Κοίταξέ με μισόν
μισοφέγγαρον
κι εγώ το ίδιο: μην έχοντας δει
απ' το άνοιγμα του κεφαλιού σου τ' άστρα
μην έχοντας ακούσει
του στόματός σου το μυστικό
και τα μυστικά των μαλλιών που τα δέρνει η άρμη
Αυτό το νησί σου λέω λίγο – λίγο με τρώει και πάω να του μοιάσω
ακόμα και στη συκιά του και στη μινώα του κρήνη
και στο νερόφιδό του
και στο πηγάδι
Κι εδώ τ’ άλλο βήμα πάνω απ’ τη δίψα
πλάι στο ψηφιδωτό του κορμί
πωρόλιθος φρενιάζω στις δώδεκα
πωρόλιθος από μέσα κι απ’ έξω
Εδώ είμαι πανέξυπνος εμπρός στο αγκάθι
έχω μάτι που θα πολεμήσει με το φίδι όλη τη μέρα
έχω χέρι πάμφωτο από το χορτάρι
έχω φωνή που την ακούνε τα αδιόρατα αυτιά
έχω ποδάρια αραχνιασμένα απ’ τα φαράγγια του Άδη
έχω ορμόνες άγριες
κι ο ουρανός μου απορροφάει την τρέλα και μου δίνει αιθάλη
Και τι δεν έχω
μες στη θαλασσοφάγωτη ζωή μου
όταν συντροφεύω τον ίσκιο
απ’ το πρωί εδώ αιώνες
με καρφωμένα στα μάρμαρα χέρια
Η ΑΣΩΜΑΤΗ (1983)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου