Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ὁ Κακόμης



Ἀνάμεσα εἰς τοὺς βαστάζους τῆς μικρᾶς παραθαλασσίας πόλεως, τὰ πρωτεῖα εἶχεν ἀξίως ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης. Ὅλοι τὸν ἀνεγνώριζαν ὡς «χαμάλμπασην»*. Ἐσήκωνεν, ὡς ἔλεγον, περὶ τὰς ἑκατὸν πενῆντα ὀκάδας. Ἦτο κυρτὸς ἐκ σωματικῆς κατασκευῆς, κυρτότερος δὲ εἶχε γίνει ἀπὸ τὸ ἐπάγγελμα. Ἔκυπτε διὰ νὰ τὸν φορτώσουν, κ᾽ ἔλεγε: «ὅσο νὰ μοῦ φορτώσουν τὸ τσουβάλι μιά· τώρα πάει μοναχό του».
Διηγεῖτο εἰς τοὺς ἄλλους συναδέλφους του ὅτι, μεταξὺ ὅλων τῶν φορτηγῶν ζῴων, ἡ καμήλα ἔχει τὸ μέγα χάρισμα νὰ γονατίζῃ ἕως ὅτου τὴν φορτώσουν, ὕστερον, φορτωμένη, νὰ σηκώνεται καὶ νὰ βαδίζῃ.
Καὶ ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ καὶ ἄλλο χάρισμα ἔχει ἡ καμήλα· νὰ μένῃ νηστικὴ πολλὰς ἡμέρας κατὰ τὴν πορείαν, δροσιζομένη ἐσωτερικῶς ἀπὸ τὴν τηκομένην πιμελὴν τῆς ἰδίας καμπούρας της. Εἶχεν ἰδεῖ πολλὰς καμήλους ὁ Ἀποστόλης ὁ Κακόμης, ἐπειδὴ εἶχε διατρίψει καιρόν τινα εἰς τὴν Αἴγυπτον· καὶ ὄχι μόνον εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἀλλὰ καὶ εἰς ἄλλα μέρη εἶχε διατρίψει, ὅπως εἰς τὴν Σμύρνην, τὴν Σαλονίκην, σιμὰ εἰς τοὺς Ἑβραίους καὶ εἰς τὴν Ντούνα πάνω (τὸν Δούναβιν), ὅπως ἔλεγεν. Ἦτο σχεδὸν κοσμογυρισμένος.
Ἤξευρε ξένας γλώσσας. Ὄχι μόνον τουρκικά, ἀλλ᾽ ἀράπικα, βλάχικα, κ᾽ ἑβραίικα. Ἤξευρε «τσίτσι φάτσι; γκίνε»*, καὶ «ἄλτρος κάβος κονταρέμους»* καὶ «γιά τάλε γιά μαξούρα»* καὶ τόσα ἄλλα. Ὅλοι οἱ συνάδελφοί του τὸν εἶχον ὡς σοφόν.
Ἦτον πράγματι ἀπὸ οἰκογένειαν τοῦ τόπου, εἶχε μάθει γραμματάκια, καὶ εἶχε ξενιτευθῆ. Ὅταν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν πατρίδα, ὅλοι ἐνόμισαν ὅτι ἐπ᾽ ὀλίγον θὰ ἔμενεν ἐκεῖ, ἤ, ἂν ἔμενε, θὰ εἶχε φέρει τίποτε οἰκονομίας, καὶ θὰ ἤνοιγεν ἴσως κανένα μαγαζάκι.
Ἀλλ᾽ ἔξαφνα, μίαν πρωίαν, τὸν εἶδαν νὰ στέκῃ εἰς τὴν παραθαλάσσιον ἀγοράν, σιμὰ εἰς τὸν τόπον τῶν δημοπρασιῶν, φέρων τὴν χαμαλίκαν καὶ μικρὸν κουβαριασμένον σχοινίον.
― Τί τρέχει, Ἀποστόλη;… Ἀποφάσισες νὰ γίνῃς χαμάλης;
― Αὐτὸ εἶναι τὸ πλέον ἐλεύθερον ἐπάγγελμα, ἀπήντησεν ὁ Κακόμης· ἄλλο καλύτερο δὲν ηὗρα.

*
* *
Τῷ ὄντι! Ἀφοῦ ἐκουβάλα τὸ πρωὶ ὅσα σακκία ἀλεύρου ἢ ὀσπρίων ἦσαν διὰ κουβάλημα ἢ ἄλλο ἐμπόρευμα ὁποιονδήποτε, κ᾽ ἔπαιρνε τὸν κόπον του, «μὲ τὴν στράτα» ἢ «ξεκοπή», κατὰ τὴν συμφωνίαν, ἔμβαινεν εἰς τοῦ Ἀλέξη τοῦ Γατζίνου τὸ καφενεδάκι, ἔπινε τὴν μαστίχαν του, ἔπιανεν ἕνα μικρὸν καυγὰν μὲ τὸν Ἀλέξην, ὅστις ἦτο παράξενος, καὶ συνήθιζε νὰ τὸν πειράζῃ:
―Ἐσέν᾽ αὐτὸ τὸ ἐπάγγελμα σοῦ ἔπρεπε· μόνον γιὰ χαμάλης ἤσουν ἱκανός.
―Ἐσὺ δὲν ἤσουν γιὰ τίποτε, ἀπήντα γελῶν ὁ Ἀποστόλης, πόσῳ μᾶλλον γιὰ χαμάλης!
Εἶτα εὐθὺς ἔβγαινεν ἀπὸ τὴν ἐπάνω πόρταν τοῦ μαγαζιοῦ τὴν πρὸς τὸν μαχαλάν, διήρχετο τὸν λιθόστρωτον δρομίσκον κ᾽ ἔφθανεν εἰς τὸν φοῦρνον τοῦ μπαρμπα-Μάρκου τοῦ Βούργαρη. Ἐκεῖ εἶχε βαλμένον πάντοτε τὸ τακτικό του γιουβέτσι τῆς ἡμέρας, τὸ ὁποῖον ἦτο ἕτοιμον περὶ τὰς δώδεκα τῆς μεσημβρίας.
Ἐστρώνετο ἐπάνω εἰς τὸν σοφὰν* σταυροπόδι, σιμὰ στὸ «κεπένι»* τοῦ φούρνου, ἔπαιρνε μισὸ ψωμί, ἤ, κατὰ προτίμησιν, δύο λαγάνες, ἔτρωγεν ὅλον τὸ γιουβέτσι, ἔπινε μισὴν ὀκὰν κρασί, καὶ «τὸ ἔπαιρνε δίπλα»*, ἢ ἐπάνω εἰς τὸν σοφὰν τοῦ φούρνου ἢ εἰς τὴν μπαγκέταν τῆς γειτονικῆς ταβέρνας, κ᾽ ἐρροχάλιζε πολὺ γοερά, ἐπὶ δύο ὥρας καὶ μισήν, τὸ θέρος, ἢ μόνον ἐπὶ μίαν ὥραν, τὸν χειμῶνα.
Ἐξυπνοῦσε μὲ τὴν ἄνεσίν του, παρήγγελλε καφέ, τὸν ἔπινεν, ἐκάπνιζεν ἐνίοτε ἕνα τσιγαράκι, ἂν τοῦ ἐπρόσφερέ τις, σπανιώτερον κανένα ναργιλέ, ἐσηκώνετο μὲ ρᾳστώνην, ἔφερνε δύο βόλτες εἰς τὴν ἀγοράν, ἐπήγαινεν ὅπου τὸν ἐζητοῦσαν διὰ νὰ κουβαλήσῃ πάλιν ὀλίγα τσουβάλια, εἰργάζετο τὸ πολὺ δύο ὥρας τὸ ἀπόγευμα.
Ἂν τοῦ ἐπαρουσιάζετο τότε καμμιὰ δουλειά, ἡ ὁποία νὰ μὴν τοῦ φαινόταν πολὺ κατεπείγουσα, ὅπως π.χ. κουβάλημα καὶ πλύσιμον βαρελιῶν εἰς τὴν θάλασσαν, ἐφώναζεν εἰς τὸν ἐργοδότην:
―Ἀφῆστε, αὔριο! Εἶναι κι αὔριο μέρα.
Ἐπετοῦσε τότε τὴν χαμαλίκα, τὸ σχοινί του, ἀφοῦ ἔπαιρνε τὰς ὀλίγας δεκάρας διὰ τὴν ἐργασίαν τὴν ἀπογευματινήν, καὶ διηυθύνετο ἀπὸ ἕνα δρόμον πολὺ πλάγιον, πρὸς τὴν Ἐπάνω Ἐνορίαν, καὶ σιγὰ-σιγὰ ἔφθανεν εἰς κανένα κατώγι, ὅπου ἐκρασοπουλοῦσαν, εἰς τοὺς μαχαλάδες. Διότι πολλοὶ μικροαμπελοκτήμονες, μὴ συμφωνοῦντες μὲ τοὺς ἐγχωρίους μπακάληδες νὰ δίδουν χονδρικῶς τὸ κρασί των, ἄνοιγαν τὸ βαρέλι καὶ τὸ ἐλιανοπωλοῦσαν, ἢ τὸ «ἐμοσχοπωλοῦσαν», κατ᾽ οἶκον.
Πολὺ συχνὰ συνέβαινε νὰ εἶναι γυναίκα ἡ πωλήτρια, καὶ κάποτε μάλιστα νὰ εἶναι καμμία νεαρὰ χήρα «ποὺ νὰ γυαλίζῃ» ― τότε ἡ ἐξόδευσις τοῦ κρασιοῦ ἐγίνετο ταχυτέρα, καὶ ἡ συρροὴ τῶν οἰνοποτῶν, μάλιστα κατὰ τὰς Κυριακὰς καὶ ἑορτάς, πολὺ μεγαλυτέρα εἰς τὸ κατώγι ἤ ἔξωθεν τῆς θύρας. Οἱ θαμῶνες ἐκάθηντο ἐπὶ πενιχρῶν σκαμνίων ἢ ἐπὶ πεζούλας ἐκ λίθων, κ᾽ ἐκουτσόπιναν καὶ ἐλιανοτραγουδοῦσαν.
Τοιαῦτα κατώγεια ποτὲ δὲν ἔλειπαν νὰ εἶναι ἀνοικτὰ κατὰ καιρούς, καὶ μάλιστα τὸν χειμῶνα. Ὁ Ἀποστόλης τὰ ἐγνώριζεν ὅλα, καὶ ἦτον ὁ πρῶτος ποὺ ἐδοκίμαζε τὸ εὐῶδες, γνήσιον κρασί, ἐπειδὴ πολλάκις ἔκαμνε τὸν διαλαλητὴν ὁ ἴδιος, κ᾽ ἐκήρυττεν ἀνὰ τοὺς διαφόρους μαχαλάδες ποῖος ἄνοιξε καλὸ κρασί, ποῖος ἔφερε φασόλια ἢ κρομμύδια εἰς τὴν ἀποβάθραν καὶ πὼς «Στὴν ἀσκάλα φέρανε ἀλεύρι καλό, ἕνα μουσαφίρικο καΐκι… Ἰδοὺ καὶ ἡ μόστρα» κλπ.
Ἐκεῖ λοιπὸν κατηύθυνε τὸ βῆμά του ὁ Ἀποστόλης, κι ἔπινε. Παρήγγελλε κατ᾽ ἀρχὰς εἰς τὸν οἰνοπώλην ἢ τὴν οἰνοπώλιδα «μισὴ ὀκὰ στὸ ἕνα». Εἶτα συνήθως κατόπιν ἕνα ἑκατοσταράκι. Ἐπλήρωνε τὸ ὅλον εἴκοσι λεπτά, 15 διὰ τὴν μισὴν ὀκάν, καὶ 5 διὰ τὰ ἑκατὸν δράμια, ὁ λογαριασμὸς ἐγίνετο σκαληνός, ἐπειδὴ ἡ ὀκὰ ἐτιμᾶτο συνήθως λεπτῶν 25 ― ἐκάθητο σταυροπόδι, ἢ εἰς τὴν πεζούλαν, ἢ ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ κατωφλίου τῆς ταβέρνας, ἔπινεν ἀργὰ-ἀργά, ἐνετρύφα εἰς τὸ ἄρωμα τοῦ οἴνου, καὶ τὸ ἔφερνεν ἴσα-ἴσα μὲ τὴν ὥραν ποὺ θὰ ἤκουε τὴν καμπάνα τοῦ ἑσπερινοῦ. Τότε ἀμέσως ἔκανε τὸν σταυρόν του, ἔπινε τὸ ὑπόλοιπον, κ᾽ ἔφευγεν. Ἐπέρνα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ κολλήσῃ κανένα κερί.
*
* *
Τὸ βράδυ, εἰς τὸ βασίλεμα τοῦ ἡλίου, ἔκαμνε μικρὰν διάχυσιν, συνισταμένην εἰς κοκορέτσι καὶ τίποτε ἄλλο, μαζὶ μὲ τοὺς συναδέλφους του, τοὺς βαστάζους τῆς ἀγορᾶς. Μόλις ἐνύκτωνεν, ὁ Κακόμης ἠγόραζε δεκαπέντε λεπτῶν ψωμὶ καὶ τυρί, ἢ ἐλιὲς καὶ ταραμάν, κατὰ τὴν ἡμέραν, κ᾽ ἐδείπνει εἰς ἕνα τραπέζι μιᾶς ταβέρνας τῆς παραθαλασσίας. Ἐδῶ ἔπινε μόνον ἕνα ἑκατοστάρι κρασὶ ξίκικο ―νερωμένο, νοθευμένο, χωρὶς ἄρωμα― κι ἐπλήρωνε μίαν δεκάραν. Ἦτο πολὺ ἀκριβότερα ἐδῶ.
Κατὰ τὰς νηστησίμους ἡμέρας, ἐπειδὴ τὸ μεσημβρινὸν γιουβέτσι ἦτο σαρακοστιανόν, ἔκαμνεν οἰκονομίαν 30 ἢ 40 λεπτῶν τὴν ἡμέραν. Τὰ ὀλίγα ταῦτα κέρματα ἔδιδε τακτικὰ ὡς συνδρομὴν καὶ εἰς ἄλλα μέρη, δικά του, καὶ συχνὰ εἰς ἕνα Χατζὴν καλούμενον, πρῴην ἀχθοφόρον, ὅστις εἶχε γηράσει πολύ, ἐλεεινός, πάμπτωχος, μὲ πρησμένα τὰ πόδια καὶ δὲν μποροῦσε πλέον νὰ δουλέψῃ.
*
* *
Ὅταν τὸν ἐπέπληττε κανεὶς διατί νὰ πίνῃ τόσον πολὺ καὶ ἤθελε νὰ τὸν νουθετήσῃ, ὁ Ἀποστόλης ἀπελογεῖτο:
―Ἐλπίζω νὰ μὴ σώσω νὰ γίνω σὰν τὸν Χατζήν!
Καὶ τῷ ὄντι δὲν ἔσωσε. Ὁ Ἀποστόλης ἀπέθανε πεντηκοντούτης. Εἶχε προεξοφλήσει κι αὐτός, ὁ δυστυχής, «τὸ μέλλον του» ― ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι!
Καὶ εἰς αὐτό, καὶ εἰς ἄλλα πράγματα ἀκόμα, δὲν ὡμοίασε μὲ τὸν Χατζήν ― οὔτε μὲ ἄλλον ἕνα συντεχνίτην του Μπαλντογιάννην, περὶ τοῦ ὁποίου ἔλεγε:
―Ἄ! νὰ ἤμουν, τοὐλάχιστον, σὰν τὸν Μπαλντογιάννη, ποὺ ἔχει γυναῖκα καὶ παιδιά, καὶ θὰ ἔχῃ περιποίηση στὰ γηρατεῖά του… Βάλτε μὲ τὸ νοῦ σας. Ἀφοῦ παίρνει κάθε βράδυ μιάμιση ὀκὰ κρασὶ στὸ σπίτι… γιὰ νὰ πιοῦν ὅλοι νὰ μεθύσουν, καὶ νὰ μὴν τοῦ γυρεύουν ψωμί!
Οὗτος, ὁ Μπαλντογιάννης, κατὰ τὰ τελευταῖα ἔτη τοῦ σταδίου του, ἀντὶ πάσης ἄλλης ἀχθοφορικῆς ἐργασίας, ἐπροτίμησε νὰ κουβαλᾷ νερὸ στὰ σπίτια. Εὕρισκε δέ, κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον, ὄχι μικρὰν διασκέδασιν, τὴν ὁποίαν δὲν ἐκρατεῖτο νὰ μὴ μεταδώσῃ καὶ εἰς ἄλλους.
Ὁ Κακόμης, κοντὰ εἰς ἄλλα προτερήματα, ἦτο πρᾷος, ἤρεμος, ἑδραῖος, καὶ ὡς ἄνθρωπος καὶ ὡς βαστάζος. Οὔτε ἔδιδε προσοχὴν εἰς κακογλωσσίας καὶ ρᾳδιουργίας, οὔτε ἠρώτα ποτὲ νὰ μάθῃ πράγματα ἔξω τοῦ κύκλου του, οὔτε τὸν ἔμελε τί κάμνουν οἱ ἄλλοι. Ἀλλ᾽ ὁ ἀρχαῖος συνάδελφός του, ὁ Μπαλντογιάννης, εἰς τὶς γειτονιές, ὅπου ἐπήγαινεν, εἰς τὰ στενὰ σοκάκια, εἰς τὰ προαύλια, εἰς τὰ σπίτια, παντοῦ εἶχε τ᾽ αὐτιά του μαζί του. Ἤκουε πάντοτε μισὲς ὁμιλίες, ἀπεσπασμένα λόγια, οἰκογενειακὰς ἔριδας, καὶ μὲ τὰ τμήματα ταῦτα κατεσκεύαζεν ὁλοκλήρους ἱστορίας, κ᾽ ἐκαυχᾶτο ὅτι γνωρίζει ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς γειτονιᾶς.
«Τὸ Καλὸ τὸ Πηγάδι», ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἔπινον κατὰ προτίμησιν ὅλ᾽ οἱ κάτοικοι, κείμενον ἔξω τῆς ἐσχατιᾶς τῆς πόλεως, ἀπεῖχε πολλὰς ἑκατοντάδας βημάτων ἀπὸ πᾶσαν συνοικίαν. Ὅταν ἐπήγαινεν εἰς τὸν δρόμον του, φορτωμένος τὴν πελωρίαν στάμναν, καθ᾽ ὁδὸν ἐγέλα μόνος του, καὶ πολλάκις ὡμίλει μεγαλοφώνως πρὸς ἑαυτόν. Ἦτο γεμᾶτος ἀπὸ νέα τῶν διαφόρων μαχαλάδων, τὰ ὁποῖα δὲν ἠδύνατο νὰ χωνέψῃ.
Ὅταν τὴν ἑσπέραν ἔβλεπε πουθενὰ τὸν παπα-Σταμάτην, τὸν πνευματικόν, βραδέως βαίνοντα, μὲ τὴν ράβδον ὑπὸ μάλης, ἐπιστρέφοντα ἀπὸ τὸν ἑσπερινόν, ἐφώναζε μακρόθεν νὰ τὸν σταματήσῃ:
― Παπά!… παπά!
Ὁ παπα-Σταμάτης ἔστρεφε βλέμμα ὀπίσω.
― Τί εἶναι πάλι, Γιάννη;
― Μά, στάσου, παπά! θὰ σοῦ τὸ πῶ, δὲν μπορῶ… θὰ σοῦ τὸ «ξομολογηθῶ» γιὰ νὰ ξαλαφρώσω τὴ συνείδησή μου.
― Τώρα, μέσα στὸ δρόμο;… Ἔλα στὸ κελλί, βλοημένε, νὰ σὲ ἐξομολογήσω.
― Μὰ δὲ βαστῶ… μήπως γελαστῶ καὶ τὸ πῶ τὸ βράδυ τῆς Ρεβέκκας. Καλύτερα νὰ τὸ πῶ στὴν ἁγιωσύνη σου γιὰ νὰ ξεσκάσω.
Ἐννοοῦσε ὅτι ἦτο φόβος μήπως τὸ διηγηθῇ εἰς τὴν ἰδίαν σύζυγόν του. Ἂν τὸ ἐξωμολογεῖτο εἰς τὸν παπάν, θὰ ἡσύχαζε πλέον καὶ ὁ πειρασμὸς τῆς ἀκριτομυθίας θὰ ἔφευγε.
Καὶ ἀφοῦ ὁ παπὰς ἵστατο παρά τινα γωνίαν τοῦ δρόμου, ὁ Γιάννης, φέρων τὴν στάμναν ἐπ᾽ ὤμου, ἄρχιζε νὰ τοῦ διηγῆται.
― Δὲν ξέρεις τί εἶδα σήμερα στὸν Ἀπάνω Μαχαλᾶ· ἡ τάδε ἐμάλωσε μὲ τὸν ἄνδρα της, κι ἐκεῖνος ἐσήκωσε τὸ χέρι νὰ τὴν χτυπήσῃ… ἐκείνη ἔβαλε τὶς φωνές, κι ἐμαζεύθηκε κόσμος, κι ἔγιν᾽ ἕνα πατιρντί!… Ἦτο νὰ γελάῃ ποὺ δὲ γέλασε.
Ἤ:
― Δὲν ἔμαθες τί ἔγινε σήμερα ἔξω, στ᾽ Ἁλώνια, ἢ ἀπάνω στὰ Γελαδάδικα… ἡ τάδε ἔδιωξε τὸν ἄνδρα της ἀπ᾽ τὸ προικιό της τὸ σπίτι… τὸν ἐκλείδωσε ἀπ᾽ ἔξω, καὶ τοῦ εἶπε νὰ μὴ ξαναπατήσῃ στὸ κατώφλιο…
Ἤ: ἡ γρια-Π. ἔβαλε μαναφούκια* σ᾽ ἕν᾽ ἀνδρόγυνο, κ᾽ εἶναι στὴν ἀκμὴ νὰ χωρίσουν… Τί ἀντροχωρίστρες αὐτὰ τὰ λαδικά*! Ἤ: ὁ γερο-κολασμένος ὁ Φ. γύρεψε νὰ ξεγελάσῃ ἕνα φτωχὸ κορίτσι… κλπ. κλπ.
Εἶτα ὁ Μπαλντογιάννης:
― Αὐτὰ παπά μου, καὶ νὰ ἔχουμε καὶ καλὸ ρώτημα… τώρα, δῶσέ μου τὴν εὐκή σου, καὶ νά ᾽ρθω νὰ μοῦ διαβάσῃς τὴν συγχωρητικὴ εὐκή… νὰ χαίρεσαι τὸ πετραχήλι σου!
― Καληνύχτα, Γιάννη! ἐλπίζω, αὐτὲς θὰ εἶναι οἱ ξένες ἁμαρτίες, οἱ τελευταῖες ποὺ μοῦ λές… ἀποφάσισε καὶ σύ, μιὰ φορά, νὰ πῇς καὶ τὶς δικές σου, καὶ τότε νὰ σοῦ διαβάσω τὴν συγχωρητικὴν εὐχήν.
*
* *
Ἂς ἐπανέλθωμεν εἰς τὸν Ἀποστόλην. Οὗτος, μετὰ τὸ δεῖπνόν του, ἄφηνε τὴν χαμαλίκα του, τὸ σχοινί του, εἰς μίαν ἄκρην, ὑπὸ τὴν παγκέταν τῆς ταβέρνας, κ᾽ ἐπήγαινε νὰ κοιμηθῇ.
Ἐκατοικοῦσε μέσα εἰς ἕνα ἀχούρι ἐντὸς κήπου, εἰς τὴν ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, κοντὰ στ᾽ Ἁλώνια. Ἐπλήρωνεν ἐκεῖ μίαν δραχμὴν ἐνοίκιον τὸν μῆνα εἰς τὸν γερο-Ἄγγουρον, τὸν ἰδιοκτήτην τῆς ἀχυραποθήκης καὶ τοῦ κήπου.
Πρὸ ὀλίγων χρόνων ἀκόμη ἔμενεν εἰς τὸ πατρικόν του χαμόγειον σπιτάκι, τὸ ὁποῖον ἐσώζετο, πλὴν ἐσχάτως τὸ εἶχε δώσει ὡς προῖκα εἰς τὴν ἀδελφήν του, τὴν Χρυσῆν, ὀρφανὴν πατρὸς καὶ μητρός, ὀρφανὸς ὁ ἴδιος, τὴν ὁποίαν εἶχε φροντίσει νὰ ὑπανδρεύσῃ.
Ἦτο ἀδελφὴ πολὺ νεωτέρα αὐτοῦ, ἑτεροθαλής, θυγάτηρ τῆς μητρυιᾶς του, ἡ ὁποία μετρίως εἶχε περιθάλψει τὸν πρόγονόν της. Ὁ Ἀποστόλης ἔδωκεν εἰς τὴν ἀδελφήν του, ὄχι μόνον τὸν μικρὸν οἰκίσκον ἀλλὰ καὶ πεντακοσίας δραχμάς, τὰς ὁποίας εἶχεν ἀπὸ τὶς πλάτες του κυριολεκτικῶς.
Ἐσχάτως ἡ ἀδελφή του, νεαρὰ ἀκόμη, εἶχε ἀποθάνει λεχώ, ἀφήσασα δύο ὀρφανά. Ὁ Ἀποστόλης δὲν ἠδυνήθη νὰ κλαύσῃ.
―Ἄχ! ἄλλη ὀρφάνια πάλι, εἶπε μόνον.
Καὶ ὅ,τι ἠδύνατο, ἐβοηθοῦσε κάπως τὰ τάχιστα τεθέντα ὑπὸ μητρυιὰν ὀρφανὰ τῆς ἀδελφῆς του.
*
* *
Μετὰ ἓν ἔτος ὁ Ἀποστόλης ἀρρώστησε βαριὰ καὶ ἀπέθανε κατὰ Ἰούνιον μῆνα.
Ἡ χαμαλίκα του παραπεταμένη ἐπὶ ἡμέρας ἐκυλίετο παρὰ τὴν γωνίαν τοῦ ἐξοχικοῦ δρόμου, ἔξωθεν τοῦ κήπου τῆς ἀχυραποθήκης.
Τὴν νύκτα τῆς 23ης, ὁπότε ἐξημέρωνε τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Κλήδονα (ἤτοι τὸ Γενέσιον τοῦ Προδρόμου), οἱ μάγκες τῆς γειτονιᾶς, ὀλίγον παρέκει, εἶχαν ἀνάψει μεγάλην φωτιάν, κι ἐπηδοῦσαν ἄνωθεν ταύτης, κατὰ τὸ ἔθος. Ἀφοῦ ἔκαυσαν ὅλα τὰ κλαδιὰ τοῦ «καματηροῦ» (ἤτοι τῶν μεταξοσκωλήκων), ὅσα εἶχον κλέψει οἱ ἴδιοι, καὶ ὅσα τοὺς εἶχον δώσει οἱ γειτόνισσες, καθὼς καὶ τὰ στεφάνια τῆς Πρωτομαγιᾶς μερικῶν οἰκιῶν, καθὼς συνηθίζεται, ἓν ἀπὸ τὰ παιδιὰ εἶδε τὴν χαμαλίκαν, καὶ τὴν ἐκλώτσησε πρὸς τὰ ἐκεῖ.
― Νά, βρὲ παιδιά, ἡ χαμαλίκα τοῦ συχωρεμένου τ᾽ Ἀποστόλη. Καλὴ εἶναι, τί λέτε;
― Μὴν ἔχει βρυκολακιάσει ὁ Ἀποστόλης κ᾽ εἶναι κρυμμένος μέσα, βρὲ παιδιά! εἶπεν ἕνας ἄλλος μάγκας.
― Ἀκόμη καλύτερα! Ρίξτε την στὴν φωτιά, νὰ καῇ ὁ βρυκόλακας!
Ἡ χαμαλίκα, ξεκοιλιασμένη, γεμάτη θρυμματισμένα ἄχυρα, φέρουσα ἐπάνω της ὅλα τὰ ἴχνη τῆς καθημερινῆς ἐπαφῆς μὲ τόσα καὶ τόσα τσουβάλια, καὶ βαρέλια, καὶ μπάλες ἐμπορευμάτων, ἀκόμη καὶ πολλὰ μόρια πίσσης καὶ ρητίνης, ριφθεῖσα εἰς τὸ πῦρ, ἐλαμπάδιασεν ἀμέσως, καὶ ἐπέτα τὰς φλόγας εἰς φοβερὸν ὕψος.
Ὁ πρῶτος μάγκας, ὁ Γιάννης ὁ Φύλακας, ὅπως ἐκαλεῖτο ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐπήδησε τολμηρῶς ἐπάνω ἀπὸ τὴν φουντωμένην φωτιὰν τρεῖς φορές, καὶ συγχρόνως τοῦ ἦλθε νὰ φωνάξῃ.
― Θὲ-σχωρέσ᾽ καὶ τὸν καημένον τὸν Ἀποστόλη!
Ὁ δεύτερος μάγκας, ὁ Μῆτσος τὸ Ψάρι, ὅπως τὸν ὠνόμαζαν, διαδεχθεὶς τὸν πρῶτον εἰς τὸ πήδημα ἠθέλησε νὰ παρῳδήσῃ τὴν ἐπιφώνησιν, τὸ «Θὲ-σχωρέσ᾽»· ἔτρεψε τὸ ἀρκτικὸν ὀδοντόφωνον δασὺ εἰς ὁμοιοπνεύματον οὐρανισκόφωνον, σχηματίσας ἀσεβὲς λογοπαίγνιον.
Μόλις ἐξέφερε τὴν φράσιν καὶ κατὰ παράδοξον σύμπτωσιν ἡ μεγάλη φλόγα ἐφούντωσεν ἀκόμη ὑψηλότερα, εἰς στήλην πυρὸς τρομακτικήν. Μικρὸν ἀπόκαυτρον ἐπετάχθη καὶ παραδόξως ἐκόλλησεν εἰς τὰ χείλη τοῦ Μήτσου.
Μόνον ἐπί τινα μόρια δευτερολέπτου ἔμεινεν ἀναμμένον τὸ ἀπόκαυτρον, κολλημένον εἰς τὸ στόμα τοῦ μικροῦ μάγκα, πρὶν οὗτος κατορθώσῃ νὰ τὸ ἀποπτύσῃ ἢ νὰ τὸ ξεκολλήσῃ μὲ τὴν χεῖρά του. Ἀλλὰ τὸ μικρὸν διάστημα ἤρκεσε διὰ νὰ τοῦ καύσῃ καὶ τὰ χείλη καὶ τὴν γλῶσσαν.
Τὸ γεγονὸς δὲν τὸ εἶδον μόνον τὰ παιδιά, ἀλλὰ καὶ δύο ἢ τρεῖς γυναῖκες τῆς γειτονιᾶς, αἵτινες καὶ τὸ διηγήθησαν. Ὡς συγκυρία, ἦτο πολὺ παράδοξον.

(1903)


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου