- Δείξε μου την αλήθεια.
- Το ερωτεύεσαι αυτό σύγκορμος;
- Καθώς το ’πες.
- Ας πάμε να λούσουμε στο ποτάμι τα κορμιά μας.
Πάνε. Και εκεί ο Ευάγριος
όπως είχαν ευχάριστα βουτήξει μεσημεράκι με γδύμνια
τον Ήμερο αδράχνει απ’ το κεφάλι και το χώνει
στου αθώου νερού τη γυαλάδα ο Ευάγριος
δεν τον αφήνει ναν το βγάλει στην επιφάνεια
λάμπει ο ήλιος
μαίνεται μ’ αχτίδες γενετήσιες απ’ τα ύψη του.
Το χώνει. δεν τον αφήνει
για κάνα περίπου λεφτό της ώρας
ναν το βγάλει κ’ ύστερα τον αφήνει (τι λύτρωση)
κι ο διψαλέος της αλήθειας βαριανασαίνει εξώτερος.
- Τι λαχτάρησες αδέρφι μου με το κεφάλι σου πιεσμένο
στα ύδατα;
- Να πάρω ανάσα. Να βγω στην επιφάνεια.
- Μα όμως μονάχα όταν ο έρωτας να αναπνεύσεις άγγιζε
τη μηδενικότητα
θα ’τανε της αλήθειας ο έρωτας κ’ η άγρια μάθηση.
ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ (1986)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου