Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

Charles Bukowski: I'm in love (Ειμ' ερωτευμένη)



she's young, she said,
but look at me,
I have pretty ankles,
and look at my wrists, I have pretty
wrists
o my god,
I thought it was all working,
and now it's her again,
every time she phones you go crazy,
you told me it was over
you told me it was finished,
listen, I've lived long enough to become a
good woman,
why do you need a bad woman?
you need to be tortured, don't you?
you think life is rotten if somebody treats you
rotten it all fits,
doesn't it?
tell me, is that it? do you want to be treated like a
piece of shit?
and my son, my son was going to meet you.
I told my son
and I dropped all my lovers.
I stood up in a cafe and screamed
I'M IN LOVE,
and now you've made a fool of me. . .
I'm sorry, I said, I'm really sorry.
hold me, she said, will you please hold me?
I've never been in one of these things before, I said,
these triangles. . .
she got up and lit a cigarette, she was trembling all
over.she paced up and down,wild and crazy.she had
a small body.her arms were thin,very thin and when
she screamed and started beating me I held her
wrists and then I got it through the eyes:hatred,
centuries deep and true.I was wrong and graceless and
sick.all the things I had learned had been wasted.
there was no creature living as foul as I
and all my poems were
false.


***


Είναι νέα, είπε...
Αλλά κοίτα κι εμένα:
είναι φίνοι οι αστράγαλοί μου·
κοίτα και τους καρπούς μου! Έχω όμορφους
καρπούς
Ω Θεέ μου,
νόμιζα ότι όλα πηγαίναν πρίμα
και τώρα να τηνε πάλι
Κάθε φορά που τηλεφωνεί, τρελαίνεσαι·
μου 'πες ότι όλα τελειώσαν,
μου 'πες ότι όλα ξοφλήσαν...
Άκου· έχω ζήσει αρκετά, ώστε να 'χω γίνει μια
καλή γυναίκα·
τι τη θέλεις την κακιά γυναίκα;
Σ' αρέσει να τυραννιέσαι, έτσι;
Νομίζεις ότι η ζωή είναι για πέταμα, όταν κάποιος σε φροντίζει·
σαπισμένα, όλα μπαίνουν στη σειρά τους·
έτσι δεν είναι;
Πες μου! Έτσι είναι; Θες να σε πετάνε σα
στημένη λεμονόκουπα;
Κι ο γιος μου, κι γιος μου που ήτανε να σε γνωρίσει...
Τα 'πα όλα τού γιου μου
και παράτησα όλους τους εραστές μου να ξεροσταλιάζουν·
εμπρός στην καφετέρια έκατσα κι εφώναξα σαν αύριο να μην υπήρχε:
ΕΙΜΑΙ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ!
Και τώρα; Και τώρα με κορόιδεψες...
Λυπάμαι, είπα... Ειλικρινά λυπάμαι
Κράτα με! Κράτα με, είπε... Σε παρακαλώ... Θα με κρατήσεις;
Δεν έχω ξανακάμει τέτοια πράματα, τέτοια τρίγωνα,
είπα
Σηκώθηκε κι άναψε τσιγάρο· έτρεμε σύγκορμη
Στριφογύριζε στο δωμάτιο πάνω κάτω, πάνω κάτω, φρενιασμένη
Ήταν και κοντούλα, τα χέρια της ήταν λεπτά, πολύ λεπτά κι όταν
αλυχτώντας, άρχισε να με χτυπά, κράτησα τους καρπούς της
και το 'δα ζωγραφισμένο παντού μέσα στα μάτια της: μίσος,
μίσος άσβηστο κι ερχόμενο απ' τα βάθη των αιώνων, από βάθη απύθμενα, απ' την αλήθεια
Έκανα βλακείες και ήμουν αχάριστος και άρρωστος· όλα όσα είχα μάθει είχαν ολομεμιάς μαγαριστεί κι ανώφελα χαραμιστεί -
δεν υπήρχε πλάσμα στον πλανήτη απάνω τόσο ηλίθιο όσο εγώ
και όλα μου τα ποιήματα
είχαν ξαστοχήσει


Απόδοση στα ελληνικά:

Βασίλης Πανδής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου