Περιοδ. «Ἐστία», 1892
Α΄
῞Οταν ἤμεθα παιδία, μὴ ἔχοντες τί νά κάμωμεν, διότι τὸ χωρίον μας δὲν εἶχεν ἄφθονα τά μέσα τῆς ψυχαγωγίας, συνωδεύομεν πολλάκις τὰς μητέρας καὶ τὰς θείας μας εἰς ἐκδρομὰς ἀνὰ τοὺς ἀγροὺς καὶ τοὺς ἐλαιῶνας, διημερεύομεν εἰς γραφικοὺς ὅρμους παρὰ τοὺς ἀμμώδεις καὶ ἀσπίλους αἰγιαλοὺς ἁπλῶς καὶ μόνον διὰ νὰ παρενοχλῶμεν καὶ νὰ χασομεροῦμεν μὲ τὰς ἀταξίας μας τὰς φιλέργους γυναῖκας τὰς ἀσχολουμένας εἰς τὸ λεύκασμα τῶν ὀθονῶν.
Ἐὰν γειτόνισσά τις εἶχε τάξιμον ν’ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια τοῦ δεῖνος ἀγροτικοῦ ἁγίου, χάριν τοῦ ξενιτεύοντος καὶ θαλασσοποροῦντος συζύγου της, ἐὰν ἀγαθός τις ἰερεὺς μετέβαινε νὰ λειτουργήσῃ εἰς ἐξωκλήσιον, διεφεύγομεν την ἐπίβλεψιν τῶν γονέων μας καὶ ἐτρέχομεν ἐθελονταί κατόπιν τῶν εὐλαβῶν προσκυνητριῶν, αἵτινες ἐξεπλήττοντο αἱ ἴδιαι ἀνακαλύπτουσαι ἡμᾶς συνοδοιπόρους, χωρὶς ἄλλο ἐφόδιον εἰμὴ μόνον ὀλίγον ἄρτον, ὃν εἴχομεν κλέψει ἀπὸ τὸ ἑρμάριον τῆς πατρῴας οἰκίας.
Ἡ ἐξοχωτέρα τῶν ἐκδρομῶν τούτων ἦτο εἰς τό Κάστρον, τὴν παλαιάν πόλιν τῆς νήσου, ἐρημωθεῖσαν μετὰ τὸ 1821.
Τὸ Κάστρον τοῦτο ἦτο ἀληθὴς φωλεὰ γλάρου, βράχος ἐξέχων ὑπὲρ τὰς ἐκατὸν ὀργυιὰς ὑπεράνω τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης καὶ διὰ στενοῦ λαιμοῦ συνδεόμενος μὲ τὴν ξηράν, μεθ’ ἧς συγκοινωνεῖ διὰ κινητῆς ξυλίνης γεφύρας.
Γρὰφω ἁπλῶς τὰς ἀναμνήσεις καὶ ἐντυπώσεις τῆς παιδικῆς ἡλικίας μου, δὲν λέγω δὲ ὑπερβολὴν βεβαιῶν, ὅτι τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦτο μία τῶν ἀγριωτέρων τοποθεσιῶν, ὅσαι ἀπαντῶνται εἰς τὰ εὐκρατῆ κλίματα καὶ τὰς μειδιώσας ἡμῶν παραλίας.
Ἡ σημερινὴ κώμη, ὅπου συνῳκίσθησαν μετ’ ἄλλων ἀποίκων οἱ συμπατριῶται μου, κεῖται εἰς εὐλίμενον μεσημβρι•νὸν τοπίον. Τὸ παλαιὸν Κάστρον ἦτο κατὰ τὴν βορειοτάτην ἐσχατιάν, εἰς ἄβατον καὶ ἀπρόσιτον μέρος, καὶ δύο ἐπιπροσθοῦντα αὐτοῦ νησίδια, βράχοι ἐπίσης χθαμαλώτεροι τοῦ πρώτου, οὐδόλως ἴσχυον νὰ σκεπάσουν αὐτό ἀπὸ τοῦ ἀνέμου. Ἐπὶ τῶν νησίδων ἐκείνων, οὐδὲ δράκα χώματος ἐχουσῶν, ἐφύετο παράδοξον εἶδος ἀγρίας κράμβης, ὑπόπικρον ἀλλ’ εὐχυμότατον ἔδεσμα, καὶ πολλοὶ πολλάκις ἐκινδύνευον τὴν ζωήν των ἀγωνιζόμενοι νὰ τὸ συλλέξουν ἐπὶ τοῦ ἀπορρῶγος βράχου.
Τόσον κραταιὸς ἔπνεεν ὁ βορρᾶς εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο• τὰ δένδρα μαστιζόμενα ἐκάμπτοντο καὶ καθίσταντο ραχιτικὰ ὑπὸ τὴν πνοήν του, μόνον δέ τινες ἑρπυστικοί θάμνοι, προσφυόμενοι εἰς τὰς πτυχὰς τοῦ ἐδάφους, εὕρισκον φρικτὸν ἄσυλον.
Ἐκεῖνο, ὅπερ δυσκολευόμενος νὰ ἐννοήσῃ σήμερον ὁ ἐπισκέπτης, ἵσταται ἀπορῶν, εἶναι πῶς κατώρθωσαν ἄνθρωποι νὰ ζῶσιν ἐπὶ τοῦ ἀνύδρου καὶ ἀξένου ἐκείνου βράχου• ἀλλ’ ἡ συνελαύνουσα καὶ προσβιάζουσα αὐτοὺς ἦτο προδήλως ἡ ἀνάγκη. Ὁ φόβος τῶν Ἀλγερίνων, τῶν Βενετών καὶ τῶν Τούρκων, τοὺς συνεπίεζε καὶ τοὺς ἐστοίβαζεν ἐπί τῆς φύσει ἀπορθήτου ἐκείνης κόγχης.
Ἐντὸς λοιπὸν καὶ πέριξ τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου φρουρίου ἐσώζοντο εἰσέτι ὅτε ἤμην παιδίον, περὶ τὰ τριάκοντα παρεκκλήσια, λείψανα εὐσεβοῦς παρελθούσης ἐποχῆς• τὰ πλεῖστα τούτων ἦσαν ἐρείπια, ἄλλα μὲ τοὺς τέσσαρας τοίχους, ὀρθοὺς καί ἄλλα σεσυλημένα τὰ ἱερὰ καὶ τὰς εἰκόνας• ὀλίγα μόνον ἐλειτουργοῦντο ἀκόμη. Τούτων τινὰ ὑψοῦντο γραφικῶς ἐπὶ ὑπερηφάνων βράχων καί σκοπέλων παρὰ τὸν αἰγιαλόν, ἐν τῇ θαλάσσῃ, χρυσιζόμενα τὸ θέρος ὑπὸ ἀπλέτου φωτός, βρεχόμενα τὸν χειμῶνα ὑπὸ τῶν κυμάτων, ἅτινα μαινόμενος βορρᾶς ἐτάραζε καὶ ἀνετίναζεν, ὀργώνων ἀνενδότως τὸ πέλαγος ἐκεῖνο, σπείρων εἰς τοὺς αἰγιαλοὺς ναυάγια καὶ συντρίμματα, ἀλέθων τοὺς γρανίτας εἰς ἄμμον, ζυμώνων τὴν ἄμμον εἰς βράχους καὶ σταλακτίτας, ἐκλικμίζων τὸν ἀφρὸν εἰς ἀκτινωτοὺς ραντισμούς.
Βαθὺς καὶ ἀτέρμων ἐξετείνετο ὁ ὁρίζων, εὐρεῖα καὶ ἀχανὴς, ἡπλοῦτο ἡ θάλασσα. Ἀλλ’ ὁποία ἀνηλεὴς τρικυμία ἐθόλωνεν ἐκεῖνον καὶ συνετάραττε ταύτην κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ χειμῶνος! Ἐκεῖθεν ἠδύνατό τις ν’ ἀπολαύσῃ πράγματι τὸ αἴσθημα τοῦ ὑψηλοῦ, οἷον μόνον ὁ ἐν ἀσφαλείᾳ θεατὴς ἀπὸ τοῦ ὕψους ἀπορρῶγος ἀκτῆς δύναται νὰ ἐκτιμήσῃ.
Εἰς τὸ μέρος λοιπὸν τοῦτο ἔτρεχον ἑκάστοτε μετὰ τῶν ὁμηλίκων μου, κατὰ τὰς ἑορτὰς μάλιστα, ὅταν ἐτελοῦντο πανηγύρεις. Καὶ ἔβλεπες διὰ μιᾶς τὸ ἐρημωμένον μέρος ζωοποιούμενον καὶ λαμβάνον χαρωπὴν ὄψιν καὶ αἱ ἀπὸ μακρῶν χρόνων σιγῶσαι ἠχοῖ ἤρχιζον ν’ ἀντιλαλῶσι τὰς φαιδρὰς κραυγὰς τῶν παιδίων καὶ τὴν χελιδονώδη λαλιάν τῶν νεαρῶν γυναικῶν.
Ὁσάκις μικρός τις σύντροφός μας ἐξετέλει διὰ πρώτην φορὰν τὴν εὐσεβῆ προσκύνησιν, διότι ἕκαστος ἡμῶν ἀνετρέφετο μὲ τὴν ἰδέαν τοῦ κάστρου καὶ ἐδειματοῦτο μὲ τὰς εἰκόνας τῶν ἐν αὐτῷ ἐπιδημούντων ἀπειραρίθμων φασμάτων, ἡ πρώτη φιλάδελφος φροντίς μας ἦτο, παραφυλάττοντες τὴν ὥραν καθ’ ἥν θὰ εἰσεῖρπε χάσκων εἰς τὸν ὑποσκότεινον πυλῶνα, νὰ κτυπήσωμεν, διὰ τὸ καλορίζικον, τὴν κεφαλήν του ἐπὶ τῆς σιδηρᾶς πύλης, ἐπιφωνοῦντες «Σιδεροκέφαλος!»
Οἱ πλεῖστοι ὅμως ἐξ ἡμῶν ἄφατον εὕρισκον τέρψιν εἰς τὸ νὰ κρούωσι μανιωδῶς τοὺς ραγισμένους παλαιοὺς κώδωνας τῶν δύο ἤ τριῶν ναΐσκων, νῦν σωζομένων ἀκόμη ἐντὸς τοῦ φρουρίου, ἀμιλλώμενοι τίς νὰ διαρρήξῃ αὐτοὺς μίαν ὥραν ἀρχύτερα, μεθ’ ὅλας τὰς διαμαρτυρίας τοῦ ἀγαθοῦ ἱερέως καὶ τὸ ἐπισειόμενον μαστίγιον τοῦ κλητῆρος τῆς δημαρχίας ἤ τοῦ χωροφύλακος.
Προσέτι δὲ εἶχον τὴν συνήθειαν μικροὶ βάνδαλοί τινες ἐξ ἡμῶν -πῶς νὰ τὸ γράψω;- νὰ καταρρίπτωσι διὰ πυγμῶν καὶ λακτισμάτων τοὺς ὀλίγους τοίχους τῶν οἰκιῶν, ὅσοι ἵσταντο ἀκόμη ὄρθιοι, ἀνεκλάλητον ἡδονὴν εὑρίσκοντες εἰς τὸ νὰ ρίπτωσι τοὺς λίθους τούτους εἰς τὸ πέλαγος, τὸ ἁπλούμενον βαθὺ καὶ βοΐζον μανιωδῶς κάτωθεν τοῦ μεγαλοπρεποῦς βράχου, ὁπόθεν μακραὶ παρήρχοντο στιγμαί, ἕως ὅτου ἀκουσθῇ καὶ φθάσῃ εἰς τὰ ὦτα ἡμῶν ὑπόκωφος ὁ πλαταγισμός τῆς πτώσεως τῶν συντριμμάτων τούτων.
Τρεῖς ἤ τέσσαρες ὁδοί ἔφερον ἀπό τῆς νεωτέρας πολίχνης εἰς τὸ Κάστρον. Τούτων ἡ κυριωτέρα ὠνομάζετο «ὁ μεγάλος δρόμος». Ὁ δρόμος οὗτος, ἀφοῦ διήρχετο διὰ πολλῶν τοποθεσιῶν, ὧν ἑκάστη εἶχε καὶ τὴν ἱστορίαν της καὶ τὰς περὶ φαντασμάτων καὶ νεραΐδων παραδόσεις της, ἔφθανεν εἰς μέρος τι ἀρκούντως ὑψηλόν, ἀποτελοῦν ζυγὸν μεταξὺ δύο κορυφῶν τῆς νήσου. Ἡ θέσις αὕτη ὠνομάζετο Σταυρός.
῞Ισταντο τῷ ὄντι ἐκεῖ, πρᾶγμα συνηθέστατον ἄλλως, οὐχὶ σταυρός, ἀλλὰ τρεῖς ξύλινοι σταυροὶ παμπάλαιοι, ὧν ὁ χρόνος καὶ αἱ καταιγίδες εἶχον ἐξαλείψει τὸ ἐρυθρὸν ἐπίχρισμα.
Ἑκατὸν βήματα ἀπωτέρω, ὅπου ἡ ὁδός ἐκατηφόριζε καὶ ἐτρέπετο πρὸς τὸ Κάστρον, ἡμισείας ὥρας δρόμον ἀπέχον ἀκόμη, τὸ ἔδαφος ἦτο ὅλον κοκκινόχωμα ἐν μέσῳ ἐρεικῶν καὶ σχοίνων, αἱ δὲ μάμμαι μας καὶ προμάμμαι μας διηγοῦντο, ὅτι τὸ χῶμα ἐκεῖνο, ἔχον ἀσυνήθη κοκκινωπὴν χροιάν, ἐξέπεμπε προσέτι εὐωδίαν ἀνεξήγητον.
Ἄνθρωπος εἶχεν ἁγιάσει ἐκεῖ, ἔλεγον. Πῶς; Πότε; Μὲ τὴν ἐπιπόλαιον παιδικὴν περιέργειαν, δέν ἐξήτασα ἀρκετὰ καὶ δὲν ἠδυνήθην νὰ τὸ μάθω. Φαίνεται ὅμως, ὅτι ἡ παράδοσις ἔμεινεν ἀμυδρά καὶ τὰ καθέκαστα ἀπωλέσθησαν. Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ μάρτυρος παρεδόθη εἰς λήθην. Κατὰ τὸ κοινὸν δὲ λόγιον «φτωχὸς ἅγιος δοξολογιὰ δὲν ἔχει».
Παρῆλθον πολλὰ ἔτη ἔκτοτε. Τῷ 1872, εἰκοσαετὴς ὤν, ἔτυχε νὰ μεταβῶ καὶ νὰ διατρίψω ἐπί τινας μῆνας ἐν Μακεδονίᾳ. Ἐγνώρισα ἐκεῖ ἔντιμον συμπατριώτην ἀπό πολλῶν ἐτῶν ἀποδημοῦντα. Μετ’ ἀφελείας καὶ ἄνευ στόμφου ὁ ἀνὴρ οὗτος μ’ ἐδίδαξε πολλά, μοὶ διηγήθη δὲ καὶ πολλὰς ἀρχαίας παραδόσεις τοῦ τόπου τῆς γεννήσεώς μας.
Ἐνεθυμήθην τότε νὰ τὸν ἐρωτήσω, ἄν ἐγνώριζέ τι περὶ τῆς παραδόξου ἐκείνης εὐωδίας ἤ ἄν ἤκουσε περὶ τοῦ ἀνδρός, ὅστις εἶχεν ἁγιάσει πλησίον τῶν τριῶν Σταυρῶν, μοὶ διηγήθη δὲ τὰ ἑξῆς:
B΄
Ἐγερθεὶς περὶ ὄρθρον βαθὺν ὁ πτωχὸς τσόμπανος, ὁ βόσκων τὰς ὀλίγας αἶγας καὶ μανδρίζων αὐτὰς εἰς τὸ κατάμερον τῶν Τριῶν Σταυρῶν, ἤμελξε τὰς αἶγας του καὶ ἀφυπνίσας τὸν παραγιόν του, τὸν ἔστειλε νὰ φέρῃ τὴν καρδάραν πλήρη εἰς τὸ χωρίον πρὸς τὸν κολίγαν του, τὸν προεστόν, καὶ νὰ γυρίσῃ γρήγορα ὁπίσω. ᾽Εὰν ἰδῇ καὶ ἀργοῦν ν’ ἀνοίξουν τὴν γέφυραν, τοῦ εἶπε, νὰ κράξῃ, τὸν φύλακα, τὸν πυλωρὸν καὶ ν’ ἀνεβάσῃ τὸ γάλα μὲ τὸ παλάγκο εἰς τὸ Κάστρον ἐπάνω. Ἀλλὰ νὰ μὴν φύγῃ, πρὶν λάβῃ, εἴδησιν ἀπὸ τὸν κὺρ Ἀναγνώστην, τὸν προεστόν, τὸν κολίγαν του, μὴ τυχὸν ἤθελε νὰ τοῦ παραγγείλῃ τίποτε. Ὁ παῖς ἐπέταξε τὴν κάπαν του, ἐνίφθη μὲ τὴν στάμναν του, ἐσφογγίσθη μὲ τὰ μανίκια τοῦ ὑποκαμίσου του, ἥρπασε τὴν καρδάραν καὶ ἔφυγε τρέχων.
Εἶτα, ἀφοῦ ἐνέβαλε τὸ πολὺ γάλα εἰς μέγαν λέβητα καὶ ἔρριψεν ἄφθονον ἅλας ἐντός, ἐξ ἐκείνου τὸ ὁποῖον μόνος του ἐμάζευεν ἀπὸ ἀκρογιαλιὰ εἰς ἀκρογιαλιά, τρέχων ἐπάνω εἰς τοὺς βράχους, ὅπου ἔβγαζε κογχύλια καὶ πεταλίδας, ὁ αἰπόλος ἤναψε πῦρ καὶ ἠσχολεῖτο νὰ τὸ βράσῃ, καθότι ἐπρόβλεπεν, ὅτι θὰ εὑρίσκετο εἰς τὴν ἀνάγκην νὰ γευματίσῃ ὁ ἴδιος μὲ γάλα, πρᾶγμα δυσάρεστον, ἐάν, ὡς ἦτο λίαν πιθανόν, ὁ κολίγας του ὠλιγώρει νὰ τοῦ στείλῃ «κανένα ἁρμυρὸ ψάρι».
Διότι αὐτὸς ὁ αἰπόλος δὲν ἦτο ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ γίνονται φόρτωμα εἰς τοὺς ἄλλους καὶ ἄν ὁ κολίγας δὲν εἶχε τὴν καλὴν διάθεσιν, αὐτὸς δὲν θὰ ἔρριχνε τὴν ὑπόληψίν του, διὰ νὰ τὸν κάμῃ, στανικῶς νὰ τὸν φιλέψῃ ἢ ἀλμυρὸ ἤ ἄλλο τίποτε ἄς ποῦμε. Ἄλλοι ὅμως εὑρίσκουν, τρόπον τινά, τὸ μέσον,διὰ νὰ τὰ. ἔχουν καλὰ μὲ τὸν κολίγαν κι ἐνῶ τὰ ἀρνάκια τὰ μισιακά, κατὰ κανόνα, ὁ ἀετὸς τὰ τρώγει, ἄν καὶ τὰ ἰδικά τους τίποτε δὲν παθαίνουν, αὐτοὶ καὶ πάλι -νάχωμε καλὴ ψυχὴ- τὰ καταφέρνουν μιὰ χαρά! Καὶ νὰ ἦτο τουλάχιστον ἀρκετὸ τὸ γάλα, διὰ νὰ πήξῃ τυρὸν ἤ μυζήθραν, ὑπομονή! Ἀλλ’ ὀργὴ Θεοῦ εἶχε πέσει τὸ ἔτος ἐκεῖνο εἰς τὰ βοσκήματα. Τὰ πράγματα τὰ μισὰ τοῦ εἶχαν ψοφήσει, ὀλίγαι μόνον γαλάρες τοῦ ἔμεναν˙ ὅλο καὶ στέρφες. Δὲν ἔκαμε ὁ Θεὸς καλὸν καιρὸ νὰ βγάλῃ ἡ γῆ χορταράκι, νὰ βοσκήσουν τὰ πράματα. Τί νὰ σὲ κάμουν τὰ καημένα τὰ πράματα!
Εἶτα ὁ πτωχὸς τσόμπανος ἤρχισε νὰ σοβῇ, τὸ αἰπόλιον, ἐξάγων τὰ ζῶα πρὸς νομὴν εἰς τὴν παρακειμένην κοιλάδα. Τσού! τσού! στέρφα! ἔ! ψαρή! ὄι!, ὄι!
Μόλις προέβη ὀλίγα βήματα καὶ ἰδοὺ δύο, ἄγνωστοι ἄνθρωποι παρουσιάζονται ἐνωπιόν του καὶ τοῦ κόπτουσι τὸν δρόμον. Ἐφόρουν ἀσυνήθη περιβολὴν καὶ τὸ ἦθος των ἐφαίνετο ὄχι πολὺ ἄγριον, ἀλλ’ ὁπωσοῦν ἀλλόκοτον.
Ο βοσκὸς δὲν ἐφοβήθη, ἐξεπλάγη μόνον.
Ὁ μικρὸς σκύλαξ, προπηδήσας εἰς ἀπάντησίν των, τοὺς ὑπεδέχθη μὲ ὑλακάς.
Καὶ οἱ δύο ἐχαιρέτησαν τὸν αἰπόλον, φέροντες τὴν χεῖρα εἰς τὸ στῆθος, εἶτα εἰς τὸ μέτωπον.
Ὁ εἷς τῶν δύο ξένων, ὁ πρεσβύτερος, ἀποταθεὶς πρὸς τὸν ἀγρότην εἶπε μὲ λαρυγγώδη σκληρὰν φωνὴν εἰς ἑλληνοβάρβαρον ἀκατανόητον γλῶσσαν.
-Ἐσὺ μπελέκ, ἀνάραφ ἐμεῖς ντρόμο σούφτ; (᾽Εσὺ τοῦ χωρίου ἠξεύρεις εἰς ἡμᾶς τὸν δρόμον νὰ δείξῃς;)
Ὁ αἰπόλος ἐπανέλαβε συνοδεύων τὰς λέξεις δι’ ἐκφραστικῶν χειρονομιῶν.
-Μπελέκ, ποῦ πάει ντρόμο... πολλοί, πολλοί, ἐλέφ, ἐλεφίν! (Εἰς τὸ χωρίον πόθεν φέρει ὁ δρόμος... ὅπου κατοικοῦν πολλοί, πολλοί, χίλιοι, χιλιάδες!)
Ὁ βοσκὸς τότε ἄρχισε νὰ ἐννοῆ, ὅτι τὸν ἠρώτησαν τὸν δρόμον τὸν ἄγοντα εἰς τὸ Κάστρον.
Χωρίς νὰ ὑποπτεύσῃ, τίποτε, τοὺς ἔδειξε τὸν κυριώτερον δρόμον τὸν φέροντα εἰς τὸ φρούριον, ὅστις ἄλλως τε ἦτο καὶ ὁ μόνος ὁρατὸς καὶ διὰ νευμάτων τοὺς ἔδωσε νὰ ἐννοήσωσιν, ὅτι ἐὰν ἐπροχώρουν ἀκόμη ἑκατοστύας τινὰς βημάτων, θὰ ἔβλεπον μακρόθεν τὸ Κάστρον, προκῦπτον ἐκεῖ εἰς τὸν αἰγιαλὸν μεταξὺ γῆς καὶ θαλάσσης.
Οἱ ξένοι ἔκαμαν νεῦμα ἀποχαιρετισμοῦ καὶ ἀπεμακρύνθησαν. Ἀλλὰ μετά τινας στιγμὰς βλέπει καὶ ἄλλους τέσσαρας μὲ ὅμοια ἐνδύματα, ἐξερχομένους ἀπὸ τῆς γείτονος λόχμης καὶ βαδίζοντας μετὰ προφυλάξεως πρὸς συνάντησιν τῶν πρώτων.
Οὗτοι μόλις ἐπὶ μίαν στιγμὴν ἔγιναν ὁρατοί, ἅμα ἐξελθόντες εἰς τινα ἀλωήν, καὶ ἔστρεφον τὰς κεφαλάς ὀπίσω, ὡς νὰ ἀνησύχουν μὴ τυχὸν παρετηρήθησαν καὶ πάλιν ἐχώθησαν πάραυτα εἰς τὸ δάσος.
Ὁ αἰπόλος αὐθορμήτως, καὶ χωρὶς νὰ ἠξεύρῃ τὸ διατί, ἔσπευσε προλαβὼν καὶ ἐκρύβη ὄπισθεν τῶν θάμνων. Εἶχεν αἰσθανθῆ ἀμυδρῶς, ὅτι συνέφερε νὰ μὴ ἐννοήσωσιν οἱ τέσσαρες ἐκεῖνοι, ὅτι τοὺς εἶδε.
Τέλος καὶ οἱ ἕξ ἔγιναν ἄφαντοι.
Ὁ βοσκὸς ἐστάθη ἐπὶ τοῦ ὄχθου τῆς γῆς, ἐφ’ οὗ εὑρίσκετο, ὑψηλός, εὐθυτενής, μὲ ἀγριόξανθον τραχεῖαν στοιβωτὴν κόμην, ἐστάθη ἀκουμβῶν ἐπὶ τῆς ράβδου του τῆς μακρᾶς καὶ ἤρχισε νὰ σκέπτηται, καὶ ὑποψίαι καὶ φόβοι τὸν ἐκυρίευαν. Κατ’ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἡ πρώτη ἀκτὶς τοῦ ἀνατέλλοντος ἡλίου ἐφώτισε τὸ προώρως ἐρρυτιδωμένον μέτωπόν του καὶ τοὺς χαρακτῆρας τοῦ ἰσχνοῦ προσώπου του, προσώπου μόλις τεσσαρακονταετοῦς καὶ ἡ μορφή του ἐφάνη μυστηριώδους θελγήτρου μετέχουσα καὶ δὲν ἐφαίνετο ἄμοιρος ψυχικοῦ ἤ καὶ αἰσθητοῦ κάλλους ὁ τραχὺς καὶ ἄξεστος τσόμπανος, ὁ ὑψηλὸς καὶ σκληραγωγημένος καὶ ἡλιοκαής, ὁ βόσκων τὰς ὀλίγας αἶγας του εἰς τὸ κατάμερον τῶν Τριῶν Σταυρῶν.
Ὀλίγαι παρῆλθον στιγμαί, καὶ ἀκούει ὄπισθέν του, ὄχι πολὺ μακράν, θροῦν φύλλων καὶ κλάδων κινουμένων. ῾Ο βοσκὸς ἀνεσκίρτησεν.
Ὁ θόρυβος οὗτος ἦτο ὡς ἐκ βηματισμῶν ἀνθρώπων μετὰ πολλῆς πατούντων προφυλάξεως, ἀλλὰ μὴ κατορθούντων, ἐν μέσῳ τοῦ χλοεροῦ δάσους, νὰ βωβάνωσιν ἐντελῶς τὸ βῆμα.
-Κι ἄλλοι κι ἄλλοι ἔρχονται, ἐψιθύρισε˙ τ’ εἶναι τάχα, Θεέ μου;
Τότε φῶς ἐπέλαμψε διὰ μιᾶς εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς του καὶ οἰονεὶ μυστηριώδης ἐπίνοια ἐπεφοίτησεν εἰς τὸν νοῦν του.
-Θὰ εἶναι κλέφτες! εἶπε.
Καὶ χωρὶς νὰ χάσῃ καιρόν, πηδᾷ ἐλαφρῶς ὄπισθεν• τῶν θάμνων καὶ ἀρχίζει νὰ τρέχῃ ἐπὶ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀγούσης εἰς τὸ φρούριον.
-Εἰς τὸ ὄνομα Κυρίου! ἐψιθύρισε μόνον.
Γ΄
Περὶ τὰς ἀρχὰς τῆς προλαβούσης ἑκατονταετηρίδος πειρατικὸν πλοῖον πλῆρες ἀγρίων καὶ αἱμοχαρῶν Βαρβαρέζων προσωρμίσθη διὰ νυκτὸς εἰς τὸν ὅρμον Ἀσέληνον, κατὰ τὸ νοτιοδυτικὸν τῆς νήσου.
Πάνοπλος συμμορία ἐκ 15 ἤ 20 ἀνδρῶν ἀποβιβασθεῖσα περὶ τὸ λυκαυγὲς ἤρχισε ν’ ἀνέρχεται τὰς κλιτῦς τοῦ Ἀναργύρου, γραφικωτάτου βουνοῦ, εἰς πολλὰς ράχεις τεμνομένου, προφυλαττομένη καὶ βαίνουσα ἀπὸ στενωποῦ εἰς στενωπόν.
Ὡς διὰ νὰ ψεύσῃ τὸ ὄνομα τοῦ λιμενίσκου, ὠχρὰ μήνη φθίνουσα εἶχεν ἀνατείλει ἀρτίως, φέγγουσα τὸν νυκτερινὸν δρόμον τῶν πειρατῶν.
Ἡ ἀγκάλη ἐκείνη, μυστηριώδης καὶ σκοτεινή, ἐθεωρεῖτο ἀπαίσιος διὰ τοὺς τιμίους θαλασσοπόρους, ἐχρησίμευε δὲ μόνον, διὰ νὰ ἐκβράζῃ ἡ θάλασσα τὰ πτώματα τῶν πνιγομένων, ὅσους ὁ ἀντικρὺ κείμενος Λευτέρης -ἡ περίφημος αὕτη ὕφαλος, ἣν ὁ Ἡρόδοτος ὀνομάζει Μύρμηκα καὶ ἱστορεῖ, ὅτι ὁ Ξέρξης διέταξε νὰ κτισθῇ ὑψηλὸν σῆμα ἐπ’ αὐτῆς- ὅσους, λέγομεν, ὁ Λευτέρης ἠλευθέρωνε κατὰ καιρούς, ἀπαλλάττων τὰ μὲν πλοῖα τοῦ βάρους τοῦ φορτὶου, τοὺς δὲ ναυβάτας τοῦ προσκαίρου ἄχθους τῆς ζωῆς.
Ὁ Σολμὰν-βὲλ-Μεϊμέτ, ὁ πρεσβύτερος τῆς συντροφίας, ἐβεβαίου, ὅτι εἶχεν ἐπισκεφθῆ ἄλλοτε τὸ φρούριον καὶ ἤξευρε, ποῦ κατῴκουν οἱ ἄπιστοι. Ἄλλως εἶχον παρέλθει, ἔλεγε, χρόνοι πολλοὶ καὶ δὲν ἐνεθυμεῖτο καλῶς τὸν δρόμον.
Καθ’ ὃν χρόνον ὁ Σολμὰν εἶχεν ἀνδραγαθήσει κατὰ τῶν ἀπίστων, ὁ μακρὸς στριμμένος καὶ ἀγκιστροειδὴς μύσταξ του ἦτο παμμέλας, ὡς κόρακος πτερόν˙ καὶ τώρα ἡ χιὼν τοῦ γήρατος εἶχε λευκάνει δαψιλῶς τὴν πλουσίαν χαίτην του.
Ἐν τούτοις ὁ γερο-Σολμὰν εἶχε βάλει σημάδι, φαίνεται, τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ τῆς Καραφιλτζανάκας καὶ ὑπ’ αὐτῆς ὁδηγούμενος ἐβάδιζε πρὸς βορρᾶν. Ἐκεῖ ἦτο ἡ φωλεὰ τῶν νησσών, τὰς ὁποίας ἤθελον νὰ μαδήσωσι.
Τὸ σχέδιον τῶν Ἀφρικανῶν δὲν ἦτο πολὺ πεπλεγμένον.
Ὅσον μικρὰ καὶ ἄν ἦτο ἡ τριήρης των, δὲν εἶχε τόσους μόνον ἐπιβάτας. Τὰ δύο τρίτα τοῦ πληρώματος εἶχον μείνει ἐπὶ τῆς νηός.
Προσωρμίσθησαν νύκτα εἰς τὸν Ἀσέληνον, διὰ νὰ μὴ προδοθῶσιν. Ἄν ἔπλεον ὑπ’ αὐτὸ τὸ φρούριον, ἦτο ὡς νὰ ἔδιδον εἴδησιν εἰς τοὺς ἀπίστους νὰ κλείσωσι τὰς σιδηρᾶς πύλας καὶ νὰ σηκώσωσι τὴν γέφυραν. Οἱ δεκαπέντε ἤ δεκαοκτώ οὗτοι ἄνδρες προεπορεύοντο πρόσκοποι, ὅπως ἐξαφνίσωσι τοὺς ἀπίστους καὶ μὴ προλάβωσιν ἐκεῖνοι νὰ προφυλαχθῶσιν. ᾽Εν τῷ, μεταξὺ τὸ πλοῖον μετὰ τοῦ λοιποῦ πληρώματος ἅμα τῇ, ἀνατολῆ τοῦ ἡλίου, ὑπήνεμον ἐκ μεσημβρίας, θὰ ἔπλεεν εἰς Ἄγιον Σώστην καταντικρὺ τοῦ φρουρίου καὶ ὅλη ἡ μικρὰ στρατιὰ θὰ ἐκυρίευεν ἐξαπίνης τὴν πόλιν.
Οἱ θησαυροὶ τῶν Βενετῶν, τῶν Τούρκων, τὰ λάφυρα τῶν Ἑλλήνων κλεφτῶν, ὅσοι εἶχον πατήσει κατὰ καιροὺς τὸν πόδα εἰς τὴν μικρὰν νῆσον, τὴν γενομένην πολλάκις ὁρμητήριον πολέμων καὶ ἐκστρατειῶν καὶ οὖσαν ἀληθῆ δρόμον μεταξὺ Κασσάνδρας, Ὀλύμπου καὶ Ἄσπρης Θαλάσσης, ἐφημίζοντο πόρρωθεν ὡς κεκρυμμένοι εἰς ἄγνωστα ἄντρα καὶ ὑπόγεια τοῦ Κάστρου καὶ ὅλης τῆς νήσου. Αἱ γυναῖκες τοῦ τόπου δὲν ἦσαν ὡς αἱ χανούμισαι μαλθακαί, ἀλλ’ ἐργατικαί, καὶ ἐκρίνοντο ἄξιαι νὰ στολίσωσι τὰ χαρέμια τῶν ἀληθῶν πιστῶν ὡς σκλάβαι.
Ὅταν οἱ πρόσκοποι ἔφθασαν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Ἀγίου Κωνσταντίνου, ἡ αὐγὴ εἶχε πορφυρώσει τὴν ἀνατολὴν μὲ τὴν ροδίνην ἁλουργίδα της καὶ αἱ δύο θάλασσαι ἐφαίνοντο ἔνθεν ἐξαπλούμεναι, ἡ μία ὡς ὀθόνη μὲ κυανοῦν στήμονα καὶ μὲ ἄλικην κρόκην, δεχομένη τὰς ἀνταυγείας τῆς παμφαοῦς ἀνατολῆς, ἡ ἄλλη ὡς ὑπόσκιος μελανὴ ἄρουρα φέρουσα τὴν σκωρίαν τοῦ σκότους ἀκόμη ἐγκατεσπαρμένην.
Τότε οἱ βάρβαροι ἐστάθησαν εἰς μίαν στενωπὸν ἀόρατον ἀπὸ τὰ πεῦκα, ἐξ ὧν ἦτο κατάφυτον τὸ βουνὸν, καὶ ὁ ἀρχηγὸς τοὺς διέταξε νὰ μοιρασθῶσιν εἰς τρεῖς ὀμάδας καὶ νὰ βαδίσωσιν ἐκάστη χωριστά, εἰς πεντακοσίων βημάτων ἀπόστασιν ἡ μία ἀπὸ τῆς ἄλλης, διὰ νὰ μὴ φανῶσιν ὕποπτοι εἰς πάντα ἀγροδίαιτον, ὅστις τυχὸν ὁρθρίζων ἀπὸ τῆς αὐγῆς εἰς τὸ βουνὸν θὰ τοὺς παρετήρει ἐκ τοῦ μακρόθεν. Εἶχον κρύψει ἐπιμελῶς τὰ ὅπλα των ὑπὸ τὰ πλατέα βουρνούζια των, εἶχον ἀφαιρέσει τὰ σαρίκια ἀπὸ τὰ φέσια των τὰ μακρά, ὀρθὰ καὶ ὑποστρόγγυλα, καὶ ὡμοίαζον μὲ Ἀνατολίτας ζωεμπόρους ἤ μὲ περιπλανωμένους πραγματευτάς.
Ἡ ὁδὸς διὰ τὸ Κάστρον, ἐὰν ἐκατηφόριζαν κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ τῆς κορυφῆς τοῦ Ἀγίου Κωνσταντίνου εἰς τὴν κοιλάδα τὴν καλουμένην «τ’ Ἀρβανίτη», ἦτο πολὺ συντομωτέρα, ἀλλ’ ὁ γερο-Σολμάν, ἐπειδὴ εἶχε βάλει σημάδι τὴν ὑψηλοτέραν κορυφήν, τήν Καραφιλτζανάκαν λεγομένην, τοὺς ὡδήγησεν ἀνατολικώτερον, πρὸς τὰ δεξιά, καὶ κατῆλθον εἰς τὴν ὡραίαν γραφικὴν τοποθεσίαν τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, ὅπου ἔπιον ὕδωρ δροσερὸν ἐκ τῆς κρήνης τῆς διαυγοῦς, ὑπὸ τὴν σκιὰν γιγαντιαίων πλατάνων. Ἦτο δὲ περὶ τὰ τέλη τοῦ Ἀπριλίου καὶ μὲ ὅλην τὴν ἐπικρατοῦσαν δρόσον, ἦτο ἄκρα νηνεμία καὶ ἡ ἡμέρα προηγγέλλετο λίαν θερμή, εἰ καὶ ὁ ἥλιος δὲν εἶχεν ἀνατείλει ἀκόμη.
Ἐκεῖθεν στραφέντες πρὸς τὰ βορειοανατολικά, διέτρεξαν μέγα ἐπικλινές ὀροπέδιον, ὁπόθεν ἡ θέα ἐκτείνεται ἀνὰ τὸ Αἰγαῖον ἀχανὴς μεταξὺ τοῦ ὑψηλοῦ Ἄθω, τῆς Εὐβοίας καὶ τῶν νήσων˙ καὶ ὅταν ἔφθασαν εἰς τὴν ρίζαν τοῦ βουνοῦ τῆς Καραφιλτζανάκας, ἤρχισαν ν’ ἀνέρχωνται πρὸς τ’ ἀριστερά βορειοδυτικώτερον.
Εἰσῆλθον εἰς σύδενδρον σκιερὸν ρεῦμα, εἰς θέσιν καλουμένην «Κρύο Πηγάδι», γείτονα τῶν «Τριῶν Σταυρῶν», ὅπου τὸ παμπάλαιον φρέαρ εἶναι στοιχειωμένον καὶ παρὰ τὸ χεῖλος αὐτοῦ οὐχὶ σπανίως ἐξέρχονται φαντάσματα, σὺν τοῖς ἄλλοις εἷς ἀράπης μὲ τὴν τσιμπούκαν, οὐχὶ ἄραψ μελαψός, ὅπως αὐτοί, ἀλλ’ αἰθίοψ παμμέλας. Ὁ γερο-Σολμάν, ὅστις ἐγνώριζε τὸ πρᾶγμα, τοὺς ἐπρότεινε καὶ ἔκαμαν ὅλοι, ἀνατέλλοντος τοῦ ἡλίου, εὐσεβῆ προσευχήν, κροτήσαντες τρὶς τὰ μέτωπα εἰς τὸ λιθόστρωτον, ἐπικαλούμενοι ἵλεων τὴν σκιὰν τοῦ ἀρχαίου ὁμοθρήσκου των, ὅστις, τίς οἶδε διὰ ποίαν ἁμαρτίαν, εἶχε μείνει ἔξω τοῦ Παραδείσου καὶ τὸ φάσμα του ἐξηκολούθει νὰ περιπλανᾶται εἰς τὴν μελαγχολικὴν ἐκείνην τοποθεσίαν.
Δ΄
Τὰς αἶγας του ὁ πτωχὸς αἰπόλος τὰς ἄφησεν, ὅπως εὑρέθησαν εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, οὐδὲ εἶχε καιρὸν νὰ τὰς ὁδηγήσῃ ὀπίσω εἰς τὴν μάνδραν καὶ νὰ τὰς ἀσφαλίσῃ. Βοσκὸν ἄλλον ν’ ἀφήσῃ ἀναπληρωτὴν δὲν εἶχε τὴν στιγμὴν ἐκείνην. Ὁ ψυχογιός του δὲν εἶχεν ἐπιστρέψει ἀκόμη ἀπὸ τὸ φρούριον.
Τὸ παλιόπαιδο θὰ ηὗρε τὰς πύλας ἀνοικτάς καὶ θὰ τὸ ἔστρωσε μὲ φίλους εἰς κανέν καπηλεῖον. Τίς οἶδεν, ἄν δὲν ἐπώλησε τὸ ἥμισυ τῆς καρδάρας τῆς προωρισμένης διὰ τὸν κολίγαν, ἀντὶ ἡμισείας δωδεκάδος ἰχθυδίων παστῶν.
Ὁ βοσκὸς ὀλίγα μόνον βήματα ἔτρεξεν ἐπὶ τῆς μεγάλης ὁδοῦ καὶ εἶτα ἐστράφη πρὸς τὰ ἀριστερὰ καὶ ἐχώθη ἐν μέσῳ συστάδος θάμνων. Δὲν ἦτο μωρὸς αὐτὸς νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸ Κάστρον διὰ τῆς μεγάλης ὁδοῦ, τὴν ὁποίαν εἶχε δείξει ἀρτίως εἰς τοὺς κλέπτας. Ἐγνώριζε παμπόλλας πλαγίας ὁδοὺς καὶ μονοπάτια, γνωστὰ μόνον εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ ἐπαγγέλματός του.
Ἐκεῖ μεταξὺ τῶν θάμνων ἤρχιζεν ἕν μονοπάτι γνωστότατον αὐτῷ χιλιάκις τὸ εἶχε διατρέξει. Διὰ τοῦ μονοπατίου τούτου θὰ προελάμβανε τοὺς πειρατὰς κατὰ χίλια τουλάχιστον βήματα. Εἶχε καιρὸν νὰ ὑπάγῃ, νά ἔλθῃ κι ἐκεῖνοι νὰ μὴν ἔχουν φθάσει ἀκόμη.
Ἦτο μονοπάτι καὶ ἦτο κρημνός. ῾Ωμοίαζε μὲ τὸν κρημνόν καὶ μὲ τὸ μονοπάτι τοῦ δημώδους ᾄσματος. Ἀλλ’ ἐγνώριζεν αὐτὸς ἀπὸ μονοπάτια. Ἀπὸ τέτοια «δὲν ἵδρωνε τὸ μάτι του». Ἐπάτει τόσον ἐλαφρὰ εἰς τὴν γῆν, ὥστε δὲν ἄφηνε σχεδὸν ἴχνος. Εἰς τὸ ἐπίπεδον οἱ πόδες του ἔκοπτον ὡς τροχοί, εἰς τὸ κρημνῶδες προσεκολλῶντο ὡς ἀρπάγαι. Οἱ καλῶς ἐσφιγμένοι περὶ τὰ σφυρὰ καὶ φολιδοειδῶς ἀνερχόμενοι εἰς τὴν κνήμην ἱμάντες τῶν πεδίλων του ἦσαν ὡς πτερὰ εἰς τοὺς πόδας του.
Ἔτρεχεν, ἔτρεχεν, ἀναρριχώμενος εἰς βράχους, ὑπερπηδῶν χάνδακας, κατερχόμενος τὴν κρημνώδη ἀκτὴν, ταλαντευόμενος ἐπὶ τοῦ πρανοῦς, ὅπου ἂγρια ἀνθύλλια καὶ θάμνοι ἄζωοι καὶ ἀσφόδελοι ἐφύοντο μόνον, αἰωρούμενοι ὑπεράνω τοῦ πελάγους, προσπαίζοντες μαλθακῶς πρὸς τοὺς βράχους τῆς ἀπορρῶγος ἀκτῆς, ἔτρεχε καὶ συγχρόνως ἐμελέτα νοερῶς τὸ σχέδιόν του. Οἱ ἐν τῷ φρουρίῳ εἶχον συνήθειαν, ὑπὸ τῆς ἀνάγκης ὑπαγορευθεῖσαν, ν’ ἀναβιβάζωσι τὴν γέφυραν καθ’ ἑκάστην μικρὸν πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, νὰ τὴν καταβιβάζωσι δὲ τὸ πρωὶ ἅμα τῇ ἀνατολῇ. Ἐάν εὕρισκε τὴν γέφυραν ὑψωμένην ἀκόμη, ἄν καὶ πρὸ πολλοῦ εἶχεν ἐξημερώσει ἤδη, θὰ ἐφώνει εἰς τὸν φύλακα τῆς πύλης τοῦ φρουρίου νὰ μὴν τὴν καταβιβάσῃ δι’ ὄνομα τοῦ Θεοῦ· ἐὰν τὴν εὕρισκε καταβιβασμένην, ὡς ἦτο πιθανόν, θὰ τὸν ἐξώρκιζε νὰ τὴν σηκώση, νὰ τὴν ὑψώσῃ, νὰ τὴν μεταρσιώσῃ, κόπτων πᾶσαν συγκοινωνίαν μὲ τὴν ξηράν, ἄν ἀγαπᾷ τὸν Θεόν, ἄλλως τὸ Κάστρον χάνεται.
Καὶ τοιαύτας σκέψεις ἀνεκύκλου ἐν τῷ νῷ καὶ τοιούτους φόβους ἔτρεφε κατερχόμενος τὴν ἀγρίαν ἐκείνην βορειοδυτικὴν ἀκτήν, ὅπου αἶγες μόνον δύνανται νὰ πατῶσι.
Φθάσας ἀντικρὺ τοῦ παρεκκλησίου τοῦ Ἁγίου Σώζοντος, τοῦ ἐγειρομένου ἰδιορρύθμως ἐπί τινος σκοπέλου, ὀλίγας ὀργυιὰς ἀπὸ τοῦ αἰγιαλοῦ, ἔκαμε τρὶς τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ καὶ ἐπεκαλέσθη τὸν Ἅγιον τώρα δὰ νὰ τὸ δείξῃ, νὰ μὴν ψεύσῃ τὸ ὄνομά του.
Εἶτα, διὰ τὸ ἀσφαλέστερον, κατῆλθεν ἀκόμη χαμηλότερον προς τὸν αἰγιαλόν καὶ πάλιν ἤρχισεν ἐλαφρὰ καὶ γοργὰ πατῶν ν’ ἀνέρχηται πρὸς τὴν γέφυραν τοῦ Κάστρου. Εὑρίσκετο ἐνώπιον τοῦ φρουρίου.
Φοβερὸν βραχῶδες βάραθρον, ὅπου ἴλιγγος καὶ σκοτοδίνη κυριεύει τὸν ἄνθρωπον, ἄβυσσος καὶ ξηρά, αἰωρουμένη ὑπεράνω τῆς ὑγρᾶς ἀβύσσου, χάσκει ὑπὸ τὴν γέφυραν.
Ἡ γέφυρα ἦτο ὑψωμένη ἀκόμη, ἄν καὶ ὁ ἥλιος εἶχεν ἀνατείλει πρὸ μικροῦ.
Ὁ βοσκὸς δὲν ἠδυνήθη τὴν ὥραν ἐκείνην νὰ μὴ ἐνθυμηθῇ τὸν παραγιόν του καὶ ἠπόρει τί νὰ ἔγινε. Μὴν ἔπαθε τυχὸν τίποτε; μὴν ἔπεσε -Θεὸς φυλάξοι- εἰς τὰς χεῖρας τῶν κουρσάρων; μήπως τὸν συνέλαβον οὗτοι περιπλανώμενον καὶ τὸν ἐπῆραν σκλάβον; Διότι ὁ βοσκός ἐννόει ἀμυδρῶς, ὅτι, ἄν αὐτοῦ ἐφείσθησαν οἱ βάρβαροι, τὸ ἔκαμαν ἐκ περισσῆς προφυλάξεως, διὰ νὰ μὴ προδοθῶσι, πρὶν φθάσωσιν εἰς τὸ κάστρον. Ἀλλ’ ὄχι, ὁ παραγιός του δὲν εἶχε πάθει - σίδερο στὴ μέση του- τίποτε.
Ἐκ τῆς ἀπορίας ἔμελλε νὰ ἐξαχθῇ ὁ βοσκός, πρὶν μάλιστα ἐρωτήσῃ.
Ἀσθμαίνων ὁ πτωχὸς τσόμπανος ἐστάθη ἀριστερόθεν, κρυπτόμενος παρὰ τὴν βάσιν τοῦ ὑψηλοῦ πετρίνου θριγγοῦ καὶ ἤρχισε μεγαλοφώνως νὰ καλῇ τὸν πυλωρὸν τοῦ φρουρίου:
-Ἔ! ἀπ’ τὸ Κάστρο! ἔ! πορτάρη!
Οὐδεμία φωνὴ ἀπήντησεν. Ὁ βοσκὸς ἔκραξε μὲ ὅσην δύναμιν εἶχε διὰ τῆς κεφαλικωτέρας καὶ βραχνοτέρας φωνῆς του:
-Ἔ! πορτάρη! ἀπ’ τὴν ταράτσα! ἔ! ἀπ’ τὸ κιόσκι!
Ταράτσα ἦτο ὑψηλὸς ἀκρόδομος ὑπεράνω τῆς σιδηρᾶς πύλης κτισμένος μὲ τὰς πολεμίστρας καὶ μὲ τὴν ἀπαραίτητον ζεματίστραν του, τὴν ὕπερθεν τῆς πύλης μικρὰν ὀπὴν, δι’ ἧς ὡς τελευταῖον ὅπλον καὶ καταφύγιον ἠπείλουν νὰ ζεματίσωσι πάντα ἐπιδρομέα κατορθώσαντα νὰ ζυγώσῃ εἰς τὴν σιδηρᾶν πύλην καὶ ἐπιχειροῦντα νὰ τὴν βιάσῃ. Κιόσκι ἦτο τὸ μικρὸν περίπτερον, ὅπου συνερχόμενοι ἐβουλεύοντο ἣ, ἀπλῶς ἠργολόγουν οἱ προεστοὶ μὲ τὴν μακρὰν τσιμπούκαν, μὲ τὰς ποικιλτὰς μανίκας καὶ τὰς κεντητὰς ζώνας των.
Καὶ πάλιν ἐκ τρίτου ἐπανέλαβεν:
-Ἔ! πορτάρη! ἔ! σεῖς προεστοί!
Τὴν φοράν ταύτην ἠκούσθη βραχνὸς ὁ βαρὺς καὶ ὀξὺς τριγμὸς τῶν σιδηρῶν μοχλῶν.
Ἀλλ’ οὐχ ἦττον παραδόξως ἡ πύλη ἔμεινε κλειστή, ὡς νὰ μετενόησεν ἐκεῖνος, ὅστις ἔμελλε νὰ τὴν ἀνοίξῃ.
Συγχρόνως διά τινος πολεμίστρας ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ ἀκροδόμου ἠκούσθη φωνή:
Ἔ! σύ, πῶς βιάζεσαι τόσο, τσόμπανε; ἔχε ὑπομονὴ νὰ κατεβάσω- με τὸ γεφύρι. Ἤ θέλεις νὰ σ’ ἀνεβάσω καὶ σὲ μὲ τὸ παλάγκο, καθὼς ἀνέβασα τὸν παραγιό σου τὴν αὐγή;
-Τὸν ἀνέβασες μὲ τὸ παλάγκο; εἶπεν αὐτομάτως ὁ βοσκός.
-Ἔφερε τὸ γάλα τοῦ κὺρ Ἀναγνώστη τοῦ προεστοῦ καὶ ὁ κὺρ Ἀναγνώστης τὸ θὲλει φρέσκο, κατάλαβες. Ἐγὼ κατέβασα τὸ παλάγκο, γιὰ νὰ περάσῃ τὴν καρδάρα στὸ γάντζο κι ἡ ἀφεντιά του ἐδέθηκε ὁ ἴδιος, χωρὶς νὰ μοῦ τὸ πῇ. Σὰν βαρὺ τὸ γάλα, εἶπα, σὰν ἄρχισα νὰ τραβῶ τὸ παλάγκο. Σὰν τὸν ἀνέβασα ὡς τὸ μισὸ τὸ ὕψος, βλέπω τὴ μούρη τοῦ ψυχογιοῦ σου καὶ μ’ ἐκοίταζε καὶ γελοῦσε σὰν μαϊμού. Εἶπα νὰ τοῦ παίξω καμιὰ δουλειά, ν’ ἀφήσω μιὰ τὸ σκοινί, ποὺ νὰ τοῦ φανῇ ὁ ουρανὸς σφοντύλι... νὰ σοῦ τὸν φτιάσω ἐγὼ κοπανιστή... Μὰ ἄς ἔχει χάρη˙ λυπήθηκα τὸ γάλα τοῦ κὺρ Ἀναγνώστη, εἰδεμή, ἕνα τσομπανόπουλο ὀλιγώτερο, ἕνα περισσότερο, θελὰ χάσῃ, κατάλαβες, ἡ Πόλη..
- Δὲ μὲ μέλει ἐμένα γι’ αὐτά, τοῦ ἐφώνησεν ἀπ’ ἀντικρὺ ὁ βοσκός, ἀρχίσας νὰ δυσφορῇ ἐπὶ τῇ πολυλογίᾳ τοῦ φύλακος, ὅστις ἀόρατος ὄπισθεν τοῦ τοίχου, διὰ τῆς πολεμίστρας βλέπων τὸν βοσκόν, ηὐχαριστεῖτο νὰ τὸν πειράζῃ, καπνίζων τὸ βραχύ τσιμπούκι του, ἔχων ἀξιώσεις δημογεροντικὰς καὶ τρέφων περιφρόνησιν πρὸς τὸ γένος τῶν ποιμένων.
-Καὶ γιὰ τί πράγματα ἐσένα σὲ μέλει; ἀπήντησεν ὁ πυλωρὸς μιμούμενος τὴν ἐπίρρινον φωνὴν τοῦ αἰπόλου.
-Ἄκουσε νὰ σοῦ πῶ! ποῦ εἶσαι! Ἔκραξεν ἀνυπόμονος οὖτος, τρέχα νὰ πῇς στοὺς προεστούς, τὸ καλὸ ποὺ σᾶς θέλω! Νὰ μὴν ΚΑΤΕΒΆΣΕΤΕ τὸ γεφύρι! Τὸ καλὸ ποὺ σᾶς θέλω! Ἀκοῦς;
-Νὰ μὴν κατεβάσωμε τὸ γεφύρι; ἐπανέλαβε μηχανικῶς ὁ πυλωρὸς ὄπισθεν τῆς πολεμίστρας.
-Νὰ μὴν τὸ κατεβάσετε! ἐφώνησεν ἐμφαντικώτερον ὁ βοσκός.
-Καὶ γιατί; ἐσὺ θὰ μᾶς προστάξῃς; νὰ μὴν ὀνειρεύτηκες τίποτε;
Καὶ ἦτο ἕτοιμος, ὅπως πρότερον ἀνέβαλε ν’ ἀνοίξῃ, τὰς πύλας τοῦ φρουρίου, ἀπλῶς διὰ νὰ βαθανίσῃ τὸν βοσκόν, διότι τὸν ἐνόμισε θέλοντα νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ φρούριον δι’ ἰδιαιτέραν του ὑπόθεσιν, οὔτω τώρα ν’ ἀνοίξῃ τὴν πύλην καὶ νὰ σηκώσῃ διὰ τοῦ ἀρχετύπου μοχλοῦ τὴν γέφυραν μίαν ὥραν ἀρχύτερα, εἰς τὸ πεῖσμα τοῦ αἰπόλου κελεύοντος νὰ μείνῃ ὑψωμένη ἡ γέφυρα.
Ὁ μπαρμπα-Δῆμος -οὕτως ἐκαλεῖτο ὁ πυλωρὸς τοῦ φρουρίου- ἦτο ἡ παραξενιὰ καὶ ἡ ἀντιλογία ἐμπρόσωπος.
-Ἦρθαν κλέφτες! ἐπανέλαβεν ἡ φωνὴ τοῦ βοσκοῦ. Ἦρθαν κορσάροι! Τοὺς εἶδα μὲ τὰ μάτια μου.
-Κλέφτες; κορσάροι; ἐπανεῖπεν ὁ μπαρπα-Δῆμος.
-Σύρε νὰ πῇς στοὺς προεστούς, πὲς καὶ τοῦ κὺρ Ἀναγνώστη τοῦ κολίγα μου, χαιρετίσματα πολλὰ ἀπὸ μένα, ἦρθαν κορσάροι! Τοὺς εἶδα ἀπάν’ στὸ Σταυρό! Ἔτσι νὰ ἔχω καλὸ τέλος. Εἶδα παραπάν’ ἀπὸ δέκα δώδεκα. Θὰ εἶναι κι ἄλλοι κρυμμένοι. Δὲν ξέρω ποῦ ἔχουν ἀραμένο τὸ καΐκι τους...῾Ως τόσο τοὺς εἶδα. Ἦρθαν νὰ ρωτήσουν τὸ δρόμο τοῦ Κάστρου ἀπὸ μένα.
Ο μπαρμπα-Δῆμος ἤρχισε νὰ λαμβάνῃ, ὑπὸ σπουδαιοτέραν ὄψιν τὸ πρᾶγμα, ἐν τούτοις, ὅπως μὴ ἀφήσῃ ἐξ ὁλοκλήρου τὴν ἀντιλογίαν του:
-Μὴν εἶδες ὄνειρο, ἄνθρωπε; ἐφώναξε. Ποῦ θελὰ νὰ βρεθοῦν οἱ κορσάροι;
-Τοὺς εἶδα, σοῦ λέω, μὲ τὰ μάτια μου. Ὅπου καὶ ἂν εἶναι, ἔφτασαν! Μὴν κατεβάσῃς τὸ γεφύρι, πρὶν σοῦ δώσουν τὴν ἄδειαν οἱ προεστοί. Ἄς βάλουν βάρδια καὶ στὸ Πρεγάδι καὶ ἀλλοῦ, γιὰ νὰ μὴ σᾶς πατήσουν τὴ νύχτα.
Καὶ ταῦτα λέγων ὁ βοσκὸς ἤρχισε ν’ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν γέφυραν.
-Εἶσαι στὰ σύγκαλά σου; τοῦ ἐφώναξε διὰ τελευταίαν φορὰν ὁ μπαρμπα-Δῆμος.
-Ἐγὼ εἶμαι στὰ λογικά μου· ἡσύχασε, τώρα θά ἰδῇς.
-Καὶ σὺ ποῦ θὰ πᾷς; τὸν ἠρώτησεν ὁ πυλωρός.
-Ἐγὼ ἔχω τὰ γίδια μου καὶ ξέρω κι ὅλες τὶς σπηλιές νὰ κρυφτῶ, ἀπήντησεν ὁ βοσκός.
Τῷ ὄντι τὴν τελευταίαν στιγμὴν τοῦ ἦλΘε τοῦ μπαρμπα-Δήμου ἡ ἀπορία: διατί, ἄν πράγματι εἶχον ἔλθει οἱ πειραταὶ, ὁ τσόμπανος δὲν ἐφρόντιζε καὶ περὶ τῆς προσωπικῆς ἀσφαλείας του! Ἀλλ’ ὁ βοσκὸς ἐξηκολούθησε ν’ ἀπομακρύνεται καὶ μετ’ ὀλίγον ἔγινεν ἄφαντος.
Ὁ μπαρμπα-Δῆμος ἤρχισε νὰ σταυροκοπῆται ἀφειδῶς, ὄπισθεν τῆς πολεμίστρας, ἔπειτα ἔσπευσε νὰ καταβῇ εἰς τὴν Ταράτσαν καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ Κιόσκι καὶ μετέδωσε τὴν εἴδησιν εἰς τοὺς δημογέροντας τοῦ φρουρίου.
Ε΄
Τῷ ὄντι οὔτε ἰδέα τοῦ ἦλθε τοῦ πτωχοῦ αίπόλου, τοῦ βόσκοντος ὀλίγας αἶγας εἰς τὸ κατάμερον τῶν Τριῶν Σταυρῶν, νὰ ζητήσῃ παρὰ τοῦ μπαρμπα-Δήμου νὰ τοῦ ρίψῃ τὴν σχοινίνην κλίμακα ἤ νὰ τοῦ καταβιβάσῃ, τὸν κάλων μὲ τὴν ἀρπάγην καὶ τὴν θηλειάν, δι’ ἧς ἀνῆλθεν εἰς τὴν Ταράτσαν τοῦ φρουρίου ὁ παραγιός του κατὰ τὴν ἀφήγησιν τοῦ πυλωροῦ· ἁλλὰ πρῶτον ἤλπιζεν, ὅτι οἱ πειραταὶ δὲν θὰ ὑπωπτεύοντο τὸ παρ’ αὐτοῦ γινόμενον διάβημα, ἔπειτα αὐτός, ὅστις ἐγνώριζεν ὅλους τοὺς κρημνοὺς καὶ ὅλα τὰ μονοπάτια, ἐγνώριζεν ἐπίσης καὶ ὅλα τὰ σπήλαια καὶ τὰς κρύπτας, τὰς ἀνοιγομένας ἀνὰ τὰς βραχώδεις βορεινὰς ἐσχατιὰς τῆς νήσου. Ἐλυπεῖτο δὲ τὸ πτωχὸν αἰπόλιόν του, τὸ ὁποῖον ἐθεώρει ὡς παρακαταθήκην ἐμπιστευθεῖσαν αὐτῷ ὑπὸ τῆς φειδωλῆς μοίρας του πρὸς φύλαξιν.
Ὁ κολίγας του, ὁ κὺρ Ἀναγνώστης, ὁ προεστός, δὲν ἦτο ἄνθρωπος μὲ ἀνοιχτὸ χέρι, βλέπεις, κι ἂν ὁ πτωχὸς τσόμπανος ἔχανε τὰς αἶγας του, ἦτο κατεστραμμένος καὶ πολλὰς ἐλπίδας δὲν εἶχε νὰ εὕρῃ, σερμαγιά, διὰ νὰ ἀγοράσῃ ἄλλας. Ἔπειτα ὅλοι θὰ τὸν ὠνόμαζον ἀνάξιον. Ἐννόει αὐτὸς καλὰ ἀπὸ κόσμον, ἄς ἦτο καὶ αἰγοβοσκός. Καὶ τυχερὸς νὰ εἶσαι, κατάλαβες, καλὸ δὲν σοῦ λέγουν, μόνο «σοῦ κάνουν πρόσωπο» καὶ ἀπὸ πίσω σοῦ σκάβουν τὸ λάκκο˙ καὶ ἄτυχος νὰ εἶσαι πάλι, «τύφλα!» σοῦ φωνάζουν ὅλοι. Καὶ οὔτε ὠνειροπόλει ἀμοιβὴν ἤ μισθόν τινα, διότι κατὰ τὸ φαινόμενον προσέφερε μεγάλην ἐκδούλευσιν πρὸς τοὺς συμπατριώτας του, ἀναγγέλλων τὸν ἐπικρεμάμενον φοβερὸν κίνδυνον καὶ σῴζων ἐκ φόνου καὶ διαρπαγῆς ὁλόκληρον χωρίον. Αὐτὰ εἶναι -πῶς νὰ εἴπῃ τις;- «ἱερὰ πράγματα», καὶ ἄν ὑπάρχῃ ἀμοιβή τις, θὰ εἶναι ἀλλοῦ κάπου˙ εἶχεν ἀμυδρὰν τὴν συναίσθησιν ταύτην.
Τοιαῦτά τινα ἀνελογίζετο ὁ πτωχὸς αἰπόλος, ὁ βόσκων ὀλίγας αἶγας εἰς τὸ κατάμερον τῶν Τριῶν Σταυρῶν καὶ ἀνήρχετο δρομαίως τὴν ἰδίαν ἀτραπόν, δι’ ἧς εἶχε κατέλθει εἰς τὸ φρούριον.
Ἀλλ’ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ ὕψος τοῦ κρημνοῦ, ὁπόθεν ἀρχίζει ἡ ἀτραπὸς νὰ διαχαράττηται, τρεῖς ἄνδρες κρυμμένοι εἰς τοὺς θάμνους ἀναπηδήσαντες τὸν συνέλαβον. Ὁ βοσκὸς ἀφῆκε πεπνιγμένην κραυγήν. Οἱ ἔνοπλοι ἄνδρες ἐν ἀκαρεῖ τὸν ἐφίμωσαν καὶ τὸν ἔδεσαν. Τὸν μετέφερον πλησίον τῶν συντρόφων των.
Ἦτο ἡ ὀπισθοφυλακὴ τῶν Ἀγαρηνῶν, ἥτις φθάσασα εἰς τὴν κοιλάδα τὴν ἐκτεινομένην κάτω τοῦ ζυγώματος τῶν Τριῶν Σταυρῶν, εὗρε καλὸν ἔρμαιον τὰς αἶγας τοῦ πτωχοῦ αἰπόλου. Οἱ βάρβαροι ἔσφαξαν πάραυτα τρεῖς τράγους καὶ ὅσα ἐρίφια ὑπῆρχον, τὰ ἔγδαραν καὶ τὰ ἐσούβλισαν.
Ἐπερίμεναν τὸ σημεῖον τῶν πέντε τουφεκισμῶν, τὸ ὁποῖον εἶχε συμφωνηθῆ μεταξὺ αὐτῶν καὶ τῶν προπορευθέντων συντρόφων των. Ἅμα ἐπατεῖτο τὸ Κάστρον, εἶχον καιρὸν νὰ ψήσωσι τὰ σφάγια καὶ νὰ εὐωχηθῶσιν. Οὐχ ἦττον εἷς τούτων ἤναψε πῦρ καὶ κατεγίνετο νὰ ψήσῃ τὸ τρυφερώτερον τῶν ἐριφίων. Τρεῖς ἤ τέσσαρες αὐτῶν εἶχον τοποθετηθῆ παρὰ τὸν κρημνὸν ἐπισκοποῦντες πρὸς τὸν Ἅγιον Σώστην. Ἐπερίμεναν ὁσονούπω τὴν ἐμφάνισιν τοῦ πλοίου των.
Αὐτοὶ οὗτοι ἦσαν οἱ συλλαβόντες τὸν πτωχὸν αἰπόλον. Τὸν ἐκράτησαν ἐν ἀσφαλείᾳ καὶ δὲν τὸν ἠνώχλησαν ἄλλως. Προφανῶς οὗτοι εὑρίσκοντο ἐν ἀγνοίᾳ τῆς καθόδου τοῦ βοσκοῦ πρὸς τὸ φρούριον, καὶ οὐδ’ ὑπωπτεύθησαν, ὅτι αὐτὸς εἶχε φέρει εἰς τοὺς συμπατριώτας του τὴν εἴδησιν τῆς ἀφίξεώς των.
Παρῆλθε μακρὰ ὥρα καὶ οἱ πειραταὶ ἤρχισαν ν’ ἀνησυχῶσι. Τὸ μὲν πλοῖον ἐφάνη πλέον δειλῶς πέραν τοῦ ἀκρωτηρίου τῆς Ἁγίας Ἑλένης καὶ ἐλθὸν προσωρμίσθη οὑ μακράν τοῦ Ἁγίου Σώστη. Ἐκ τοῦ φρουρίου ὅμως οὐδὲν σημεῖον ἠκούσθη.
Τέλος περὶ ὥραν τετάρτην τῆς ἡμέρας, ὅταν ὁ ἥλιος εἶχεν ἀνέλθει ἤδη πολὺ ὑψηλὰ, οί δώδεκα σύντροφοί των, κάθιδροι καὶ πνευστιῶντες ἔφθασαν ἄπρακτοι πλησίον των.
Ὁ πτωχὸς τσόμπανος, ὁ δεσμώτης, ἐννόει ἐκ τῶν ὀργίλων βλεμμάτων καὶ ἐκ τῆς θηριώδους ἐκφράσεως τοῦ προσώπου των -χωρὶς νὰ ἐννοῇ τίποτε ἐκ τῆς βαρβαροφώνου γλώσσης των- ὅτι εὗρον τὰς πύλας τοῦ φρουρίου κλειστὰς καὶ τὴν γέφυραν ὑψωμένην. Ὁ Ἅγιος Σώστης εἶχε κάμει τὸ θαῦμα του. Αἴφνης εἷς τῶν βαρβάρων διαπρεπὴς καὶ μεγαλόσωμος, ὅστις ἐφαίνετο ἐξασκῶν ἐξουσίαν τινὰ ἐπὶ τοὺς ἄλλους, ὑψώσας τοὺς ὀφθαλμοὺς πρὸς ἀνατολάς, εἶπεν ἀραβιστί:
-Ὁμνύω εἰς τὸν Ἀλλάχ, ἄν πέσῃ ὁ προδότης εἰς τὰς χεῖρας μου, νὰ τὸν θυσιάσω ὡς τοὺς τράγους!
-Ποῖος προδότης; ἠρώτησεν εἷς τῶν συντρόφων του.
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὁ πρῶτος λαλήσας, ὅστις ἦτο αὐτὸς ἐκεῖνος, ὅστις μετὰ τοῦ γερο-Σολμάν, τοῦ λαλοῦντος τὴν ἑλληνοβάρβαρον, εἶχεν ἐρωτήσει τὸ πρωὶ τὸν αἰπόλον περὶ τῆς ὁδοῦ τῆς ἀγούσης εἰς τὸ φρούριον, ἔστρεψε τὸ βλέμμα πρὸς τὸν σωρόν, ὅν ἀπετέλει ὁ δέσμιος βοσκὸς κείμενος παρά τινα σχοῖνον. -Τί εἶν’ αὐτό; εἶπε.
Καὶ κύψας ἐξήτασε τὸ πρόσωπον τοῦ αἰπόλου.
-᾽Ιδοὺ ὁ προδότης, σύντροφε, ἀπήντησε τότε ὁ μεγαλόσωμος βάρβαρος πρὸς τὸν ἐρωτήσαντα προηγουμένως.
Καὶ εἶτα ἤρχισε νὰ ἐξηγῇ ἐν συντόμῳ πρὸς τοὺς πειρατάς, ὅτι ἐκ τῆς κινήσεως, ἥν παρετήρησεν ἐντὸς τοῦ Κάστρου μὲ τὸ ἐξησκημένον ὄμμα του, ἐκ τῶν βλεμμάτων, τὰ ὁποῖα ἐμάντευεν ὄπισθεν τῶν πολεμιστρῶν ἐκ τοῦ ἀκροδόμου, εἶχεν ὑποπτεύσει, ὅτι κάποιος ἔδωσεν εἴδησιν εἰς τοὺς ἀπίστους περὶ τῆς ἀφίξεως τοῦ μουσουλμανικοῦ στρατεύματος.
Ἀκολούθως τοὺς ἠρώτησε ποῦ ηὗραν τὸν ἄπιστον αὑτόν. Οἱ σύντροφοι τοῦ διηγήθησαν, ὅτι τὸν συνέλαβον ἀναρριχώμενον εἰς τὸν κρημνὸν ἐκεῖ κάτω, ὅπου τινὲς τῶν ἀνδρῶν εἶχον κρυβῆ παραμονεύοντες.
Καὶ τότε ἠλήθευσε διὰ μυριοστὴν φορὰν ἡ δεσποτικὴ πρόρρησις, καὶ εἷς περιπλέον ἐνώμοτος βάρβαρος ἔδοξε λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ.
Ἀπήχθη μεταξὺ τῶν ἐρεικῶν καὶ τῶν σχοίνων, ὅπου δειλὰ ἀνθύλλια ἐποίκιλλον τὸν πράσινον ἐαρινὸν τῆς γῆς τάπητα, ἐκεῖ τὸν ἔσυραν οἱ Ἀγαρηνοὶ ἀλαλάζοντες, ἐκεῖ ἔλουσε μὲ τὸ αἶμα του τὰ ἄνθη καὶ τοὺς χλωροὺς κλάδους καὶ ζέον ρεῖθρον ἐκοκκίνισε τὴν γῆν, ἥτις εὐμενὴς τὸ ἐδέχθη, ἡ δὲ αὔρα πραεῖα ἀνέλαβεν ἐπὶ πτίλων τὴν πνοήν του καὶ ἐκεῖ ἐκοιμήθη τὸν ὕπνον τὸν παραδείσιον ὁ πτωχὸς αἰπόλος, μιμηθεὶς τὸν Ποιμένα τὸν καλόν, τὸν τιθέντα τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν προβάτων.
Καὶ ὕστερον πῶς νὰ μὴ μοσχοβολᾷ τὸ χῶμα;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου