάκερη.

Είν' αδύνατον να καταφέρω να σας πω πώς μου κατέβηκεν αυτή η ιδέα, αλλά, σίγουρα, σαν τη συνέλαβα, μέρα και νύχτα δεν μ' άφηνε σε ησυχία. Δεν υπήρχε σκοπός. Δεν υπήρχε πάθος. Τον αγαπούσα το γέρο. Δεν μ' είχε πειράξει ποτέ. Δεν μ' είχε βρίσει ποτέ. Δεν είχα καμιά επιθυμία για ό,τι πλούτη είχε. Νομίζω πως ήταν το μάτι, το μάτι του! Ω ναι, αυτό ήταν! Το ένα του μάτι ήταν ίδιο με αρπαχτικού - ένα θολό γαλάζιο μάτι με κάποιο λεπτό κάλυμμα ομπρός του. Όποτε έπεφτε πάνω μου, το αίμα πάγωνε στις φλέβες μου κι έτσι, σιγά σιγά, πραγματικά βήμα βήμα, αποφάσισα να πάρω τη ζωή του γέρου και τοιουτοτρόπως να ξεφορτωθώ επιτέλους το μάτι εκείνο μια για πάντα.

Λοιπόν, εδώ είναι τώρα το σημείο της ιστορίας μου το κομβικό. Με θέλετε τρελό. Μα οι τρελοί δεν ξέρουν τίποτα... Θα 'πρεπε να 'χατε ιδεί εμένα. Θα 'πρεπε να 'χατε ιδεί πώς εν περισσή σοφία το σχέδιό μου προχωρούσα, με τι προσοχή, με τι οξυδέρκεια, με τι ωραίες ψευτιές εδούλευα μεθοδικότατα! Ποτέ μου δεν υπήρξα ευγενικότερος απέναντι στο γέρο απ' ό,τι καθ' όλην εκείνην την τελευταία εβδομάδα, πριν να τον σκοτώσω. Κάθε νυχτιά, τα μεσάνυχτα, το πόμολο της πόρτας του εγύριζα και την άνοιγα - ω απαλά κι ευγενικά, πόσο, πόσο ευγενικά και απαλά! Και τότε, όταν είχα φτιάξει έν' άνοιγμα απ' όπου το κεφάλι μου χωρούσε να περάσει, έμπαζα ένα φανάρι με τριγύρω τα φύλλα του ολόκλειστα, κλειστά, έτσι ώστε να μη φαίνεται καθόλου φως, κι έπειτα, περνούσα μέσα το κεφάλι μου. Ω τι γέλια θα ρίχνατε, σαν βλέπατε τι βιρτουόζικα που το περνούσα σιγά σιγά εκεί μέσα! Όλες μου οι κινήσεις ήταν αργές, πολύ, πολύ αργές, για να μην διαταράξω του γέρου τον ύπνο. Μίαν ώρα μου 'περνε κάθε φορά για να χώσω μέσα όλο το κεφάλι μου και να τον δω να κείται στο κρεβάτι του. Χα! Σας ερωτώ: θα 'ταν ένας τρελός τόσο σοφός όσο εγώ; Και σαν το κεφάλι μου είχε μπει για τα καλά μες στο δωμάτιο, άνοιγα τα φύλλα του φαναριού προσεχτικά -ω πόσον προσεχτικά!- προσεχτικά (γιατί ετρίζαν οι μεντεσέδες) και τό 'κανα τόσον προσεχτικά, ώστε μόνο μια αχτίδα φωτός να πέφτει πάνω στο μάτι το αγριωπό. Κι αυτό το 'κανα για οχτώ συναπτές νύχτες, κάθε νύχτα, τα μεσάνυχτα, αλλ' έβρισκα κάθε φορά το μάτι του κλειστό και ήταν, συνεπώς, αδύνατον να κάμω τη δουλειά, αφού δεν ήταν ο γέρος που με τρέλαινε, αλλά εκείνο το μάτι. Κι ασφαλώς, κάθε πρωί, με την αυγή, έπαιρνα να μπαίνω στην κάμαρά του και να του μιλάω γενναία, προσαγορεύοντάς τον θερμά και ρωτώντας τον όλο ενδιαφέρον πώς επέρασε τη νύχτα. Οπότε, βλέπετε ότι θα ήταν ένας παμπόνηρος γέρος, στ' αλήθεια, αν υποπτευόταν πως κάθε νύχτα, στις δώδεκα ακριβώς, ήμουν εγώ που ερχόμουν και τον κοίταζα, ενώ αυτός κοιμόταν.

Τη νύχτα την όγδοη ήμουν προσεκτικότερος απ' το συνηθισμένο ανοίγοντας την πόρτα. Του ρολογιού ο λεπτοδείκτης μπορούσε να κινείται γρηγορότερα από μένα τότες. Ποτέ πριν από τη νύχτα κείνη δεν είχα νιώσει το εύρος των ίδιων των δυνάμεών μου, της διάνοιας, της οξύνοιάς μου. Ίσα ίσα μπορούσα να συγκρατήσω το αίσθημα θριάμβου που με διακατείχε. Και να 'μαι, ν' ανοίγω την πόρτα ολίγον κατ' ολίγον κι εκείνος να μην μπορεί καν να ονειρευτεί τις κρυφές και μυστήριές μου πράξεις ή σκέψεις. Ίσα που έπνιξα τα χάχανά μου στην ιδέα αυτή και ίσως να μ' άκουσε, γιατί εκεί, όπως βρισκόταν στο κρεβάτι, κουνήθηκε σα να τον κατέλαβε ο τρόμος. Τώρα, ίσως να νομίζετε ότι πισωγύρισα - κι όμως, όχι. Το δωμάτιό του ήταν μαύρο, ίδιο κατράμι, μες στα βαθιά, πυκνά σκοτάδια του (τα παντζούρια ήταν κλειστά, κλειδαμπαρωμένα λόγω του φόβου των ληστών) κι ήξερα πως δεν ημπορούσε να δει το ελάχιστο άνοιγμα της πόρτας. Συνέχιζα, λοιπόν, να σπρώχνω σταθερά, πολύ σταθερά.

Είχα μπάσει μέσα το κεφάλι μου κι ήμουν έτοιμος ν' ανοίξω το φανάρι, όταν ο αντίχειράς μου εγλίστρησε στο ντενεκεδένιο δέσιμο κι ο γέρος πετάχτηκε απ' το κρεβάτι φωνάζοντας: "Ποιος είν' εκεί;"

Δεν κουνήθηκα καθόλου και δεν είπα τίποτα. Για μιαν ολάκερη ώρα δεν εκουνήθηκε ούτ' ένας μυς δικός μου και στο μεσοδιάστημα δεν τον άκουσα να ξαναπέφτει στο κρεβάτι. Ακόμη καθόταν προσπαθώντας ν' αφουγκραστεί - ακριβώς όπως, κάθε νύχτα, έκανα κι εγώ, που παρατηρούσα κι άκουγα τις θανατερές φρουρές στον τοίχο.

Εν τέλει, ήταν ένας στεναγμός που άκουσα κι ήξερα ότι ήταν στεναγμός τρόμου θανάσιμου. Δεν ήταν στεναγμός πόνου ή λύπης - ω όχι! ήταν ο χαμηλός, ο λίγο κρατημένος ήχος που έρχεται μες από της ψυχής τα τρίσβαθα, όταν αυτή γεμίζει απ' το δέος. Ήξερα κείνον τον ήχο καλά. Μια βραδιά, ακριβώς μεσάνυχτα, όταν όλος  ο κόσμος κοιμόταν, έρρεε κι απ' τα δικά μου στήθια, με τη φρικιαστική ηχώ του να ενισχύει τους φόβους που με τυραννούσαν. Λέω ότι το 'ξερα καλά. Ήξερα πώς ένιωθεν ο γέρος και τον λυπόμουν, αν και κατά βάθος, στα βάθη της καρδιάς μου, σαρδόνια χαμογελούσα.

Ήξερα ότι καθόταν εκεί ξύπνιος απ' την ώρα που ακούστηκε ο λεπτός εκείνος ήχος, απ' την ώρα που άρχισε να στριφογυρνά στο κρεβάτι. Οι φόβοι του από κείνην τη στιγμή όλο και μεγαλώναν. Είχε προσπαθήσει να τους διασκεδάσει, αλλά ματαίως - δεν μπορούσε. Έλεγε στον εαυτό του: "Δεν είναι τίποτ' άλλο παρά ο άνεμος στην καμινάδα... Είναι μονάχα ένα ποντίκι που διασχίζει το πάτωμα" ή "μάλλον είν' εκείνος ο γρύλος, που ο ήχος του μονομιάς ακούστηκε". Ναι, προσπαθούσε να καθησυχάσει εαυτόν μ' αυτές τις σκέψεις. Αλλά όλες του οι ελπίδες ήταν φρούδες. Όλες τους φρούδες, γιατί ο θάνατος καθώς ερχόταν, ελλόχευε, κρυμμένος στη μαύρη του σκιά, και σιγά σιγά φυλάκιζε στη σφιχτή και άραχλη αγκάλη του το θύμα του. Κι ήταν η θανατερή εκείνη επίδραση της σκιάς της ανίδωτης που τον έκαμε να νιώθει, κι ας μην έβλεπε, κι ας μην άκουγε, να νιώθει την παρουσία του κεφαλιού μου μες στο δωμάτιο.

Αφού περίμενα κάμποσην ώρα πολύ υπομονετικά και δίχως να τον ακούω να ξαπλώνει, είπα ν' ανοίξω μια μικρή, πολύ, πολύ μικρή σχισμή στο φανάρι. Κι έτσι, την άνοιξα -δεν μπορείτε να διανοηθείτε πόσο αθόρυβα το έκαμα- ώσπου μία και μοναδική αχτίδα, ίδια αράχνης ιστός, ξεπετάχτηκε κι έπεσε πάνω στο μάτι του αρπαχτικού.

Ήταν ανοιχτό, διάπλατα, διάπλατα ανοιχτό κι εξοργίστηκα όσο το παρατηρούσα. Το 'δα τετρακάθαρα -εκείνο το μουντό γαλάζιο, με το φριχτό πέπλο απλωμένο απάνω του, που μ' έκανε να ριγώ σύγκορμος, άπλωνε ρίγη σ' όλο μου το κορμί, ως το κόκαλο, ως το μεδούλι- αλλά δεν μπορούσα να ιδώ τίποτ' άλλο απ' το πρόσωπο του γέρου και το κορμί του, γιατί είχα κατευθύνει την αχτίδα ώστε να πέσει ακριβώς στο καταραμένο σημείο.

Και τότε - δεν σας έχω πει ότι αυτό που λαθεμένα περνάτε για τρέλα δεν είν' τίποτ' άλλo παρά η άκρα όξυνση των αισθήσεων; Τότε, λέω, έρχεται στ' αυτιά μου ένα υπόκωφος και γρήγορος ήχος, σαν εκείνον που κάνει το ρολόι το διπλωμένο μες σε υφάσματα βαμβακερά. Τον ήξερα καλά αυτόν τον ήχο, επίσης. Ήταν ο χτύπος της καρδιάς του και φούσκωσε την οργή μου, όπως το χτύπημα του τυμπάνου εμψυχώνει το στρατιώτη για τη μάχη.

Κι όμως, ακόμα και τότε, συγκρατήθηκα, εκράτησα την ψυχραιμία μου κι έμειν' ακίνητος. ίσα που ανέπνεα. Κρατούσα το φανάρι ακούνητο. Προσπαθούσα να κρατήσω όσο το δυνατόν σταθερότερα την αχτίδα πάνω στο μάτι. Εν τω μεταξύ, ο διαολεμένος χτύπος της καρδιάς του ήταν ολοένα και πιο γρήγορος. Όλο και γινόταν γρήγορος, γρηγορότερος, όλο και πιο δυνατός, δυνατότερος, δυνατότερος. Απίστευτος, ασύλληπτος θα 'ταν του γέρου ο τρόμος! Γινόταν όλο και δυνατότερος, δυνατότερος, λέω, λεπτό το λεπτό! Ακούτε; Σας το 'πα εξ αρχής ότι είμαι νευρικός - και τότε ήμουν και τώρα είμαι. Και τότε, στη νεκρή ώρα της νυχτιάς, μες στην απόκοσμη σιγή που επικρατούσε στο σπίτι το παλιό, ένας τόσο παράξενος ήχος, όπως τούτος, μ' έφερνε κι εμένα στου ανεξέλεγκτου τρόμου τα μονοπάτια. Κι όμως, για λίγα λεπτά συγκρατήθηκα, έμεινα ακίνητος. Μα ο χτύπος όλο και δυνατότερος γινόταν, όλο και δυνατότερος! Νόμιζα πως θα έσπαγε η καρδιά του και μια νέα αγωνία ήρθε, να μ' αδράξει, να μ' αρπάξει, να μ' αλώσει, να με καταλάβει σύγκορμο - φοβήθηκα ότι κάποιος γείτονας θ' άκουγε τον ήχο! Ω η ώρα του γέρου είχε έρθει πια! Με μα δυνατή κραυγή, άνοιξα το φανάρι και χύθηκα στην κάμαρα. Μια ήταν η τσιριξιά του, μία μοναχά. Αμέσως τον έσυρα στο πάτωμα και τράβηξ' από πάνω του το βαρύ κρεβάτι. Χαρωπά χαμογέλασα, βλέποντας το έργο μου ως τότε φίνα να 'χει εκτελεστεί. Αλλά για κάμποσα λεπτά η καρδιά χτυπούσε - έστω και πνιχτά. Ωστόσο, τούτο δεν υπήρξε όχληση για με. Εξάλλου, δεν επρόκειτο τώρα ν' ακουστεί μες απ' τους τοίχους. Σταμάτησε εν τέλει. Ο γέρος ήταν επιτέλους νεκρός. Μετακίνησα το κρεβάτι κι εξέτασα το πτώμα. Ναι, ήταν παγωμένος, παγωμένος, κόκαλο απ' το φόβο του. Έβαλα το χέρι μου στην καρδιά του και τ' άφησα εκεί για αρκετήν ώρα. Δεν υπήρχε καθόλου σφυγμός. Είχε πετρώσει απ' το φόβο. Σαν μαρμαρωμένος ήταν. Το μάτι του δεν θ' αποτελούσε πρόβλημα για μέναν' άλλο πια.
Κι αν ακόμα επιμένετε να με λέτε τρελό, δεν θα πιστεύετε κάτι τέτοιο, σαν θα σας περιγράψω τις σοφότατες προφυλάξεις που επήρα για να εξαφανίσω το πτώμα. Η νύχτα περνούσε κι εγώ πάσχιζα εργαζόμενος (σιωπηρά κι αθόρυβα πάντοτε). Πρώτ' απ' όλα, διαμέλισα το πτώμα. Έκοψα το κεφάλι, τα χέρια και τα πόδια.

Επήρα τρεις σανίδες απ' της κάμαρας το πάτωμα και τα 'κρυψα όλα κάτω απ' τα καδρόνια. Ύστερα, στη θέση τους έβαλα πάλι τις σανίδες τόσο έξυπνα, τόσο επιδέξια, που κανένα μάτι -ούτε καν το δικό του- να μην μπορεί ν' αντιληφθεί πως κάτι πήγαινε στραβά. Δεν υπήρχε τίποτα να ξεπλύνω -κανενός είδους λεκές, καμιά κηλίδα αίματος πουθενά. Ψυχή τε και σώματι είχα επιδοθεί σ' εκείνην την προσπάθεια.

Σαν είχα αποτελειώσει τις δουλειές αυτές, ήταν τέσσερις το χάραμα - κι ακόμα σκοτεινιασμένη ήταν η πλάση, όπως τα μεσάνυχτα. Όταν εσήμανε η ώρα, ήρθε κι ένας χτύπος στην πόρτα του σπιτιού. Ελαφρά τη καρδία κατέβηκα ν' ανοίξω - άλλωστε, τι είχα να φοβηθώ; Μπήκανε τρεις άνδρες που συστηθήκαν με τέλεια ευγένεια ως αστυνομικοί. Μια κραυγή είχε ακουστεί από κάποιον γείτονα, τη νύχτα, κάτι είχε αρχίσει να βρωμάει, η ενημέρωση στο τμήμα ήρθε αμέσως κι εκείνοι εστάλησαν για να ερευνήσουνε το χώρο.

Χαμογέλασα - τι είχα να φοβηθώ; Καλωσόρισα τους κυρίους. Η κραυγή, τους είπα, ήταν δική μου - ένας έφιαλτης νυχτερνός ήταν ο φταίχτης. Ο γέρος έλειπε σε κάποιο ταξίδι στην εξοχή. Έδειξα στους επισκέπτες μου όλο το σπίτι. Τους κάλεσα να ψάξουν, να ψάξουνε καλά. Στο τέλος τούς επήγα στην κάμαρά του. Τους έδειξα τα πλούτη του που ήταν ασφαλή κι ανέγγιχτα. Στον ενθουσιασμό της σιγουριάς μου, έφερα καρέκλες στο δωμάτιο και ήθελα να κάτσουν, να ξεκουραστούν, όσο ο ίδιος, στην άγρια θρασύτητα του τέλειου θριάμβου μου, τοποθετούσα την καρέκλα μου στο σημείο εκείνο κάτω απ' το οποίο αναπαυόταν το πτώμα του θύματος.

Οι αστυνομικοί ήταν ευχαριστημένοι. Οι τρόποι μου τους είχαν πείσει κι εγώ είχα ηρεμήσει. Κάθισαν και καθώς απαντούσα ευχαρίστως σ' ό,τι εκείνοι μ' ερωτούσαν, αρχίσαν να κουβεντιάζουνε για διάφορα γνωστά πράματα και συνήθη. Όμως, λίγο αργότερα ένιωθα να γίνεται ωχρό το δέρμα μου, να χλωμιάζω, κι ευχόμουνα να 'φεύγαν. Μια ημικρανία άρχιζε να με τυραννά και στ' αυτιά μου άρχισα να καταλαβαίνω ένα βουητό. Κι αυτοί, εκεί. Κάθονταν και κουβεντιάζαν. Το βουητό έγινε ακόμα πιο δυνατό, πιο ευδιάκριτο - συνέχιζε και γινόταν πιο ευδιάκριτο. Μιλούσα πλιότερο ελεύθερα, για να ξεφορτωθώ την αίσθηση ετούτη, αλλά αυτή συνέχιζε και κατήγε νίκες απανωτές αγνάντια μου, ώσπου, τελικά, κατάλαβα πως ο ήχος δεν ήταν στ' αυτιά μου, στο κεφάλι μου.

Δεν είχα καμιάν αμφιβολία πως τότε πραγματικά έγινα κάτωχρος, πανί σκέτο, αλλά μιλούσα ακόμα πιο ανώδυνα και φωναχτά. Κι ο ήχος εκείνος όλο δυνάμωνε, μα τι να 'κανα; Ήταν ο χαμηλός, βαρύς, γρήγορος ήχος - ένας ήχος πάνω κάτω σαν εκείνον που κάνει το ρολόι το τυλιγμένο σε βαμβακερά υφάσματα. Αγκομαχούσα για να πάρω μιαν ανάσα κι οι αστυνομικοί δεν τ' ακούγαν. Μιλούσα γρηγορότερα, σφοδρότερα, αλλά ο ήχος σταθερά δυνάμωνε. Πετάχτηκα όρθιος κι άρχισα να λέω τρίχες φωνασκώντας, χειρονομώντας αγρίως, αλλά ο ήχος σταθερά δυνάμωνε. Γιατί δεν 'φεύγαν; Πήγαινα πάνω κάτω, πέρα δώθε, με βαριά βήματα, σα να ήμουν σε υπερένταση απ' την οργή που μου προκαλούσαν δήθεν οι παρατηρήσεις των ανδρών, αλλά ο ήχος σταθερά δυνάμωνε. Γινόταν δυνατότερος, δυνατότερος, δυνατότερος! Κι όμως, οι άνδρες εκείνοι συζητούσαν ευχάριστα, μες στα γλυκερά χαμόγελά τους. Ήταν δυνατόν να μην τ' ακούγαν; Ω Θεέ μου μεγαλοδύναμε! Όχι, όχι! Τον άκουγαν! Υποψιάζονταν! Ήξεραν! Με κορόιδευαν μπρος στα μάτια μου, κορόιδευαν τον τρόμο που με είχε καταλάβει! Αυτά επίστευα κι αυτά πιστεύω ως και τα τώρα. Αλλά οτιδήποτε ήταν καλύτερο από κείνην την αγωνία. Οτιδήποτε ήταν πιο ανεκτό από κείνον τον χλευασμό! Δεν μπορούσα ν' αντέξω άλλο πια εκείνα τα υποκριτικά χαμόγελα! Ήθελα, ένιωθα πως έπρεπε να ουρλιάξω ή να πεθάνω - και τώρα ξανά! για αφουγκραστείτε! δυνατότερος, δυνατότερος, δυνατότερος, δυνατότερος!

"Παλιάνθρωποι!", έσκουξα, "φτάνει πια το θέατρο! Το παραδέχομαι! Παραδέχομαι ότι το 'καμα εγώ! Ξηλώστε τις σανίδες. Εδώ, εδώ!, είναι που χτυπά η απαίσια καρδιά του!"


Ιανουάριος 1843


***


Διαβάστε το πρωτότυπο κείμενο παρακάτω.
Και με τη φωνή του Christopher Lee:







TRUE! --nervous --very, very dreadfully nervous I had been and am; but why will you say that I am MAD? The disease had sharpened my senses --not destroyed --not dulled them. Above all was the sense of hearing acute. I heard all things in the heaven and in the earth. I heard many things in hell. How, then, am I mad? Hearken! and observe how healthily --how calmly I can tell you the whole story.

It is impossible to say how first the idea entered my brain; but once conceived, it haunted me day and night. Object there was none. Passion there was none. I loved the old man. He had never wronged me. He had never given me insult. For his gold I had no desire. I think it was his eye! yes, it was this! He had the eye of a vulture --a pale blue eye, with a film over it. Whenever it fell upon me, my blood ran cold; and so by degrees --very gradually --I made up my mind to take the life of the old man, and thus rid myself of the eye forever.

Now this is the point. You fancy me mad. Madmen know nothing. But you should have seen me. You should have seen how wisely I proceeded --with what caution --with what foresight --with what dissimulation I went to work! I was never kinder to the old man than during the whole week before I killed him. And every night, about midnight, I turned the latch of his door and opened it --oh so gently! And then, when I had made an opening sufficient for my head, I put in a dark lantern, all closed, closed, that no light shone out, and then I thrust in my head. Oh, you would have laughed to see how cunningly I thrust it in! I moved it slowly --very, very slowly, so that I might not disturb the old man's sleep. It took me an hour to place my whole head within the opening so far that I could see him as he lay upon his bed. Ha! would a madman have been so wise as this, And then, when my head was well in the room, I undid the lantern cautiously-oh, so cautiously --cautiously (for the hinges creaked) --I undid it just so much that a single thin ray fell upon the vulture eye. And this I did for seven long nights --every night just at midnight --but I found the eye always closed; and so it was impossible to do the work; for it was not the old man who vexed me, but his Evil Eye. And every morning, when the day broke, I went boldly into the chamber, and spoke courageously to him, calling him by name in a hearty tone, and inquiring how he has passed the night. So you see he would have been a very profound old man, indeed, to suspect that every night, just at twelve, I looked in upon him while he slept.

Upon the eighth night I was more than usually cautious in opening the door. A watch's minute hand moves more quickly than did mine. Never before that night had I felt the extent of my own powers --of my sagacity. I could scarcely contain my feelings of triumph. To think that there I was, opening the door, little by little, and he not even to dream of my secret deeds or thoughts. I fairly chuckled at the idea; and perhaps he heard me; for he moved on the bed suddenly, as if startled. Now you may think that I drew back --but no. His room was as black as pitch with the thick darkness, (for the shutters were close fastened, through fear of robbers,) and so I knew that he could not see the opening of the door, and I kept pushing it on steadily, steadily.

I had my head in, and was about to open the lantern, when my thumb slipped upon the tin fastening, and the old man sprang up in bed, crying out --"Who's there?"

I kept quite still and said nothing. For a whole hour I did not move a muscle, and in the meantime I did not hear him lie down. He was still sitting up in the bed listening; --just as I have done, night after night, hearkening to the death watches in the wall.

Presently I heard a slight groan, and I knew it was the groan of mortal terror. It was not a groan of pain or of grief --oh, no! --it was the low stifled sound that arises from the bottom of the soul when overcharged with awe. I knew the sound well. Many a night, just at midnight, when all the world slept, it has welled up from my own bosom, deepening, with its dreadful echo, the terrors that distracted me. I say I knew it well. I knew what the old man felt, and pitied him, although I chuckled at heart. I knew that he had been lying awake ever since the first slight noise, when he had turned in the bed. His fears had been ever since growing upon him. He had been trying to fancy them causeless, but could not. He had been saying to himself --"It is nothing but the wind in the chimney --it is only a mouse crossing the floor," or "It is merely a cricket which has made a single chirp." Yes, he had been trying to comfort himself with these suppositions: but he had found all in vain. All in vain; because Death, in approaching him had stalked with his black shadow before him, and enveloped the victim. And it was the mournful influence of the unperceived shadow that caused him to feel --although he neither saw nor heard --to feel the presence of my head within the room.

When I had waited a long time, very patiently, without hearing him lie down, I resolved to open a little --a very, very little crevice in the lantern. So I opened it --you cannot imagine how stealthily, stealthily --until, at length a simple dim ray, like the thread of the spider, shot from out the crevice and fell full upon the vulture eye.

It was open --wide, wide open --and I grew furious as I gazed upon it. I saw it with perfect distinctness --all a dull blue, with a hideous veil over it that chilled the very marrow in my bones; but I could see nothing else of the old man's face or person: for I had directed the ray as if by instinct, precisely upon the damned spot.

And have I not told you that what you mistake for madness is but over-acuteness of the sense? --now, I say, there came to my ears a low, dull, quick sound, such as a watch makes when enveloped in cotton. I knew that sound well, too. It was the beating of the old man's heart. It increased my fury, as the beating of a drum stimulates the soldier into courage.

But even yet I refrained and kept still. I scarcely breathed. I held the lantern motionless. I tried how steadily I could maintain the ray upon the eve. Meantime the hellish tattoo of the heart increased. It grew quicker and quicker, and louder and louder every instant. The old man's terror must have been extreme! It grew louder, I say, louder every moment! --do you mark me well I have told you that I am nervous: so I am. And now at the dead hour of the night, amid the dreadful silence of that old house, so strange a noise as this excited me to uncontrollable terror. Yet, for some minutes longer I refrained and stood still. But the beating grew louder, louder! I thought the heart must burst. And now a new anxiety seized me --the sound would be heard by a neighbour! The old man's hour had come! With a loud yell, I threw open the lantern and leaped into the room. He shrieked once --once only. In an instant I dragged him to the floor, and pulled the heavy bed over him. I then smiled gaily, to find the deed so far done. But, for many minutes, the heart beat on with a muffled sound. This, however, did not vex me; it would not be heard through the wall. At length it ceased. The old man was dead. I removed the bed and examined the corpse. Yes, he was stone, stone dead. I placed my hand upon the heart and held it there many minutes. There was no pulsation. He was stone dead. His eve would trouble me no more.

If still you think me mad, you will think so no longer when I describe the wise precautions I took for the concealment of the body. The night waned, and I worked hastily, but in silence. First of all I dismembered the corpse. I cut off the head and the arms and the legs.

I then took up three planks from the flooring of the chamber, and deposited all between the scantlings. I then replaced the boards so cleverly, so cunningly, that no human eye --not even his --could have detected any thing wrong. There was nothing to wash out --no stain of any kind --no blood-spot whatever. I had been too wary for that. A tub had caught all --ha! ha!

When I had made an end of these labors, it was four o'clock --still dark as midnight. As the bell sounded the hour, there came a knocking at the street door. I went down to open it with a light heart, --for what had I now to fear? There entered three men, who introduced themselves, with perfect suavity, as officers of the police. A shriek had been heard by a neighbour during the night; suspicion of foul play had been aroused; information had been lodged at the police office, and they (the officers) had been deputed to search the premises.

I smiled, --for what had I to fear? I bade the gentlemen welcome. The shriek, I said, was my own in a dream. The old man, I mentioned, was absent in the country. I took my visitors all over the house. I bade them search --search well. I led them, at length, to his chamber. I showed them his treasures, secure, undisturbed. In the enthusiasm of my confidence, I brought chairs into the room, and desired them here to rest from their fatigues, while I myself, in the wild audacity of my perfect triumph, placed my own seat upon the very spot beneath which reposed the corpse of the victim.

The officers were satisfied. My manner had convinced them. I was singularly at ease. They sat, and while I answered cheerily, they chatted of familiar things. But, ere long, I felt myself getting pale and wished them gone. My head ached, and I fancied a ringing in my ears: but still they sat and still chatted. The ringing became more distinct: --It continued and became more distinct: I talked more freely to get rid of the feeling: but it continued and gained definiteness --until, at length, I found that the noise was not within my ears.

No doubt I now grew very pale; --but I talked more fluently, and with a heightened voice. Yet the sound increased --and what could I do? It was a low, dull, quick sound --much such a sound as a watch makes when enveloped in cotton. I gasped for breath --and yet the officers heard it not. I talked more quickly --more vehemently; but the noise steadily increased. I arose and argued about trifles, in a high key and with violent gesticulations; but the noise steadily increased. Why would they not be gone? I paced the floor to and fro with heavy strides, as if excited to fury by the observations of the men --but the noise steadily increased. Oh God! what could I do? I foamed --I raved --I swore! I swung the chair upon which I had been sitting, and grated it upon the boards, but the noise arose over all and continually increased. It grew louder --louder --louder! And still the men chatted pleasantly, and smiled. Was it possible they heard not? Almighty God! --no, no! They heard! --they suspected! --they knew! --they were making a mockery of my horror!-this I thought, and this I think. But anything was better than this agony! Anything was more tolerable than this derision! I could bear those hypocritical smiles no longer! I felt that I must scream or die! and now --again! --hark! louder! louder! louder! louder!

"Villains!" I shrieked, "dissemble no more! I admit the deed! --tear up the planks! here, here! --It is the beating of his hideous heart!"



January 1843

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου