Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Αλεξία Αθανασίου: Μες σε χαλάσματα (Κερκυραϊκό)




Όλοι οι νεότεροι αγνοούν
και οι παλαιοί που γνώριζαν έχουν (από καιρούς) πεθάνει•
μαζί και η γνώση αυτού του πράγματος.
Μ’ άκουσα κάποτ’ εκατόχρονη γριά να το διηγιέται,
και θα το πω… στη λήθη να μην μένει.

Άνθρωποι δύστροποι που ζήσαν ευερέθιστοι
σαν πέθαναν – δίχως ν’ αφήσουν απογόνους
και λυπημένα ρήμαξαν τα σπίτια τους _
κάποιες φορές κολλούν εκεί (κορμί και πνεύμα)
δύστροποι πάντα κι ευερέθιστοι.
Ξένος στο χάλασμα σαν μπει κάτι για να εξετάσει
φρούτο να πάρει – κάποτε να κοιμηθεί
κάτω από δέντρο (και τη φοβερή συκιά!)
ενόχληση τους προκαλεί• δεν τον αντέχουν, ξέγνοιαστο,
να τριγυρνά στο βιος τους…

Φάντη Μπαστούνι, ξαφνικά, βλέπει μπροστά του ο εισβολέας
το νοικοκύρη, τρομερό, τσιγάρο να ζητά
τραχιά να τον ρωτάει: – «Τι θέλεις;»
Του κόβεται η πνοή… το έμφραγμα τον φλερτάρει•
χέρι του νιώθει ή πόδι σαν να παραλύει.
(Βλάψιμο πρόσκαιρο συχνά – κάποτε μόνιμο… ως τον τάφο
που οι γέροι στα χωριά «παρμάρα» το ‘λεγαν.)
Φεύγει χωλαίνοντας (αν δεν πεθάνει) αλαφιασμένος
κι όσο θα ζει θα λέει: – «Ήταν ο Μώρος!!»

Μες σε χαλάσματα στην Κέρκυρα
να κοιμηθείς μην μπεις να σεργιανίσεις.
Βαρύ το τίμημα• δεν θα σου αρέσει!


* «παρμάρα”: η παράλυση.


Πρώτη δημοσίευση: Φράκταλ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου