Οἱ ὧρες μ’ ἐχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο ἀχάριστο τραπέζι.
(Ἀπ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοῖχο ἀντικρινά
ὁ ἥλιος γλιστράει και παίζει.)
Διπλώνοντας το στῆθος μου, γυρεύω ἀναπνοή
στη σκόνη τῶν χαρτιῶ μου.
(Σφύζει γλυκά και ἀκούγεται χιλιόφωνα ἡ ζωή
στα ἐλεύθερα τοῦ δρόμου.)
Ἀπόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ὁ νοῦς,
ὅμως ἀκόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν βγεῖ σε τάφο.)
ΝΗΠΕΝΘΗ (1921)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου