Δευτέρα 8 Ιουνίου 2015

Μίκης Θεοδωράκης: Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου




Όπερα σε δύο πράξεις σε κείμενο του συνθέτη και στίχους Κώστα Καρυωτάκη και Κώστα Βάρναλη.

Τα Πρόσωπα :

ΔΙΟΝΥΣΟΣ, μπάσος
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ, κοντράλτο
ΠΟΙΗΤΗΣ, βαρύτονος
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ, τενόρος
ΦΑΙΔΡΑ, σοπράνο
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ, τενόρος
ΒΑΣΙΛΙΑΣ, τενόρος
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ, σοπράνο
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ, βαρύτονος
ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ, τενόρος
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ, ΛΑΟΣ.

ΕΠΟΧΕΣ : 1928 – 1942 – 1850 – 1948 – 1980



ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

Σκηνή 1

ΣΚΗΝΙΚΟ: Παραλία της Πρέβεζας στον Αμβρακικό. Αριστερά, η θάλασσα. Στο κέντρο, η ακτή. Δεξιά, ένας στενός, χωμάτινος, επαρχιακός δρόμος, πλάι στη θάλασσα. Στη δεξιά πλευρά του δρόμου, ένα μικρό καφενείο. Ο «Ουράνιος Κήπος». Στο πεζοδρόμιο μερικά σιδερένια τραπέζια με ψάθινες καρέκλες. Μάντρες με μεγάλες πόρτες κρύβουν μερικά διώροφα σπίτια πίσω από φοίνικες, δέντρα, λουλούδια. Αριστερά από το δρόμο, σε μια μικρή λουρίδα γής, ένα τραπέζι και λίγες καρέκλες. Πάνω στο κύμα. Στο βάθος δεξιά, μόλις διακρίνονται τα σπίτια της πόλης. Η παραλία. Ίσως και κανένα βαπόρι. Στο βάθος της θάλασσας, αριστερά, το ακρωτήρι του Άκτιου και στο κέντρο, η έξοδος προς το Ιόνιο. Ο ουρανός χάλκινος. Ουρανός του Ιουλίου από τις 5 το απόγευμα και μετά. Έχει λίγα σύννεφα λευκά, για να παίξει μαζί τους το φώς του ήλιου. Είκοσι δευτερόλεπτα περίπου, πριν αρχίσει η μουσική, απόλυτο σκοτάδι. Πρέπει οι πρώτες νότες να παιχτούν μέσα σε νεκρική σιωπή. Στο δεύτερο μέτρο, ανοίγει η αυλαία. Το σκηνικό σε ημίφως. Εξωπραγματικό. Και στο μέλλον θα υπάρχει αυτή η εναλλαγή : εξωπραγματικό – ρεαλιστικό. Βγαίνει ο Διόνυσος από τα δεξιά. Είναι ντυμένος με μακριά πορφυρή χλαμύδα. Και τραγουδά απευθυνόμενος προς το κοινό. Η Ρωμιοσύνη και ο Ποιητής έρχονται από το βάθος στο κέντρο της σκηνής. Οι φιγούρες τους πρέπει να συγχέονται με τις σκιές. Η Ρωμιοσύνη φυσιολογική (δηλαδή, δεν είναι έγκυος). Όσο τραγουδούν η Ρωμιοσύνη και ο Ποιητής, ο Διόνυσος υπάρχει και δεν υπάρχει.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Είμαι ο Διόνυσος. Σας χαιρετώ. Στη σκηνή μας αυτή θα
αναπαραστήσουμε για σας το εύθυμο δράμα του τέλους του Ποιητή. Ας περάσει το πρώτο πρόσωπο.
(Μπαίνει η Ρωμιοσύνη)
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όλα τα πράγματα μου έμειναν όπως…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Η Ρωμιοσύνη…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : να’ χω πεθάνει πριν από καιρούς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …πληγωμένη πικραμένη…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Σκόνη στη σκόνη εγέμισεν ο τόπος…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …Η Ρωμιοσύνη ορφανή.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …και γράφω με το δάχτυλο σταυρούς.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ήρθε στον Αμβρακικό να συναντήσει…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ήταν ευτυχισμένη τότε η ώρα…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …τον Ποιητή…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …ήταν ένα δείλι ζωγραφιστό
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …που με μια σφαίρα στην καρδιά…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …ήλιους εκτυφλωτικούς…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …κι έμεινε το παράθυρο κλειστό.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …εσκόρπισε μες στα σκοτάδια.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έχω πεθάνει τόσα χρόνια τώρα…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Το δράμα αυτό…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …κι έμεινε το παράθυρο κλειστό
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : …σε λίγο θα ξετυλιχτεί μπροστά σας.

(Μπαίνει ο Ποιητής.
Ο Ποιητής εμφανίζεται από τα βάθος. Προχωρεί αργά προς το κοινό καθώς τραγουδά. Ντυμένος σε στυλ 1928. Κουστούμι. Γραβάτα. Ψαθάκι. Ο Διόνυσος χάνεται.)

ΠΟΙΗΤΗΣ : Δέντρα μου, δέντρα μου,
δέντρα μου ξέφυλλα στη νύχτα του Δεκέμβρη,
στη σκοτεινή, βαθιά δεντροστοιχία,
μαζί πηγαίνουμε, μαζί και η μέρα θα μας έβρει,
ω ερημικά, θλιμμένα μου στοιχεία.
Δέντρα μου, δέντρα μου, δέντρα.
Αύριο, μεθαύριο, σύντροφο θα μ’ έχετε και φίλο,
τα μυστικά σας θέλω να μου πείτε,
μα όταν, αργότερα, φανεί το πρώτο νέο σας φύλλο,
θα πάω μακριά, το φως για να χαρείτε.
Κι αφού ταιριάζει, ω δέντρα μου, να μένω απ’ όλα πίσω
τα θαλερά και τα εύθυμα στην πλάση,
εγώ λιγότερο γι’ αυτό δε θα σας αγαπήσω,
όταν θα μ’ έχετε κι εσείς ακόμη προσπεράσει.

(Εμφανίζεται διακριτικά ο Διόνυσος. Ο Ποιητής κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα, πλάι στην ακτή. Βγάζει το περίστροφο και το ακουμπά προσεκτικά πάνω στο τραπέζι. Μπαίνει ο Δημοσιογράφος από το κέντρο της σκηνής. Είναι ντυμένος σύγχρονα. Καλοκαιρινά. Φορά μαύρα γυαλιά ήλιου και ασχολείται συνεχώς με το κασετόφωνο. Καθώς πλησιάζει με γρήγορα βήματα τον Ποιητή, το φως γίνεται εκτυφλωτικό. Τα πράγματα παίρνουν τη ρεαλιστική τους όψη.)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Μπαίνει ο Δημοσιογράφος της RET.
(και πάλι εξαφανίζεται)



Σκηνή 2

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Καλημέρα σας κύριε Καρυωτάκη. Σας βλέπω να
κουβεντιάζετε με τα δέντρα.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (σαν να μιλά στον εαυτό του) : Μόνο η ψυχή μου αυτοκτονεί. Μικρές αυτοκτονίες καθημερινές.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Τι σύμπτωσις. Η εκπομπή μου ονομάζεται «Τα Καθημερινά».
ΠΟΙΗΤΗΣ : Η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (κάνει πηδήματα γύρω από τον Ποιητή) : Αυτό ακριβώς με φέρνει κοντά σας. Μιλήστε μου για την αυτοκτονία σας. Οι ακροατές αδημονούν ν’ ακούσουν λεπτομέρειες…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Το φως χάνεται…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (δοκιμάζει το μικρόφωνο) : Ένα, δύο, τρία… Αγαπητοί μου ακροατές, σε απευθείας μετάδοση η ιστορική αυτοκτονία. (Προς τον Ποιητή)
Ομιλείτε, είσθε εις τον αέρα (του βάζει το μικρόφωνο μπροστά στο στόμα).
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τι να πω;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Πως αισθάνεσθε. Τι νιώθετε λίγα λεπτά πριν απ’ τον θάνατο…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Θα πιείτε καφέ;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Υπέροχο! Μου παραγγέλνει καφέ πριν απ’ το τέλος!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ποιο το τέλος και ποια η αρχή; Το τίποτα γεννά το τίποτα…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ποιο είναι το τίποτα;
ΠΟΙΗΤΗΣ : (σηκώνεται) : Η Επαρχία. Η Πρέβεζα. Η Νομαρχία… Ο Άλλος! Αυτά τα λευκά χαρτιά… Ο λευκός θάνατος…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (μιλά στο μικρόφωνο) : Αγαπητοί μου ακροατές. Στη συνέχεια του προγράμματός μας, το ποίημα του αυτόχειρος για τους δημοσίους υπαλλήλους αφιερωμένο εξαιρετικά στη Νίτσα, τη Στέλλα και το στρατιώτη Μήτσο Βελούδη από την Κόνιτσα.

Σκηνή 3

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (Προς το κοινό) : Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
ΠΟΙΗΤΗΣ: (Το βλέμμα ανάμεσα στο κοινό, τον Αμβρακικό και τον ορίζοντα):
Αυτή την ώρα η Σελήνη δεν με βλέπει…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ηλεκτρολόγοι θα’ ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.
ΠΟΙΗΤΗΣ : …αυτή μονάχα μαντεύει το χάος που βλέπω να με τυλίγει.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τώρα πεθαίνουν οι Θεοί, πεθαίνουν οι σκέψεις σα φύλλα ξερά.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : «Συν τη παρούση αλληλογραφία
ΠΟΙΗΤΗΣ : Κι εγώ πρέπει το μυστικό μου….
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
ΠΟΙΗΤΗΣ : …να πάρω μαζί μου. Ίσως σε λίγο να είμαι κοντά σου Σελήνη.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς το κοινό) : Σ’ αυτή τη χώρα του Διονύσου Τιτάνες και πόρνες Λερναίες Ύδρες και Εφιάλτες θα κυβερνούν…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Παίρνουν κάστανα,
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ο Ποιητής…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : σκέπτονται τους νόμους,
ΠΟΙΗΤΗΣ : …καταραμένος…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : σκέπτονται το συνάλλαγμα,
ΠΟΙΗΤΗΣ : …εξόριστος
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : τους ώμους σηκώνοντας
ΠΟΙΗΤΗΣ : θα’ ναι για πάντα…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : οι υπάλληλοι οι καημένοι.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Γι’ αυτό κι εγώ θα σ’ ανταμώσω, Αμβρακικέ, φίλε πιστέ…

(Ξαναβγαίνει ο Διόνυσος. Τραγουδά προς τον Ποιητή που κάθεται στην καρέκλα και βυθίζεται στον εαυτό του. Το φώς χαμηλώνει. Δημοσιογράφος και Ποιητής μπερδεύονται με τις σκιές.)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Κάνε τον πόνο σου άρπα. Και γίνε σαν αηδόνι, και γίνε σα λουλούδι.
Πικροί όταν έλθουν χρόνοι, κάνε τον πόνο σου άρπα και πέ τονε τραγούδι.

(Η Φαίδρα βγαίνει μέσα από το σκοτάδι. Φορά λεπτό ποδήρη χιτώνα. Έρχεται από το βάθος, υπνωτισμένη, χαμένη αλλά ήρεμη. Στέκεται στο κέντρο με μέτωπο προς το κοινό. Ο Διόνυσος «διαλύεται» διακριτικά.)

Σκηνή 4

ΦΑΙΔΡΑ : Για τη ζωή σου μου’ λεγες,
για το χαμό της νιότης,
για την αγάπη μας που κλαίει
τον ίδιο θάνατό της,
κι ενώ μια ογρή στα μάτια σου
περνούσε αναλαμπή,
ήλιος φαιδρός απ’ τ’ ανοιχτό
παράθυρο είχε μπεί.

(Το φώς ξανάρχεται. Η Φαίδρα βλέπει τον ποιητή που εξακολουθεί να κοιτάζει ακίνητος τη θάλασσα, σα να κοιμάται. Τον πλησιάζει.)

ΦΑΙΔΡΑ : Ο Ποιητής είναι βυθισμένος σε παράξενες οπτασίες. Εγώ όμως τον
αγαπώ… Ίσως η αγάπη μου θα τον θεραπεύσει.

(Πλησιάζει ακόμα πιο πολύ τον Ποιητή και στέκεται ακίνητη από πάνω του. Βλέποντας ο Δημοσιογράφος αυτό το ερωτικό πλησίασμα τρίβει τα χέρια με επαγγελματική ευχαρίστηση. Πλησιάζει.)
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ένα ερωτικό ρεπορτάζ σίγουρα θα μαλακώσει την ψυχή του.
Όμως για τις τηλεοράσεις του μέλλοντος είδηση είναι μόνο η αυτοκτονία.
ΦΑΙΔΡΑ : (Ενεργοποιείται. Κάνει κύκλους γύρω από τον Ποιητή για να κινήσει την
προσοχή του) : Τον Ποιητή, η Φαίδρα καλεί!
ΠΟΙΗΤΗΣ : (Συνέρχεται από το λήθαργο και συνειδητοποιεί την πραγματικότητα.
Βλέπει τη θάλασσα, τον Δημοσιογράφο, το πιστολί. Τέλος το βλέμμα του
σταματά πάνω στη Φαίδρα. Ευχάριστη έκπληξη! Όμως το φώς το ήλιου τον
τυφλώνει. Δε διακρίνει καλά, και βάζει το χέρι του μπροστά για να κάνει σκιά.
Είναι πάντα καθισμένος.) : Ώ, Γλυκιά Φαίδρα, που είσαι;

Σκηνή 5

ΦΑΙΔΡΑ : (Με μικρές κινήσεις, για να μπορέσει να την δει) : Εδώ, δίπλα σου! Δε με βλέπεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ : (σαν να διακρίνει επιτέλους κάτι) : Είσαι μόνη;
ΦΑΙΔΡΑ : Περίπου…Με συνοδεύουν τα μέσα της μαζικής ενημέρωσης!
ΠΟΙΗΤΗΣ : (σηκώνεται) : Αχ! Σκοτάδια προαιώνια.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : (Τον πλησιάζει με ενδιαφέρον) : Τι άλλο βλέπετε, κύριε
Καρυωτάκη;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Βλέπω το Χορό του Ζαλόγγου να τον χορεύω με τα ψάρια… (προς το κοινό)

Τι νέοι που φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε από τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιωνία πληγή.

(Από τη δεξιά πλευρά μπαίνει τρέχοντας η Ρωμιοσύνη. Φορά σύγχρονα ρούχα και είναι έγκυος, τουλάχιστον οχτώ μηνών. Κρατά την κοιλιά της. Πίσω της έρχεται ο Πουνέντες, υφυπουργός ντυμένος άψογα με την τελευταία λέξη της μόδας. Ο Δημοσιογράφος μένει έκπληκτος. Δεν περίμενε τέτοια συνάντηση. Ο Ποιητής και η Φαίδρα υποχωρούν αμήχανα.)

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ο Κύριος Υφυπουργός!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : (κρατώντας την κοιλιά της) : Από την πολλή τρεχάλα θα μου πέσει το παιδί.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τη Ρωμιοσύνη. Κάνει πως δεν την ξέρει, θυμωμένος γιατί τη
βλέπει έγκυο και κυνηγημένη…) : Σας γνωρίζω κυρία; Καθίστε!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : (Με τραυματισμένο τον εγωισμό της) : Ονομάζομαι Ρωμιοσύνη! Κι
αυτός ο τύπος με κυνηγά.
ΠΟΙΗΤΗΣ : (Δεν ανέχεται η αγαπημένη του να είναι σ’ αυτό το χάλι) : Ρωμιοσύνη!
(Βάζει το περίστροφο στον κρόταφο.)
ΦΑΙΔΡΑ : (που ζηλεύει, υποφέρει και ανησυχεί) : Μη! Τι πας να κάνεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τη Ρωμιοσύνη) : Άπιστη! Με ποιόν με απάτησες;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Σας ορκίζομαι κύριε Καρυωτάκη. Ούτε που μ’ άγγιξε!
ΦΑΙΔΡΑ : (ειρωνικά) : Ανεμογκάστρι!
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : (Μπαίνει μπροστά με τον αέρα της εξουσίας) : Ονομάζομαι κύριος Πουνέντες! Υφυπουργός. Εσείς ποιος είστε;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Υπάλληλος της Νομαρχίας. Τι ζητάτε;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Από τα οράματα μας δραπέτευσε η Ρωμιοσύνη και κατ’ εντολή του Σιρόκου την κυνηγώ.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μα η Κυρία είναι δική μου!
ΦΑΙΔΡΑ : (που ζηλεύει) : Κώστα, τι λές;
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τον Πουνέντε) : Φύγετε Κύριε! Πρίν να είναι αργά! (Τον
σημαδεύει με το περίστροφο)
ΦΑΙΔΡΑ : Δεν αξίζει ο κόπος! Άλλωστε σε λίγο θα μας συναντήσει ο Διόνυσος.
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Αυτός, ποτέ!
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Μα δε θα μεταδοθεί στην RET second;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Όχι! Είναι εκτός κλίματος. Άλλωστε προξενεί αλλεργία στο Λαό!
ΠΟΙΗΤΗΣ : RET second; Τι είναι αυτό;
ΦΑΙΔΡΑ : Ο Σταθμός της Αλλαγής!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τι είναι Αλλαγή;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όραμα!
ΦΑΙΔΡΑ : Θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Φάρμακον;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Λέξις.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και ποιοι την τρώγουν;
ΦΑΙΔΡΑ και ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Οι Έλληνες!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Λεξιφάγοι;
ΦΑΙΔΡΑ και ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Αεροφάγοι!
ΠΟΙΗΤΗΣ : (προς τη Ρωμιοσύνη) : Αυτός σε κατέστησε έγκυο, Ρωμιοσύνη;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Με τι;
ΦΑΙΔΡΑ : Ερώτηση!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τι ξηρασία Θεέ μου προβλέπεται για το μέλλον… Και τι στειρότης…
Πως φούσκωσες έτσι;

Σκηνή 6

ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Ένας ποιητής δεν θα μπορέσει να συλλάβει ποτέ την δύναμιν των οραμάτων!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μεσ’ από τους στίχους μου ανασταίνω το μέλλον. Το χτές του ποιητή είναι το αύριο του κόσμου.
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Αν έχεις δύναμη, ζήσε το μέλλον να δεις τη μοναξιά σου.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Θέλεις να καλέσω το μέλλον;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Μην το κάνεις. Θα σε πληγώσει.
ΦΑΙΔΡΑ : Κοίταξέ με. Εγώ μέσα απ’ τους αιώνες ήρθα να σε βρω σαν «αύριο».
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Τόλμησε να δεις το είδωλό σου μέσα στους ανθρώπους.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : «Όταν βλέπω ανθρώπους, πέφτω πρηνής…»
ΠΟΙΗΤΗΣ : Καλώ τα λάβαρα της ποίησης, τις σημαίες του λυρισμού, τα εξαπτέρυγα της θείας μέθης.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τα άγια των αγίων καλείς, τις πληγές του κόσμου, τον πόνο του ανθρώπου.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Γιατί;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τότε μόνο ο άνθρωπος είναι άνθρωπος. Παίρνεις το ρίσκο; Οι
πύργοι και τα παλάτια του ονείρου, σκιές σκιών είναι.
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Τόλμησε αν μπορείς!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Με ποιο τίμημα;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Το θάνατό σου!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και η αγάπη;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Και την αγάπη φυσικά, είναι το μόνο που τους έχει απομείνει.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Είμαι έτοιμος.

Σκηνή 7

(Μπαίνουν κρατούμενοι άνδρες-γυναίκες-Εβραίοι;- με παιδιά στην αγκαλιά, όπως γινότανε μ’ αυτούς που μεταφέρανε γερμανικά στρατόπεδα. Γύρω τους φρουροί-στρατιώτες Ες-Ες.)

ΛΑΟΣ : Πρωί-πρωί χτύπησαν την πόρτα στο σπίτι. Μας δώσαν διορία μισή ώρα. Για ταξίδι μακρινό ετοιμασθείτε, μας είπαν. Μπορεί να πάρετε μονάχα ένα δέμα. Εκεί που πάτε θα τα έχετε όλα. Τροφή, ρούχα, κατοικία, εργασία, καθαριότητα. Τώρα μας πηγαίνουν να κάνουμε ντούς. Πολύ το θέλω αυτό το ντους, θα με ανακουφίσει.

(Οι στρατιώτες σφυρίζουν)

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Καθίστε κάτω. Στάσις δέκα λεπτά.

(Κάθονται)

ΠΟΙΗΤΗΣ : Αδελφοί μου, είμαι ο Ποιητής!

(Ο λαός κινείται με αμηχανία και φόβο. Μερικοί σηκώνονται.)

ΠΟΙΗΤΗΣ : Μη φοβάστε τους φρουρούς. Δε με βλέπουν. Είμαι πνεύμα. Ζω πριν από σας. Ταξίδεψα στον χρόνο να σας συναντήσω και να σας βοηθήσω.

(Τώρα είναι όλοι όρθιοι.)

ΛΑΟΣ : Τι μπορεί να κάνεις εσύ για μας;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μπορώ λόγου χάρη να προβλέψω το μέλλον.
ΛΑΟΣ : Κι αυτό σε τι θα μας βοηθήσει;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Η γνώση μήπως δε βοηθά;
ΛΑΟΣ : Στη δική μας θέση σε τι θα μας βοηθήσει;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Γνωρίζετε τι σας περιμένει;
ΛΑΟΣ : Σε λίγο θα κάνουμε ντούς. Αυτό μόνο ξέρουμε, προς το παρόν.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ποιοι σας έχουνε συλλάβει; Και γιατί;
ΛΑΟΣ : Γνωρίζεις το μέλλον και δεν ξέρεις το παρόν;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μα τι έχετε κάνει;
ΛΑΟΣ : Αυτά που βλέπεις. Οικογένεια, παιδιά. Είμαστε άνθρωποι ήσυχοι.
Κοιτάζουμε το σπίτι και τη δουλειά μας.

Σκηνή 8

ΕΝΑΣ : Θα μας πάνε σε στρατόπεδο.
ΛΑΟΣ : Ψέματα. Διαδόσεις.
ΑΛΛΟΣ : Θα μας εξοντώσουν.
ΛΑΟΣ : Πέμπτη φάλαγγα. Είσαι Πέμπτη φάλαγγα.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ : Θα σκοτώσουν τα παιδιά μας.
ΑΝΔΡΕΣ : Είναι ψέματα. Θέλουν να μας σπάσουν τα νεύρα.
ΑΛΛΟΣ : Θα μας δώσουν χτήματα στα ανατολικά εδάφη. Θα ξεκινήσουμε απ’ την αρχή μια καινούρια ζωή.
ΟΛΟΙ (στον ποιητή) : Εσύ τι λές; Τι ξέρεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Σας βλέπω ανάμεσα σε καταπράσινα λιβάδια να ξαναχτίζετε τους κήπους της Εδέμ.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Τους λες την αλήθεια Ποιητή;
ΛΑΟΣ : (σηκώνονται χαρούμενοι) : Ευλογημένος να’ σαι. Εσύ κι η γενιά σου!
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Πες τους για το ντους, αν τολμάς…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ακούω τρεχούμενα νερά να σας δροσίζουν!
ΛΑΟΣ : Το ντους! Το ντους! Ευλογημένος να’ σαι. Τώρα σε πιστεύω και σε
προσκυνώ. (Γονατίζουν μπροστά του.)
ΠΟΙΗΤΗΣ : Είστε το μέλλον του κόσμου. Σε λίγο θα είστε πιο καθαροί κι απ’ τα σύννεφα. Πιο ελεύθεροι κι απ’ τον αέρα.
ΛΑΟΣ : Και πως τον λένε τον τόπο που μας πάνε;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ουτοπία!
ΛΑΟΣ : Ουτοπία! Ουτοπία! Έχει κυβέρνηση, άρχοντα, βασιλιά, κυβερνήτη;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τον Ποιητή!
ΛΑΟΣ : Είναι καλός; Τον ξέρεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Όνειρο ονείρου! Σκιά σκιάς!
ΛΑΟΣ : Τον αγαπώ…Νιώθω ότι μαζί του θα είμαι ευτυχισμένος. Νομοταγής και εργατικός.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Θα χτίσετε ένα νέο κόσμο. Μια καινούρια πατρίδα.
ΛΑΟΣ : Την Ουτοπία!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Την Ουτοπία.
ΛΑΟΣ : Πως λέγεσαι, ξένε;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ψεύτης!
ΛΑΟΣ : Όνομα ευγενικό! Σε προσκυνώ!

(Οι φρουροί σφυρίζουν)

ΛΑΟΣ : Σ’ ευχαριστούμε κύριε Ψεύτη. Μας τα είπες καλά. Σε λίγο στο ντους θα θυμόμαστε τα λόγια σου τα σοφά. Κι η ψυχή μας σε σε θα πετά.

(Βγαίνουν. Ο Ποιητής σκεπάζει με το χέρι του το πρόσωπο.)

Σκηνή 9

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : (προς το κοινό. Συγχρόνως και οι άλλοι σχηματίζουν γύρω της ημικύκλιο. Το φως χαμηλώνει.) : Τώρα μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.
Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει.
Μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μ’ είδαν, προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Πόσο τ’ ανέβασμα
του άχαρου δρόμου!
Στρέφω κοιτάζοντας
προς τ’ όνειρό μου:
Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες.
Τ’ άνθη, χαμόγελα
μες στους χειμώνες.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Μ’ είδαν, προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος μου απόμεινα
κι έρημος πάω.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – ΟΛΟΙ : Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια.
Ήλιοι τα πρόσωπα,
μάτια τ’ αστέρια.
Είναι και ανάμεσα
σ’ όλα η Αγάπη:
στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπη.
Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια…

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Σκηνή 1

(Στα μέσα του περασμένου αιώνα, 1850. Τοπίο στην ορεινή Ελλάδα. Σε μια πλαγιά του βουνού πρέπει να υπάρχει μια σπηλιά. Δέντρα, θάμνοι, καλύβες από σβουνιές. Ένα μονοπάτι. Εποχή μάλλον φθινόπωρο, για να δικαιολογήσει τα κοστούμια των στρατιωτών, χωρικών κ.τ.λ. Μπαίνει ο Διόνυσος πηδώντας και χορεύοντας. Είναι ντυμένος με κοντή χλαμύδα ξεσχισμένη. Είναι στολισμένος με φύλλα αμπέλου και όλα τα σχετικά.)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Μα την κνήμη του Δία που με φιλοξένησε! Και μα την κοιλιά της μάνας μου της Σεμέλης! Και της Περσεφόνης τα σανδάλια που με οδήγησαν στο βασιλιά των Ορχομενών! Και μα τις νύμφες που με νανούριζαν στον Ελικώνα! Και μα την θείαν Άμπελον! Ποτέ, Ποιητή, δε βρέθηκα σε τέτοιο χάλι! Ούτε όταν με κομμάτιαζαν οι Τιτάνες! Αιώνες τώρα βαδίζω μόνος. Συντροφιά μου, παλιά σκουριασμένα όνειρα. Γύρω μου γη καμένη. Που πήγαν οι Έλληνες; Γυρεύω τη Θήβα να προσκυνήσω τους τάφους των προγόνων μου και πέφτω πάνω στον Όθωνα. «Την Ελλάδα τώρα την κατοικούν Βαυαροί», μου λέει. Ήρθα εδώ, να κρυφτώ και να σκεφτώ.

Σκηνή 2

(Ακούγεται πρώτα η μουσική. Μπαίνουν στρατιώτες ντυμένοι άλλοι ευρωπαϊκά, άλλοι με φουστανέλες κι άλλοι ανάμικτα. Ακολουθούν Καραγκούνες που κρατούν στους ώμους δύο θρόνους, όπου κάθονται ο Όθων και η Αμαλία. Ίσως σε μια στιγμή να τους ακουμπήσουν στο χώμα. Γύρω από τις χωριάτισσες, οι αυλικοί και οι κυρίες της Αυλής ντυμένοι ευρωπαϊκά. Ο Αξιωματικός με τη στολή της εποχής : φουστανέλα.)

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.
Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου».
Όλο εμουρμούριζε : «Κύρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».
Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Εκάρφωνε πέρα, σ’ ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σαν να’ λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους κι ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.
Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.

Σκηνή 3

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Μαρξιστές Λενινιστές στη Σιβηρία! Εδώ Οθωνική ελευθερία! Η Ελλάδα ανήκει στον Ελευθερωτή! Αρματωλοί και Κλέφτες, όλοι! Στη φυλακή!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : (προς τον Όθωνα) : Όμως ο Διόνυσος ζει! Ο Λαμπράκης ζει! Ο Πέτρουλας ζει! Ο Παναγούλης ζει! Τι κάνουμε;
ΟΘΩΝΑΣ : Μια τρύπα στο νερό
ΑΜΑΛΙΑ : Να τον βρούμε και να τον κάνουμε υπουργό!
ΟΘΩΝΑΣ : Αμαλία, τι λές;
ΑΜΑΛΙΑ : Είναι η πιο δοκιμασμένη συνταγή! Ο περήφανος κολίγος θα ξεσηκωθεί, αν ο Διόνυσος μπει στη φυλακή! Τον κάνεις υπουργό, κι έχεις το στόμα του κλειστό!
ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ : Σωστά, σωστά, πολύ σωστά!
ΧΩΡΙΑΤΕΣ (Ακούγονται από μακριά) : Μπρούντζινος γύφτος – τράλαλα! -
τρελά πηδάει κει πέρα,
χαρούμενος που εδούλευε
το μπρούτζον ολημέρα.
ΟΘΩΝΑΣ : Έρχεται ο Λαός μου!
ΑΜΑΛΙΑ : Ευκαιρία να διαφωτιστεί!
ΚΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ : Να διαφωτιστεί και να ξεψυριστεί!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μεγαλειότατε! Να τους διώξω τους γύφτους;
ΟΘΩΝΑΣ : Αγαπώ το γύφτο Λαό μου! Αγαπώ την κοπριά που βοηθά το θρόνο ν’ ανθοφορεί!
ΧΩΡΙΑΤΕΣ (Μπαίνουν χορεύοντας) : Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –
τρελά πηδάει κει πέρα,
χαρούμενος που εδούλευε
το μπρούτζον ολημέρα.

(Μόλις δουν τον Όθωνα, γονατίζουν)

ΟΘΩΝΑΣ : Λαέ μου, γιατί σταμάτησες το τραγούδι και το χορό;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μα είναι σωστό;
ΟΘΩΝΑΣ : Σ’ αρέσει να χορεύεις;
ΧΩΡΙΑΤΕΣ (σηκώνονται) : Ναι!
ΟΘΩΝΑΣ : Σ’ αρέσει να σκέφτεσαι;
ΧΩΡΙΑΤΕΣ : Όχι!
ΟΘΩΝΑΣ : Λαός ιδανικός! (προς τον Αξιωματικό) Γνωρίζουν τον Διόνυσο;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Βρε ζαγάρια! Τι ξέρετε για τον Διόνυσο;
ΕΝΑΣ (πετάγεται μπροστά) : Είναι Θεός!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Είσαι βαλτός! Ευθύς να συλληφθεί. (Τον πιάνουν). Υπάρχει
απειλή! Διόνυσος σημαίνει ληστής! (Προς το πλήθος). Θέλεις κι εσύ να
συλληφθείς;
ΧΩΡΙΑΤΕΣ : Όχι!
ΟΘΩΝΑΣ : Γύφτε Λαέ μου, με την άδεια κοιλιά χορεύεις ακόμα πιο καλά!
ΧΩΡΙΑΤΕΣ (τραγουδούν και χορεύουν) : Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –
τρελά πηδάει εδώ πέρα.
Έχοντας πίστη στο βασιλιά
και πίστη στην Πατρίδα.
Έχω σαν τούμπανο την κοιλιά
πρησμένη από την πείνα
κομμουνιστές κι αναρχικούς
τους κόβω κρομμυδάκια.
Είμαι ατσίδας, μυρίζομαι!
του Μάρξ τα παιχνιδάκια.
Είμαι στο Σύνταγμα πιστός
την ψήφο μου τη δίνω
στην Εξουσία την καλή
στον Αρχηγό το φίνο.
Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –
τρελά πηδάω εδώ πέρα,
χαρούμενος που εδούλευα
το μπρούτζον ολημέρα.
Ελευθερία και προκοπή σημαίνει πληρώνεις
ό, τι σου πουν οι άρχοντες
κι έτσι να καμαρώνεις!
Μπρούτζινος γύφτος – τράλαλα! –
μην πλησιάζεις έχω ακούσει πολλά
τρελά πηδάω εδώ περά!
Μια η αλήθεια! Ο δυνατός νικά!
Χαρούμενος που εδούλευα
γι’ αυτό κι εγώ πηγαίνω με τον δυνατό!
το μπρούτζον ολημέρα!
Γι’ αυτό φωνάζω «Ζήτω ο Βαυαρός»!
Της πατρίδας μου φύλακας είναι!
Μόνο οι ξένοι μας αγαπούν!
Και γι’ αυτό κι εγώ :
Στο Βασιλιά μου τον καλό
στο θρόνο και στα ράσα
στο δυνατό θα’ μια πιστός
ως να ‘μπω μές στην κάσα!

(Βγαίνουν οι Χωριάτες)

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Ώ, Βασιλεύ! Διά τον Διόνυσον, τι να πράξω;
ΟΘΩΝΑΣ : Ψάξτε να τον βρείτε και να του πείτε ότι η Βαυαρία, της Ελλάδος η καρδιά, του συγχωρεί τη βρωμερή του καταγωγή!

(Βγαίνουν ο Όθωνας – Αμαλία και η συνοδεία τους.)

Σκηνή 4

ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Δεμένα; Λυμένα;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Λυμένο δεμένο, όρθιο ή ξαπλωμένο θέλω τον Διόνυσο τον
ξακουστό! Μακάρι να μπορούσα να βάλω την κεφάλα του σε παλούκι μυτερό και να το στήσω στη Λαμία!
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Στη Λαμία, στη Λαμία δοξάζεται η Βαυαρία!

(Ψάχνουν. Τελικά τον βρίσκουν.)

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Νάτος! Νάτος! Κρυμμένος σα γάτος!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Της Άρτεμης ο πάτος! Είμαι ο Διόνυσος! Κι ήρθα να προσκυνήσω τη γή την πατρική.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Εξοχώτατε, έχετε τύχη βουνό! Ο Όθωνας σας θέλει υπουργό.

(Μπαίνουν Αντάρτες του ΕΛΑΣ. Εποχή 1944. Οι στρατιώτες και ο Αξιωματικός τα χάνουν.)

ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ (προς τον Διόνυσο) : Σύντροφε, φτάσαμε στην ώρα! Ο Τσώρτσιλ
χτυπάει την Αθήνα. Πρέπει να τρέξουμε όλοι εκεί! Η μάχη προβλέπεται
σημαντική!

(Φεύγουν όλοι. Μένει μόνο ο Διόνυσος. Το φως λιγοστεύει.)

Σκηνή 5

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Η Μάχη δεν θα τελειώσει ποτέ! Θα νικάμε πάντα και πάντα απ’ την αρχή… Η Μοίρα αυτού του τόπου τραγική. Αν δε χυθεί αίμα Θεού θα κυβερνούν πάντα οι Βαυαροί! Ήρθα λοιπόν το χώμα της Θήβας να φιλήσω. Στου Μακρυγιάννη με το Λαό θα πολεμήσω. Όμως η σφαίρα δεν μπορεί να με σκοτώσει. Η Πυραμίδα μόνο θα με τσιμεντώσει.

(Ημίφως. Μπαίνει η Ρωμιοσύνη, ντυμένη όπως στην αρχή.)

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Πάρε τα δώρα της ψυχής σου να’ ρτεις.
Σου ετοίμασα τη μαύρη κάμαρά μου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Όμως η σφαίρα δεν μπορεί να με σκοτώσει!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Στον κήπο μας αρρώστησεν ο Μάρτης,
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Στου Μακρυγιάννη με το Λαό θα πολεμήσω!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : και αρρώστησεν ο Μάρτης στην καρδιά μου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Το γιοφύρι της Άρτας πάνω στο πτώμα μου θα θεμελιωθεί.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Πάρε του πόνου σου τη σμύρνα κι έλα.
Όλα θέ να σ’ αρέσουν∙ έχω κόψει το ρόδο…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Κι όταν περάσει κι ο τελευταίος Βαυαρός απ’ την απέναντι μεριά.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : …που εγέλα την αυστηρή μου βλέποντας την όψη.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Τότε κλεφτόπουλά μου εσείς τραγούδια και βιολιά.

(Ρωμιοσύνη και Διόνυσος χάνονται. Μπαίνει η Φαίδρα.)

Σκηνή 6

ΦΑΙΔΡΑ : Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπό της
κι εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδίλι.
Πως μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης,
πως εγελάσαν τα πικρά μου χείλη!
Ο Διόνυσος πηγαίνει τώρα στον Αμβρακικό
να συναντήσει τον Ποιητή.
Το νερό θα σιωπήσει.
Οι Ατρείδες δεν σκοτώνουν πιά.
Προπαγανδίζουν.
Η φάρσα θα γίνει Τραγωδία.
Και η Τραγωδία Φάρσα…

(Η Φαίδρα φεύγει.)

Σκηνή 7

(Ξαναρχόμαστε στο σκηνικό της Πρώτης Πράξης. Το φως εκτυφλωτικό. Μπαίνει ο Διόνυσος, όπως πριν, με τις ίδιες κινήσεις. Ο Ποιητής κάθεται στο καφενείο.)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Μα την κνήμη του Δία που με φιλοξένησε! Και της Περσεφόνης τα σανδάλια που με οδήγησαν στο βασιλιά των Ορχομενών! Και μα τις Νύμφες που με νανούριζαν στον Ελικώνα! Και μα τη θείαν Άμπελον! Ποτέ, Ποιητή, δε βρέθηκα σε τέτοιο χάλι. Ούτε τότε που με κομμάτιαζαν οι Τιτάνες. Όσο τη μέρα που με δίκαζαν στην Πνύκα αυτοί που η ιστορία θα ονομάσει οι Εραστές της Εξουσίας!
ΠΟΙΗΤΗΣ (Με ενδιαφέρον) : Τι μορφή έχουν;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Συγκεχυμένη!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και ποία η σχέσις τους με την Άμπελον;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Άμπελος στη χώρα των Φαραώ;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Η Ελλάς χώρα των Φαραώ;

(Μπαίνουν διακριτικά η Φαίδρα, η Ρωμιοσύνη, ο Δημοσιογράφος και ο Πουνέντες.)

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Χώρα ερήμου!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Με πυραμίδας;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Πυραμίδας της Εξουσίας!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ώ! Μοίρα σκληρή!
ΦΑΙΔΡΑ : Διόνυσε! Μήπως υπερβάλλεις;
ΠΟΙΗΤΗΣ (προς τον Διόνυσο) : Και ποια η θέση του Ποιητή;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ο Ποιητής είναι νεκρός…
ΠΟΙΗΤΗΣ (κοιτάζοντας πότε προς την άκρη του ορίζοντα και πότε προς το κοινό.
Το φως χαμηλώνει, παίρνοντας ποιητικούς χρωματισμούς.) :
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για να το ζήσουμ’ όλοι.
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θα το γλεντήσουμε το βράδυ.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (προς το κοινό) : Νυχτώνει…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Αμβρακικέ! Δέξου με στην αγκαλιά σου…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (όλοι κάνουν κύκλο γύρω από τον Ποιητή) : Με αυτοκτονίες και με δολοφονίες
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Με οράματα και ανεμογκαστρώματα
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Με προγράμματα, συνθήματα και διεθνείς πρωτοβουλίες
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Με πληγωμένα όνειρα
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ: Με αυταπάτες…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Με ψεύτικες αλήθειες που σε κοιμίζουν…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Κατάλαβα! Κατάλαβα! Το Έθνος βουλιάζει υπερηφάνως… Κι εγώ τι νακάνω; Να πνιγώ ή να τινάξω τα μυαλά μου;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ (που πετάγεται προς τον Ποιητή. Το φως δυναμώνει στιγμιαία) :
Απευθυνθείτε στο Υπουργείο των Αέρηδων δια να ανανεωθείτε!

Σκηνή 8

ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ησυχία! Ακούστε τη Ρωμιοσύνη! Τραγουδά το στερνό τραγούδι μαζί με τους Έλληνες!

(Το φως στο χρώμα της Εσπέρας. Ο Λαός μπαίνει διακριτικά. Φοράνε μαύρες εσάρπες.)

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Η σκέψη μου νοσταλγικά ενυχτώθη
στον κήπο, στη λιμνούλα και στη σέρα…
ΛΑΟΣ : Νοσταλγικά ενυχτώθη κι η ψυχή
Νοσταλγικά η εσπέρα ανοίγει τα φτερά της…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : που εσβήνανε τριαντάφυλλα σαν πόθοι
κι επέθαινε στα τζάμια πάνω η μέρα…
ΣΟΛΙΣΤ : Το φως λιγοστεύει. Νυχτώνει.
ΦΑΙΔ. – ΡΩΜ. – ΔΗΜ. – ΠΟΥΝ. – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΙΟΝ.: Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ένας καημός που ακόμα δεν εδόθη
γινόταν άστρο. Σύννεφο από πέρα
ΛΑΟΣ : Είναι η ώρα που πεθαίνουν οι Ποιητές
γίνονται άστρο, σύννεφο από πέρα
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Μεγάλωνε (ίδιο σάβανο που κλώθει
με μοχθηρή σπουδή μοίρα μητέρα).
ΣΟΛΙΣΤ : Το φως λιγοστεύει, νυχτώνει
ΛΑΟΣ : Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όταν το δέος μου αξήγητον απλώθη,
το στερνό ρόδο θα’ χανεν η σέρα
ΛΑΟΣ : Το στερνό ρόδο, η Ρωμιοσύνη, χάνεται μες στον αέρα…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Και η λίμνη με νεκρόφυλλα θα εστρώθη.
Τ’ άστρα ζυγώνανε, καημοί, από πέρα.
ΣΟΛΙΣΤ : Το φως λιγοστεύει. Νυχτώνει.
ΛΑΟΣ : Έτσι προχθές ήταν γλυκιά η εσπέρα.

(Φεύγει η Ρωμιοσύνη και ο Λαός)

Σκηνή 9

(Μπαίνουν οι Στρατιώτες ντυμένοι, όπως στον Εμφύλιο – 1948. Ο Αξιωματικός – λοχαγός – με στολή εκστρατείας. Ακολουθούν Καραγκούνες που κρατούν στους ώμους δύο θρόνους – τους ίδιους – με τον Παύλο, στολή ναυάρχου, και τη Φρειδερίκη, ντυμένη Βλάχα. Αυλικοί και Κυρίες της Αυλής – 1948)

ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Μαρξιστές – Λενινιστές στη Σιβηρία!
Εδώ Γλυξεμπουργκική δημοκρατία!
Η Ελλάδα ανήκει στον καταπιεστή!
Αντιστασιακοί λεχρίτες! Όλοι! Στη φυλακή!
(βλέπουν τον Διόνυσο)
Νάτος! Νάτος! Ζαρωμένος σαν γάτος!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Του Γανυμήδη ο πάτος!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Δέστε τον καλά να μην το ξανακάνει. Θέλω μια δίκη σαν του
Μπελογιάννη.
ΠΑΥΛΟΣ : Ο Στρατός όμως άλλα ζητεί!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Το παλούκι στη Λαμία έχει στηθεί.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Στη Λαμία, στη Λαμία δοξάζεται η Γλυξεμπουργκία!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Δεν θέλω άλλη υπόθεση Λαμπράκη! Η Πυθία υπήρξε
κατηγορηματική! Για να υπάρξει λύση οριστική ο Διόνυσος θα δικαστεί από
εξουσία Πυραμιδική! Λοιπόν, υπομονή!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Στη φυλακή!
ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ : Στη φυλακή!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Σταθείτε! Να κρίνει ο Λαός!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Ποιος είναι αυτός αναιδής;
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Αργόσχολος, τουτέστιν ποιητής!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Υπάρχουν ακόμα ποιητές; Προς τι οι φυλακές;
ΠΑΥΛΟΣ : Ο Λαός ευθύς να προσαχθεί, ευκαιρία μοναδική η αλήθεια να λάμψει, η
ιστορική!

(Μπαίνει ο Λαός ντυμένος σχεδόν όπως στα 1850 οι χωρικοί. Υπάρχουν όμως και προλετάριοι με φτηνά ρούχα.)

ΛΑΟΣ : Ελιά! Ελιά! Και Παύλο βασιλιά!
Βάντε κλήρο – ρίχτε ζάρι
θα σε πάρει να σε πάρει.
Το μαντρί του ποιος θα πάρει
με καρότσια και παπά –
θα σου πάρω και μια δούλα
πίσκοπε του Δαμαλά –
να τη λένε Σπυριδούλα
τώρα το’ παθες καλά.
Πληρώνω τα δοσίματα
στο κράτος και δε μνήσκω
και τα στερνά μου τα όβολα
στης Εκκλησιάς το δίσκο
θα τα βρώ ψηλά ένα-ένα
και τη Βαγγελιώ παρθένα.
Το μάθημα που δώσαμε
για πάντα θα φωτίζει.
Μελίσσι ο Λαός και θα χυμά
σ’ όποιον τον ερεθίζει.
ΠΟΙΗΤΗΣ (βγαίνει αποφασιστικά. Προς το Λαό, που τον κοιτάζει με απορία):
Όραμα σου δίνω δυνατό! Ο κόσμος είναι δικός σου! Γίνε της Μοίρας σου τ’
αφεντικό! Το φως βρίσκεται εντός σου!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Μιλάς αναρχικά μπροστά στο βασιλιά. Τιμωρία σου πρέπει παραδειγματική.

(Πάει να τον πιάσει.)

ΠΑΥΛΟΣ : Όχι! Σταθείτε! Την απόφαση θα πάρει ο Λαός!
ΛΑΟΣ (που ξαναζωντανεύει) : Ελιά! Ελιά! Και Παύλο βασιλιά!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Σου δίνω όραμα! Σου δίνω την αλήθεια!
ΛΑΟΣ : Μια μονάχα υπάρχει αλήθεια – μαχμουρλίκι και συνήθεια –
ΠΑΥΛΟΣ : Λαέ μου, αποφάσισε εσύ!
ΛΑΟΣ : Στη Λαμία! Στη Λαμία! Δοξάζεται η Γλυξεμπουργκία!
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Έρχεται η Ρωμιοσύνη!
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Η Ρωμιοσύνη; Εφτάψυχη είναι;
ΠΑΥΛΟΣ : Εδώ δεν πρέπει να μας βρεί. Άλλωστε το μέλλον της έχει διαγραφεί!
Πρέπει να φύγουμε ευθύς…
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗ : Εμπιστευόμαστε στην ιστορία! Αυτή θα δώσει τη λύση την
τελειωτική! Ποιητή! Μη ζητάς να σε δοξάσει τιμωρία βασιλική!
ΠΑΥΛΟΣ : Μοναχός σου τιμωρία θα δώσεις, αφού πρώτα σε φτύσει ο Λαός.
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΣ : Λαέ! Γλείφε και φτύνε! Γλείφε και φτύνε! Να μη μας βρει η
Ρωμιοσύνη. Όταν τη βλέπω μου τη δίνει!

(Βγαίνουν οι βασιλείς, ακόλουθοι, Αξιωματικός, Στρατός, Λαός. Μπαίνει η Ρωμιοσύνη. Ακολουθούν οι υπόλοιποι σολίστ.)

Σκηνή 10

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (Κάνει κύκλους γύρω από τα πρόσωπα.) : Υπήρξα πάντα ευτυχής!
Είχα συντροφιά πάντοτε ανθρώπους που τραγουδούσαν και χόρευαν ωραίους σκοπούς της πατρίδος μου, νοσταλγικούς. Που γοητεύουν και σταλάζουν βάλσαμο στην καρδιά και γυμνάζουν το νού!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (που την πλησιάζει. Με νοσταλγία) : Η Πατρίς σου, πατρίς μου. Χώρα ευλογημένη. Κατοικία των Θεών!
ΦΑΙΔΡΑ (συναρπάζεται από τις αναμνήσεις) : Ποτέ η Αθήνα δεν υπήρξε ωραιότερη από τις μέρες της μάχης του Δεκέμβρη! Σε παρακολουθούσα, Διόνυσε, από το λόφο του Φιλοπάππου!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Δεν σε εφόβιζαν οι εκπυρσοκροτήσεις;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Στις δέκα του Δεκέμβρη άρχισε η πομπή…
Αγόρια και κορίτσια σκοτωμένα
στην Άνοιξη περνούν αγκαλιασμένα
ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Και μετά; Και μετά;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ανάβασις, κατάβασις και επί τα αυτά! Έως ότου…
ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Έως ότου;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Ήλθεν αυτός!
ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Ο Σιρόκος;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Στο σπίτι είχαμε πένθος. Οι κολονέλοι μας, βλέπετε, και η συμμορία τους. Ο πατέρας εξορία και το σπίτι ορφανό. Η μητέρα μου μόνη. Τότε εχτύπησε η πόρτα. «Ποιος είναι;» ρωτά η μητέρα…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ (που πετάγεται μπροστά της) : Η Αλλαγή!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (με απορία) : Πως το μαντέψατε;
ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Λοιπόν; Λοιπόν;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Μα εσείς έχετε χοντρή φωνή. Θα έλεγε κανείς, φωνή αρκούδας.
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Είχε βραχνιάσει από τις ψεύτικες αλήθειες…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ώστε αυτό ήταν;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Ένας απλός μεσάζων. Ερμηνεύω τη σκέψη των εκπροσώπων!
Οφείλω το μαύρο να το κάνω άσπρο. Το άσπρο πράσινο. Και το πράσινο κόκκινο!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Ώ! Ιδεολογία των χρωμάτων!
ΦΑΙΔΡΑ : Μα τη σκέψη της Ήρας! Αυτή η σούπα καταλήγει στο μαύρο!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Και με εζήτησε επισήμως από την μητέρα μου: «Ο Σιρόκος την ποθεί.
Θα την κάνει δική του». Και τότε…
ΦΑΙΔΡΑ – ΠΟΙΗΤΗΣ : Και τότε; Και τότε;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έβγαλε το κοχύλι και είπε: «Ακούστε τη φωνή του».
ΦΑΙΔΡΑ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Και λοιπόν; Και
λοιπόν;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Φωνή ρωμαλέα. Ιστορική. Που την αισθάνομαι όλο και περισσότερο μέσα μου. Όπως η Ευρυκόμη το βόρειο άνεμο! Κάτι σαν τρόμπα που φουσκώνει το λάστιχό…
ΦΑΙΔΡΑ : Ώ, δύστυχη!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Και με τύλιξαν τα οράματα που ηλεκτρίζουν τον υπερήφανο κολίγο.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και η κοιλιά σου;
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Φούσκωνε!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (προς τον Πουνέντε) : Εσύ βρέ φούσκωσες την τρόμπα;
ΠΟΥΝΕΝΤΕΣ : Εγώ σχολίαζα!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Και ποιος φούσκωνε;
ΠΟΙΗΤΗΣ (προς τη Ρωμιοσύνη) : Μιλάς με γρίφους.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Η θάλασσα θα αδειάσει από την καρδιά του ανθρώπου.
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Το Αιγαίο θα γίνει Σαχάρα…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και ο Λαός;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Κύμβαλον αλαλάζον!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τα όνειρα σάπισαν
ΦΑΙΔΡΑ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Θάψτε τα όνειρα!

Σκηνή 11

ΠΟΙΗΤΗΣ (βγαίνει μπροστά) : Η λιτανεία των λυγμών αρχίζει.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τα όνειρα σαπίζουν.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Σ’ αυτή τη γη το αίμα μου θα χύσω.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (προς τον Ποιητή) : Είσαι η ψυχή της γής.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (προς τον Ποιητή) : Είσαι η φωνή του νερού.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Αφήστε με το βλέμμα μου να σεργιανίσω για μια στερνή φορά σ’
αγαπημένα μέρη.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Όλα θυμίζουν το ίδιο τραγούδι. Το τραγούδι αν σωπάσει, θα
σωπάσουν…
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Θα σωπάσουν, θα νυχτώσουν οι καημοί του κόσμου.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τη μοναξιά μου τη σφραγίζουν τώρα όλα τα τραγούδια που θα
ξανανθίσουν.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Για ποια τραγούδια μιλάς, αφού μαζί σου θα πάρεις τη
φωνή των πουλιών, τη φωνή των νερών;
ΠΟΙΗΤΗΣ : Πάντα το τραγούδι θα ξαναγεννιέται.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – ΠΟΙΗΤΗΣ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Όνειρο Ονείρου; Πόθοι του ανέμου.

Σκηνή 12

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ( που βλέπει τον Αμβρακικό) : Φάνηκε μια βάρκα στη λίμνη.
Μας πλησιάζει.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Γλιστρά στα νερά.
ΦΑΙΔΡΑ : Δεν έχει κουπιά.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Έχει επιβάτη;
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Έναν μονάχα.
ΠΟΙΗΤΗΣ : Στα μαύρα ντυμένος.

(Εμφανίζεται η στενόμακρη βάρκα – για λιμνοθάλασσες. Όρθιος μπροστά ο Άγγελος. Ακίνητος σαν άγαλμα. Κοντά στην ακτή σταματά. Όλοι τον κοιτάζουν μαγνητισμενοί. Ο Δημοσιογράφος που βλέπει προς την Πρέβεζα τους βγάζει από την ακινησία τους. Τώρα στρέφουν τα βλέμματα προς το Λαό, που μπαίνει τρέχοντας από το βάθος. Είναι ντυμένοι με σύγχρονα ρούχα.)

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ : Έρχεται ο Λαός!
ΦΑΙΔΡΑ : Τρέχει αλαφιασμένος!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Φοβισμένος!
ΛΑΟΣ : Σηκώνονται οι ποταμοί! Αλλάζουν θέση τα βουνά!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : (που γυρίζει τώρα το βλέμμα του προς τη βάρκα) : Απεσταλμένος του Δία!
ΛΑΟΣ (προς τον Διόνυσο) : Ζούνε οι Θεοί;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Ας τον ακούσουμε προσεχτικά!
ΛΑΟΣ (βλέπουν τον Άγγελο και ακινητοποιούνται) : Ποιος είναι ποιος;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Άγγελος του Μέλλοντος! (προς τον Άγγελο) Πνεύμα, αν έχεις φωνή, πες ό,τι έχεις να πεις!
ΑΓΓΕΛΟΣ : Διόνυσε, σε χαιρετώ. Απ’ τον αιώνιο ύπνο μου με πρόσταξε να βγω των Ολυμπίων Θεών εντολή. Να εμποδίσω προσπαθώ το θάνατο του Ποιητή.
ΛΑΟΣ : Τα ζώα μιλούν. Τα νερά τραγουδούν. Τα δέντρα περπατούν.
ΦΑΙΔΡΑ : Σημάδια θεϊκά!
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Δαιμονικά!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Πνεύμα! Μίλα καθαρά! Τα σημάδια αυτά τι σημαίνουν;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Η Φύση δε συγχωρεί αυτό που πρόκειται να’ ρθει. Η σιδερένια αράχνη ξεκινά…
ΛΑΟΣ : Μίλα καθαρά!
ΑΓΓΕΛΟΣ : Χιλιάδες πόδια φαρμακερά! Φτερά αγκυλωτά! Αίμα και θάνατο σκορπά!
ΛΑΟΣ : Στην Ελλάδα πότε θα’ ρθει;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Ακρίδα πρώτα φαρμακερή!
ΛΑΟΣ : Από πού θα βγεί;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τιμωρία θεϊκή! Μέσα από την ξεραμένη γη…
ΠΟΙΗΤΗΣ (γίνεται πάλι το επίκεντρο της προσοχής) : Η λιτανεία των λυγμών αρχίζει.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τα όνειρα σαπίζουν.
ΛΑΟΣ : Η λιτανεία…σαπίζουν…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Τη μοναξιά μου…
ΛΑΟΣ : Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν οι καημοί του κόσμου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν οι καημοί του κόσμου.
ΠΟΙΗΤΗΣ : …τη σφραγίζουν τώρα όλα τα τραγούδια που…
ΛΑΟΣ : Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν
ΛΑΟΣ (προς τον Άγγελο) : Και μετά; Και μετά;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Από την ξεραμένη γη
ΠΟΙΗΤΗΣ (και πάλι στο επίκεντρο) : Τη μοναξιά μου τη σφραγίζουν τα τραγούδια.
ΛΑΟΣ (προς τον Άγγελο) : Και μετά; Και μετά;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Η σιδερένια αράχνη τούτη τη γη την ιερή καταχτά.
ΠΟΙΗΤΗΣ (συνέρχεται και ρωτά με ενδιαφέρον) : Και τι θα γίνει το ανθρώπινο γένος;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τη σιδερένια αράχνη βλέπω να πνίγει μέσα στο αίμα!
ΛΑΟΣ : Δόξα! Δόξα! Μεγάλη στιγμή!
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Πικρή για την Ελλάδα τη μικρή…
ΛΑΟΣ : Διόνυσε, τι λές;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Το Πνεύμα ευθύς τώρα θα μας πει.
ΛΑΟΣ : Πρέπει να μας πεις!
ΑΓΓΕΛΟΣ : Ας σταματήσω εδώ. Μα σώσω θέλω τον Ποιητή…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Πνεύμα, λέγε τι βλέπεις! Ζωή μου η αλήθεια!
ΑΓΓΕΛΟΣ : Όχι τόσο σκληρή… Δεν την αντέχει η καρδιά του ποιητή.
ΠΟΙΗΤΗΣ (και πάλι στο επίκεντρο) : Αφήστε με να σεργιανίσω για μια στερνή φορά σ’ αγαπημένα μέρη.
ΛΑΟΣ (προς τον Ποιητή) : Είσαι η ψυχή της γης. (προς τον Άγγελο) Τι βλέπεις; Τα λόγια σου κρύβουν συμφορές φριχτές.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ : Τι πιο πολύ απ’ την αράχνη και την ακρίδα;
ΛΑΟΣ : Τι πιο πολύ απ’ την αράχνη και την ακρίδα.
ΠΟΙΗΤΗΣ (επίκεντρο της προσοχής – όλοι στρέφονται προς αυτόν) : Τη μοναξιά μου τώρα τη σφραγίζουν όλα τα τραγούδια που θα ξανανθίσουν.
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ – ΔΙΟΝΥΣΟΣ (προς τον Ποιητή) : Για ποια τραγούδια μιλάς αφού μαζί σου θα πάρεις τη φωνή των πουλιών και των νερών;
ΛΑΟΣ : Θα σωπάσουν θα νυχτώσουν οι καημοί.
ΑΓΓΕΛΟΣ (παρεμβαίνει και όλοι γυρίζουν προς αυτόν) : Σήμερα για στερνή φορά τα ζώα μιλούν, τα δέντρα περπατούν, τα νερά τραγουδούν.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ : Βλέπω τη μεγάλη σιωπή…
ΛΑΟΣ : Κι η καρδιά του ανθρώπου; Τι θα γίνει κι αυτή;

(Το φως αρχίζει και γίνεται κλιμακωτά κόκκινο)

ΑΓΓΕΛΟΣ : Καμένη γη…
ΠΟΙΗΤΗΣ : Άχ, αλί και τρισαλί.
ΑΓΓΕΛΟΣ : Γι’ αυτό Διόνυσε προσταγή θεϊκή! Πρέπει να φύγεις από τούτη τη γη!
ΠΟΙΗΤΗΣ : Και οι Θεοί;
ΑΓΓΕΛΟΣ : Θα πεθάνουν κι αυτοί…
ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ: Και το τραγούδι του νερου;

(Ο Ποιητής παίρνει από το τραπέζι το περίστροφο και σημαδεύει μ’ αυτό την καρδιά του)

ΑΓΓΕΛΟΣ : Σκιές σκιών θα περπατούν…

(Το φως γίνεται έντονα κόκκινο – Πυρκαγιά)

ΛΑΟΣ : Μη! Στάσου Ποιητή!
ΦΑΙΔΡΑ – ΟΛΟΙ : Μαζί σου σκοτώνεις τη ζωή!

(Σημαδεύει με το όπλο το κοινό. Αρχίζει το σκοτάδι. Λαός και πρωταγωνιστές χάνονται, σβήνουν. Μένει μόνο η φιγούρα του Ποιητή)

ΠΟΙΗΤΗΣ : Άλτ! Πυροβολώ το μέλλον…

(Σκοτάδι γενικό. Αυλαία)


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου