Δεν πήγα παραπέρα απ' την άτρωτη θωριά της λησμοσύνης
μεινέσκοντας απάτητος όρθρος ανάμεσα σε παντέρημο δάσος
μ' αγρίμια μ' αγριμάκια στοχασμούς.
εβγαίνοντας απ' το έρεβος με ασήκωτο ξύπνημα.
ωσάν κεράσι βλέποντας στο ηλιόβγαλμα το μυαλό μου
ζουληγμένο απ' του ύπνου την πατούσα.
την ομορφιά λογαριάζοντας εκείθε στο λιθόστρωτο
την ομορφιά των σκουπιδιώνε δεξιά μου.
Μα όμως τώρα κάτι σπάζει τη συνέχεια.
είν' ένας γάιδαρος πολύφθογγος που σαν ψαλμός σχηματίζει
την άχραντη εικόνα του σε βαθιά δευτερόλεπτα
οπού ρεμβάζει αχνίζοντας αντίκρυ σ' άρρωστο πέλαγος
από 'να ύψος ατάραχο με άκακους βράχους.
Κι ωστόσο είμαι σήμερα στην Τίρυνθα
με το όνομα επισκέπτης
αναπνέοντας ολομόναχος την κοίμηση στα κυκλώπεια τείχη.
Χρόνος και χώρος τον έρωτα τον έχουν επάγγελμα.
Τώρα τι κάνω στην όραση; Βλέπω μιαν όμορφη γερμανίδα
με δυνατό βοριά χαρισμένο ανάγλυφα στα κωλομέρια της.
Το κυπαρίσσι κόβοντας το χαύνο πέλαγος στη μέση
- ποιο πέλαγος όμως; -
προσφέρει θάλλει έντομα βουίσματα θηριωδίες.
Μαβιά να 'ναι τα σπλάχνα μου; - δεν το 'χω περιέργεια.
Μα είπα: πότε τάχα ναν την άναψε την κόλαση
ο θεός, με τι κούτσουρα; με τι δάση;
Μάλλον – αποκρίθηκα βέβαιος – με οδοντογλυφίδες.
Μιλώ και λέω τ' όνειρο πως είν' ο κρεουργός του ύπνου
δεν είναι του θανάτου το αντίδοτο.
Ενθάδε κείται νύχτα παλλακή γιομάτη εγγαστρίμυθους.
Η καύτρα στο τσιγάρο μου με κόκκινο ιδρύει το σκοτάδι.
το ξέρω πως η λέξη σκοτάδι δεν υπάρχει στο σκοτάδι
μητέρα της είναι η καύτρα /δρακοντόσχισμα/.
Ο ΖΗΛΟΣ ΤΟΥ ΜΗ-ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΜΕ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ (1980)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου