Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Σοφοκλής: Φιλοκτήτης




ΣΟΦΟΚΛΗΣ

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΛΑΝΑΣ


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αὐτή λοιπόν, Νεοπτόλεμε, εἶναι ἡ Λῆμνος· [1]
μιά πέτρα γῆ ἀκατοίκητη στή μέση τοῦ νεροῦ.
Ὅταν ἐσύ μεγάλωνες στήν ἱσχυρή Ἑλλάδα τοῦ Ἀχιλλέα,
ἐμένα μέ ὑποχρέωναν Ἕλληνες ἰσχυροί,[2]
νά ἐγκαταλείψω ἐδῶ τόν Μηλιά τοῦ Ποίαντα· [3]
μόνο, μέ μόνο σύντροφο τή φρίκη μιᾶς πληγῆς [4]
πού χόρταινε τό αἷμα καί τή σάρκα τοῦ ποδιοῦ του.
Ἐκτελοῦσα ἐντολές. Ὅμως κι ἐκεῖνος...
δέν ἄφηνε στιγμή σέ ἡσυχία τό στρατό.
Ἀναστέναζε, βογκοῦσε, καταριόταν!

Πῶς νά κάνουμε θυσίες καί σπονδές; [5]
Τί νά στά λέω τώρα! Δέν εἶναι ὥρα γιά κουβέντες.
Ἄν καταλάβει πώς ἐπέστρεψα, πᾶμε χαμένοι.
Κάνε μου ὅμως μιά δουλειά·
κάπου ἐδῶ γύρω, ὑπάρχει μιά σπηλιά μέ δυό εἰσόδους,
νά μπαινοβγαίνει τό χειμώνα ἥλιος ζεστός
καί ὕπνος δροσερός τό καλοκαίρι.
Πιό πάνω, λίγο ἀριστερά,
πρέπει νά βρίσκεται - ἄν τρέχει ἀκόμη - μιά πηγή.
Πήγαινε, δές προσεκτικά καί πές μου.
Ὕστερα σοῦ ἐξηγῶ τά παρακάτω
καί ὅταν ἔρθει ἡ ὥρα, ξεκινᾶμε.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν πρόκειται ν’ ἀργήσουμε, Ὁδυσσέα.
Μοῦ φαίνεται πώς βλέπω τή σπηλιά μας.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πάνω ἤ κάτω; Ἐγώ δέ βλέπω ἀπό δῶ.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πρός τά πάνω· δέν ἀκούω τίποτε ὅμως.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Για δές μήπως κοιμᾶται.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ψυχή δέν υπάρχει ἐκεῖ μέσα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τίποτε πράγματα;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἕνας σωρός φύλλα στρωμένα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο; Καί γύρω - γύρω;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μιά κούπα ξύλινη, κακοφτιαγμένη
καί λίγα προσανάμματα στήν ἄκρη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Νά ’ξερες τώρα τί μοῦ λές!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γιά στάσου· παρά δίπλα,
εἶναι ἁπλωμένα κάτι ἀπαίσια κουρέλια,
πού ζέχνουνε ἀφόρητη πληγή.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἐδῶ φωλιάζει σίγουρα. Δέ θά ’ναι μακριά.
Τήν πείνα του θά πῆρε ἀπό πίσω ἤ τήν πληγή του.
Κανένα φύλλωμα παυσίπονο θά γυροφέρνει.
Βαλ’ τον αὐτόν νά φυλάει, μή μέ δεῖ μπροστά του ξαφνικά.
Κι ἄν θά ’θελε ν’ ἁρπάξει ἄλλον ἀπό μένα!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πές πώς ἔγινε. Τίποτε ἄλλο;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ναί! Στάσου! Λέω... ἐπειδή εἶσαι παιδί τοῦ Ἀχιλλέα,
πρέπει νά ξέρεις πώς ἐδῶ δέ φτάνει
νά εἶσαι γενναῖος... μόνο τό σῶμα, δηλαδή.
Χρειάζεται... κοίταξε, ἀκόμη κι ἄν ἀκούσεις κάτι νέο,
κάτι παράξενο - ἄς ποῦμε- κάτι
πού δέν ἔχεις ξανακούσει, μήν παραξενευτεῖς.
Προπάντων μή διστάσεις. Νά θυμᾶσαι
πώς ἔχεις ἔρθει ἐδῶ γιά νά μέ βοηθήσεις.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί θές νά πεῖς;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Θέλω νά πῶ πώς πρέπει νά εἰσβάλεις
μέ λόγια στήν ψυχή τοῦ Φιλοκτήτη·
κρυφά, κλεφτά. Ὅταν ἀρχίσει
τά ποιός, τά ποῦ καί τά γιατί,
πές του πώς εἶσαι γιός τοῦ Ἀχιλλέα
- αὐτό δέν εἶναι ἀνάγκη νά τό κρύψεις -
καί πώς γυρίζεις σπίτι σου.
Πές του πώς ἄφησες τό στόλο
τῶν Ἀχαιῶν καί μεταβλήθηκες σ’ ἐχθρό τους,
γιατί σέ παρακάλεσαν νά πᾶς
κι ἄφησες τήν πατρίδα σου καί πῆγες
- ἡ τελευταῖα ἐλπίδα τους νά μποῦν στό Ἴλιο -
κι ὕστερα δέ σοῦ ἐπέστρεφαν τά ὅπλα τοῦ πατέρα σου.
Τ’ ἀξίωσες, τάχα, ἀλλά πῆγαν καί τά ’δωσαν στόν Ὁδυσσέα.
Ἐδῶ, μπορεῖς νά μέ στολίσεις μέ τίς χειρότερες βρισιές.
Δέ μέ πειράζει. Οἱ Ἀχαιοί θά πειραχτοῦν ἄν δέν τό κάνεις.
Ἄν δέν τοῦ πάρουμε τό τόξο,
δέν πρόκειται νά πάρεις τοῦ Δάρδανου τόν τόπο.[6]
Πρέπει νά ξέρεις πώς ἐσύ καί μόνο ἐσύ μπορεῖς
νά τοῦ φανεῖς ἀξιόπιστος. Ξέχνα με ἐμένα.
Ἐσύ οὔτε ὅρκο ἔδωσες, οὔτε ἀναγκάστηκες,
οὔτε ἦρθες μέ τούς πρῶτους.
Ἐγώ θά πρέπει νά τ’ ἀρνηθῶ ὅλα αὐτά· δέ θά μπορέσω.
Μέ τέτοιο τόξο πού κρατάει, ἄν καταλάβει
ποιός εἶμαι, πάω χαμένος καί σέ παίρνω στό λαιμό μου.
Ὅλο τό ζήτημα εἶναι νά σκεφτεῖς πῶς θ’ ἀποσπάσεις
τόν ἀναπόσπαστο ὁπλισμό του.[7]
Γνωρίζω, βέβαια, πώς δέν εἶσαι
φτιαγμένος γιά τεχνάσματα κι ἀπάτες,
μά εἶναι γλυκός καρπός ἡ νίκη, ἀξίζει νά τολμήσεις.
Γρήγορα θά δικαιωθοῦμε.
Ἔλα τώρα, χάρισέ μου μιά παράνομη μέρα,
καί κράτα τήν ὑπόλοιπη ζωή σου, σάν ἔντιμος θνητός·
ὁ ἐντιμότερος, ἄν θέλεις!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί εἶναι αὐτά τά πράγματα, γιέ τοῦ Λαέρτη;
Καί πού τ’ ἀκούω, ταράζομαι· πόσο μάλλον νά τά κάνω.
Οὔτε ἐγώ γεννήθηκα, ὅπως εἶπες, γιά κόλπα καί ἀπάτες,
οὔτε - ὅπως λένε - ἐκεῖνος πού μέ γέννησε. Ἄν θέλεις,
μπορῶ νά σοῦ τόν φέρω μέ τή βία· μέ δόλο ὅμως ὄχι.
Δέ θά μπορέσει μᾶς βάλει ὅλους στό χέρι μ’ ἕνα πόδι.
Γιά βοηθός σου ἦρθα, συμφωνῶ·
ντρέπομαι ὅμως, ἄρχοντά μου, νά μέ φωνάζουνε προδότη.
Καλύτερα ἔντιμος καί νικημένος, παρά ἀνέντιμος καί νικητής.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Εἶσαι σπορά ἀνυπέρβλητου πατέρα, τελικά.
Ἄκου, κι ἐγώ στά νιάτα μου νόμιζα πώς ἡ γλώσσα
κάνει ἀργή καί πρόχειρη δουλειά·
στά χέρια μου ἀνέθετα τά πάντα.
Ὕστερα μπῆκα στό νόημα τῆς ζωῆς καί εἶδα
πῶς ὄχι ἀργή, ὄχι πρόχειρη,
δουλειά τεχνίτη κάνει ἡ γλώσσα στούς ἀνθρώπους.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μοῦ λές νά γίνω ψεύτης;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σοῦ λέω νά γίνεις πονηρός.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Καί γιατί ὄχι βίαιος ἤ λογικός;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δέν θά τόν πείσεις. Ὅσο γιά τή βία,
δέν καταβάλλεται αὐτός.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τόσο μεγάλη εἶναι λοιπόν ἡ δύναμή του;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τόσο μεγάλα τά φονικά σημάδια της,
νά λές καλύτερα· βέλη ἀναπότρεπτα.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αὐτό σημαίνει πώς κινδυνεύω
καί μόνο πού θά μέ ἀντικρίσει;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἐξαρτᾶται τί θ’ ἀντικρίσει.
Γι’ αὐτό σοῦ μίλησα γιά δόλο.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Παύει τό ψέμα νά βγαίνει ψέμα, δηλαδή;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Παύει ἄν σέ βγάζει ζωντανό.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ἄν εἶσαι βέβαιος πώς θά ζήσεις;
Ποῦ βρίσκεις τό κουράγιο νά τό κάνεις;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ὅταν παλεύεις γιά τό κέρδος, ἡ ἀμφιβολία εἶναι δειλία.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί θά κερδίσω ἄν ἔρθει αὐτός στήν Τροία;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μόνο τό τόξο του θά τήν κερδίσει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐσεῖς δέν εἴπατε πώς θά τό κάνω ἐγώ;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Οὔτε ἐσύ χωρίς αὐτό, οὔτε αὐτό χωρίς ἐσένα.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἄν εἶναι ἔτσι ὅπως τά λές, δέ γίνεται νά μήν τό πάρω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Οὔτε καί ν’ ἀρνηθεῖς τά δυό σου κέρδη.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποιά δυό; Γιά λέγε. Ἴσως αὐτά ν’ ἀποφασίσουνε γιά μένα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ν’ ἀποδειχτεῖς γενναῖος καί σοφός.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πάει καλά! Θ’ ἀφήσω κατά μέρος τίς ντροπές καί θά τό κάνω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἀκολουθώντας τίς συμβουλές μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀσφαλῶς, ἀφοῦ συμφώνησα μαζί σου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Περίμενε λοιπόν ἐδῶ. Κάποια στιγμή θά ἐμφανιστεῖ.
Ἐγώ ἐξαφανίζομαι μή μέ ὑποπτευθεῖ
καί τό φρουρό τόν στέλνω πίσω στό καράβι.
Πρόσεξε τώρα· ἄν δῶ ν’ ἀργεῖς,
τόν στέλνω πίσω, ἀγκίστρι δολωμένο, καπετάνιο,
τάχα ἀνήξερο περαστικό.
Μόνο ἐκμεταλλεύσου σωστά τά ψέματά του.
Φεύγω, νά θυμᾶσαι ὅσα σοῦ εἶπα. Ἄς ἀναλάβουν
ὁ Δόλιος Ἑρμῆς κι ἡ Νίκη Ἀθηνά πού μέ γλυτώνει πάντα.

ΠΑΡΟΔΟΣΧΟΡΟΣ
Ξένος ἐγώ σέ ξένο τόπο,
τί νά πῶ καί τί νά κρύψω κυκλωμένος
ἀπ’ τήν καχυποψία; Πές μου.
Τουλάχιστον ἐσύ, κάτι θά ξέρεις.
Πάντα κάτι παραπάνω
σκέπτονται οἱ σκέψεις ὅσων κυβερνοῦν
μέ τήν ἄδεια τοῦ Δία
κι εἶναι γνωστό πώς διατηρεῖς ἐτούτη
τήν πανάρχαια ἐξουσία.
Πές μου, παιδί μου, τί νά κάνω
γιά νά σέ βοηθήσω;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πλησίασε ἄν θές νά δεῖς σέ τί γκρεμό
κρέμεται ἡ ἄθλια ζωή του. Μή φοβᾶσαι.
Μά ὅταν νιώσεις τόν πανικό του νά ’ρχεται
σέρνοντας, ἔλα κοντά μου.
Βοήθα με ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ.

ΧΟΡΟΣ

Παλιά φροντίδα μοῦ ἀναθέτεις, ἄρχοντά μου.
Πάνω σου ἀλύγιστοι φρουροί τά βλέμματά μου,
θά ξαγρυπνοῦν ὅσο νυχτώνει.
Μά πές μου τώρα, ποῦ φωλιάζει;
Ποῦ βρίσκεται; Πρέπει νά ξέρω,
μήν πέσω πάνω του. Σωπαίνει
κάπου μέσα ἤ κάπου ἔξω παραδέρνει;

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Νά τό σπίτι του· μιά τρύπια πέτρα γιά νά μπαινοβγαίνει.

ΧΟΡΟΣ

Καί ποῦ εἶναι τώρα ὁ δύστυχος;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εἶμαι βέβαιος πώς σέρνει τό ψοφίμι
τῆς πείνας του κάπου ἐδῶ γύρω.
Γιατί μόνο τό κυνήγι τόν κρατάει ζωντανό.
Καί τί κυνήγι! Νά παλεύει, κακῆν κακῶς, μήπως πετύχει
κάνα πουλί. Τί ἄλλο πιά νά ἐλπίζει ἀπ’ τήν πληγή του;

ΧΟΡΟΣ

Τόν λυπᾶμαι τόν ταλαίπωρο. Ζωή
κι αὐτή! Οὔτε ἕνα στήριγμα,
μιά συντροφιά, ἕνα βλέμμα
παρήγορο στήν ἐρημιά
τῆς ἄγριας πληγῆς του.
Ν’ ἀγωνιᾶ γιά κάθε ἁπλό καί νά στενάζει
γιά κάθε ἀσήμαντο. Ἄχ, τί σπέρνουν
τά χέρια τῶν θεῶν καί τί θερίζει
ἡ δυστυχία τῶν ἀνθρώπων στήν ἄγονη γωνιά της.
Δέν ὑστερεῖ ἡ γενιά του σέ ἱστορία,
οὔτε σέ δύναμη οἱ πρόγονοί του
μά, ὅλα κι ὅλα τοῦ ἔμειναν
μιά ἐξορία, ἡ μοναξιά κι ἡ πείνα.
Κτῆνος, ἀγρίμι ἀνάμεσα στ’ ἀγρίμια,
νά ὁλολύζει ἀπάνθρωπες ἀνάγκες
κι ἡ ἐρημιά νά τοῦ ἐπιστρέφει
κατάπικρες τίς πιό πικρές κραυγές ἀπελπισίας.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν ἐκπλήσσομαι. Ἀπ’ ὅσο μπορῶ νά καταλάβω,
δουλειά θεῶν ἦταν τό λάθος του, δουλειά
θεῶν ἡ αἱμοβόρα ἀντίδραση τῆς Χρύσης
καί ὅλα αὐτά πού ὑποφέρει τώρα, δουλειά θεῶν.
Ἴσως τόν λύγισαν ἐγκαίρως,
μήπως καί λύγιζε ἄκαιρα τό τόξο,
σκοπεύοντας τήν Τροία,
πρίν ἔρθει ὁ καιρός νά τήν πετύχει.
ΧΟΡΟΣ
Μίλα σιγά, παιδί μου!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί τρέχει;
ΧΟΡΟΣ
Κάτι ἀκούω.
Σάν στεναγμό ἀνθρώπου πού τραβάει
παρέα μέ τόν πόνο του. Ἀπό ἐδῶ, ὄχι, ἀπό ἐκεῖ...
ναί, τώρα ἀκούω καθαρά, βογκάει καί σέρνεται μέ κόπο.
Δέν κάνω λάθος. Ὅσο πάει καί πλησιάζει
τήν κατάντια του. Ἄκου τον· σπαράζει.
Φυλάξου, παιδί μου!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νά φυλαχτῶ ἀπό τί;
ΧΟΡΟΣ
Ἔρχεται μπόρα.
Αὐτός πού ἔλειπε δέ λείπει.
Καί δέν ἀκούω κανέναν ἀμέριμνο βοσκό
νά παίζει τή φλογέρα του·
ἀκούω σκοντάματα καί βόγκους καί φωνές.
Πῶς μουγκρίζει; Μήπως εἶδε τό καράβι;

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Α

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἔ, σεῖς ἐκεῖ, πῶς φτάσατε ὡς ἐδῶ;
Μιά πέτρα γῆ ἀκατοίκητη εἶναι στή μέση τοῦ νεροῦ,
χωρίς λιμάνι. Ἀπό ποῦ ἔρχεστε; Ἀπό ποῦ
κρατᾶτε, γιά νά ξέρω;
Γλυκιά Ἑλλάδα λέει τό ντύσιμό σας.
Μά ν’ ἀκούσω καί τί λέει ἡ φωνή σας.
Μή φοβᾶστε. Δείχνω ἄγριος σάν κτῆνος,
μά εἶμαι γιά λύπηση, ὁ φουκαράς.
Κοιτᾶξτε τί τραβάω στήν ἐρημιά μου,
δίχως οὔτε ἕνα φίλο. Ἄν ἤρθατε σάν φίλοι,
μιλῆστε, ἀπαντῆστε μου. Μόνο ἀπ’ τά λόγια
δέν κινδυνεύουμε ἐδῶ πέρα.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἕλληνες εἴμαστε.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Γλυκιά φωνή!
Ποιός θά ’λεγε πώς θά περνοῦσε
τόσος καιρός γιά νά σ’ ἀκούσω
νά κελαηδᾶς σέ στόμα ἀνθρώπου;
Κι ἐσύ, παιδί μου...
ποιός σ’ ἔστειλε, ποιός σ’ ἔφερε,
ποιός σ’ ἔσπρωξε, ποιά ἀνάγκη,
ποιός ἄνεμος γλυκός; Πές μου ποιός εἶσαι;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εἶμαι ἀπ’ τήν Σκύρο κι ἐπιστρέφω στό νησί μου.
Νεοπτόλεμο μέ λένε, τοῦ Ἀχιλλέα!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Παιδί πατέρα ἀγαπημένου κι ἀγαπημένης γῆς,
ἀνάθρεμμα τοῦ γέρου Λυκομήδη, τί θές ἐδῶ;
Ἀπό ποῦ ἔκανες πανιά;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀπό τό Ἴλιο.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί εἶπες; Μά δέν ἤσουν μαζί, ὅταν ξεκίνησε ὁ στόλος.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔλαβες μέρος κι ἐσύ στήν ἐκστρατεία;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δέν ξέρεις ποιόν βλέπεις, παιδί μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πῶς νά σέ ξέρω, ἀφοῦ δέ σ’ ἔχω ξαναδεῖ;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἔτσι λοιπόν; Δέν ἔτυχε ν’ ἀκούσεις τ’ ὄνομά μου,
κάτι γι’ αὐτά πού μ’ ἔφεραν σέ τέτοια χάλια;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τίποτε ἀπολύτως.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄ, πῶς κατάντησα: σκουπίδι τῶν θεῶν,
νά μή σημαίνω τίποτε στή γῆ μου·
οὔτε μιά φήμη μακρυνή κάποιου πού κάπου, κάποτε,
κάτι... καί τά καθάρματα πού μ’ ἔριξαν ἐδῶ
νά γελᾶνε μοχθηρά καί ἡ ἀρρώστια
νά μέ σκοτώνει κάθε μέρα πιό βαθιά!
Ἀγόρι μου, ἀγόρι τοῦ Ἀχιλλέα, ἐγώ εἶμαι ὁ κληρονόμος
τῶν ὅπλων τοῦ Ἡρακλῆ, ἄν ἔχεις ἀκουστά,
ὁ γιός τοῦ Ποίαντα, ὁ Φιλοκτήτης.
Δυό στρατηγοί κι ὁ ἄρχοντας τῶν Κεφαλλήνων [8]
μοῦ πέταξαν κατάμουτρα τό αἶσχος αὐτῆς τῆς ἐρημιᾶς·
νά τρέφω μέ τό τέλος μου τή φρίκη
πού ἄνοιξε τό δόντι ἑνός φιδιοῦ φονιά.
Μ’ ἐγκατέλειψαν, ἀγόρι μου, ὁλομόναχο, ἀμέσως
μόλις ἀράξαμε ἐδῶ ἀπ’ τό νησί τῆς Χρύσης.
Μέ εἶδαν ζαλισμένο ἀπό τήν τρικυμία
κι ὅταν κατέρρευσα στά βράχια τῆς ἀκτῆς
σάν πεθαμένος, βρῆκαν τήν εὐκαιρία νά φύγουν,
πετώντας μου κάτι κουρέλια
καί λίγα ψίχουλα. Ἀνάθεμά τους!
Γιά σκέψου, ἀγόρι μου· κατάφερα νά βγῶ
ἀπ’ τό σκοτάδι τοῦ ὕπνου
καί βρέθηκα βαθιά μές στή σιωπή τῆς μοναξιᾶς.
Ἔκλαψα, κραύγασα τή συμφορά μου.
Οἱ ἄντρες, οἱ σύντροφοι, τά πλοῖα: μιά ἀπουσία
γεμάτη μάτια πού δέ μ’ ἔβλεπαν ποτέ καί χέρια
πού δέν μποροῦσαν ν’ ἀπαλύνουν τήν πληγή μου.
Οὔτε αὔριο, οὔτε χθές, μονάχα ἕνα παρόν,
πού θησαύριζε πόνους·: περιουσίες ὁλόκληρες κραυγές.
Ὡστόσο οἱ μέρες ἔφευγαν κι ἔπρεπε νά κρατήσω
τήν ψυχή μου ζωντανή σ’ αὐτή τήν πέτρα.
Ὅσο γιά τό στομάχι μου...
τό γέμιζε αὐτό τό τόξο μ’ ἄγρια περιστέρια.
Τά χτυποῦσα στό φτερό.
Μόνο που ἔπρεπε νά σέρνω τήν πληγή μου,
σφαδάζοντας, ὁ δύστυχος, κατ’ ὅπου
σφάδαζαν τίς πληγές τους.
Ἄν ἤθελα νερό ἤ ξύλα, μέσ’ στόν ἄγριο χειμώνα,
σερνόμουν ὅπως-ὅπως καί τά κατάφερνα.
Κι ἄν ἤθελα φωτιά, χτυποῦσα τσακμακόπετρες,
μέχρι νά βρῶ τήν πυρωμένη τους καρδιά.
Ἔτσι ἐπιβίωσα. Ἔχω στέγη, ἔχω φωτιά, ὅλα καλά.
Μόνο ἡ ἀρρώστια δέ χορταίνει, δέ ζεσταίνει,
δέ λέει ν’ ἀποκοιμηθεῖ.
Καί τό νησί, ἀγόρι μου, νά στέκεται μιά πέτρα
στή μέση τοῦ νεροῦ. Ποιός ναυτικός νά πλησιάσει;
Τί θά κερδίσει; Οὔτε κάν μιά ἀπανεμιά.
Πρέπει νά εἶναι παλαβός γιά νά κατέβει
ἤ ἐντελῶς χαμένος· συμβαίνουν κι αὐτά.
Ὅλα τά φέρνει ὁ χρόνος τῶν ἀνθρώπων.
Ἄν φανεῖ κανένας τέτοιος, δέ λέω, μέ παρηγορεῖ.
Κάποιοι δέν ἔχουν μόνο λόγια, γιά τήν ἀθλιότητά μου.
Μοῦ προσφέρουν τροφή, κανένα ροῦχο,
μά στό τέλος ξεχνοῦν νά μέ πάρουν
μαζί πρός τήν πατρίδα, νά μέ σώσουν.
Ἔτσι λοιπόν, ψυχορραγῶ τό δέκατό μου χρόνο,
μέ τήν πληγή πού τρέφω καί μέ τρέφει δυστυχία.
Νά, τί μοῦ ἔκαναν οἱ Ἀτρεῖδες κι ὁ Ὀδυσσέας.
Μακάρι νά τούς πλήρωναν μέ πόνους οἱ θεοί,
τήν κτηνωδία που ξόδεψαν σέ μένα.
ΧΟΡΟΣ
Καταλαβαίνω, γιέ τοῦ Ποίαντα. Σέ συμπονῶ.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐγώ ὅμως κάτι παρά πάνω.
Γιατί μπορῶ νά βεβαιώσω πώς εἶναι ἀλήθεια ὅσα λές.
Δοκίμασα τήν κτηνωδία τῶν Ἀτρειδῶν καί τοῦ Ὀδυσσέα.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σέ πόνεσαν κι ἐσένα, τά καθάρματα;
Τί σοῦ ‘καναν καί εἶσαι τόσο θυμωμένος;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αὐτό δέν εἶναι τίποτε! Νά δεῖς ὅταν θυμώσει
πραγματικά τό χέρι μου τί ἔχουν νά πάθουν.
Θά πληρώσουν καί θά μάθουν πώς ἐκτός ἀπό τή Σπάρτη
καί τίς Μυκῆνες, βγάζει ἄντρες καί ἡ Σκύρος.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Καλά τά λές, ἀγόρι μου. Μά, πές μου
πῶς σ’ ἔφεραν σέ τέτοια ὀργή;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πονάω, γιέ τοῦ Ποίαντα καί μόνο πού θυμᾶμαι
πῶς μ’ ἐξευτέλισαν οἱ ἄτιμοι, ὅταν πῆγα,
ἀμέσως μόλις πέθανε ὁ Ἀχιλλέας. Μά θά σοῦ πῶ...
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί εἶπες; Ἄκουσα καλά; Μή συνεχίζεις!
Πρῶτα ἐξηγήσου! Πέθανε ὁ Πηλάδης;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σκοτώθηκε· ὄχι ὅμως ἀπό ἄντρα
πολεμιστή. Θεός τοξότης τόν χτύπησε, ὁ Φοῖβος, ὅπως λένε. [9]
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄξιος φονιᾶς, ἐξαίρετου νεκροῦ!
Ποιός ἄλλος θά μποροῦσε;
Δέν ξέρω τί νά κάνω.
Νά ξεσπάσω γιά τά βάσανα τοῦ γιοῦ
ἤ νά θρηνήσω τό νεκρό πατέρα;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δύστυχε, δέ φτάνουν οἱ δικές σου συμφορές;
Μή σπαταλᾶς τά δάκρυά σου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σωστά μιλᾶς. Γύρισε τώρα στά δικά σου
καί λέγε πῶς σέ ντρόπιασαν.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἦρθαν στήν Σκύρο, ὁλόκληρη πομπή,
μέ τό καλό καράβι στολισμένο·
ὁ ἔνθεος Ὀδυσσέας καί τοῦ πατέρα μου ὁ τροφός. [10]
Μοῦ εἶπαν - ἀλήθεια, ψέμματα δέν ξέρω - πώς ἀπό τή στιγμή
πού σκοτώθηκε ὁ πατέρας μου, ἡ ζωή
ἡ ἴδια ἀποφάσισε νά πάρω ἐγῶ τήν Τροία.
Καταλαβαίνεις, τώρα· δέν ἔχασα καιρό.
Κυρίως ἀπ’ τή λαχτάρα μου νά δῶ, ἔστω νεκρό,
τόν πατέρα πού δέ γνώρισα ὅσο ζοῦσε.
Ὄχι πώς ἡ Τροία μοῦ ἔπεφτε λίγη!
Ἤτανε πρίμα ὁ ἄνεμος καί σέ δυό μέρες
ἔφτανα στό ταλαίπωρο Σίγειο κι οἱ στρατιῶτες [11]
ζητωκραύγαζαν, μ’ ἀγκάλιαζαν
μέ φύλαγαν καί φώναζαν πώς βλέπουν
τόν Ἀχιλλέα πάλι ζωντανό.
Ἐκεῖνος ἦταν ἄταφος ἀκόμη κι ἐγῶ κατέρρεα ἤδη.
Τόν ἔκλαψα, τόν θρήνησα, δέν ξέρω πόσο!
Ὕστερα πῆγα, ὅπως ἔπρεπε, σάν φίλος στούς Ἀτρεῖδες
καί ζήτησα τά ὅπλα του καί τά ὑπάρχοντά του.
Τί αἶσχος λές πώς ἄκουσαν τά δύστυχα αὐτιά μου;
“Γιέ τοῦ Ἀχιλλέα ὅ,τι ἀνῆκε στόν πατέρα σου, σοῦ ἀνήκει.
Ὅμως τά ὅπλα του ἀνήκουν τώρα σ’ ἄλλον, στό γόνο τοῦ Λαέρτη”.
Εἶπα νά κλάψω, ὅμως ξέσπασα κι ἄρχισα νά φωνάζω,
ἔξαλλος ἀπό θυμό: “Καθάρματα, τολμήσατε νά δώσετε σέ ἄλλον
τά ὅπλα τά δικά μου; Ἐμένα μέ ρωτήσατε;”
Τότε ἐπενέβη ὁ Ὀδυσσέας πού παρακολουθοῦσε:
“Γιατί νά σέ ρωτήσουμε, ἀγόρι μου; Τά πῆρα
δικαίως, ὅταν τά ἔσωσα κι αὐτά κι ἐκεῖνον”.
Ξεπέρασα τά ὄρια μου. Δέν ἤξερα τί ἔλεγα,
τί ἔβριζα, τί ἔφτυνε τό στόμα μου.
Ἀκοῦς νά κλέψει τά ὅπλα τά δικά μου!
Τόν πόνεσαν τά λόγια μου φαίνεται καί παρ’ ὅλο
πού εἶναι πάντα ψύχραιμος, μοῦ εἶπε:
“Ὅταν ἔπρεπε νά εἶσαι μαζί μας, δέν ἤσουν
κι ὄταν δέν ἔπρεπε ν’ ἀπουσιάζεις, ἀπουσίαζες.
Τό στόμα σου ὅμως βρίσκεται παντοῦ.
Γι’ αὐτό, δέν πρόκειται νά πάρεις τίποτε στήν Σκύρο”.
Μ’ ἐξευτέλισαν καί πῆρα τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς,
ληστεμένος ἀπ’ αὐτή τήν παλιόφαρα, τό κάθαρμα, τόν Ὀδυσσέα.
Μά, νά σοῦ πῶ, δέ φταίει αὐτός. Ἐκεῖνοι φταῖνε, ἡ... ἐξουσία!
Οἱ ἡγέτες κάνουν τό λαό καί τό στρατό.
Ἔχει κι ἡ ἀχρειότητα τούς δημοδιδασκάλους της!
Δέν ἔχω τίποτε ἄλλο νά σοῦ πῶ. Κι ὅποιος μισεῖ
τούς Ἀτρεῖδες, νά τοῦ δώσουν οἱ θεοί
ὅσα θά ἤθελα ἐγώ καί δέν μπορῶ νά τοῦ χαρίσω.
ΧΟΡΟΣ
Γῆ τῶν βουνῶν καί τῶν ἀγρῶν,
μητέρα τοῦ θεοῦ
κι ἀρχόντισσα τοῦ Πακτωλοῦ, [12]
μάνα γλυκιά, σοῦ φώναζα,
μάνα μακάρια, λύσε
τά αἱμοβόρα σου λιοντάρια, νά βοηθήσεις·
οἱ Ἀτρεῖδες δέν ἔχουνε τιμή.
Δίνουν τά ὅπλα τοῦ πατέρα του
στό γόνο τοῦ Λαέρτη.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τώρα ξέρω πώς μπορῶ νά μοιραστῶ τήν ἀγανάκτησή σας.
Μόνον οἱ Ἀτρεῖδες κι ὁ Ὀδυσσέας θά μποροῦσαν
νά κάνουν τέτοια πράγματα. Ἰδίως αὐτός,
αὐτός καί ἡ πανούργα ἡ γλώσσα του,
τό στόμα του τό ἄτιμο, φωλιά τῆς ἀδικίας.
Δέν ἐκπλήσσομαι. Ἕνα μόνο θά ’θελα νά ’ξερα,
ὁ γίγαντας ὁ Αἴας πῶς τ’ ἀνέχτηκε ὅλα αὐτά; [13]
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σκοτώθηκε. Ἄν ἦταν ζωντανός, θά μ’ ἔκλεβαν ἔτσι ἄτιμα;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί εἶπες; Πάει κι ὁ Αἴας;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σκοτείνιασε κι αὐτός.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί ἀκούω ὁ δύστυχος! Καί ζοῦν τό ἔκτρωμα τοῦ Τυδέα [14]
κι ἐκεῖνο τό μαρτύριο πού ψώνισε ἀπ’ τόν Σίσυφο ὁ Λαέρτης; [15]
Θά ’πρεπε νά σαπίζουν...
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ὅμως ζοῦν καί βασιλεύουν καί καρπίζουν
τή φαρμακερή σοδειά τους στῶν Ἀργείων τό στρατό.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Καί, δέ μοῦ λές, ἐκεῖνος ὁ παλιός ὁ φίλος μου, ὁ τίμιος
ὁ Νέστορας τί κάνει; Πέθανε κι αὐτός; [16]
Ἦταν ὁ μόνος πού τούς συμβούλευε σωστά
καί τούς κρατοῦσε ἀπό τά αἴσχη.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ζεῖ. Γιά τήν ἀκρίβεια, πεθαίνει κάθε μέρα
τήν ἀπουσία τοῦ γιοῦ του. Σκοτώθηκε ὁ Ἀντίλοχος. [17]
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἐσύ μιλᾶς κι ἐγώ μετράω νεκρούς· δυό ἄντρες,
δυό ἀπίστευτες μέσα μου μαχαιριές ἡ συντριβή τους.
Τί νά πεῖς, σέ τί νά ἐλπίσεις, ἀφοῦ χαίρεται ὁ Ὀδυσσέας
τό χῶμα πού τούς χαίρεται; Εὐημερεῖ τό πτῶμα
καί χάνονται ἕνας-ἕνας οἱ ζωντανοί.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ξέρει νά ξεφεύγει.
Μά κάθε τέχνη ἔχει τά ὅριά της, Φιλοκτήτη.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἔλα τώρα, σ’ ἐξορκίζω, γιά τόν Πάτροκλο, τό φίλο [18]
τοῦ πατέρα σου, τί ξέρεις;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σκοτώθηκε κι αὐτός.
Μέ λίγα λόγια, ὁ πόλεμος χορταίνει μέ καλούς.
Οἱ ἄθλιοι τόν βαρυστομαχιάζουν.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Συμφωνῶ. Γι’ αὐτό θά σέ ρωτήσω
ποῦ βρίσκεται ἕνα ἀπόβρασμα καλό μόνο στά λόγια.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γιά τόν Ὀδυσσέα λές;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὄχι γι’ αὐτόν, γιά κάποιον Θερσίτη, [19]
πού ἄν δέν τοῦ ἔκλειναν τό στόμα, δέν τό ἔκλεινε ποτέ.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν ξέρω. Δέν τόν εἶδα· ἄκουσα μόνο νά τόν ἀναφέρουν.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὅπως εἶναι φυσικό! Χάνεται τό κακό ποτέ;
Διασκεδάζουν οἱ θεοί νά βλέπουν πῶς ξεφεύγει
τόν Ἅδη κάθε καρυδιᾶς καρύδι.
Τούς δίκαιους ὄμως καί τούς ἔντιμους
τούς καταβαραθρώνουν μέ τό παραμικρό.
Τί νά σκεφτεῖς καί τί νά πεῖς;
Πῶς καταντήσαμε ἔτσι;
Ἡ μόνη μας παρηγοριά, κάποιοι παράλογοι θεοί!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐγώ, βλαστέ πατέρα πού βλάστησε στήν Οἴτη, [20]
κανόνισα νά φύγω ἀπό τήν Τροία
καί νά φυλάγομαι ἀπ’ τούς Ἀτρεῖδες.
Δέ θέλω πάρε-δῶσε μέ ἀνθρώπους
πού θεωροῦν τούς λιποτάκτες στρατηγούς.
Δέ μέ σηκώνει ὁ τόπος πού ἐπικρατεῖ ὁ χειρότερος
καί βασιλεύει ὁ τελευταῖος.
Μοῦ φτάνει ἡ πέτρα τοῦ νησιοῦ μου
καί τοῦ σπιτιοῦ μου ἡ θαλπωρή.
Φεύγω τώρα· περιμένει τό καράβι.
Νά ’σαι καλά, τοῦ Ποίαντα γιέ,
κι ἄς πάρουν πίσω ἐπιτέλους οἱ θεοί
τήν ἄδικη πληγή σου.
Πάμε κι ἐμεῖς νά ἐτοιμαστοῦμε.
Ὅταν φυσήξει ὁ θεός, σαλπάρουμε ἀμέσως.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σαλπάρετε λοιπόν, παιδί μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀνοίγει ὁ καιρός. Καλύτερα
νά τόν προλάβουμε, παρά νά μᾶς προλάβει.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Στή μνήμη τοῦ πατέρα σου, παιδί μου,
στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας σου, σ’ ὅποιον σέ περιμένει,
σ’ ἐξορκίζω, σέ ἱκετεύω, δές, προσπέφτω,
μή μέ ἀφήνεις σ’ αὐτή τήν ἐρημιά.
Ἄκουσες, εἶδες· μ’ ἔκαναν φωλιά οἱ συμφορές.
Πέτα με κάπου, σάν σκουπίδι! Ξέρω, ξέρω,
εἶναι κόπος, εἶμαι φόρτωμα, μπελάς.
Λυπήσου με ὅμως! Οἱ γενναῖοι πολεμοῦν τίς ἀδικίες
καί προσπαθοῦν τή δόξα. Ἄν μέ ἀφήσεις,
παίρνεις τό κρίμα στό λαιμό σου. Κάποτε θά σέ πονέσει.
Πάρε με μαζί σου καί ἅρπαξε τή δόξα
τῆς δίκαιης ἐπιστροφῆς μου.
Οὔτε μιά μέρα - μά τί λέω, οὔτε μισή - δέν εἶναι κόπος.
Τόλμησε! Στό ἀμπάρι βάλε με, στήν πρύμνη,
στήν πλώρη, ὅπου θέλεις, νά μή σᾶς ἐνοχλῶ.
Μίλα, παιδί μου, πές τό ναί στόν Δία τῶν ζητιάνων.
Πέφτω στά πόδια σου, ὁ σακάτης, προσκυνῶ,
μά μή μ’ ἐγκαταλείπεις! Δέν περνιέται ἡ μοναξιά,
χωρίς νά νιώθεις πλάι σου ἀνθρώπου βῆμα.
Πάρε με στά μέρη σου· ἔστω, πήγαινέ με στήν Χαλκίδα
καί βρίσκω τρόπο γιά νά φτάσω... ἄχ, νά φτάσω
στήν Οἴτη, στίς πλαγιές τῆς Τραχινίας,
στά νερά τοῦ Σπερχειοῦ!
Σκέψου τί δῶρο θά εἶναι αὐτό γιά τόν πατέρα μου.
Τό ἴδιο τό παιδί του! Ἄν καί φοβᾶμαι πώς δέ ζεῖ,
ἀφοῦ δέν ἦρθε νά μέ βρεῖ τόσον καιρό.
Τοῦ ἔστελνα συνέχεια κραυγές ἀπελπισίας,
μ’ ὄποιον ἐξώκειλε στήν ἐρημιά μου.
Ἤ πέθανε ἤ μέ ξέχασαν κι ἐμένα καί τήν πέτρα μου
οἱ ταχυδρόμοι ἀπ’ τή βιασύνη τους.
Ὅμως ἐσύ μπορεῖς, ἄν θές, νά γίνεις
ἄγγελος καί σωτήρας μου.
Λυπήσου με, σπλαχνίσου με, σῶσε με, σκέψου:
μιά πάλη ἀτέλειωτη, μιά ἀτέλειωτη ἀγωνία
λυσσομανάει ἡ ἀνθρώπινη ζωή, πετύχεις δέν πετύχεις.
Ὅταν δέ ζεῖς τή δυστυχία
νά σκέφτεσαι πώς πάντα ὑπάρχει
κι ὅταν εἶσαι εὐτυχισμένος νά προσέχεις·
ὅλα μπορεῖ ν’ ἀλλάξουν σέ μιά μέρα.
ΧΟΡΟΣ
Λυπήσου τον, ἄρχοντα, πονοῦν
τά λόγια του, σπαράζουν
μιά δυστυχία, πού νά μήν τύχει
σέ ἄνθρωπο ἀγαπημένο.
Ἀφοῦ μισεῖς τούς ἄτιμους Ἀτρεῖδες,
κάνε τήν ἀχρειότητά τους
λύτρωση γι’ αὐτόν τό φουκαρά.
Μέ τό ἴδιο γρήγορο καράβι
πού θά τόν πᾶς στή γῆ του,
θά ξεφύγεις τούς θεούς.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μέτρα τά λόγια σου, γιατί ὅταν σέ κυκλώσει
ἡ ἀρρώστια, ἴσως βρεῖς πώς περισσεύουν.
ΧΟΡΟΣ
Ποτέ! Νά εἶσαι βέβαιος! Δέν πρόκειται νά βρεῖς
στά λόγια καί στά ἔργα μου σπατάλες.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἄν εἶναι ἔτσι, ντρέπομαι νά βγῶ φτωχότερός σου
στήν ἐξόφληση τοῦ χρέους πού ἀνοίξαμε ἐδῶ.
Πάμε λοιπόν, σαλπάρουμε, κουνήσου, κουνηθῆτε!
Ὅσο γιά τό καράβι, δέν πρόκειται νά φέρει ἀντιρρήσεις.
Μόνο νά δώσουν οἱ θεοί νά δραπετεύσουμε ἀπ’ αὐτό
τό κάτεργο καί τ’ ἄλλα τά βρίσκουμε στό δρόμο.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μέρα γλυκιά τοῦ γυρισμοῦ, ἄνθρωπε ἀγαπημένε
καί ναῦτες μου καλοί, πῶς νά σᾶς δείξω
τί φτερουγίζει μέσα μου γιά σᾶς;
Ἔρχομαι, ἀγόρι μου, μά πρῶτα
πάμε μαζί νά πῶ δυό λόγια τελευταῖα στό ἀπάνθρωπό μου σπίτι.
Νά δεῖς καί σύ πῶς ἔζησα τόσον καιρό καί τί καρδιά
χρειάζεται γιά νά σταθεῖς ἐκεῖ πού ἀκόμη
καί τό βλέμμα καταρρέει.
Σκέπτομαι, ἄν ἦταν ἄλλος...
μά κι ἐμένα ἡ ἀνάγκη μοῦ ἔμαθε ἀντοχή.
ΧΟΡΟΣ
Καθίστε πρῶτα νά μάθουμε τί τρέχει.
Ἔρχεται ἕνας δικός μας μαζί μέ κάποιον ἄγνωστο.
ΕΜΠΟΡΟΣ
Γιέ τοῦ Ἀχιλλέα, τί ἀνέλπιστη συνάντηση!
Εἶχα χαθεῖ σ’ αὐτή τήν ἐρημιά, ὅταν εἶδα
τό συνάδελφο ἀπό δῶ, πού ἔκανε βάρδια μ’ ἄλλους δυό
στό καράβι σου καί μ’ ἔφερε ὁ ἴδιος.
Ἐπέστρεφα ἀπό τήν Τροία, μ’ ἕνα μικρό ἐμπορικό,
στήν Πεπάρηθο πού βγάζει πολύ καλό σταφύλι [21]
κι ἔμαθα ἀπό τούς ναῦτες πώς ἤτανε δικοί σου.
Εἶπα νά μή φύγω σάν τόν κλέφτη, πρίν σέ βρῶ καί σοῦ μιλήσω.
Μέ τό ἀζημίωτο, φυσικά!
Φαντάζομαι, δέν ξέρεις τί σοῦ ἐτοιμάζουν οἱ Ἀτρεῖδες.
Τί σοῦ ἐτοίμασαν, θέλω νά πῶ·
γιατί ἔβαλαν κιόλας ἐμπρός τό σχέδιό τους.
Ἴσα πού προλαβαίνεις.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὅσο γιά τήν πληρωμή σου, ξένε,
τήν προθυμία σου θά τή θυμᾶμαι ὅσο ζῶ,
ἄν δέ γεννήθηκα ἀχάριστος. Μά πές μου τώρα γιά νά ξέρω,
τί μεσολάβησε, τί νέο ἐτοιμάζουν οἱ Ἀτρεῖδες;
ΕΜΠΟΡΟΣ
Ὅπλισαν τά καράβια καί τρέχουν νά σέ πιάσουν.
Ὁ γέρο-Φοίνικας καί τοῦ Θησέα οἱ γιοί. [22]
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νά μέ πιάσουν μέ τά χέρια ἤ μέ τά λόγια;
ΕΜΠΟΡΟΣ
Αὐτό δέν τό γνωρίζω. Ὅ,τι ἄκουσα σοῦ λέω.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Καί πῶς ὁ Φοίνικας κι οἱ ἄλλοι πού πήγανε μαζί του,
δείχνουν τόση προθυμία στούς Ἀτρεῖδες;
ΕΜΠΟΡΟΣ
Ἐκεῖνο που ἔχει σημασία εἶναι πώς ἔρχονται ὅπου νά ’ναι
καί θά ’ναι ἔτοιμοι ἀπ’ τό δρόμο.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ὁ Ὀδυσσέας; Πῶς δέν ἄνοιξε πανιά;
Ἔτρεξε τίποτε ἤ φοβᾶται;
ΕΜΠΟΡΟΣ
Τήν ὥρα πού ἔφευγα, ἔφευγε κι αὐτός μέ τοῦ Τυδέα τό γιό.
Ἔψαχναν κάποιον ἄλλον.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποιόν δηλαδή καί ξεβολεύτηκε ὁ ἴδιος;
ΕΜΠΟΡΟΣ
Τόν λένε... πές μου πρῶτα ποιός εἶναι αὐτός·
καί μίλα σιγά.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὁ περιβόητος Φιλοκτήτης.
ΕΜΠΟΡΟΣ
Ἄφησε πιά τίς ἐρωτήσεις καί κανόνισε νά φύγεις
μιά ὥρα ἀρχύτερα ἀπό δῶ.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί λέει, ἀγόρι μου; Τί προσπαθεῖ
νά σοῦ πουλήσει στά κρυφά ὁ ναυτικός;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν ἔχω καταλάβει. Θά τοῦ πῶ
νά μιλήσει καθαρά μπροστά σέ ὅλους.
ΕΜΠΟΡΟΣ
Ἀγόρι τοῦ Ἀχιλλέα, μή μέ ἐκθέτεις στό στράτευμα.
Δέ μοῦ ἐπιτρέπεται νά πῶ τά πάντα.
Διατάζουν, ἐκτελῶ κι ἔτσι κερδίζω τό ψωμί μου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀντίθετα, ἐγῶ δέ θέλω πάρε-δῶσε μέ Ἀτρεῖδες
κι ὁ ἄνθρωπος αὐτός εἶναι ὁ καλύτερός μου φίλος,
γιατί τούς μισεῖ. Ἀφοῦ λοιπόν ἦρθες σάν φίλος
καί σύ, ὅπως λές, λέγε τα ὅλα.
ΕΜΠΟΡΟΣ
Τί μοῦ ζητᾶς, παιδί μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ξέρω τί κάνω.
ΕΜΠΟΡΟΣ
Τότε νά πάρεις καί τήν εὐθύνη.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τήν παίρνω, λέγε.
ΕΜΠΟΡΟΣ
Καλά λοιπόν. Αὐτοί οἱ δυό πού ἀνέφερα, ὁ γιός
τοῦ Τυδέα κι ὁ Ὀδυσσέας, ὁρκίστηκαν πώς θά τόν βροῦν
κι ἤ θά τόν πείσουν ἤ θά τόν συλλάβουν.
Ἄκουσαν ὅλοι οἱ Ἀχαιοί τόν Ὀδυσσέα νά τό φωνάζει,
γιατί ἔχει περισσότερη ἐμπιστοσύνη στίς δυνάμεις του ἀπ’ τόν ἄλλο.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Καί ποιός ὁ λόγος ν’ ἀσχοληθοῦν μαζί του,
μετά ἀπό τόσα χρόνια πού τόν εἶχαν πεταμένο;
Τούς στρίμωξε ἡ ἀνάγκη ἤ τούς ἔζωσαν οἱ τύψεις;
ΕΜΠΟΡΟΣ
Μάλλον δέν ξέρεις τίποτε. Θά σοῦ τά πῶ μέ τή σειρά.
Ἦταν, πού λές, ἕνας μάντης, ἀριστοκράτης, γιός τοῦ Πρίαμου. [23]
Ἕλενο τόν ἔλεγαν. Μιά νύχτα πού εἶχε βγεῖ
μόνος, τόν ἔπιασε αὐτός ὁ ἄτιμος, τό σίχαμα,
ὁ ὕπουλος, ὁ Ὀδυσσέας· τόν ἔδεσε
καί τόν γύριζε σάν ζῶο στό στρατόπεδο, νά δοῦν
τί πιάνει ὅταν κυνηγάει. Αὐτός λοιπόν ὁ μάντης,
προφήτευσε πολλά καί διάφορα, ἰδίως
πώς δέν πρόκειται νά πάρουν τήν Τροία οἱ Ἀχαιοί,
ἄν δέν πᾶνε στό νησί πού ζεῖ μονάχος καί τόν πείσουν νά γυρίσει.
Ὅταν ἄκουσε τό μάντη ὁ γιός
τοῦ Λαέρτη, ὑποσχέθηκε νά τό φροντίσει ὁ ἴδιος.
Εἶπε πώς θά τόν ἔπειθε, μά κι ἄν ἀρνιόταν,
σέρνοντας θά τόν ἔφερνε καί πώς ἄν δέν τό ἔκανε,
νά τόν ἀποκεφάλιζαν χωρίς πολλές κουβέντες.
Τώρα, παιδί μου, ἔμαθες τά πάντα.
Μά φύγε ἄν θέλεις τό καλό σου
καί τό καλό ὅποιου θέλεις.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί ἄλλο μοῦ μέλλεται ν’ ἀκούσω!
Ὁρκίστηκε, ἡ λαίλαπα, μπροστά στούς Ἀχαιούς
πώς θά μέ πείσει; Ἐμένα; Πιό εὔκολα θά μ’ ἔπειθε
νά γυρίσω ἀπό τόν Ἅδη, ὅταν πεθάνω·
σάν τόν πατέρα του. [24]
ΕΜΠΟΡΟΣ
Ἐγώ δέν ξέρω ἀπό τέτοια.
Πάω πρός τό καράβι μου κι ὁ θεός νά σᾶς φυλάει.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δέν εἶναι ἀθλιότητες, παιδί μου, ὅλα αὐτά;
Ἐλπίζει τοῦ Λαέρτη ὁ γιός πώς θά μέ περιφέρει,
σάν κατοικίδιο χορτασμένο μέ χάδια ἀνάμεσα στούς Ἀχαιούς;
Εὐκολότερα θά μ’ ἔπειθε τό δόντι τοῦ φιδιοῦ
πού μ’ ἄφησε ἀνάπηρο.
Ἀλλ’ ὅταν βάλει κάτι στό μυαλό του, θά τό κάνει.
Νά εἶσαι βέβαιος πώς θά ἔρθει.
Πάμε. Ὅσο πιό πολύ νερό τοῦ ἀφήσουμε νά τρέξει
πίσω μας τόσο πιό καλά. Ἡ ἔγκαιρη βιασύνη
κάνει, στό τέλος τῆς δουλειᾶς, τόν ὕπνο πιό γλυκό.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὄχι ἀκόμη. Ἔχουμε κόντρα τόν καιρό.
Μόλις γυρίσει πρίμα.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὅταν σέ στρώνει στό κυνήγι ἡ συμφορά,
ὅλοι οἱ καιροί εἶναι πρίμα.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κόντρα τόν ἔχουνε κι αὐτοί.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὁ κλέφτης πού ἀποφάσισε νά κάνει τή δουλειά του
ὀρτσάρει μιά χαρά!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πάμε ἄν σοῦ φαίνεται σωστό. Μά πάρε πρῶτα
τά ἐνθύμια καί τ’ ἀπαραίτητά σου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κάτι χρειάζομαι, ὁπωσδήποτε.
Μή φανταστεῖς... δέν εἶχα δά καί τά πολλά.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί πού δέν ἔχει τό καράβι, δηλαδή;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά... ἕνα φύλλο. Τό βάζω στήν πληγή καί ἡσυχάζει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πήγαινε πάρ’ το. Τίποτε ἄλλο;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά δῶ μή μοῦ παράπεσε κανένα βέλος.
Ἄν φύγουμε, ὅποιος τό βρεῖ θά τό μαζέψει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αὐτό πού κρατᾶς εἶναι τό περιβόητο τόξο;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Αὐτό. Δέν ἔχω ἄλλο.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μπορῶ νά τό πιάσω, νά τό δῶ ἀπό κοντά;
Θά τό προσέχω σάν τά μάτια μου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὅ,τι θέλεις, παιδί μου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν ξέρω ἄν εἶναι σωστό. Ἐγώ βέβαια τό θέλω,
ἀλλ’ ἄν ἐσύ νομίζεις πώς δέν πρέπει, μή μοῦ τό δώσεις.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μιλᾶς σωστά, εἶσαι σωστός, σωστό κι αὐτό πού θέλεις.
Παιδί μου, ἐσύ μοῦ ἔδωσες τό ἴδιο τό φῶς τοῦ ἥλιου
καί μάτια νά χορτάσω τήν πατρίδα, τό γέρο μου πατέρα,
τούς φίλους μου· ἐσύ
μ’ ἔβγαλες ἀπ’ τή νύχτα τῶν ἐχθρῶν μου.
Μή φοβᾶσαι, πάρ’ το, πιάστ’ το, νά ’χεις νά καμαρώνεις
πώς ἀπ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους μόνο ἐσύ
στάθηκες ἄξιος νά τό ἀγγίξεις.
Ἔτσι τό ἀπόκτησα κι ἐγώ· μέ ἀρετή.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέ μετανιώνω πού σέ γνώρισα καί γίναμε φίλοι.
Ποιός δέ θά ἤθελε νά ἔχει συντροφιά
ἄνθρωπο πού ἀνταποδίδει μέ φροντίδα τή φροντίδα;
Πήγαινε μέσα τώρα.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μαζί θά πᾶμε. Ἡ πληγή μου ζητάει συνοδοιπόρο.

ΣΤΑΣΙΜΟ Α

ΧΟΡΟΣ
Ἄκουσα κάποτε νά λένε πώς ὁ γιός
τοῦ Κρόνου, ὁ παντοκράτορας,
καθήλωσε τόν ἄπληστο Ἰξίονα σέ γρήγορο τροχό, [25]
ὅταν τόν ἔπιασε νά γυροφέρνει
τό κρεβάτι του. Ἀπό τότε, οὔτε ἄκουσα, οὔτε εἶδα
θνητό νά χτυπηθεῖ τόσο σκληρά ἀπό τή μοίρα,
ὅσο αὐτός ὁ δίκαιος, πού χόρτασε ἀδικία,
χωρίς κάν νά σκεφτεῖ νά κάνει σέ ἄνθρωπο κακό.
Κι ἀναρωτιέμαι τώρα, πῶς μπόρεσε ν’ ἀντέξει
τόσο πόνο, τόσο δάκρυ, τόση ἁρμύρα,
τόση ἐρημιά· οὔτε ἕνα βῆμα
ἀπό τό θάνατο κι αὐτό νά μήν μπορεῖ.
Γύρω κανείς νά μοιραστεῖ
δάκρυ παρήγορο τή φρίκη τῆς πληγῆς·
κανείς νά ἡμερέψει,
μέ φύλλο βάλσαμο τό ματωμένο
ἀγρίμι τοῦ ποδιοῦ του.
Μόνο σερνόταν σάν μωρό παρατημένο,
νά βρεῖ γαλήνη στό μαρτύριο τῆς πληγῆς
νά πάρει ἀνάσα στό καμίνι τῆς καρδιᾶς του·
πεινώντας τόν καρπό τῆς γῆς,
νηστεύοντας τόν ἐπιούσιό μας.
Καί μόνο ἀπ’ τ’ ἄγρια πουλιά
τοῦ τόξου του περίμενε τροφή.
Ψυχή ταλαίπωρη, πού δέκα χρόνια
δέν ἔβρεξε τά χείλια σου κρασί
κι ἄν ξεδίψασες μιά μέρα,
ἦταν λάσπη ἀπ’ τή βροχή.
Ναί· ἀλλά τώρα πού συνάντησες καρπό
ἀκριβοδίκαιων ἀντρῶν,
θά ἐπικρατήσεις, θά ξεφύγεις, θά εὐτυχήσεις·
γιατί ὅσο κι ἄν παλέψει μέ τό κύμα
τό ἀλύγιστο σκαρί του, θά σέ φέρει
στήν καταπράσινη πατρίδα
τῶν Μαλιέων νυμφῶν, στίς ὄχθες
τοῦ Σπερχειοῦ, ἐκεῖ πού ἄντρας
μέ χάλκινη ἀσπίδα, ἀνεβαίνει
φλόγα θεοῦ στήν κορυφή τῆς Οἴτης. [26]

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Β

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἄντε, λοιπόν, προχώρα!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄχ!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί ἔχεις;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τίποτε, τίποτε, παιδί μου, προχώρα ἐσύ!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τὸ πόδι σου; Πονᾶς;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὄχι, ὄχι, δέν πονάω.
Νά, συνῆλθα κιόλας... ἄχ, θεοί!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γιατί φωνάζεις τούς θεούς;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά τρέξουν, νά μέ σώσουν.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί ἔπαθες, λοιπόν; Γιατί σωπαίνεις; Μίλα!
Πονᾶς πολύ, τό βλέπω.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πάει, παιδί μου, χάθηκα, δέ θά μπορέσω
νά σᾶς κρύψω τό κακό· ἄχ, μέ σουβλίζει,
μέ τρυπάει. Τί τραβάω!
Σβήνω, ἀγόρι μου, μέ τρώει, μέ τρώει, ἄχ!
Γιά ὄνομα τῶν θεῶν, ἄν ἔχεις πάνω σου σπαθί,
βγάλ’ το καί κόψε μου τό πόδι.
Μή λυπᾶσαι τή ζωή μου. Λυπήσου με, παιδί μου!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί εἶναι πάλι αὐτό τό ξαφνικό.
Τί σ’ ἔπιασε καί κάνεις σάν τρελός;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ξέρεις, ἀγόρι μου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί πράγμα;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ξέρεις.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν ξέρω τίποτε.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μά, δέν καταλαβαίνεις; Ἄχ!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αὐτή εἶναι ἡ ἀρρώστια σου λοιπόν;
Ἀπίστευτη κατάσταση!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἀπίστευτη κι ἀνείπωτη. Λυπήσουμε, ὅμως!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί νά κάνω;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μή φοβηθεῖς καί μέ προδώσεις·
χτυπάει καί φεύγει, χάνεται κι ἄν εἶναι χορτασμένη
κάνει καιρό νά ἐπιστρέψει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἄχ, ἄμοιρε,
αὐτό κι ἄν εἶναι δυστυχία. Τόσος πόνος!
Θές νά σέ πιάσω, νά σταθεῖς...
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄσε με ἐμένα, κράτησε τό τόξο
πού ζήτησες, ὥσπου νά φύγω
ἀπό τά νύχια τῆς ἀρρώστιας·
φύλαξέ το, γλύτωσέ το· ὅταν περάσει τό κακό,
ἔρχεται ὁ ὕπνος καί δέ φεύγει πρίν χορτάσω
τό σκοτάδι του. Κανείς μή μέ ξυπνήσει.
Κι ἄν καταφτάσουνε ἐκεῖνοι,
σ’ ἐξορκίζω στούς θεούς, μήν τούς τό δώσεις,
μή στό πάρουν, μή σοῦ στήσουν
παγίδα· θά χαθεῖς κι ἐγῶ μαζί, ὁ ἱκέτης σου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔννοια σου καί κανείς δέ θά τό ἀγγίξει.
Φέρ’ το κι εὐχήσου νά πάνε ὅλα καλά.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πάρ’ το, παιδί μου
καί προσευχήσου νά μή γίνει
τό μεγαλεῖο τῶν θεῶν ἀρχή τοῦ τρομεροῦ γιά σένα,
ὅπως γιά μένα καί γι’ αὐτόν πού τό κατεῖχε πρίν.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἄς δώσουν οἱ θεοί νὰ τελειώσουν
καλά ὅλα αὐτά καί γιά τούς δυό μας.
Ἄς εἶναι τό ταξίδι εὐνοϊκό καί δίκαιο τό λιμάνι.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄχ, παιδί μου, φοβᾶμαι πώς ἄδικα προσεύχεσαι.
Κάτι κακό ἀνεβαίνει ἀπ’ τό βυθό τῆς συμφορᾶς μου,
καί στάζει αἷμα ἀφόρητο, σάν βοῦρκο.
Ἀνάθεμά σε, πόδι μου, τί ἄλλο μοῦ ἔχεις φυλαγμένο;
Σέρνεται, φτάνει, εἶναι κοντά.
Χάνομαι ὁ δύστυχος, θά μοῦ χιμήξει!
Μή φεύγετε! Ὄχι, ὄχι... ἄχ, Κεφαλονίτη,
μακάρι νά σοῦ ξέσκιζε τά στήθη αὐτός ὁ πόνος.
Ἀνάθεμά σε, ἀνάθεμά με, ἀνάθεμά σας,
δίδυμο θανατικό, Μενέλαε κι Ἀγαμέμνων,
γιατί νά μήν ταΐζετε τούς πόνους μου ἐσεῖς;
Ἀλίμονό μου! Θάνατε, θάνατε, ποῦ εἶσαι;
Κουράστηκα σέ φωνάζω.
Γιέ μου, γενναῖο μου παιδί,
πιάσε με, πέτα με στό ἡφαίστειο τῆς Λήμνου.
Ξέρεις πόσες φορές εἶπα νά πέσω, νά καῶ;
Μήπως τό ἴδιο δὲν ἔκανα στό γιό τοῦ Δία [27]
γιά τό τόξο πού κρατᾶς;
Ἔλα, λοιπόν. Τί λές, τί σωπαίνεις, ποῦ εἶσαι;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μέσα μου· πονάω τά δεινά σου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κάνε κουράγιο· κρίση εἶναι, θά περάσει.
Μή μ’ ἀφήνεις, σέ ἱκετεύω.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέ σ’ ἀφήνω, μή φοβᾶσαι.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θά μείνεις;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὁπωσδήποτε.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μοῦ φτάνει.
Μήν ὁρκιστεῖς, παιδί μου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέ θά ’ταν δίκαιο νά φύγω ἀπό ἐδῶ χωρίς ἐσένα..
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δώσ’ μου τό χέρι σου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Στό δίνω, ὁρίστε· δέ θά φύγω.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἔλα τώρα· πρός τά ἐκεῖ. Πήγαινέ με πρός τά ἐκεῖ.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποῦ λές;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἐκεῖ πάνω.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί σ’ ἔπιασε πάλι; Τί εἶναι ἐκεῖ πάνω;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄφησέ με, ἄφησέ με!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ποῦ νά σ’ ἀφήσω;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄφησέ με, ἐπιτέλους!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔ, δέ σ’ ἀφήνω!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Να μέ σκοτώσεις θέλεις;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὁρίστε, σ’ ἄφησα, ἄν εἶναι νά συνέλθεις.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δέξου τήν κατάντια μου, γῆ. Σέ σένα ἀνήκω,
ἀφοῦ τά πόδια μου πιά δέ μοῦ ἀνήκουν.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θά κοιμηθεῖ ὅπου νά ’ναι·
γέρνει τό κεφάλι πίσω κι ὁ ἱδρώτας
τόν λούζει ὁλόκληρο. Μιά μαύρη φλέβα
στό πόδι του ἔσπασε κι αἱμορραγεῖ.
Ἀφῆστε τον, καλοί μου φίλοι, νά βυθίσει
στήν ἀγκαλιά τοῦ ὕπνου.

ΣΤΑΣΙΜΟ Β

ΧΟΡΟΣ
Ὕπνε, ἀνύποπτε ἄρχοντα,
πού δέν κατάλαβες ποτέ ζωῆς ὀδύνη,
ἔλα βαθύς καί δροσερός· φύλαξε τή γαλήνη
πού νύχτωσε τά μάτια του και φύλαξέ με.
Τώρα, παιδί μου· τώρα!
Ἐκτίμησε τή θέση σου,
σκέψου ποῦ πᾶς, τί κάνεις καί τί πρέπει
νά κάνω ἐγώ γιά νά βοηθήσω.
Αὐτός κοιμήθηκε βαθιά.
Γιατί καθυστεροῦμε;
Ὑπάρχει πάντοτε μιά καίρια στιγμή
πού ἀποφασίζει γιά τά πάντα.
Ἄν τήν ἁρπάξεις, βγαίνεις νικητής.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Αὐτός μπορεῖ νά μήν καταλαβαίνει,
ἐγώ ὅμως λέω πώς ἄν εἶναι νά τόν ἀφήσουμε ἐδῶ,
ἄδικα τοῦ πήραμε τό τόξο.
Σ’ αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα του
καί ὁ θεός εἶπε αὐτός νά τό κρατάει.
Εἶναι ντροπή νά κάνεις
μισές δουλειές και κομπάζεις
ὡς τό λαιμό μέσα στό ψέμα· αἶσχος εἶναι!

ΧΟΡΟΣ
Ὅσο γι’ αὐτά, τά ἔχει ὑπ’ ὅψη του ὁ θεός.
Μίλα σιγά· ὁ ἄρρωστος ὕπνος ἀγρυπνᾶ
κι ἀκούει κι αἰσθάνεται τά πάντα.
Ἐσύ σκέψου καί κοίταξε νά κάνεις ὅ,τι κάνεις μυστικά.
Ξέρεις σέ τί ἀναφέρομαι.
Ἄν συμφωνεῖς μ’ αὐτόν ἐδῶ,
οἱ λογικοί σοῦ λένε πώς τό μέλλον παγιδεύει
τό μέλλον μέ δεινά.
Γύρισε πρίμνα ὁ ἄνεμος, παιδί μου,
κι αὐτός δέν ἄνοιξε τά μάτια του ἀκόμη.
Θά χάθηκε στοῦ ὕπνου τό βυθό,
δίχως χέρια, δίχως πόδια, δίχως σῶμα,
ἕνας νεκρός στόν Ἅδη.
Πρόσεξε· εἶσαι βέβαιος πώς σκέφτεσαι σωστά;
Τό ἀποτέλεσμα μέ νοιάζει ἐμένα, γιέ μου.
Φυλάξου ἀπ’ τήν ἐπιλογή πού σέ φοβίζει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σωπᾶστε. Μή σᾶς πιάνει πανικός.
Ὁ ἄνθρωπος ἄνοιξε τά μάτια. Σηκώνει τό κεφάλι.

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ Γ

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὦ φῶς, τοῦ ὕπνου διάδοχε
κι ἀνέλπιστη κληρονομιά τῶν ξένων φίλων.
Δέν τό φαντάστηκα, παιδί μου, πώς θά εἶχες τό κουράγιο
ν’ ἀντέξεις τήν κατάντια μου, νά μείνεις στό πλευρό μου.
Μέχρι κι οἱ Ἀτρεῖδες, οἱ γενναῖοι, οἱ στρατηλάτες,
ὅταν εἶδαν τά δύσκολα, ἔκαναν πίσω.
Ἀλλά ὁ ἄντρας φαίνεται ἀπ’ τούς ἄντρες
πού τόν γέννησαν, ἀγόρι μου· ἐσύ
βουτήχτηκες μέσ’ στίς κραυγές καί τήν ἀποφορά,
χωρίς νά ὑπολογίσεις.
Ἄντε λοιπόν, τώρα πού χόρτασε ἡ φρίκη,
νά τήν πιάσουμε στόν ὕπνο, σήκωσέ με, στήριξέ με
κι ὅταν συνέλθω, πάμε στό καράβι·
γρήγορα, νά φύγουμε ἀπό δῶ.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Χαίρομαι πού σέ βλέπω ζωντανό.
Δέν πίστευα πώς θά συνέλθεις.
Αὐτό πού σοῦ ἔκανε ἡ ἀρρώστια,
ἔμοιαζε μέ θάνατο.
Κρατήσου, πάμε.
Ἐκτός ἄν θές νά σέ σηκώσουν
καί νά σέ πάνε αὐτοί. Δέ θά τούς κάνει κόπο.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά ’σαι καλά, παιδί μου, δέν πειράζει.
Βοήθα με ἐσύ πού τό ’χεις πάρει
ἀπόφαση. Ἄσ’ τους αὐτούς·
δέν εἶναι ἀνάγκη νά τρομάξουν ἀπό τώρα.
Ζέχνει ἡ πληγή μου ἀφόρητα.
Φτάνει πού θά τήν ἔχουν τόσον καιρό συνταξιδιώτη.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κρατήσου πάνω μου γερά.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θά σηκωθῶ, μή νοιάζεσαι. Εἶμαι συνηθισμένος.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί πάω νά κάνω, ὁ ἄτιμος;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί ἔπαθες, παιδί μου; Δέ σέ καταλαβαίνω.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σέ ποιόν νά μιλήσω καί ποιός νά μ’ ἀκούσει;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μά εἶναι τόσο δύσκολο; Δέ θέλω
ν’ ἀκούω τέτοια λόγια ἀπό σένα!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐδῶ πού ἔφτασα...
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σ’ ἔπεισε κιόλας ἡ ἀρρώστια νά μέ ἀφήσεις;
Τρόμαξες, ἔ;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὅταν ἐξαπατήσεις καί τήν ἴδια σου τή φύση,
τά πάντα καταντοῦν μιά ἀτέλειωτη δυσχέρεια.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μά, ἐσύ οὔτε κάνεις, οὔτε λές
πράγματα ξένα στόν πατέρα σου.
Ἄνθρωπο τίμιο προσπαθεῖς νά βοηθήσεις.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μέσα μου ὅμως, δίνω μάχη.
Ἄτιμος θ’ ἀποδειχτῶ.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὄχι τουλάχιστον μ’ αὐτά πού κάνεις.
Μά, νά ξέρεις, μέ φοβίζεις.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὦ, Δία, Δία, τί νά κάνω;
Νά γίνω δεύτερη φορά κακός;
Νά κρύψω τήν ἀλήθεια;
Νά ξαναπῶ ψέματα αἰσχρά;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄν δέ γελιέμαι, μέ πρόδωσε κι αὐτός.
Σκοπεύει νά μ’ ἐγκαταλείψει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν πρόκειται νά σέ ἀφήσω.
Θά εἶναι ὅμως γιά καλό σου;
Αὐτό μέ τρώει τόσην ὥρα.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί λές, παιδί μου; Συνεχίζω νά μήν καταλαβαίνω.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέ θά σοῦ κρύψω τίποτε·
πρέπει νά σέ πάω στήν Τροία,
στούς Ἀχαιούς, στά πλοῖα τῶν Ἀτρειδῶν.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί εἶπες;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Περίμενε νά μάθεις.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά μάθω ἤ νά πάθω;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πρῶτα θά φύγεις ἀπό τοῦτο τό λαγούμι
κι ὕστερα υά ὀργώσουμε μαζί τή γῆ τῆς Τροίας.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Λές ἀλήθεια; Αὐτό σκοπεύεις;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη. Μή θυμώνεις.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Χάθηκα, ὁ δύστυχος, μέ πρόδωσαν.
Τί ἔκανες, ξένε;
Δῶσε μου γρήγορα τό τόξο!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέ γίνεται· τό δίκαιο καί τό σωστό μέ ἀναγκάζουν
νά ὑποταχθῶ στούς κυβερνῆτες.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἀνάθεμά σε, λαίλαπα, ἀνδρείκελο,
ἄθυρμα σιχαμένο τῆς ψευτιᾶς, τί μοῦ ‘κανες;
Πῶς μέ παγίδεψες; Δέν ντρέπεσαι νά μέ κοιτάζεις,
κάθαρμα, ἐμένα τόν ἱκέτη, τό ζητιάνο σου;
Τό τόξο πού μοῦ στέρησες, μοῦ στέρησε ζωή.
Δῶσ’ το μου, σέ παρακαλῶ, παιδί μου, σέ ἱκετεύω!
Λυπήσουμε, τό δύστυχο, καλά νά σ’ ἔχουν οἱ πατρῶοι
θεοί· δῶσε μου πίσω τή ζωή μου!
Δέ μιλάει, δέ μοῦ μιλάει. Μόνο κοιτάζει
σάν νά μήν πρόκειται νά μοῦ τό δώσει.
Ἄχ, λιμάνια καί κάβοι κι ἀγρίμια τῶν βουνῶν,
μοναδικοί μου σύντροφοι, γκρεμοί,
σε σᾶς μιλῶ· ποῦ νά μιλήσω;
Ἐσεῖς μέ ξέρετε, σέ σᾶς γυρνῶ καί κλαίω
καί λέω τί μοῦ ἔκανε ὁ γιός τοῦ Ἀχιλλέα.
Μοῦ ἔδωσε τό χέρι του,
ὁρκίστηκε πώς θά μέ πάει στή γῆ μου
καί τώρα μέ τραβάει στήν Τροία.
Μοῦ ἅρπαξε τό ἱερό τόξο τοῦ Ἡρακλῆ
καί μᾶς πηγαίνει λεία στό θηρίο τῶν Ἀργείων.
Νομίζει τάχα πώς ἔκανε κατόρθωμα. Δέ βλέπει
πώς κυνήγησε καπνό, συνέλαβε σκιά
καί σκότωσε ἕνα νεκρό - τί λέω - τό εἴδωλό του.
Ἄν ἤμουνα ὅπως παλιά, θά ’φευγε τρέχοντας.
Ὅπως παλιά! Καί τώρα ἀκόμη,
τά ψέματά τόν ἔσωσαν τό φουκαρά!
Τί ἄλλο νά κάνω; Δῶσ’ το μου,
δεῖξε μου τώρα ποιός ὑπῆρξες.
Τί λές; Σωπαίνεις; Δέ μ’ ἀκοῦς;
Ποῦ πῆγα, τί ἔγινα, ὁ δύστυχος: σιωπή, ἀπουσία;
Ἄχ, τρύπια πέτρα μου, ἐδῶ εἶμαι πάλι.
Σοῦ ἔρχομαι ἄοπλος, χωρίς τροφή κι ἐλπίδα γιά τροφή.
Στά σπλάχνα σου θά μαραθῶ· τά σπλάχνα μου μοναχική
βορά στ’ ἀγρίμια τ’ οὐρανοῦ καί τοῦ βουνοῦ
ποῦ μ’ ἔτρεφαν θά καταντήσουν,
ἡ σάρκα μου κυνήγι τρομαγμένο γιά τά νύχια
καί τίς φτεροῦγες πού κυνήγησα θά γίνουν.
Τό θάνατο μέ θάνατο θά ἐξαργυρώσω,
γιά χάρη αὐτοῦ πού ἔδειχνε νά μήν ἔχει
δοσοληψίες μέ τό κακό.
Χαμένε, τήν κατάρα μου...
στάσου, ὄχι πρίν μάθω ἄν μετάνοιωσες. Ἄλλιῶς,
χάσου ἀπό μπρός μου καί χάσου σάν σκυλί!

ΧΟΡΟΣ
Τί κάνουμε τώρα, ἄρχοντά μου; Ἐσύ ἀποφασίζεις.
Διέταξε τά χέρια μας ἤ προσχώρησε στά λόγια του.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νιώθω μιά λύπη ἀβάσταχτη
γι’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο· ἀπ’ τήν ἀρχή.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Λυπήσου με, ἀγόρι μου, γιά ὄνομα τῶν θεῶν,
μήν κηλιδώσεις τ’ ὄνομά σου μέ τήν ἐξαπάτησή μου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀλίμονό μου! Τί νά κάνω;
Γιατί ἄφησα τήν Σκύρο;
Πῶς ἔμπλεξα ἔτσι; Τί βάσανο εἶναι αὐτό;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τό βλέπω· φαίνεται: δέν εἶσαι κακός.
Κακοί εἶναι ἐκεῖνοι πού σέ δίδαξαν καί σ’ ἔστειλαν ἐδῶ.
Δῶσ’ τους πίσω τή βρωμιά πού τούς ταιριάζει,
δῶσ’ μου τό τόξο μου καί φύγε.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί κάνουμε, ἄντρες;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τί ἔπαθες, ἀνάξιε;
Δῶσ’ μου τό τόξο καί κάνε στήν ἄκρη!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποιός εἶναι; Ὀδυσσέα; Ἀκούω τόν Ὀδυσσέα;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τόν Ὀδυσσέα, βέβαια. Καί μέ ἀκοῦς καί μέ βλέπεις!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Χάθηκα, μέ πούλησαν!
Ἐσύ βρισκόσουν πίσω ἀπ’ ὅλα αὐτά;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἐγώ! Ποιός ἄλλος;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δῶσ’ μου τό τόξο, ἀγόρι μου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Καί νά θέλει δέν μπορεῖ· ἐξ ἄλλου,
πρέπει νά ’ρθεῖς κι ἐσύ, ἀλλιῶς σέ πᾶμε σηκωτό.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἐμένα σηκωτό; Κάθαρμα, θρασίμι!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἄν δέ συνεργαστεῖς.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄ, γῆ τῆς Λήμνου καί παντοδύναμη φωτιά
τοῦ Ἥφαιστου, θ’ ἀντέξετε τοῦτον ἐδῶ
νά μέ ἁρπάζει μέ τή βία ἀπό κοντά σας;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ὁ Δίας εἶναι ὁ κύριος κι αὐτῆς τῆς γῆς.
Ὁ Δίας, ἀκοῦς; Ὁ Δίας τ’ ἀποφάσισε ὅλα αὐτά·
ἐγώ ἐκτελῶ.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σιχαμένε, ποῦ τά βρίσκεις καί τά λές;
Μή βάζεις μπροστά τούς θεούς.
Ἀκούγονται κάλπικοι.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τό ἀντίθετο, ἀληθινοί κι ὁ δρόμος ἐπιβεβλημένος.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δέν τό πιστεύω!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τό πιστεύω ἐγώ καί φτάνει.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί ἔπαθα, ὁ δύστυχος! Ἐλεύθεροι ἄνθρωποι σοῦ λέει!
Δοῦλοι κυλήσαμε σ’ αὐτόν τόν κόσμο· δοῦλοι...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἄριστοι μεταξύ ἀρίστων θές νά πεῖς.
Ἄντρες πού θ’ ἀφήσουν πίσω τους
ἐρείπια τήν Τροία· μαζί σου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποτέ ὅσο ζῶ· ποτέ· ἔστω κι ἄν πρέπει νά φροντίσει
αὐτή ἡ αἰχμηρή ἄκρη τῆς γῆς.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τί ἔβαλες στό νοῦ σου;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἀπό βράχο σέ βράχο νά ματώσω τό θάνατό μου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πιάστε τον, μήν πάει καί γκρεμιστεῖ.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Χέρια μου, χέρια στερημένα τή συντρόφισσα χορδή·
χέρια ριγμένα στά δεσμά τῶν χεριῶν του.
Ἄρρωστο μυαλό, σκλάβα ψυχή, πῶς τρύπωσες ξανά
στή ζωή μου καί μ’ ἅρπαξες, κρυμμένος
πίσω ἀπ’ αὐτό τό ἄγνωστο παιδί,
πού δέ σοῦ ἀξίζει καί μοῦ ἀξίζει;
Μά τί μποροῦσε νά γνωρίζει ἄλλο ἀπ’ τίς διαταγές σου;
Κοίτα, πονάει γιά ὅσα μέ πόνεσε καί πόνεσα.
Δέν τό ’θελε, δέν ἦταν κακός ἀπό τή φύση του
κι ὅμως τό μοχθηρό σκοτάδι τῆς ψυχῆς σου
τόν ἔκανε τεχνίτη στήν ἀπάτη.
Τώρα, κάθαρμα, μέ δένεις καί ζητᾶς νά μέ τραβήξεις
ἀπ’ τήν ἀκτή, πού μ’ ἔριξες ἔρημο, ἄστεγο, κουφάρι ζωντανό.
Ἀνάθεμά σε! Νά ψοφήσεις σάν σκυλί!
Πόσες φορές σέ καταράστηκα,
ἀλλ’ οἱ θεοί δέ θέλουν νά γελάσω
τόν ὄλεθρό σου. Ἐσύ ζεῖς καί βασιλεύεις
κι ἐγῶ κουτσαίνω, ὁ δύστυχος, τίς συμφορές μου,
γιά νά γελᾶς καί νά γελοῦν τ’ ἀφεντικά σου,
οἱ περιβόητοι στρατηγοί Ἀτρεῖδες.
Καί νά σκεφτεῖς πώς σ’ ἔζεψαν μέ ψέματα κι ἐκβιασμούς
στήν ἐκστρατεία τους, ἐνῶ ἐγώ, ὁ ἀφελής,
ἔτρεξα πρόθυμα, μέ ἑφτά καράβια,
γιά νά μέ ἐξευτελίσετε σ’ αὐτή τήν ἐρημιά
καί νά ρίχνετε ὁ ἕνας στόν ἄλλον τήν εὐθύνη.
Τί μέ τραβᾶτε τώρα; Ποῦ μέ πᾶτε; Γιατί;
Δέν εἶμαι πιά ἕνα τίποτα; Δέν πέθανα ἀπό καιρό;
Πῶς δέν κουτσαίνω πιά, πῶς δέ βρωμάω, ἀθεόφοβε;
Πῶς θά μπορέσετε νά κάνετε θυσίες καί σπονδές,
ἄν μέ πάρετε μαζί σας; Γι’ αὐτό δέ μέ παράτησες ἐδῶ;
Πού νά ψοφήσετε σάν τά σκυλιά, φονιάδες μου,
ἄν οἱ θεοί ἀποδίδουν δικαιοσύνη.
Καί νά ’στε σίγουροι, ἀποδίδουν.
Θά μπαίνατε ποτέ στόν κόπο νά φτάσετε ὡς ἐδῶ,
γιά χάρη ἑνός ἀπόκληρου, ἄν κάτι θεϊκό
δέ σᾶς ἐνοχοποιοῦσε;
Ἂ, πατρίδα καί θεοί πού βλέπετε τά πάντα,
τσακίστε τους· σήμερα, αὔριο, κάποτε,
ὅμως τσακίστε τους, ἄν μέ λυπᾶστε.
Τέτοια ζωή πού καταρρέω, θά χαιρόμουν
τό θάνατό τους, σάν νά ἔγινα καλά.
ΧΟΡΟΣ
Ἄγριος ἄνθρωπος καί ἄγρια τά λόγια πού εἶπε, Ὀδυσσέα·
αὐτόν δέν τόν λυγίζει οὔτε ἡ ίδια ἡ συντριβή.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μπορῶ κι ἐγῶ νά τοῦ ἀγριέψω ἄλλα τόσα,
μά δέν εἶναι τοῦ παρόντος·
ἕνα μονάχα ἔχω νά πῶ:
ὅπου χρειάζονται τέτοιοι ἄντρες, τέτοιος εἶμαι.
Κι ὅπου κρίνονται οἱ δίκαιοι κι οἱ γενναῖοι,
πάλι πρώτο θά μέ δεῖς· γιατί εἶμαι γεννημένος
νά ἐπιβάλλομαι, ἐκτός ἀπ’ τήν περίπτωσή σου.
Ἔστω λοιπόν, θά ὐποχωρήσω.
Ἀφῆστε τον, μήν τόν ἀγγίζετε· ἄς μείνει ἐδῶ.
Δέ σ’ ἔχουμε ἀνάγκη πιά· τό τόξο θέλαμε. Εἶναι μαζί μας
ὁ Τεῦκρος· ξέρει αὐτός νά τό δουλεύει. [28]
Τό ἴδιο κι ἐγῶ. Μπορῶ νά πῶ, ἰσάξια μέ σένα.
Βλέπεις; Τί μᾶς χρειάζεσαι;
Μεῖνε στή Λῆμνο σου καί χόρτασέ την.
Φεύγουμε κι ἴσως τό ἔπαθλό σου,
νά τό ἀπολαύσω ἐγώ, ἀντί γιά σένα.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποῦ κατάντησα! Εἶσαι τρελός;
Θά ἐμφανιστεῖς μπρός στούς Ἀργείους
στολισμένος μέ τό τόξο μου;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δέ θέλω
κουβέντες. Πές πώς ἔφυγα.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κι ἐσύ, σπορά τοῦ Ἀχιλλέα;
Θά μοῦ ἀφήσεις τή σιωπή σου;
Μόνον αὐτήν ἀξίζω;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πάμε· μήν τοῦ δίνεις σημασία.
Εἶσαι γενναῖος, μά δέν τό ’χεις
σέ τίποτα νά μοῦ σκορπίσεις τέτοιαν εὐκαιρία.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἐσεῖς, ξένοι; Θά μ’ ἀφήσετε κι ἐσεῖς
στήν ἐρημιά μου; Δέ θά μέ λυπηθεῖτε;
ΧΟΡΟΣ
Ἐμεῖς αὐτόν τό νέο ἔχουμε καπετάνιο·
ὅ,τι σοῦ πεῖ, θά σοῦ ποῦμε.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί νά πῶ καί τί ν’ ἀκούσω;
Πώς εἶμαι ὅλος μιά συμπόνια;
Δέν ἔχει νόημα πιά.
Ὅμως, ἄν θέλει, μείνετε μαζί του,
ὥσπου νά ἐτοιμάσουμε τό πλοῖο καί νά προσευχηθοῦμε.
Στό μεταξύ, μπορεῖ νά τό σκεφτεῖ πιό ψύχραιμα
καί νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπ’ τό βραχνά του.
Φεύγουμε τώρα ἐμεῖς.
Ὅταν ἀκούσετε νά σᾶς καλοῦμε, τρέξτε ἀμέσως.

ΣΤΑΣΙΜΟ Γ

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄχ, πέτρα μου ἀπόκρυμνη καί πέτρινη φωλιά μου·
καμίνι καί χιονιά μου,
δέ μοῦ ἔμελε, τοῦ φουκαρά, νά σέ ἐγκαταλείψω
καί σοῦ ἔμελε νά μαρτυρήσεις τό θάνατό μου τελικά.
Τί δυστυχία! Τί δυστυχία!
Καλύβι ἐσύ τῶν πόνων μου κι αὐλή τῶν συμφορῶν μου,
τόν ἐπιούσιο ποῦ θά βρῶ;
Ποιός θά μοῦ δώσει ὅχι τροφή, τροφῆς ἐλπίδα;
Ἐμπρός, ἀγρίμια φοβισμένα τ’ οὐρανοῦ,
σκίστε κατεπάνω μου τόν ἄνεμο· ἐλάτε.
Ξόφλησα πιά!
ΧΟΡΟΣ
Τί ἔκανες στόν ἑαυτό σου, δυστυχισμένε ἄνθρωπε;
Ἔγινες δεσμοφύλακας τῆς ἴδιας σου τῆς μοίρας;
Τρελάθηκες, προτίμησες τό δαίμονα τοῦ ὀλέθρου σου;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δυστυχισμένος, πληγωμένος, ρημαγμένος,
ἀπ’ ὅλους ἀφημένος θά χαθῶ.
Πῶς νά τραφῶ μέ χέρια στερημένα τοῦ τόξου τό γεράκι;
Τή δύναμη μοῦ ἅρπαξε γλώσσας σκοτάδι μοχθηρό.
Αὐτός πού εὐθύνεται νά σπαρταρήσει
ὅσα σπαρτάρησα ἐγῶ.
Νά γίνει ὁ δόλος του παγίδα
καί δόλωμα φρικτό.

ΧΟΡΟΣ
Τό μέρισμά σου στή ζωή καρπώνεσαι, ἄνθρωπέ μου.
Κράτησε τίς κατάρες σου. Μή μοῦ προσάπτεις δόλο.
Ἐγώ, ἄν δέν κατάλαβες, φυλάω τή φιλία μας ἐδῶ.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Δυστυχισμένος, ξέρω ἐγώ!
Σέ ποιάν ἀκτή θά κάθεται
καί θά γελάει, κρατώντας ἑνός σακάτη ἐλπίδα;
Τόξο πού δέν σέ κράτησε κανείς, ἀγαπημένη
ὀρφάνια τῶν χεριῶν μου,
ξόφλησε πιά ὁ ἀφέντης σου κι ἄς εἶχε δύναμη Ἡρακλῆ.
Τόξο μου σ’ ἄφησα στά χέρια ἑνός πανούργου,
νά βλέπεις τίς ἀπάτες του κι ἄν ἔχεις
ψυχή, νά κλαῖς τό αἶσχος τῆς ἄτιμης ψυχῆς του:
μίσος, μίσος, ἀτέλειωτο γιά μένα!
ΧΟΡΟΣ
Οἱ ἄντρες ὀφείλουν δίκαια νά μιλοῦν.
Δέν τούς ταιριάζει, σάν κακόβουλες μαμές,
νά ξεγεννοῦν φθόνο τή γλώσσα.
Ἐντολοδόχος εἶναι αὐτός, ἕνας ἀπ’ τούς πολλούς
πού τάχθηκαν νά προστατεύσουν τό κοινό
συμφέρον· φίλους βοηθᾶ.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κυνήγι φτερωτό τῶν οὐρανῶν
κι ἔθνος ὁλόχαρο τῶν ἀγριμιῶν
πού τρέφεται σέ τοῦτες τίς πλαγιές,
μή φεύγετε τήν πέτρα μου, μήν τρέχετε· δέν ἔχω πιά
στά χέρια τόξου δύναμη,
ὁ δύστυχος. Ἐλάτε, μή φοβᾶστε.
Ὁ τόπος εἶναι ἀφύλαχτος.
Σειρά σας νά χορτάσετε ὅ,τι μένει
ἀπό τό σφάγιο τῆς σάρκας μου. Ἐγώ
σέ λίγο φεύγω ἀπ’ τή ζωή. Μέ τί νά πορευτῶ;
Χορταίνει ὁ ἄνεμος αὐτόν
πού ἔχασε τῆς μάνας γῆς τήν ἀγκαλιά;
ΧΟΡΟΣ
Γιά ὄνομα τῶν θεῶν, ἄν σέβεσαι, ἔστω λίγο, ἕναν ξένο,
ἔλα κοντά μου κι ἄκουσέ με.
Ἀπό ἀγάπη σ’ ἄκουσα καί μένω ἀκόμη ἐδῶ.
Μά ξέρε το καλά, στό χέρι σου εἶναι νά γλυτώσεις.
Ὅσο κι ἄν τρέφεις μιά πληγή κραυγές καί πόνους, δέ χορταίνει.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί θές καί μοῦ θυμίζεις τήν πληγή μου;
Καλύτερός σου δέν πάτησε τό πόδι του ἐδῶ πέρα.
Γιατί λοιπόν μέ σκότωσες καί μέ σκοτώνεις;
ΧΟΡΟΣ
Τί θές νά πεῖς;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πώς ἐλπίζεις νά μέ σύρεις στήν ἀλύπητη Τρωάδα.
ΧΟΡΟΣ
Αὐτό νομίζω πώς εἶναι τό σωστό.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Χάσου ἀπό μπρός μου.
ΧΟΡΟΣ
Πολύ εὐχαρίστως. Φεύγουμε.
Καθένας μας ἔχει μιά θέση στό καράβι.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μή φεύγεις, σέ παρακαλῶ.
Ὁ Δίας τῶν ἱκετῶν σέ βλέπει.
ΧΟΡΟΣ
Πρῶτα ἡσύχασε!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Γιά τούς θεούς, μείνετε, ξένοι.
ΧΟΡΟΣ
Τί φωνάζεις;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄχ, δαίμονα· μέ τρώει τό φουκαρά!
Πόδι μου, πόδι μου, τί νά σέ κάνω;
Πῶς θ’ ἀντέξω νά σέ σύρω μέχρι τό θάνατό μου;
Γυρίστε πίσω, ξένοι!
ΧΟΡΟΣ
Καί τί θά βγεῖ; Ἐσύ παραλογίζεσαι.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μή μέ παρεξηγεῖτε·
ὅταν χιονίζει στήν καρδιά, λυσσομανοῦν οἱ σκέψεις.
ΧΟΡΟΣ
Τότε λοιπόν, ταλαίπωρε, γιατί δέν προχωρᾶς;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποτέ· βάλ’ το καλά στό μυαλό σου.
Φωτιά νά ρίξει νά μέ κάψει ὁ Δίας τῆς ἀστραπῆς,
δέ μοῦ καίγεται καρφί γιά τό Ἴλιο κι ὅλους, ὅσοι
μαζεύτηκαν νά πολεμήσουν στή σκιά του.
Αὐτοί δέ δίστασαν νά μέ πετάξουν
βορά στήν ἴδια μου πληγή.
Ἕνα μονάχα σᾶς ζητῶ.
ΧΟΡΟΣ
Τί πράγμα;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἕνα σπαθί, ἄν σᾶς βρίσκεται, τσεκούρι, βέλος...
ΧΟΡΟΣ
Τί νά τό κάνεις;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά κόψω τό κεφάλι μου, τά πόδια μου,
κομμάτια νά κοπῶ, νά λυτρωθῶ ἀπό τή φρίκη.
τῆς προσδοκίας.
ΧΟΡΟΣ
Καί τί θά κερδίσεις;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τόν πατέρα μου.
ΧΟΡΟΣ
Πῶς;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Κάτω στόν Ἅδη, βαθιά, σκοτεινά, [29]
ἀφοῦ δέ λάμπει πιά ἡ μορφή του μέρα.
Ἄχ, πολιτεία, πατρίδα, γῆ μου,
νά σ’ ἔβλεπα γιά μιά στιγμή, ὁ τρελός,
πού ἄφησα τό εὐλογημένο ποτάμι σου γιά νά συνδράμω
τούς Ἀχαιούς μέ τόν ἀφανισμό μου.

ΕΞΟΔΟΣ

ΧΟΡΟΣ
Θά ἔφευγα, μά βλέπω
τόν Ὀδυσσέα καί τό γιό του Ἀχιλλέα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δέ θά μοῦ πεῖς γιατί σ’ ἔπιασε τόση βιασύνη;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τά λάθη μου τρέχω νά διορθώσω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Παράξενο. Τί λάθος ἔκανες;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σέ ἄκουσα καί σένα κι ὅλο τό στρατό.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Λοιπόν, ἔκανες τίποτε ἀνάξιό σου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐξόντωσα γενναῖον ἄντρα μέ ψέματα καί κόλπα καί βρωμιές.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Παράξενο κι ἀπίστευτο. Τί σκέφτηκες πάλι;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τίποτε καινούριο. Στόν γιό τοῦ Ποίαντα πρέπει...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Στόν γιό τοῦ Ποίαντα πρέπει τί; Μή μέ τρομάζεις!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τό τόξο πού τοῦ πῆρα νά τοῦ δώσω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Γιά ὄνομα τοῦ Δία· δέ σοβαρολογεῖς.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν εἶναι δίκαιο· δέ μοῦ ἀνήκει. Μέ ἀπάτη τοῦ τό πῆρα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μα τί λές, μέ κοροϊδεύεις;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἄν εἶναι κοροϊδία ἡ ἀλήθεια...
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τί ξεστόμησες, ἀγόρι τοῦ Ἀχιλλέα;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Χρειάζεται νά σοῦ τό πῶ καί δεύτερη φορά;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Οὔτε δεύτερη, οὔτε πρώτη.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔτσι κι ἀλλιῶς, στό εἶπα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Μή βιάζεσαι· κάποιος διαφωνεῖ
καί πρόκειται νά σ’ ἐμποδίσει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί ἀκούω; Καί ποιός εἶναι αὐτός;
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σύμπας ὁ στρατός τῶν Ἀχαιῶν κι ἐγώ μαζί τους.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Εἶσαι σοφός, μά δέν τά λές σοφά.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Ἐνῶ εσύ καί δέν τά λές καί δέν τά κάνεις.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Φτάνει πού εἶναι δίκαια.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δίκαιο εἶναι νά ἐπιστρέψεις ὅ,τι πῆρες
μέ πρωτοβουλία δική μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μέ προστυχιά δική σου καί ντροπή δική μου,
νά λές καλύτερα. Μά θά τά διορθώσω.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δέ φοβᾶσαι τό στρατό τῶν Ἀχαιῶν;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔχω τό δίκαιο στό πλευρό μου.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κι ἐγώ στό χέρι μου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέν πείθεις μέ τέτοια.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Συνεπῶς, ν’ ἀφήσουμε τούς Τρῶες
καί νά ριχτοῦμε πάνω σου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ὅ,τι θέλει ἄς γίνει!
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Βλέπεις τό δεξί μου χέρι; Χαϊδεύει τό σπαθί.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ἐγώ, ξέρεις, δέν ἀργῶ νά κάνω τό ἴδιο.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Πάει καλά, σ’ ἀφήνω τώρα·
μά ὅταν ἐπιστρέψω, θά τά μάθει
ὅλα ὁ στρατός καί θά σέ κυνηγήσει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐπιτέλους, σκέφτηκες σωστά κι ἄν συνεχίσεις ἔτσι,
μπορεῖ νά σώσεις τό τομάρι σου.
Ὁ Νεοπτόλεμος στρέφεται πρός τόν Φιλοκτήτη.
Ἔ, σύ, γιέ τοῦ Ποίαντα, ἐσένα λέω, Φιλοκτήτη,
ξετρύπωσε ἀπ’ τήν πέτρα σου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί φασαρία εἶναι αὐτή; Ποιός μέ φωνάζει;
Τί θέλετε, ξένοι; Ἀλίμονό μου πάλι!
Δέ χορτάσατε κακία
κι ἔρχεστε νά θερίσετε καινούργια
ἀπό τίς συμφορές μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μή φοβᾶσαι κι ἄκου τί ἔχω νά σοῦ πῶ.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὅσο γι’αὐτό, ἄσε με ἐμένα νά φοβᾶμαι·
καί προηγουμένως σ’ ἄκουσα, ἀλλά δέν ἔπρεπε.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Λοιπόν, δέν ἔχει τό δικαίωμα κανείς νά μετανιώσει;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἔτσι μιλοῦσες κι ὅταν μοῦ ἔκλεβες τό τόξο.
Σκέψεις ἐχθροῦ, σέ γλώσσα φίλου ὀχυρωμένες.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ναί· ἀλλά τώρα δέν εἶναι τό ἴδιο.
Θέλω νά μάθω τί ἀποφάσισες.
Θά μείνεις καί θά ὑποφέρεις ἤ θά ἔρθεις μαζί μας;

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Πάψε, μή συνεχίζεις· χάνεις τά λόγια σου.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τό ἀποφάσισες λοιπόν;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἀποφασιστικά.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νά ’ξερες πόσο θά ’θελα νά μέ ἐμπιστευθεῖς!
Ἀλλ’ ἀφοῦ ματαιοπονῶ, σωπαίνω.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τά λόγια σου θά ἔχανες, ἔτσι κι ἀλλιῶς.
Δέν πρόκειται νά πάρεις τίποτε ἀπ’ τήν καρδιά μου.
Φτάνει πού πρῶτα ἔκλεψες τήν ἴδια τή ζωή μου
κι ὕστερα μοῦ παρέδιδες μαθήματα ἐπιβίωσης.
Φτάνει πού φέρθηκες σάν κάθαρμα, ἐσύ,
παιδί ἐνάρετου πατέρα.
Στάχτη νά γίνετε ὅλοι!
Πρῶτα οἱ Ἀτρεῖδες, ὕστερα ὁ γιός
τοῦ Λαέρτη καί μετά ἐσύ...
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μή συνεχίζεις τίς κατάρες· πάρε τό τόξο σου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί εἶπες; Μοῦ στήνεις δεύτερη παγίδα;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μάρτυράς μου ὁ ἁγνός κι ὕψιστος Δίας.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τί λόγια ὑπέροχα εἶναι αὐτά, ἄν λές ἀλήθεια...
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Θά δείξει ἡ πράξη. Ἔλα τώρα· πιάσε τό τόξο σου μέ τό δεξί.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σταθεῖτε! Ἐν ὀνόματι τῶν Ἀτρειδῶν καί τοῦ στρατοῦ,
τό ἀπαγορεύω καί κριτές μου οἱ θεοί.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ποιός μίλησε παιδί μου;
Μοῦ φαίνεται πώς εἶναι ὁ Ὀδυσσέας.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Σωστά! Καί μίλησα καί στέκομαι μπροστά σου
καί θά σέ σύρω ὁπωσδήποτε στήν Τροία,
θέλει δέ θέλει τό ἀγόρι τοῦ Ἀχιλλέα.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μή χαίρεσαι. Κάθισε πρῶτα πετάξει αὐτό τό βέλος.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔ, ὄχι κι ἔτσι! Μή, μᾶς βλέπει ὁ θεός, μή ρίξεις!
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄφησέ μου τό χέρι, καλό μου παιδί. Γιά τό θεό, ἄφησέ με!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δέ σ’ ἀφήνω.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Γιατί μ’ ἐμπόδισες νά τόν σκοτώσω;
Δικός μου ὁ ἐχθρός, δικό μου καί τό τόξο.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἀλλά θά τό πληρώσουμε κι οἱ δυό· δέ μᾶς συμφέρει.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μάθε λοιπόν πώς οἱ ἐπικεφαλῆς,
αὐτοί οἱ ψευτοκήρυκες τῶν Ἀχαιῶν,
εἶναι γενναῖοι στά λόγια, ἀλλά στή μάχη
δέν τά πολυκαταφέρνουν.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἔστω· τό τόξο σου ὅμως τό πῆρες,
δέν ἔχεις λόγο νά θυμώνεις καί νά μέ κατηγορεῖς.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Συμφωνῶ ἀπολύτως, παιδί μου·
τή φύση σου ἔδειξες καί τήν καταγωγή σου.
Δέν εἶσαι γιός τοῦ Σίσυφου, ἀλλά τοῦ Ἀχιλλέα
πού δοξαζόταν ζωντανός καί δοξάζεται νεκρός.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Χαίρομαι πού μακαρίζεις τόν πατέρα μου κι ἐμένα·
ἄκουσε ὅμως τί ζητῶ ἐγώ ἀπό σένα.
Πρέπει ὁπωσδήποτε ν’ ἀντέχουμε τή μοίρα
πού μᾶς χαρίζουν οἱ θεοί.
Ὅσο γι’ αὐτούς πού κλέβουν
στή μοιρασιά τόν ἴδιο τόν ἑαυτό τους,
δέν εἶναι δίκαιο νά τούς λυπᾶσαι καί νά τούς συμπονεῖς.
Τώρα, ἐσύ ἀγρίεψες κι ἀρνεῖσαι νά δεχθεῖς
τίς συμβουλές αὐτοῦ πού θέλει τό καλό σου.
Δείχνεις νά τόν σιχαίνεσαι, σάν νά ’ρθε νά σοῦ στήσει
τή χειρότερη παγίδα. Ἕνα σοῦ λέω καί μάρτυράς μου
ὁ Δίας. Μοίρα σταλμένη ἀπ’ τούς θεούς ματώνεις καί βογγᾶς,
γιατί πλησίασες τό φύλακα τῆς Χρύσης,
φίδι κρυφό στόν κόρφο τοῦ ἀκάλυπτου ναοῦ.
Κατάλαβέ το, νιώσε το, δέν πρόκειται νά γιατρευτεῖς,
ὅσο ἀνατέλλει ἀπό ἐδῶ καί βασιλεύει ἐκεῖ,
πρίν πᾶς στήν Τροία καί βρεῖς τούς Ἀσκληπίδες
κι ἀπαλλαγεῖς ἀπ’ τήν πληγή καί ἀπαλλάξουμε μαζί
τήν πολιτεία ἀπό τά τείχη της, μ’ αὐτό τό τόξο.
Ἄκου τώρα πῶς τά ἔμαθα ὅλα αὐτά.
Ἔχουμε κάποιον Τρώα αἰχμάλωτο, τόν Ἕλενο,
τόν πρωτομάντη, πού μᾶς διαβεβαιώνει
πώς ἄν δέν μποῦμε στήν Τροία μέχρι τό καλοκαίρι,
μᾶς δίνει τή ζωή του γιά σφαγή.
Τώρα πού ξέρεις, μπορεῖς νά συγχωρήσεις.
Ἀξίζει ἄλλωστε τόν κόπο.
Κρίθηκες πρώτος τῶν Ἑλλήνων.
Χέρια γιατρῶν σέ περιμένουν
καί δόξα ὑπέρτατη, ὅταν στεγνώσεις
τά δάκρυα πού μᾶς γέννησε ἡ Τροία στήν πυρά της.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ζωή μου ἄπονη, γιατί ἐπιμένεις νά φωτίζεις;
Γιατί δέ μ’ ἄφησες στόν Ἅδη νά νυχτώσω;
Ὁρίστε τώρα, τί νά κάνω;
Πῶς ν’ ἀπορρίψω λόγια φιλικά;
Κι ἄν τά δεχτῶ, ἄν ὑποκύψω, πῶς θ’ ἀντικρίσω ἄνθρωπο;
Πῶς θ’ ἀντέξω τό φῶς; Πῶς θ’ ἀντέξετε, μάτια,
στό πλάι μου τούς Ἀτρεῖδες
κι ἐκεῖνο τό λοιμό πού γέννησε ὁ Λαέρτης,
ἐσεῖς πού εἴδατε τούς ἴδιους νά ζητοῦν τό θάνατό μου;
Ὅλα ὅσα πέρασα δέ μέ πονᾶνε πιά.
Ἡμέρεψαν μέ τόν καιρό καί δέ δαγκώνουν.
Αὐτά πού βλέπω νά ’ρχονται φοβᾶμαι,
γιατί ὅσοι γεννοῦν συμφορές, συμφορές ἀνατρέφουν.
Ὅσο γιά σένα, ἀκόμη ἀπορῶ.
Ἀφοῦ ὄχι μόνο δέν ἔπρεπε νά πᾶς στήν Τροία,
ἀπ’ τήν ἀρχή, μά ν’ ἀποτρέψεις κι ἄλλους, γιατί πῆγες;
Κι ἔστω, βρέθηκες ἐκεῖ. Ἀφοῦ σοῦ πῆραν
τά ὅπλα τοῦ πατέρα σου καί σ’ ἐξεφτέλισαν, γιατί
θέλεις τήν εὔνοιά τους καί μοῦ ζητᾶς τό ἴδιο;
Ὅχι, παιδί μου, βγάλ’ το ἀπ’ τό μυαλό σου.
Θυμήσου τί μοῦ ὁρκίστηκες καί στεῖλε με στό σπίτι μου.
Πήγαινε κι ἐσύ στήν Σκύρο κι ἄφησε τά καθάρματα νά φᾶνε
τίς σάρκες τους. Χάρη διπλή θά σοῦ χρωστᾶμε
ὁ πατέρας σου κι ἐγώ. Μή βοηθήσεις
ἄθλιους ἀνθρώπους. Δεῖξε τήν ἐντιμότητά σου.

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Σωστά τά λές. Ὅμως ἐγώ θέλω νά ἐμπιστευθεῖς
τούς θεούς καί τά λόγια μου.
Φύγε ἀπ’ αὐτή τή γῆ μέ φίλους.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά πάω στήν Τροία, νά κουβαλήσω
στό ἔκτρωμα τοῦ Ἀτρέα τήν πληγή μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νά πᾶς σέ κείνους πού θά κλείσουν τήν ἀφόρητη πληγή σου,
σέ κείνους πού θά σέ γιατρέψουν.

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Φρίκη μιλοῦν τά λόγια σου. Ξέρεις τί μοῦ προτείνεις;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Νά κάνουμε αὐτό πού μᾶς συμφέρει καί τούς δυό..
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Καί δέν ντρέπεσαι ν’ ἀκοῦνε οἱ θεοί;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Γιατί νά ντρέπομαι, ἀφοῦ φροντίζω φίλους;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τούς Ἀτρεῖδες ἤ ἐμένα ἐννοεῖς;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐσένα βέβαια· ἐσύ εἶσαι φίλος μου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Τότε γιατί μέ δίνεις στούς ἐχθρούς μου;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Μάθε νά μή σέ τυφλώνουν οἱ συμφορές, ἀγαπητέ.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Σέ ξέρω ἐσένα! Πᾶς νά μ’ ἐξοντώσεις μέ κουβέντες.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Λάθος ἄνθρωπο φοβᾶσαι κι ἀπορῶ πού δέν καταλαβάνεις.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Νά καταλάβω τί; Δέν ξέρω ποιοί μέ πέταξαν ἐδῶ;
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ἀποκλείεις αὐτοί νά σέ ξαναμαζέψουν;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὄχι μέ τή συγκατάθεσή μου. Δέν πάω στήν Τροία.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τί νόημα ἔχει λοιπόν νά προσπαθῶ,
ἀφοῦ δέν πείθεσαι; Μέ κούρασαν τά λόγια.
Καλύτερα νά πάψω νά ζητῶ
λύση κι ἐσύ νά συνεχίσεις τό ἀδιέξοδό σου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄσε με ἐμένα νά ὑποφέρω αὐτά πού πρέπει
καί κάνε ἐσύ αὐτό πού ὀφείλεις,
αὐτό πού ὁρκίστηκε τό ἄγγιγμά σου
στό δεξιό μου χέρι. Πήγαινέ με
στό σπίτι μου. Κάν’ το, παιδί μου, μήν ἀργεῖς καί προπάντων
μή μοῦ θυμίζεις τήν Τροία.
Τήν ἔκλαψα, τήν θρήνησα. Στέρεψα. Φτάνει πιά!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Πάμε, λοιπόν, ἀφοῦ τό θέλεις.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἄ, λόγια πολυπόθητα, γενναῖα!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Στηρίξου πάνω μου.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ὁλόκληρος!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐγώ πῶς θά γλυτώσω ἀπό τούς Ἀχαιούς;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μή σέ νοιάζει.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Κι ἄν ἐρημώσουν τή γῆ μου;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Ἐγώ παρών!
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Ἐσύ; Πῶς θά τούς ἐμποδίσεις;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μέ τά βέλη τοῦ Ἡρακλῆ.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Δηλαδή;
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Θά τούς κρατήσω μακριά.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Προσκύνησε τή γῆ καί προχώρα.
Καθώς ὁ Φιλοκτήτης γονατίζει, ἐμφανίζεται
ὁ Ἡρακλῆς.
ΗΡΑΚΛΗΣ
    Ὄχι ἀκόμη, γιέ τοῦ Ποίαντα.
    Ὄχι πρίν μάθεις τί ἔχω νά σοῦ πῶ.
    Νά εἶσαι βέβαιος πώς ἀκοῦς φωνή τοῦ Ἡρακλῆ
    καί βλέπεις τοῦ Ἡρακλῆ μορφή.
    Γιά χάρη σου ἄφησα τόν οὐρανό,
    τοῦ Δία βουλεύματα νά προσκομίσω
    καί τό δρόμο πού ἐτοιμάζεσαι νά πάρεις νά ἐμποδίσω.
        Ἄκου, μάθαινε καί πράττε τό σωστό.
Σοῦ ὑπενθυμίζω πώς ἐγῶ πέρασα κόπους
καί πόνεσα ἀγωνίες ἕνα σωρό,
μέχρι νά φτάσω ἐτούτη τήν ἀθάνατη ἀρετή.
Πάρ’ το ἀπόφαση, τά ἴδια ὀφείλεις στή μεγάλη,
τήν ἔνδοξη ὕπαρξή σου.
Θά πᾶς μαζί μ’ αὐτόν τόν ἄνδρα στήν πολιτεία τῆς Τροίας
καί πρῶτα ἀπ’ τήν πληγή σου θά ξεφύγεις.
Ὕστερα, ἀφοῦ ἀναδειχθεῖς πρῶτος πολεμιστής,
μέ τό δικό σου τόξο θ’ ἀπαλλάξεις τούς θνητούς
ἀπό τόν Πάρη, αὐτόν ποῦ εἶναι αἰτία κάθε κακοῦ,
τήν Τροία θά ἐκπορθήσεις
καί τ’ ἀριστεῖα πού θά σοῦ δώσει ὁ στρατός,
θά στείλεις λάφυρα στά μέγαρα τοῦ Ποίαντα πατέρα,
στήν Οἴτη ἐκεῖ, τή γῆ μητέρα.
Ὅμως αὐτά πού ἴσως πάρεις γιά τό τόξο μου,
στόν τόπο τῆς πυρᾶς μου ἀνάθεσέ τα.
Ὅσο γιά σένα, γιέ τοῦ Ἀχιλλέα, οἱ παραινέσεις μου εἶναι αὐτές:
οὔτε ἐσύ, χωρίς αὐτόν, διαθέτεις
τήν ἀπαιτούμενην ἰσχύ γιά νά ἐκπορθήσεις
τήν ἐπικράτεια τῆς Τροίας, οὔτε αὐτός, χωρίς ἐσένα.
Ὁ ἕνας τόν ἄλλο νά φυλᾶτε, σάν λιοντάρια
πού βγαίνουνε μαζί νά κυνηγήσουν.
Ἐγώ θά στείλω στό Ἴλιο τόν Ἀσκληπιό, [30]νά παύσει τήν πληγή σου.
Ἀποφασίστηκε γιά δεύτερη φορά νά τήν ἁλώσει [31]
τό τόξο μου. Προσέξτε ὅμως,
ὅταν σαρώνετε τή γῆ, σεβαστεῖτε ὅ,τι ἀνήκει στούς θεούς·
γιατί ὅλα τ’ ἄλλα δεύτερα τά θεωρεῖ ὁ Δίας πατέρας·
ὁ σεβασμός μπορεῖ νά ζεῖ μέ τούς ἀνθρώπους
μά δέν πεθαίνει ποτέ τό θάνατό τους.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Λόγια πού δίψασα ν’ ἀκούσω μοῦ ἔχεις φέρει
μετά ἀπό τόσα χρόνια.
Δέν πρόκειται ν’ ἀντισταθῶ στό κάλεσμά τους.
ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Τό ἴδιο κι ἐγώ.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Μή χάνετε χρόνο λοιπόν· στήν πράξη.
Ἐπείγεται κατάπρυμνα ταξίδι ὁ καιρός.
Ὁ Ἡρακλῆς ἐξαφανίζεται.
ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ
Μιά στιγμή· τώρα πού φεύγω,
ἔχω δυό λόγια φυλαγμένα νά πῶ σ’ αὐτή τή γῆ.
Χαῖρε, σπηλιά, φωλιά καί φυλακή μου·
τῶν λιβαδιῶν νεράιδες, κύμα τοῦ πόντου ἀδάσμαστο,
κι ἐσύ λιθάρι τῆς ἁρμύρας,
πού ἔδειρε ἡ νοτιά τό πρόσωπό μου
κι ἔδειρε ἡ φρίκη τοῦ θανάτου τήν πληγή μου
κι ἀντήχησε τό ὕψωμα τοῦ Ἑρμῆ κάθε κραυγή μου, [32]
δαρμένη ἀπό τό κρύο καί τή βροχή.
Φεύγω τώρα, σᾶς ἀφήνω,
Λύκιες πηγές, Λύκια δροσιά, πάω γιά μιά δόξα [33]
πού δέ φαντάστηκα ποτέ νά ταξιδέψω.
Χαῖρε, τῆς Λήμνου γῆ θαλασσινή·
εὐχήσου μου, ἀπ’ τήν πέτρινη καρδιά σου,
καλό ταξίδι πρός τά ἐκεῖ πού μέ καλεῖ
Μοίρα μεγάλη, φίλων συμβουλή
κι ὁ πανδαμάτωρ ὁ θεός πού ἀποφασίζει.
ΧΟΡΟΣ
Πάμε λοιπόν κι ἄς μᾶς χαρίσουν 
Ὅλοι ξεκινοῦν γιά τό καράβι.
οἱ νύμφες τῆς θαλάσσης ἀσφαλή ἐπιστροφή.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου