Κυριακή 17 Απριλίου 2016

«Μια περίεργη γλύκα...»




— Θέλω να σε ρωτήσω σχετικά με την εμπειρία της «Μαύρης Γαλήνης». Είναι γνωστή η ιστορία της σύλληψης και της φυλάκισής σου από τους δικτάτορες. Υπήρξε φόβος; Ο φόβος μεταλλάσσεται;

Φαίνεται ότι υπήρξε. Και δεν ήταν εύκολο καθόλου. Την έβγαλα όπως την έβγαλα, καθώς, περνώντας τη δοκιμασία που πέρασα, κατάργησα ακόμα και για τους βασανιστές μου τη διάκριση μεταξύ δειλίας και γενναιότητας. Δεν ήμουνα ούτε δειλός ούτε γενναίος, κι αυτό το κράτησα ως τώρα. Σιχαίνομαι αφάνταστα αυτήν τη διάζευξη. Τι γίνεται όταν δεν ακουμπάς ούτε στο ένα ούτε στο άλλο; Ή τ' αφήνεις μόνο του να βγει ή, αν είναι κάτι να βγει, πρέπει να έχεις υπομονή και πράξη αντί για λόγια. Αλλά όταν λέω πράξη αντί για λόγια, να μην παρεξηγηθώ: τα λόγια μου αισθάνομαι ότι είναι πράξη κι εδώ που έφτασα, η πράξη μου, και αυτό το κάνω τώρα μαζί σου, είναι λόγος. Δεν θέλω να τα χωρίσω.


— Ισχύει ότι η «Μαύρη Γαλήνη» γράφτηκε σε χαρτοπετσέτες; Κάπου το είχα διαβάσει αυτό.

Σε χαρτοπετσέτες. Μάλλον χάθηκαν. Όταν βγήκα την τρίτη φορά, τις έδωσα σ' ένα φιλικό ζευγάρι για μη χαθούν. Τελικά, δεν ξέρω τι έγιναν, δεν με πειράζει. Αυτό όμως που θέλω να σου πω, το βράδυ που έπαθα τη διάτρηση μες στο κελί, μεσάνυχτα, οι πόνοι ήταν αβάσταχτοι. Ήρθε ένας ανθυπολοχαγός, γιατρός, ένα καλό παιδί, ο οποίος με έψαυσε και μου είπε, «φωνάξτε, κύριε Μαρωνίτη, πρέπει να εγχειριστείτε αμέσως». Το αμέσως έγινε την άλλη μέρα, αλλά πρώτο αίσθημα: άπαξ και βγήκα από το κελί και κάθισα με πόνους φριχτούς στον ελεύθερο χώρο, στις σκάλες, για μια στιγμή αισθάνθηκα τέτοια ευτυχία, που δεν μπορώ να σου την περιγράψω, ότι ήμουνα έξω. Σε κάποια δόση με μετέφεραν σ' ένα στρατιωτικό νοσοκομείο και έπειτα από μια δεύτερη κρίση, είχα φτάσει στο αμήν – κάποτε θα σου πω τι σημαίνει να φτάνεις στο αμήν. Δεν θα την ξεχάσω αυτή την αίσθηση, του επερχόμενου τέλους, ήτανε και οι πόνοι φαίνεται, μια περίεργη γλύκα. Αισθανόμουν μια περίεργη γλύκα, η οποία κράτησε όλη τη νύχτα, έως ότου ήρθε η Ανθή. Όταν όμως οι πόνοι είχανε γίνει αβάσταχτοι, κύλησα εγώ από το κρεβάτι και πήγα και κρεμάστηκα στο σώμα του φύλακα, Κώστας λεγόταν, θυμάμαι, ο οποίος δεν μπορούσε μετά, έφυγε στην Αμερική αυτός, έφυγε. Δεν μπορούσε να κρατήσει αυτό το θέαμα. Ένα χρυσό παιδί, απ' ό,τι αποδείχθηκε, ήρθε και κατέθεσε ο πατέρας του στις δίκες. Απλώς το λέω για να σου πω, αισθάνθηκα λιγάκι ευγνωμοσύνη, έφτασα στο αμήν κι έχω την αίσθηση αυτής της γλύκας όταν έρχεται το τέλος.

— Και τι είναι το αμήν;

Το αμήν είναι... νόμιζα ότι σβήνω, αλλά αισθανόμουνα μια γλύκα, σαν να είμαι και τώρα στο κρεβάτι κι έχω ξεκάθαρες τις εικόνες, ξεκάθαρη και του εαυτού μου, όταν κινήθηκα και πήγα και κρεμάστηκα, πρόσεξε, από το σώμα, ενσυνείδητα, του παιδιού αυτού, σπαρταρώντας από πόνο. Σ' το λέω, ξέρεις γιατί; Για να μη φοβόμαστε τον θάνατο. Μου έχει μείνει, το λέω ξεκάθαρα, αυτή η γλύκα μου έχει μείνει. Αν είναι έτσι να πεθάνει κανένας, εντάξει, παιδιά. Υπάρχει εκεί κάτι γλυκό, παρόλο που είναι γελοία η λέξη. Δεν θα το ξεχάσω.


Συνέντευξη του Δ.Ν. Μαρωνίτη στον Χρήστο Αγγελάκο


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου