Εγώ για εσένα τραγουδώ και λες δε σ' αγαπάω,
Και λες με τα τραγούδια μου πως τον καιρό περνάω;
Νάξερα μάγια νάκαμνα τη γνώμη να σ' αλλάξω,
Γιατί μ' αυτήν την γνώμη σου με κάμνεις να πλαντάξω.
Ανάθεμα τα μάτια μου πώς είνε μαθημένα,
Σαν δε σε βλέπουνε συχνά να κλαίνε τα καϋμένα.
Όλα τα μάτια είνε στεγνά και τα δικά μου κλαίνε,
Φωτιά 'ςτά στήθηα μ' άναψαν και την καρδιά μου καίνε,
Φωτιά τρώει το σίδερο και σάρακας το ξύλο,
Και συ μου τρως τα νειάτα μου, σαν άρρωστος το μήλο.
Στους κάμπους αναστέναξα κ' είπα δυο τραγουδάκια,
Κι όλα τα δένδρα εμάρανα κι' όλα τα λουλουδάκια.
Νυχτόημερα του ποταμού τα ρέμματα ρωτάω,
Μην είδαν σε καμμιά μεριά εκείνη που αγαπάω.
Αγάλια αγάλια περπατώ και σαν αναστενάζω,
Πώς δε ραγίζουν τα βουνά μονάχος μου θαυμάζω.
Πέφτω με χίλια ονείρατα και σαν ξυπνάω, αλλοιά μου!
Βλέπω μονάχα γύρα μου τη μαύρη ξενητειά μου.
Με ρώτησεν ο ουρανός για ποιάν αναστενάζω,
— Γι' αυτήν που σώχει τόνομα, με πόνο του φωνάζω.
'Σάν βγαίνει ο ήλιος την αυγήν μαραίνει τα χορτάρια,
'Σάν βγαίνει κ' αγάπη μου μαραίνει παλληκάρια.
Ήθελα νάμουνα πουλί, να στήσω τη φωληά μου,
Μέσ' 'ςτής αυλής σου το δενδρί ν' ακούης τη λαλιά μου.
Μακρυά μαλλάκια θέλω εγώ και μάτια θέλω μαύρα,
Που απ' όξω είν' κάρβουνα σβυστά και μέσα έχουν τη λαύρα.
Κι' αν πάρω δίπλα τα βουνά και με τ' αγρίμια αν ζήσω,
Τον εδικό σου τον καϋμό δε θα τον λησμονήσω,
Έλα να πάμ' εκεί που λες, που ισκιώνουνε πλατάνια,
Και τρέχουν λαγαρά νερά, να βάλουμε στεφάνια.
Βολαίς βολαίς μεσάνυχτα ξυπνάω με λαχτάρα.
Και 'ςτήν πικρή την ξενητειά ρίχνω βαριά κατάρα.
Όποιος μ' ακούει να τραγουδώ, λέει πώς δεν έχω πόνο,
Κ' εγώ με τα τραγούδια μου τον πόνο ξαλαφρόνω.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου