Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014

Κώστας Καρυωτάκης: Φυγή



Ι
Αἰσθάνομαι τὴν πραγματικότητα μὲ σωματικὸ πόνο. Γύρω δὲν ὑπάρχει ἀτμόσφαιρα, ἀλλὰ τείχη ποὺ στενεύουν διαρκῶς περισσότερο, τέλματα στὰ ὁποῖα βυθίζομαι ὁλοένα. Ἀναρχοῦμαι ἀπὸ τὶς αἰσθήσεις μου.

Ἡ παραμικρότερη ὑπόθεση γίνεται τώρα σωστὴ περιπέτεια. Γιὰ νὰ πῶ μία κοινὴ φράση, πρέπει νὰ τὴ διανοηθῶ σ᾿ ὅλη της τὴν ἔκταση, στὴν ἱστορική της θέση, στὶς αἰτίες καὶ τὰ ἀποτελέσματά της. Ἀλγεβρικὲς ἐξισώσεις τὰ βήματά μου.

ΙΙ
Εἶμαι ὁ Φαίδων ριγμένος στὴ λάσπη. Θαυμαστὸ βιβλίο, ποὺ οἱ ἔννοιές του δὲ θὰ τὸ σώσουν ἀπὸ τὸν ἄνεμο καὶ τὴ βροχή, ἀπὸ τὰ στοιχεῖα καὶ τοὺς ἀνθρώπους.

ΙΙΙ
Στὸ χυδαῖο αὐτὸ καρναβάλι, ἐφόρεσα ἀληθινὴ πορφύρα, στέμμα ἀπὸ καθαρό, ἀτόφιο χρυσάφι, ὕψωσα ἕνα σκῆπτρο πάνω ἀπὸ τὰ πλήθη, κ᾿ ἐπήγαινα ἀκολουθώντας τὴν ἐσωτερική μου φωνή. Ἔχανα τὴ συνείδηση τοῦ περιβάλλοντος, ἀλλὰ ἐπήγαινα σὰν ὑπνοβάτης, ἀκολουθώντας τὴν ἐσωτερική μου φωνή. Οἱ παλιάτσοι ἔτρεχαν μπροστά μου ἢ ἐχόρευαν γύρω δαιμονισμένα. Ἐφώναζαν, ἐχτυποῦσαν. Ἀλλὰ ἐγὼ ἐπήγαινα βλέποντας τὰ σύννεφα καὶ ἀκολουθώντας τὴν ἐσωτερική μου φωνή. Δυσκολότατα ἐπροχωροῦσα. Μὲ τοὺς ἀγκῶνες ἄνοιγα τόπο, ἀφήνοντας πίσω μου ράκη. Ἀποσταμένος, ματωμένος, στάθηκα κάπου. Στὸν ἥλιο ἔσπαζαν οἱ καγχασμοὶ τῶν ἄλλων. Κ᾿ ἤμουν γυμνός. Γέρνοντας βαθιά, σὰν τσακισμένο δέντρο, ἄκουσα γιὰ τελευταία φορὰ τὴν ἐσωτερική μου φωνή.

ΙV
Καὶ τώρα ἔχασα τὴν ἤρεμο ἐνατένιση. Ποῦ ν᾿ ἀφήσω τὸ βάρος τοῦ ἑαυτοῦ μου; Δὲν μπορῶ νὰ συμφιλιωθῶ μὲ τοὺς κήπους. Τὰ βουνὰ μὲ ταπεινώνουν. Γιὰ νὰ δώσω τροφὴ στοὺς λογισμούς μου, παίρνω τὸ μεγάλο, δημόσιο δρόμο. Δυὸ φορὲς δὲ θὰ ἰδῶ τὸ ἴδιο πρᾶγμα. Οἱ χωρικοὶ ποὺ στέκονται ἀπορημένοι, ἔχουν τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ὑγεία. Τὰ σπίτια τους εἶναι παλάτια παραμυθιοῦ. Οἱ κατσίκες τους δὲ μηρυκάζουν σκέψεις. Χτυπῶ τὸ πόδι καὶ φεύγω. Περπατῶ ὁλόκληρες μέρες. Ποῦ πηγαίνω; Ὅταν γυρίσω τὸ κεφάλι, ξέρω πὼς θ᾿ ἀντικρίσω τὸ φάσμα τοῦ ἑαυτοῦ μου.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου