Τετάρτη 25 Μαρτίου 2015

Βασίλης Πανδής: Τετρακόσια Χρόνια



Έπεφτες,
έπεφτες και δεν ήθελες ν' ακούσεις την αλήθεια
Οι χρυσοστόλιστοι φίλοι δε φτάσανε ποτέ -
σε πατάνε στο λαιμό
κι εξαφανίζονται

Απ' τα κλαριά ακούγονται τραγούδια για βουνά μακρινά,
σ' άγριους κι αναμαλλιασμένους δεκαπεντασύλλαβους,
ακούγετ' ένα βουητό, το μοιρολόγι της γυναίκας,
της αδερφής, της χήρας μάνας
για το σκοτωμένο παλληκάρι,
ένα βαρύ βάσανο, ένας πόνος πικρός
με δίχως το λυγμό ν' αφήνεται
να ξεφύγει από τα σφαλισμένα χείλια,
ν' αναπνεύσει λεύτερος
και να ξεδιπλωθεί

Ξεφεύγουμε να ξεχαστούμε,
μα η βαθυπόρφυρη σκληρότητα,
που αυλάκωσε κι εχαράκωσε τις ράχες μας,
πώς να μη στριφογυρνάει
ολονυχτίς μες στο μυαλό;

Βλέπεις,
τούτη η γης είναι ζυμωμένη με το αίμα μας·
μέσα της, ανάκατα με τη σκληρή την πέτρα
και τους θησαυρούς που δεν ανακαλύψαμε ακόμα μέσα μας,
κρατά και την ψυχή μας·
αφουγκράζεται το κακό που έρχεται από πέρα ή φωλιάζει πάντα εδώ·
καβαλάει τ' αγέρι και το κύμα

Στους πειρασμούς, στους καπνούς,
στο χυμένο αίμα του αδερφού,
στ' αναμμένα πικροσίδερα καθηλωμένοι,
στις μεγάλες μυλόπετρες,
όλο λαβωματιές στα στήθη

Πάλι κρεμασμένοι στα κάγκελα
κι όσο μας τυλίγει η νύχτα, ριγούμε
Πάλι η μαυροφορούσα Παντάνασσα
μπροστά στο χρονοφαγωμένο τορβά -
όμως από τούτην την άνοιξη
και ποτέ μας πια ξανά
ραγιάδες

Χερσωμένα σώματα
με ηλεχτρισμένα μάτια
και στεφάνια δόξας δάφνινα
στα σγουρά μαλλιά

Βροχερός ο επιτάφιος,
ολάνθιστη η Λαμπρή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου