Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Δημήτριος Βικέλας: Λουκής Λάρας



Κεφάλαιο Α'

Κατά τας αρχάς του έτους 1821 ευρισκόμην εις Σμύρνην. Ήμην τότε εικοσαετής σχεδόν. Προ επτά ήδη ετών ο διδάσκαλος μου, ο Παππά Φλούτης, θεός συγχωρέσοι τον, είχε βεβαιώσει τον πατέρα μου, ότι έμαθα πλέον όσα γράμματα αρκούν εις άνθρωπον μέλλοντα να μετέλθη το εμπόριον· ο δε πατήρ μου είτε πεισθείς υπό των λόγων του αγαθού ιεροδιδασκάλου, είτε θεωρών το σχολείον του πρακτικού βίου ως ωφελιμώτερον δι' εμέ, δεν ενέκρινε να με αφήση εις Χίον προς εξακολούθησιν των σπουδών μου, αλλά μ' επήρεν έκτοτε εις Σμύρνην, παραλαβών με κατ' αρχάς μεν ως μαθητευόμενον, μετ' ου πολύ δε ως εταίρον εις το εμπορικόν του κατάστημα.


Ο Ύψιστος εν τούτοις ηυλόγει τους κόπους μας. Το ισοζύγιον εκάστου έτους ήτο παχύτερον του προηγηθέντος, και η εμπορική μας υπόληψις εστερεούτο επί μάλλον και μάλλον εις την αγοράν της Σμύρνης. Άλλως τε,― δύναμαι μετά υπερηφανείας να το είπω,― απ' αρχής ο πατήρ μου είχεν αποκτήσει όνομα καλόν και υπόληψιν άκραν, διότι ήτο τιμιώτατος και ακριβέστατος εις τας συναλλαγάς του. Οφείλω δε να προσθέσω, (και δεν το λέγω διά να επαινεθώ, γνωρίζων εκ πείρας, ότι ο εαυτόν επαινών ή πλανάται, ή συχνάκις άλλους θέλει ν' απατήση,, αλλά το λέγω ως φόρον υικής ευγνωμοσύνης,) ότι την επιτυχίαν εις το στάδιον του εμπορικού μου βίου την χρεωστώ, προ παντός άλλου, εις τας αρχάς της τιμιότητος, τας οποίας από της παιδικής έτι ηλικίας μου ενέπνευσεν ο πατήρ μου. Καθ' όσον ηύξανον τα κέρδη εξετείνετο βαθμηδόν των εργασιών μας ο κύκλος, ταυτοχρόνως δε και των βλέψεων μας ο ορίζων. Αι μετά ξένων εν Ευρώπη ανταποκριτών σχέσεις δεν εξήρκουν πλέον προς ικανοποίησιν της εμπορικής μας δραστηριότητος. Δύο ή τρεις εκ των συμπολιτών μας, νέοι Κολόμβοι του ελληνικού εμπορίου, είχον ήδη κατ' εκείνα τα έτη στήσει εις Λονδίνον την σκηνήν των. Το τρόπαιον εκείνων ετάραττε τον ύπνον μας, το δε παράδειγμά των υπέκαιε τους φιλοδόξους πόθους μας, όθεν εσχεδιάζετο να μεταβώ κατά το φθινόπωρον εις Αγγλίαν μεθ' ενός των εκ μητρός θείων μου. Είχα μάλιστα αρχίσει να διδάσκωμαι την Αγγλικήν υπό Άγγλου τινός ιερωμένου, είδους Παππά Φλούτη, όστις βεβαίως πολλά δεν με έμαθεν. Αλλ' ίσως δεν ήτο ιδικόν του το πταίσμα. Ας μη καθάπτωμαι της μνήμης των πρώτων διδασκάλων μου!
Ο νους και του πατρός και των περί ημάς συγγενών ή φίλων και εμού αυτού ήτο αποκλειστικώς προσηλωμένος εις το έργον μας. Περί Φιλικής Εταιρίας και τεκταινομένης επαναστάσεως ουδέ το ελάχιστον εγνωρίζομεν. Συνησθανόμεθα μεν αορίστως πως και ημείς, μεθ' όλων των τότε Ελλήνων, τον προς την ελευθερίαν οργασμόν, εβλέπομεν εις Σμύρνην Ευρωπαίους κρατούντας υψηλά την κεφαλήν, και μετά πικρίας ενδομύχου εμακαρίζομεν τα αυτόνομα Χριστιανικά έθνη, είχομεν αμυδράς τινας ιστορικάς γνώσεις περί της Γαλλικής επαναστάσεως και νεφελώδεις τινάς ελπίδας εθνικής αποκαταστάσεως, στηριζομένας κυρίως εις την εξ Άρκτου προσδοκωμένην αρωγήν, τας δ' εορτάς συνερχόμενοι εψάλλομεν και ημείς του Ρήγα τα άσματα· αλλ' όμως δεν εφανταζόμεθα ουδαμώς ότι ευρισκόμεθα εις παραμονάς εθνικής εκρήξεως.
Διηρχόμεθα τον βίον ήσυχοι εντός του Χανίου, την μεν ημέραν εν μέσω των ποικίλων εμπορευμάτων μας, την δε νύκτα εντός του μικρού δωματίου, άνωθεν της αποθήκης, όπου εκοιμώμεθα ο πατήρ μου κ 'εγώ. Τας Κυριακάς ελειτουργούμεθα τακτικώς εις την αγίαν Φωτεινήν, ενίοτε δε επεσκεπτόμεθα οικογένειάν τινα εκ των εν Σμύρνη διαβιούντων Χίων. Σπανίως, άπαξ ή δις του έτους, περί το Πάσχα ιδίως, επηγαίνομεν προς αναψυχήν εις τα παρακείμενα χωρία, και τότε αναπνέοντες αέρα καθαρόν και βλέποντες δένδρα και αγρούς ενθυμούμεθα την Χίον και τον πύργον και τον κήπον μας, και μας εφαίνετο βαρύτερος τότε ο από της οικογενείας χωρισμός.
Ούτω διήρχοντο αι ημέραι και παρήρχετο ο καιρός, η δε κυρία μου σκέψις ήτο περί της μελλούσης εις Αγγλίαν αποδημίας. Τα όνειρά μου περί τούτο περιεστρέφοντο, και ήσαν όνειρα υπό πάσαν έποψιν χρυσά. Αλλ' εξαίφνης και ησυχία και εργασία και σχέδια και όνειρα, τα πάντα διά μιας ανετράπησαν.
Κατά τας αρχάς Μαρτίου μίαν νύκτα εξύπνησα έντρομος. Είχα ακούσει τουφεκισμούς αλλεπαλλήλους εις τον ύπνον μου. Ανεκάθησα επί του στρώματος με τα ώτα προσεκτικά και τους οφθαλμούς προσηλωμένους εις το σκότος.
Ο πατήρ μου εκοιμάτο βαθέως. Μη ήτο όνειρον; Όχι! Πιφ, παφ , πάλιν και κραυγαί συγχρόνως άγριαι. Εξύπνησα τον πατέρα μου και ηκούομεν αμφότεροι.
Καθ' όλην την νύκτα εξηκολούθησαν εκ διαλειμμάτων ο κρότος και η ταραχή. Δεν ηδυνάμεθα να εικάσωμεν τι συμβαίνει. Και πώς να το μάθωμεν; Είχομεν την περιέργειαν να εξέλθωμεν, αλλ' ο φόβος ήτο ισχυρότερος και εμένομεν εντός του δωματίου.
Προς τα εξημερώματα κατέβημεν εις την πλατείαν του Χανίου, όπου εύρομεν και άλλους εκ των κατοίκων του συνηγμένους, εις την αυτήν ως ημείς απορίαν και την αυτήν ανησυχίαν.
Τα Χάνια, καθώς ίσως γνωρίζεις, αναγνώστα, είναι συνήθως ωκοδομημένα εν είδει φρουρίου. Έξωθεν τείχοι υψηλοί και στερεοί, εν τω μέσω αυλή ύπαιθρος, τετράγωνος ή επιμήκης, επί της αυλής αι θύραι και τα παράθυρα των αποθηκών και των οικημάτων, η δε συγκοινωνία μετά του έξω κόσμου διά πύλης σιδηράς κλεισμένης την νύκτα.
Ότε την αυγήν ήνοιξαν οι φύλακες την πύλην, εμάθομεν ότι αφ' εσπέρας είχεν έλθει διαταγή να οπλισθώσιν οι Τούρκοι· διά τούτο οι· νυκτερινοί τουφεκισμοί και οι αλαλαγμοί των. Αλλά προς τι ο εξοπλισμός; Πόθεν ο προκαλέσας το διάταγμα κίνδυνος; Τοιαύτας ερωτήσεις απηυθύνομεν προς τους έξωθεν ερχομένους, αλλ' ουδέν ακριβές επληροφορούμεθα. Είς έλεγε, στάσις των Γενιτσάρων άλλος, πόλεμος Ρωσσικός· τινές εψιθύριζον, επανάστασις των Χριστιανών.
Ούτω διήλθεν η ημέρα εκείνη. Ήτο Σάββατον. Ημείς δεν εξήλθομεν του Χανίου, αλλ' από της πύλης εβλέπομεν ενόπλους και αγρίους τους Τούρκους περιφερόμενους εις τας οδούς.
Την επιούσαν υπήγομεν κατά το σύνηθες εις την λειτουργίαν. Κατ' εκείνην την Κυριακήν δεν επρόκειτο να ομιλήση ιεροκήρυξ, ώστε το πλήρωμα της εκκλησίας είδε μετ' απορίας τον ιερέα αναβαίνοντα επί του άμβωνος. Δεν ανέβη να μας διδάξη τον λόγον του θεού, αλλά προς ανάγνωσιν Πατριαρχικού αφορισμού.
Ηκούομεν πάντες εμβρόντητοι τον αναγινώσκοντα τας φοβεράς εκείνας κατάρας και τους φρικώδεις εξορκισμούς. Ηκούσαμεν τα ονόματα του Σούτσου και του Υψηλάντου ως ενόχων και προδοτών. Ενοήσαμεν ότι πρόκειται περί κινημάτων επαναστατικών εν Βλαχία και περί μυστικών συνωμοσιών, και εβλέπομεν ο είς τον άλλον εντός της εκκλησίας, και αντηλλάσσοντο ψιθυρισμοί και ερωτήσεις και απορίαι. Τι αρά γε εσήμαινεν η αφοριζομένη επανάστασις; οποία η πηγή του κινήματος; Εγνωρίζομεν μόνον, ότι ο Υψηλάντης ήτο μέγας και πολύς εν Ρωσσία, και κάπως υπεθέσαμεν ότι επρόκειτο περί Ρωσσικής τινος υποκινήσεως, ότι εγένετο προανάκρουσμά τι Ρωσσοτουρκικού πολέμου. Αλλά ταύτα πάντα διετυπούντο μόλις ως συμπερασμοί, αόριστοι και συγκεχυμένοι πολλώ πλέον ή όσον δύναμαι σήμερον ενταύθα να παραστήσω.
Και οι Τούρκοι όμως της Σμύρνης ήσαν εις το σκότος εισέτι ως προς τα διατρέχοντα, ουδ' είχον ακριβώς εννοήσει ότι οι ραγιάδες αφ' εαυτών επανέστησαν. Ενόμιζον ότι εκ Ρωσσίας επέρχεται ο κίνδυνος. Ουχ ήττον, ευθύς απ' αρχής ο φανατισμός αυτών εξηγέρθη. Επρόκειτο περί πολέμου κατ' απίστων· άρα πας χριστιανός εχθρός, πας δε ραγιάς πρόχειρον θύμα. Από της πρώτης λοιπόν ημέρας εμαύρισε δι' ημάς ο ορίζων και μας κατεπλάκωσε την ψυχήν η ανησυχία και ο φόβος.
Αι λέξεις αύται, ανησυχία, φόβος, συχνάκις ήδη διέφυγον τον κάλαμόν μου. Αλλά προς τι να επιδείξω γενναιότητα, την οποίαν ούτε είχομεν, ούτε ηδυνάμεθα να έχωμεν; Μη, αναγνώστα, μειδιάσης, αναλογιζόμενος ότι είμαι Χίος και αποδίδων εις φυλετικήν δήθεν ιδιοσυγκρασίαν την ατολμίαν μου. Ήθελα να σ' έβλεπα τότε εις την θέσιν μου, όσον γενναίος και αν φρονής ότι είσαι. Άοπλοι, απροστάτευτοι, ταπεινωμένοι από την δουλείαν, εκτεθειμένοι εις του πρώτου εξηγριωμένου Τούρκου την οργήν ή και την μάχαιραν, άνευ της ελαχίστης ελπίδος του να τύχωμέν ποτε δικαιοσύνην ή καν εκδίκησιν, πώς ήτο δυνατόν ημείς, οι ταπεινοί έμποροι του Χανίου της Σμύρνης, να έχωμεν γενναιότητα; Προς τι ηδύνατο η γενναιότης να μας χρησιμεύση; Υπομονήν μόνον είχομεν, μας εχρειάζετο δε υπομονή πολλή, διότι η ζωή μας έκτοτε ήτο διαρκής αγωνία και μακρόν μαρτύριον. Αλλ' έχει και η υπομονή τα όριά της. Ενίοτε εξαντλείται και την διαδέχεται τότε είτε η απόγνωσις, είτε η απελπισία εκείνη η άγουσα εις τον ηρωiσμόν. Πολλά ηρωισμού παραδείγματα και κατά την Ελληνικήν επανάστασιν και εις την γενικήν των ανθρώπων ιστορίαν, την γραπτήν και την άγραφον, είναι ίσως απελπισίας τοιαύτης παραγόμενα. Εμέ ο Θεός μ' εφύλαξεν από την απόγνωσιν, η δε φύσις δεν με προητοίμασε διά την απελπισίαν του ηρωισμού. Αλλ' όμως ποτέ δεν μου εξηντλήθη η υπομονή και η ελπίς, και πολλάκις εδόξασα επί τούτω τον Ύψιστον.
Ολίγας ημέρας μετά την Κυριακήν εκείνην του αφορισμού, υπήγα μίαν πρωίαν εις το Χάνι των Εβραίων, προς σύναξιν χρημάτων. Είχα εισπράξει ποσόν τι και έθετα εντός του κόλπου μου τον περιέχοντα τα συναχθέντα σάκκον, ότε ακούω αίφνης κραυγάς και ποδοβολητόν, και βλέπω χείμαρρον Χριστιανών και Εβραίων φευγόντων δρομαίως προς ημάς. Πριν ή ο Εβραίος μου προφθάση να κλείση την θύραν, η σκοτεινή αποθήκη είχε πληρωθή υπό εντρόμων ομοθρήσκων του.
Αι διακεκομμέναι φράσεις, τας οποίας εψιθύριζον εις την Ισπανικήν διάλεκτόν των, δεν μ' εφώτισαν ούτε με καθησύχασαν· δεν εγνώριζον και αυτοί τι συνέβη και διατί έφευγον.
Αφού ο θόρυβος εκόπασε και επανήλθεν έξω η ησυχία, ηνοίξαμεν μετά προσοχής την θύραν. Βαθμηδόν και αι λοιπαί αποθήκαι ηνοίγοντο, οι δε εντός αυτών καταφυγόντες εξήρχοντο ενθαρρυνθέντες, και από στόματος εις στόμα εγνώσθη επί τέλους η αληθής του τρόμου εκείνου αιτία.
Kάμηλος φέρουσα φορτίον βάμβακος ωλίσθησεν εις την στενήν της αγοράς oδόν και πίπτουσα έθραυσεν ενός εργαστηρίου την θύραν. Ο κρότος της κρημνισθείσης θύρας, αι κραυγαί των αγωγιατών και των εντός του εργαστηρίου Εβραίων, η συρροή περί την πεσούσαν κάμηλον, ταύτα πάντα εξελήφθησαν εν ακαρεί ως αρχή οχλαγωγίας και επήλθε παραζάλη γενική και φυγή και τρόμος.
Όταν υπάρχη η απαιτουμένη δόσις ψυχολογικής προδιαθέσεως, δεν απαιτείται πολύ προς διάδοσιν πανικού φόβου. Ατυχώς δε υπήρχε λόγος ισχυρός προς ύπαρξιν τοιαύτης προδιαθέσεως. Διότι των Τούρκων ο ερεθισμός οσημέραι ηύξανεν, ήσαν δε γνωσταί αι εις την συνοικίαν των συναθροίσεις και είχον ακουσθή απειλαί προσεχούς επιθέσεως. Αλλ' εγώ ουδέν εισέτι περί τούτων εγνώριζα, ουδέ προέβλεπα νέας κατά την ημέραν εκείνην συγκινήσεις.
Απεχαιρέτησα λοιπόν τους Εβραίους, εδίπλωσα επί του στήθους το φόρεμα προς πλειοτέραν προφύλαξιν του εντός του κόλπου μου σάκκου, και εκίνησα διά να επιστρέψω εις τα ίδια. Αλλά μόλις εισέβην εις την κεντρικήν της αγοράς οδόν, ακούω κραυγάς εκ νέου και αλαλαγμούς, και πριν έτι λάβω τον καιρόν ν' αποσυρθώ ή προφυλαχθώ, ευρίσκομαι εντός σμήνους Τούρκων τρεχόντων με τα ξίφη εις χείρας γυμνά. Πώς δεν με κατεπάτησαν, πώς δεν μ' εφόνευσαν, δεν δύναμαι και τώρα εισέτι να εννοήσω.
Το ρεύμα με παρέσυρε. Έτρεχα κ' εγώ μετ' αυτών. Ήρπαζα εδώ κ' εκεί λακτίσματα και γρονθοκοπήματα, αλλ' έτρεχα, έτρεχα κατάτρομος, μη γνωρίζων ούτε που πηγαίνω, ούτε τι θ' απογίνω, αλλ' ουδέ σκεπτόμενος περί τούτου. Ήτο ως όνειρον, αλλ' όνειρον φρικτόν. Εγνώριζα κάλλιστα τας οδούς της Σμύρνης, αλλ' οποίας οδούς διηρχόμην δεν έβλεπα, ουδέ τώρα ενθυμούμαι.
Ενθυμούμαι μόνον, ότι εις μίαν του δρόμου στροφήν είδα του Χανίου μας την θύραν αντικρύ μου και την ανεγνώρισα. Ήτο ημίκλειστος. Δεν γνωρίζω πώς ευρέθην εντός του Χανίου, εις το δωμάτιόν μου, πλησίον του πατρός μου. Όλα ταύτα έμειναν συγκεχυμένα εις την μνήμην μου.
Ενθυμούμαι ότι ευρέθην κείμενος επί του στρώματος, ύπτιος, ασθμαίνων· και, άνωθέν μου, κλίνων την κεφαλήν ο πατήρ μου μ' ερράντιζε με ύδωρ ψυχρόν.
Ενθυμούμαι ότι ησθάνθην βάρος επί του στήθους πολύ, και τότε μόνον συλλογισθείς τον σάκκον έφερα την χείρα εις τον κόλπον μου και τον εσήκωσα από το στήθος.
Ενθυμούμαι το μειδίαμα του πατρός μου, ότε τω παρέδωκα τον σάκκον. Το μειδίαμα εκείνο το υπέλαβα τότε ως έκφρασιν ευχαριστήσεως διά των χρημάτων την διάσωσιν. Αλλ ' αφού απέκτησα κ' εγώ τέκνα, τότε μόνον εννόησα την αληθή του σημασίαν.
― Τι με μέλει τώρα περί χρημάτων; δια σε, υιέ μου, με μέλει!
Ιδού του πατρικού εκείνου μειδιάματος η έννοια. Με ηγάπα ο πατήρ μου· με ηγάπα περιπαθώς. Ποτέ δεν μου το απέδειξε δι' εκχύσεων ή επιδείξεων τρυφερότητας. Μόνον αφού απέθανε και δεν τον είχα πλησίον μου, και ανεπόλουν τας περιπέτειας και τα ελάχιστα περιστατικά της πολυετούς συμβιώσεως μας, τότε μόνον ενόησα και εξετίμησα ακριβώς τον βαθμόν της προς εμέ στοργής του. Διατί τούτο; Αρά γε διότι απαιτείται να απολέσωμέν τι, όπως αισθανθώμεν την αξίαν του όλην; Ή μη διότι αι συμφοραί και τα δεινοπαθήματα μου ήνοιξαν βραδύτερον τον νουν και μου επλάτυναν την καρδίαν;
Πού εν τούτοις οι Τούρκοι εκείνοι έτρεχον; Κατόπιν το έμαθα. Διηυθύνοντο προς την συνοικίαν των Φράγκων με κακούς κατά των εκεί κατοικούντων σκοπούς. Ευτυχώς ο πασάς προλαβών ίσχυσε να τους κατευνάση και ουδέν απευκταίον συνέβη την ημέραν εκείνην. Δεν είχεν εισέτι επέλθει της αληθούς τρομοκρατίας η αρχή. Και όμως η οχλαγωγία εκείνη, η πρώτη Τούρκων ενόπλων κατά Χριστιανών διαδήλωσις, η πρώτη μου πραγματικού κινδύνου συναίσθησις, έμεινεν εγκεχαραγμένη εις την μνήμην μου, ζωηρότερον ίσως των όσων μετέπειτα είδα και έπαθα.
Από της ημέρας εκείνης οι Τούρκοι εγένοντο επιθετικώτεροι. Αίμα εισέτι δεν εχύνετο, αλλ' αι ύβρεις, αι απειλαί, τα βλοσυρά βλέμματα, η επίδειξις των όπλων, ήσαν προοίμια επίφοβα της επερχομένης καταιγίδος. Διότι τα πράγματα εδεινούντο, και εξηπλούτο η επανάστασις. Εις πάσαν δε κραυγήν ελευθερίας των Ελλήνων ανταπεκρίνετο νέα του τουρκικού φανατισμού έκρηξις, μέχρις ου επί τέλους έλειψε πας φραγμός και αφηνίασαν ως μαινόμενοι οι Τούρκοι, και έσφαξαν και ελεηλάτησαν και ηνδραπόδισαν.
Αι ειδήσεις δεν ήρχοντο μέχρις ημών ούτε τακτικώς ούτε ακριβώς, αλλ' έφθανεν όπως δήποτε έως των μυχών του Χανίου μας η αντήχησις των πρώτων εκείνων της εθνεγερσίας σεισμών. Ούτως εμανθάνομεν τα εν Βλαχία συμβαίνοντα, ούτως ηκούσαμεν μίαν ημέραν, ότι ο Μωρέας εσηκώθη, ότι ο αρχιεπίσκοπος Πατρών και οι προεστώτες της Πελοποννήσου ετέθησαν επί κεφαλής του κινήματος,― συγχρόνως δε ήλθεν η φήμη, ότι η Ύδρα και αι Σπέτσαι επανέστησαν.
Ότε, ανατρέχων δια της μνήμης εις το ένδοξον εκείνο παρελθόν, συλλογίζομαι τα καθέκαστα, και αναλύων τας τότε εντυπώσεις μου εξετάζω αυτάς ως αντανάκλασιν, ούτως ειπείν, της κοινής τότε γνώμης, καταλήγω συχνάκις εις το συμπέρασμα, ότι η ευθύς απ' αρχής του αγώνος συμμετοχή των ναυτικών μας νήσων εις το εθνικόν κίνημα συνετέλεσε, πλειότερον ίσως αφ' όσον πολλοί την σήμερον δύνανται να εννοήσωσιν, εις την στερέωσιν και την διάδοσιν της επαναστάσεως. Δεν λέγω τούτο διά την μεγίστην υλικήν βοήθειαν, την οποίαν τα ελληνικά πλοία παρέσχον εις το έθνος, ούτε διά τα λαμπρά κατορθώματα, δια των οποίων περιεβλήθη νέον στέφανον αμαράντου δόξης το ελληνικόν όνομα. Όχι· ταύτα τα είδομεν και τα ενοήσαμεν κατόπιν. Αλλ' ευθύς απ' αρχής, ότε ημείς οι ζώντες μακράν του κρατήρος της εθνικής εκρήξεως ηκούσαμεν ότι οι Υδραίοι και οι Σπετσιώται και οι Ψαριανοί ανεπέτασαν την σημαίαν της ελευθερίας, συνησθάνθημεν ζωηρότερον περί τίνος επρόκειτο.
Οι πλοίαρχοι της Ύδρας και των Σπετσών και των Ψαρών εξεπροσώπευσαν, δι' ορατού τρόπον τινά και συγκεκριμένου στοιχείου, τον γενικόν, τον πανελλήνιον χαρακτήρα της Επαναστάσεως. Διότι πολλοί εξ αυτών ήσαν γνώριμοι, πολλοί εθεωρούντο ως φίλοι, τα ονόματα και τα πρόσωπα των ήσαν γνωστά εις όλους τους λιμένας, εις πάσας τας αγοράς, όπου υπήρχον Έλληνες. Ώστε, ότε ηκούσαμεν ότι οι άνδρες εκείνοι, οι γνώριμοι, οι φίλοι μας, αγωνίζονται υπέρ Πίστεως και Πατρίδος και ωρκίσθησαν ή να ελευθερωθώσιν ή να αποθάνωσιν, ηλεκτρίσθημεν όλοι πολύ περισσότερον ή ότε εμάθομεν του Υψηλάντου το κίνημα, ή και αυτής της Πελοποννήσου την εξέγερσιν.
Ομιλώ περί των πρώτων αρχών του αγώνος και των πρώτων εντυπώσεων. Κατόπιν επήλθον άλλαι αφορμαί, όπως συναισθανθώμεν το αδιάρρηκτον του μετά των επαναστατών συνδέσμου μας. Οι Τούρκοι, σφάζοντες και καταστρέφοντες και ανδραποδίζοντες απανταχού άνδρας αόπλους και τα γυναικόπαιδα, εφρόντιζον να μας ενθυμίζωσι το αλληλένδετον του γένους, και αν ημείς είχομεν διάθεσιν να το λησμονήσωμεν.
Συγχώρει, αναγνώστα, τας παρεκβάσεις μου. Η γεροντική μου χειρ, υπείκουσα εις της γεροντικής μου καρδίας την ώθησιν, αρέσκεται ενδιατρίβουσα εις τας συσσωρευμένας αναμνήσεις των παθημάτων και των εντυπώσεων της νεότητός μου. Η πρόθεσίς μου είναι να περιορισθώ εις την αφήγησιν των περιπετειών του βίου μου. Αλλ' ο βίος ενός εκάστου ημών αποτελεί μικράν μονάδα συνεχομένην μετά του συνόλου των κυκλούντων ημάς στοιχείων. Πώς να χωρίζω εκάστοτε τας περιδονήσεις του ευτελούς ατόμου μου από της κινήσεως του γενικού ανεμοστροβίλου, εντός του οποίου παρεσύρετο;
Διά τούτο, και διότι είμαι γέρων, δεν θ' αποφεύγω ίσως πάντοτε τας τοιαύτας παρεκβάσεις γράφων τ' απομνημονεύματά μου. Αλλ' ουδεμίαν έχεις υποχρέωσιν να με αναγνώσης μέχρι τέλους, αναγνώστα μου. Ότε ήσο μικρός και σε έλεγε παραμύθια η τροφός σου, τα έλεγε διά να ευχαριστήση όχι μόνον την ιδικήν σου περιέργειαν, αλλά και την ανάγκην, την οποίαν η ιδία συνησθάνετο να τα λέγη. Σ' έπαιρνεν ίσως ο ύπνος ενίοτε. Αλλ' εξηκολούθει λέγουσα εκείνη, και συ εξυπνών ήκουες του διηγήματος το τέλος. Ιδού διατί ενθυμείσαι την αρχήν μόνον και το τέλος πολλών παραμυθιών, χωρίς ίσως να γνώριζες, διατί δεν ενθυμείσαι την μέσην. Αλλά το ιδικόν μου παραμύθι δεν έχει καθ' εαυτό ούτε αρχήν ούτε τέλος· ώστε δύνασαι να κοιμηθής από τούδε, αναγνώστά μου. Δεν με διακόπτεις.
Τα πρώτα περί της Επαναστάσεως ακούσματα ήλθον μέχρις ημών κατά την μεγάλην Τεσσαρακοστήν. Οποία Τεσσαρακοστή και τι Πάσχα ήτο εκείνο! Επηγαίνομεν τακτικώς εις την εκκλησίαν, καθόσον μάλιστα εκεί μετεδίδοντο αι ειδήσεις, συχνάκις ψευδείς, συνήθως εξωγκωμέναι, αλλ' επί τέλους αι μόναι ειδήσεις τας οποίας εμανθάνομεν. Και μη υποθέση τις ότι μας απέσπα τον νουν η περί ταύτα φροντίς από των εκκλησιαστικών τελετών. Απ' εναντίας! Το θρησκευτικόν αίσθημα ήτο ισχυρόν τότε, τα δε παθήματα του γένους ενεσαρκούντο, ούτως ειπείν, δι' ημάς εις τα πάθη του Χριστού, και αι κατανυκτικαί ακολουθίαι της Μεγάλης Εβδομάδος εξεπροσώπουν την ψυχικήν κατάστασιν του πληρώματος της Εκκλησίας.
Περί τα μέσα της Μεγάλης Εβδομάδος φήμαι απαίσιοι διεδόθησαν. Ηκούσθη ότι γίνονται φυλακισμοί και δημεύσεις και σφαγαί εις Κωνσταντινούπολη, ότι πολλοί εκ των προκρίτων του γένους απεκεφαλίσθησαν.
Την Κυριακήν του Πάσχα, εμάθομεν ότι εθανατώθη και ο μέγας Διερμηνεύς, ο Μουρούζης, ο δε τρόμος των αλλεπαλλήλων τούτων ακουσμάτων επέρριπτε πέπλον πένθους εις τα ευφρόσυνα της Αναστάσεως τροπάρια.
Μετ' ολίγας ημέρας διεδόθη φοβερά και καταπληκτική αγγελία. Ο Πατριάρχης εκρεμάσθη! Το πτώμα του εδόθη παίγνιον και όργιον εις τους Εβραίους! Και μας εθέρισε την καρδίαν η είδησις και μας έκοψε τα γόνατα!
Διότι ήμεθα υπό το κράτος διπλού αισθήματος πάντες· της φρίκης, την οποίαν εις πάντα Χριστιανόν, εις πάντα Έλληνα, επροξένει η κατά του ιερού προσώπου του Πατριάρχου, του Εθνάρχου, ιεροσυλία· και της συναισθήσεως, ότι ουδενός πλέον εξ ημών η ζωή ήτο εξησφαλισμένη. Εάν η Κυβέρνησις αυτή του Σουλτάνου απετόλμα τοιαύτα εις την πρωτεύουσαν κατά των αρχηγών, κατά των προκρίτων του γένους, οποίους κινδύνους διετρέχομεν οι άσημοι ραγιάδες ημείς εκ της αχαλινώτου θηριωδίας των Τούρκων της Σμύρνης, και έτι μάλλον των της Ανατολής;
Είχον ήδη προ ημερών αρχίσει να συσσωρεύωνται περί την Σμύρνην σμήνη άτακτα αγρίων οπλοφόρων, τους οποίους η δίψα του αίματος και της λεηλασίας είλκυεν από τα βάθη της Ανατολής. Ο πασάς εφαίνετο εισέτι κηδόμενος της ασφαλείας των κατοίκων και εκράτει εκτός της πόλεως τα θηρία, εκείνα.
Αλλ' η γειτνίασίς των εξήπτε και ηρέθιζε τους εγχωρίους Τούρκους. Εγίνοντο ούτοι από ημέρας εις ημέραν απειλητικώτεροι και εκ των απειλών μετέβαινον εις την πράξιν. Η χειρ έπιπτε συχνάκις επί της μαχαίρας, και ήρχιζεν η μάχαιρα να εξέρχηται ευκόλως της θήκης, πολλοί δε αθώοι επληγώθησαν καί τινες εθανατώθησαν εις τας οδούς της Σμύρνης.
Αλλά ταύτα ήσαν αι απαρχαί της θυσίας. Κατόπιν επήλθον τα όργια της λύσσης, αι σφαγαί και οι εμπρησμοί και αι αιχμαλωσίαι, όχι μόνον εις τας οδούς και τας αγοράς και εις των Χριστιανών τας οικίας, αλλά και υπό τας σημαίας των Προξενείων, και επί αυτών έτι των ευρωπαϊκών πλοίων, από των οποίων εκατοντάδες φυγάδων ηρπάγησαν και εσφάγησαν. Αλλά ταύτα μετέπειτα τα επληροφορήθην. Δεν τα είδα, και δεν θέλω να γράφω ειμή μόνον όσα είδα και υπέφερα.
Πολλοί εν τούτοις, από των πρώτων ημερών, ήρχισαν κρυφίως να φεύγωσι. Ανά πάσαν σχεδόν ημέραν εμανθάνομεν ότι εγένετο άφαντος εκ των γνωστών μας τις. Τι έπαθε! Μη τον εφόνευσαν; Μη κρύπτεται φοβηθείς; Εγίνετο επί τέλους γνωστή η φυγή του. Το δε παράδειγμα των φευγόντων, και ο φόβος των οσημέραι αυξανόντων κινδύνων, δεν μας άφινον να ησυχάσωμεν, τον πατέρα μου και εμέ. Μας κατέλαβεν ακατάσχετος ο πόθος της φυγής. Άλλο δεν εσκεπτόμεθα ειμή πώς ν' αναχωρήσωμεν.
Το δε πράγμα από ημέρας εις ημέραν απέβαινε δυσκολώτερον. Αι Τουρκικαί αρχαί δεν επέτρεπον πλέον την αναχώρησιν των ραγιάδων. Ελέγετο μάλιστα, αλλά δεν ηθέλομεν εισέτι να το πιστεύσωμεν, ελέγετο ότι οι πρόξενοι έλαβον διαταγάς ν' απωθώσι τους επί ξένων πλοίων προσφεύγοντας. Δεν το επιστεύομεν, και όμως ήτο αληθές. Ευτυχώς ευρέθησαν και πρόξενοι και πλοίαρχοι έχοντες σπλάγχνα, και μη θέλοντες να γίνωσι προμηθευταί σφαγίων εις τους Τούρκους!
Κατ' εκείνας τας ημέρας αφίχθη εις Σμύρνην αρχαίος του πατρός μου φίλος, ο καπετάν Βισβίλης, κυβερνήτης γολέτας υπό Ρωσσικήν σημαίαν. Ανέπνευσεν ο πατήρ μου, ότε μίαν πρωίαν τον είδεν εισερχόμενον εις το Χάνιον προς επίσκεψίν μας. Ο αγαθός πλοίαρχος ήρχετο να μας προσφέρη το πλοίον του. Εντός τριών ημερών, μετά την παράδοσιν του φορτίου, υπεσχέθη να μας μεταφέρη εις Χίον.
― Εις την Χίον; ανέκραξα, ότε μου εξεμυστηρεύθη ο πατήρ μου την απόφασίν του. Μη εκεί θα είμεθα ασφαλέστεροι απ' εδώ;
― Εκεί θα είμεθα όλοι ομού με την μητέρα και τας αδελφάς σου. Ή θα σωθούμεν μετ' αυτών, ή όλοι ομού ας καταστραφώμεν!
Εν τω μεταξύ προητοιμαζόμεθα. Αλλ' ούτε καιρόν διά προετοιμασίας είχομεν, ούτε ηθέλομεν να προδώσωμεν δι' ακαίρων μέτρων το μυστικόν σχέδιόν μας. Τα εμπορεύματα απεφασίσαμεν να τα παραιτήσωμεν εις το έλεος του Θεού, τα δε ασύνακτα χρέη εις των οφειλετών μας την συνείδησιν, εάν διασωθώσι και εκείνοι. Περιεσυνάξαμεν όσα χρήματα ηδυνήθημεν, και την τρίτην ημέραν μετά καρδίας παλλούσης επεριμένομεν του ηλίου την δύσιν, κατά την μετά του φίλου πλοιάρχου συνεννόησιν.



***



Κεφάλαιο Β'

Το φως του ηλίου είχε κρυβή, αλλά δεν είχεν εισέτι επέλθει της νυκτός το σκότος, ότε , κλείσαντες την αποθήκην, εξήλθομεν του Χανίου. Η πύλη ήτο εισέτι ανοικτή. Δεν είχομεν ούτε σάκκον, ούτε δέμα, ουδ' άλλο τι δυνάμενον να υποδείξη τους σκοπούς μας. Εις τους κόλπους μας μόνον και εντός των ενδυμάτων εκρύψαμεν ό,τι ηδυνάμεθα να φέρωμεν μεθ' ημών ασφαλώς και κρυφίως.
Ουδείς των γειτόνων ή συγκατοίκων εγνώριζε το μυστικόν μας. Αλλά κατ' εκείνην την στιγμήν μου εφαίνετο ως να το γνωρίζη ο κόσμος όλος· μου εφαίνοντο αι εισέτι ανοικταί θύραι και τα επί της αυλής παράθυρα ως να είχον οφθαλμούς και να έβλεπον, διά μέσου των φορεμάτων, τα βάθη των κόλπων μας και, βαθύτερον έτι, των καρδιών μας τα διανοήματα. Παρά την πύλην ίστατο ο γέρων φύλαξ με τας χείρας επί των νώτων.
― Πώς τόσον αργά έξω; μας ηρώτησε. Διά πού;
― Πηγαίνομεν εις την εκκλησίαν, απεκρίθη ο πατήρ μου.
Δεν ήτο ούτε ημέρα ούτε ώρα εσπερινού. Δεν ετόλμησα να είπω λέξιν προς τον πατέρα μου, αλλ' ήμην βέβαιος, ότι ο γέρων Οθωμανός ενόησεν ότι φεύγομεν και ότι θα τρέξη να μας καταδώση. Πάσα σκιά μακρόθεν μοι παρίστατο ως Γιανίτσαρος ή Ζεϊβέκης κρατών σπάθην εις τας χείρας· ανά παν βήμα ανέμενα απροσδόκητόν τινα καταστροφήν.
Χάριτι θεία ουδεμία απευκταία συνάντησις διετάραξε την πορείαν μας. Ο πλοίαρχος είχεν ορίσει πού θα τον εύρωμεν, εις απόκεντρον της πόλεως άκραν, και μας επερίμενεν εις το παράλιον· η λέμβος ήτο παρέκει· ερημία και ησυχία επί της ακτής άκρα, και η εσπέρα σκοτεινή. Επηδήσαμεν εντός της λέμβου και εμπρός!
Μόνον ότε ανέβημεν επί του πλοίου, ησθάνθην το στήθος μου ελαφρότερον και ανέπνευσα ελευθέρως. Ξένα πλοία δεν είχον εισέτι συληθή υπό των Τούρκων, ώστε, υπό την Ρωσσικήν της γολέτας σημαίαν, εφρόνουν ότι πας άμεσος κίνδυνος εξέλιπε. Εφανταζόμην δε, ότι φεύγοντες την Σμύρνην εφεύγομεν τους τρόμους και τα βάσανα και τους κινδύνους, και ελησμόνουν την πρώτην μου απ' αρχής εντύπωσιν, ότι μεταβαίνοντες εις Χίον δεν εσωζόμεθα από τους Τούρκους.
Άλλως τε, όσω το εσκεπτόμην τόσω επειθόμην ότι εκεί ηθέλομεν μείνει αβλαβείς και ήσυχοι. Οι ολίγοι της Χίου Τούρκοι ήσαν εξημερωμένοι επί τέλους δε ήσαν ολίγοι. Οι Χίοι ήσαν εργατικοί, φιλήσυχοι και ειρηνικοί. Ευημερούντες και αυτοδιοικούμενοι, ήσαν οι ευτυχέστεροι των Ελλήνων τότε. Δεν υπήρχεν άρα πιθανότης ούτε η επανάστασις να μεταδοθή εις Χίον, ούτε των Τούρκων η οργή και ο φανατισμός να εκσπάσωσι κατά των κατοίκων. Όθεν έβλεπα με ήσυχον την καρδίαν της αναχωρήσεως τας προετοιμασίας. Η άγκυρα εκρέματο ήδη από της πρώρας· άμα ανήλθομεν επί του καταστρώματος η λέμβος ανηρτήθη, τα ιστία ηπλώθησαν και απεπλεύσαμεν.
Εκοιμήθην την νύκτα ωραία. Αφ' ότου οι νυκτερινοί εκείνοι τουφεκισμοί με είχον εξυπνήσει κατά τας αρχάς Μαρτίου, ο ύπνος μου ήτο διακεκομμένος και ανήσυχος, εσχάτως δε οι αυξάνοντες κίνδυνοι και αι περί φυγής σκέψεις μου εκράτουν τα βλέφαρα ανοικτά και διηρχόμην αγρύπνους τας νύκτας. Αλλ' επί του πλοίου ησθανόμην ασφαλής. Εσκεπτόμην ολίγον την ματαιωθείσαν εις Αγγλίαν αποδημίαν, μου ήρχετο κατά νουν η τρομερά εκείνη εν τη αγορά παραζάλη, ότε έτρεχα άκων εν μέσω των Τούρκων, εφανταζόμην που και που, ότι έβλεπα ενώπιον μου τον Πατριάρχην επί της αγχόνης, αλλά τα δυσάρεστα φαντάσματα απεδίωξε βαθμηδόν της σωτηρίας η συναίσθησις, η προσδοκία της μετά της μητρός και των αδελφών μου συναντήσεως και αι γλυκείαι της παιδικής ηλικίας αναμνήσεις. Η νεότης είναι φύσει αμέριμνος και εύελπις· δεν αρέσκεται να ενδιατρίβη εις τα θλιβερά. Αι της Σμύρνης αναμνήσεις διελύθησαν βαθμηδόν υπό το πρίσμα ευχαρίστων ονειροπολημάτων και απεκοιμήθην εν γαλήνη, ναναριζόμενος από του σκάφους το τρίξιμον και από την ομαλήν επί των ελαφρών κυμάτων κίνησίν του.
Την αυγήν, ότε ανήλθα επί του καταστρώματος, ο ήλιος είχε μόλις ανατείλει. Αντικρύ μας εφαίνετο η Χίος, κεκαλυμμένη υπό διαφανούς πρωινής ομίχλης. Μακράν δε, προς τ' αριστερά, ο πατήρ μου τείνων σιωπηλώς την χείρα μου έδειξεν, ως σμήνος λευκών περιστερών, σειράν ιστίων επικαθημένων επί του ορίζοντος. Ο γέρων Βισβίλης,― νομίζω ότι τον βλέπω ενώπιον μου τώρα, ενώ γράφω,― όρθιος επί της πρύμνης, με τας δύο χείρας επί του μετώπου και κύκλω των οφθαλμών, ητένιζε μετά προσοχής, ωσεί προσπαθών να μετρήση τα πλοία.
― Έρχονται, ή φεύγουν; ηρώτησεν ο πατήρ μου.
― Πηγαίνουν προς την Σάμον, απεκρίθη ο πλοίαρχος. Ο θεός μαζή των!
― Αμήν, υπέλαβεν ο πατήρ μου. Και οι δύο γέροντες έκαμαν τον σταυρόν των.
Πρώτην τότε φοράν επεφάνη εις εμέ συσσωματωμένη η ιδέα της Επαναστάσεως, η αίσθησις της Εθνεγερσίας. Αι λευκαί εκείναι περιστεραί ήσαν του Ελληνικού στόλου τα πλοία. Επ' αυτών εκυμάτιζε του Σταυρού η σημαία. Και διέτρεχον τα πλοία εκείνα τας Ελληνικάς θαλάσσας ελεύθερα, και ήσαν επ' αυτών άνδρες γενναίοι και άφοβοι, και επεδείκνυον από παραλίαν εις παραλίαν την σημαίαν των, εμψυχούντες τους Χριστιανούς και αψηφούντες τους Τούρκους, και επί της σημαίας εκείνης ήσαν χαραγμέναι αι λέξεις « Ελευθερία ή θάνατος!»
Ότε είδα τους δύο γέροντας τοσούτον συγκινημένους ησθάνθην εν εμαυτώ αίσθημα απερίγραπτον, απερίγραπτον τοσούτω μάλλον, καθόσον ήτο αόριστον και συγκεχυμένον. Ησθάνθην ως να εγίνετο πλατύτερον το στήθος και υψηλότερον το σώμα μου. Αλλ' ήτο στιγμιαίον και παροδικόν το αίσθημα. Ίσως δε, ίσως γράφων τώρα, περιγράφω μάλλον τι ηδυνάμην να συναισθανθώ τότε, η ό,τι πραγματικώς και ακριβώς συνησθάνθην.
Μετ' ολίγας ώρας απεβιβαζόμεθα εις Χίον.
Επερίμενα να ίδω κατά το σύνηθες την παραλίαν πλήθουσαν, και γνωρίμους και φίλους επί της προκυμαίας, και ν' ακούσω τα εύθυμα Κ α λ ώ ς ω ρ ί σ α τ ε και τους χαριεντισμούς, οίτινες άλλοτε, κατά τοιαύτας περιστάσεις, αντηλλάσσοντο μεταξύ της αποβάθρας και της λέμβου. Αλλά το παρά την αποβάθραν καφενείον ήτο κενόν, η προκυμαία έρημος, έρημος η αγορά. Εις τας θύρας μόνον εργαστηρίων τινών οι ιδιοκτήται, κατηφείς και σιωπηλοί, μας έβλεπον απορούντες και μας εχαιρέτων διαβαίνοντας.
Η θέα της γενικής εκείνης κατηφείας με κατετάρασσε και μου ήρχετο να φωνάξω ερωτών τους προ των εργαστηρίων πραγματευτάς:― Δι' όνομα θεού, τι έπαθεν η Χίος; τι συμβαίνει; Αλλ' εβάδιζα κατόπιν του πατρός μου ακολουθών τα ίχνη του, και δεν ήμην συνειθισμένος να λαμβάνω την πρωτοβουλίαν ποτέ, εκείνου παρόντος.
Ευτυχώς ουδ' εκείνος εκρατήθη επί πολύ, αλλ' εισχωρήσας εις εργαστήριον αρχαίου γνωρίμου του απηύθυνεν, άνευ προοιμίου εξηγούντος την παρουσίαν μας, την αυτήν εκείνην ερώτησιν, ήτις μου ήρχετο εις τα χείλη.
― Ηύρες την ώραν να επιστρέψης, φίλε μου. Εδώ είναι κόσμου χαλασμός.
Αύται ήσαν αι πρώται του εμπόρου λέξεις. Αλλ' η τοιαύτη μελαγχολική υποδεξίωσις δεν τον εμπόδισεν από του να μας επιδείξη την ευχαρίστησίν του επί τη μετά του πατρός μου συναντήσει. Μας ηνάγκασε να καθήσωμεν, επέμεινε να μας κεράση και μεταξύ φιλοξενών μας διηγήθη τα διατρέξαντα.
Τότε εμάθομεν ότι ο στόλος, τον οποίον είδομεν την αυγήν πλέοντα προς την Σάμον, είχε διαμείνει δέκα ημέρας εις τα παράλια της Χίου, υπό τον ναύαρχον Τομπάζην, προς εξέγερσιν της νήσου, αλλ' ότι οι Τούρκοι, άμα ιδόντες τα Ελληνικά πλοία, συνέλαβον τον αρχιερέα και τους προκρίτους, τους οποίους εισέτι εκράτουν ως ομήρους εντός του φρουρίου, οι δε χωρικοί δεν εκινήθησαν, και απέπλευσεν άπρακτος ο στόλος. Και μας αφηγήθη λεπτομερώς ο εργαστηριάρης των δέκα εκείνων ημερών τας περιπετείας, και απηρίθμει τα ονόματα των συλληφθέντων ομήρων, ονόματα σεβαστά και προσφιλή, και περιέγραφε μετά συγκινήσεως τον τρόμον, τον οποίον η σύλληψίς των καθ' όλην την νήσον ενέσπειρε. Διότι ήσαν ήδη γνωσταί αι εν Κωνσταντινουπόλει σφαγαί, η δε κράτησις των ομήρων εθεωρήθη, ευλόγως, ως προοίμιον χειροτέρων παθημάτων. Ώστε ενοήσαμεν, διατί ήτο έρημος και κατηφής η πόλις. Ενοήσαμεν δε ταυτοχρόνως, ότι η Σμύρνη δεν ήτο η μόνη επικίνδυνος διαμονή· ότι όπου ένοπλοι Τούρκοι και υπόδουλοι Έλληνες, εκεί θηριώδης αγριότης εξ ενός και διαρκής αφ' ετέρου αγωνία.
Κατηυθύνθημεν σιωπώντες προς την οικίαν μας. Ότε έκρουσεν ο πατήρ μου την θύραν, είδα έν δάκρυ σιωπηλόν επί της παρειάς του. Αλλ' εγώ ησθανόμην την καρδίαν μου σειομένην υπό της φαιδράς πλημμύρας αρχαίων αναμνήσεων, και ότε ήνοιξε την θύραν η Ανδριάνα, η ορφανή της τροφού μου θυγάτηρ, η εύθυμος συμπαίκτρια των παιδικών μου χρόνων, η αφωσιωμένη της μητρός μου υπηρέτρια, ότε ήνοιξε την θύραν και ιδούσα ημάς απροσδοκήτως ενώπιον της, έκθαμβος και περιχαρής ήνοιγε τα χείλη να φωνάξη της ελεύσεώς μας την αγγελίαν, εγώ εχύθην και, πριν έτι προφθάση να κράξη, έκλεισα με την μιαν χείρα το στόμα της, με την άλλην δε έσυρα την λευκήν ουράν του χιακού κεφαλοδέσμου της, και ελύθησαν αι πλεξίδες της, και έμεινεν εις την χείρα μου η λευκή οθόνη. Ελησμόνησα κατ' εκείνην την στιγμήν και το προς τον πατέρα μου σέβας, και τα διελθόντα επτά έτη αφ' ότου ήμην απών, και τους οιωνούς, υπό τους οποίους επέστρεφα εις την πατρικήν οικίαν.
Η χαρά της μητρός μου, ότε μας είδεν, επεσκίασε παν άλλο της αίσθημα. Την ηύρα γεροντοτέραν αφ' ό,τι την εγνώριζα την καλήν μου μητέρα, αι δε αδελφαί μου, τας οποίας αφήκα παιδία μικρά, ήσαν ήδη ανθηρά κοράσια. Ω! Μετά πόσης χαράς επιστρέφει τις μετά μακράν απουσίαν εις την οικίαν, όπου εγεννήθη, πλησίον εκείνων τους οποίους παιδιόθεν ηγάπησε! Πόσον γλυκείαι αι ώραι των πρώτων συναντήσεων και αι περιποιήσεις προσφιλούς μητρός οδηγούσης τον επανακάμπτοντα υιόν εις το παλαιόν δωμάτιον, εις την κλίνην, όπου προ ετών δεν εκοιμήθη, και αι ασυνάρτητοι εκφράσεις τρυφερότητος, και τα δάκρυα χαράς τα διακόπτοντα την ομιλίαν της, και οι περιπαθείς εναγκαλισμοί, και τα μητρικά φιλήματα! Η δυστυχής μου μήτηρ, πόσα έμελλεν εισέτι να υποφέρη πριν κλείση τους οφθαλμούς.
Ο πατήρ μου ηθέλησε να μεταβώμεν αμέσως εις την εξοχήν, εις τον Πύργον μας, αλλ' η Δημογεροντία δεν το επέτρεψε. Δεν εσυγχωρείτο εις ουδεμίαν των ευπόρων οικογενειών ν' αναχωρήση εκ της πόλεως. Οι Τούρκοι, εκτός των εν τω φρουρίω κρατουμένων, ήθελον όλους ημάς εκεί, πλησίον, υπό την χείρα, υπό την μάχαιράν των.
Εμείναμεν λοιπόν θέλοντες και μη εις την πόλιν, πιστεύοντες ότι, ούτως ή άλλως, δεν θα βραδύνωσι τα πράγματα να ησυχάσωσιν. Ουδείς ηδύνατο να προΐδη έκτοτε την μακράν του αγώνος διάρκειαν. Εμείς δ' εν Χίω, χρεωστώ να το ομολογήσω, δεν είχομεν κατ' αρχάς μεγάλας περί τελικής επιτυχίας ελπίδας. Απ' εναντίας. Εβλέπομεν εκ του πλησίον των Τουρκικών δυνάμεων τον όγκον, τον εβλέπομεν δε υπό το πρίσμα των αρχαίων εντυπώσεων και υπό του τρόμου την πίεσιν. Η δ' επανάστασις δεν είχεν εισέτι αναδείξει την ισχύν της διά των κατά ξηράν νικών και διά των επί θαλάσσης κατορθωμάτων της.
Και βραδύτερον όμως, ότε ήρχισαν των Ελληνικών όπλων οι θρίαμβοι, αι περί αυτών ειδήσεις δεν ίσχυον να ουδετερώσωσι την αποθάρρυνσιν, την οποίαν αι πέριξ ημών καταστροφαί ενέσπειραν εις τας καρδίας μας. Διότι έκαστον των επαναστατών ανδραγάθημα είχε την ανταπόδοσίν του, όπου οι Τούρκοι εδέσποζον. Την πρώτην Τουρκικού δικρότου πυρπόλησιν επηκολούθησεν ο θρήνος των Κυδωνιών και αι φρικώδεις της Σμύρνης σφαγαί· την εν Σάμω των εχθρών ήτταν διεδέχθησαν τα εν Κύπρω αιμοχαρή όργια· μετά την άλωσιν της Τριπολιτσάς επήλθε της Κασσάνδρας η ερήμωσις!
Και εν τούτοις ο αρχιερεύς και οι πρόκριτοι εκρατούντο εντός του φρουρίου, ο δ' αριθμός της εν αυτώ φρουράς ηύξανε διά νέων εκάστοτε επικουριών, αι δε καταπιέσεις επετείνοντο και μας έρριπτον άγρια βλέμματα οι Τούρκοι και ηκόνιζον τα ξίφη των, ενώ αντικρύ μας, καθ' όλα της Ανατολής τα παράλια, επεσωρεύοντο αγέλαι θηρίων ετοίμων να επιπέσωσιν εις την νήσον μας! Όχι· η περί ημάς ατμοσφαίρα δεν ήτο κατάλληλος προς ανύψωσιν του φρονήματος· η κεφαλή μας έκλινεν υπό τον ανεμοστρόβιλον της καταδρομής και ελπίδες γενναίαι, δεν εισεχώρουν εις την ψυχήν μας.
Η μόνη του πατρός μου ελπίς,― ελπίς όχι αποσείσεως του ζυγού, αλλά συμβιβασμού και συνδιαλλαγής,― εστηρίζετο εις την αρωγήν της Χριστιανοσύνης. Αλλ' ο φίλος του Ζενάκης ουδαμώς παρεδέχετο της τοιαύτης αρωγής την πιθανότητα. Εσφίγγετο η καρδία μου, ότε τον ήκουα ελεεινολογούντα το κίνημα και θρηνούντα εκ προοιμίων απάσας τας συνεπείας του. Ο πατήρ μου εφαίνετο μη πειθόμενος και επέμενεν ελπίζων, αλλ' ο Ζενάκης ήτο υποπρόξενος, δεν ενθυμούμαι τίνος εκ των δευτερευουσών δυνάμεων,― της Ολλανδίας νομίζω,― ώστε εις εμέ οι λόγοι του εφαίνοντο πλήρεις βαρύτητος και επισημότητος.
Αρχαίος του πατρός μου φίλος και γείτων, ήτο εκ των ολίγων οίτινες κατ' εκείνην την εποχήν εσύχναζον εις την οικίαν μας. Ως εκ του αξιώματός του ευρίσκετο εις καθημερινήν μετά των λοιπών προξένων επαφήν, η δε ανθελληνική τότε των Δυνάμεων πολιτική, ρυθμίζουσα του εν Χίω προξενικού σώματος τας ιδέας, αντενακλάτο εις του Ζενάκη την γλώσσαν. Αι περί επαναστάσεως εκφράσεις του δεν ήσαν ούτε διά το παρόν επαινετικαί, ούτε ενθαρρυντικαί διά το μέλλον.
― Δεν επεμβαίνει η Ευρώπη και ησύχασε, έλεγε και επανέλεγε προς τον πατέρα μου· οι βασιλείς δεν συμπεθερεύουν με αποστάτας.
― Και θ' αφήσουν τον Σουλτάνον να σφάξη τους Έλληνας όλους! ανέκραζεν ο πατήρ μου.
― Ας προσκυνήσουν και ας ζητήσουν το έλεός του, απεκρίνετο ο Ζενάκης.
Και μου φαίνεται ότι τον ακούω επιλέγοντα την συνήθη του φράσιν, όποτε ήτο περί επαναστατών ο λόγος,― Επήραν το Γένος εις τον λαιμόν των!
Και παρήλθεν ούτω το θέρος, μετά δε το θέρος ήλθε το φθινόπωρον, και διεδέχθη το φθινόπωρον ο χειμών. Πώς διήλθον οι δέκα μήνες εκείνοι, καθ' ους έζήσαμεν μεταξύ σφύρας και άκμονος, λησμονούντες την διάρκειαν της χθες εν τη προσδοκία της αύριον;
Επεχειρίσθης ποτέ, αναγνώστα, υψηλού όρους την ανάβασιν; Αρχίζεις μετά θάρρους την πορείαν· είναι τραχεία η άνοδος και ο ιδρώς περιβρέχει εντός ολίγου το μέτωπόν σου. Αλλ' η προς το τέρμα προσέγγισις σμικρύνει του κόπου την αίσθησιν. Την βλέπεις άνωθεν σου την κορυφήν. Προχωρείς προς αυτήν. Επλησίασες! Ολίγα έτι μένουν βήματα. Έφθασες! Αλλ' όχι. Δεν ήτο τούτο η κορυφή. Σε ηπάτησε του βουνού το εξόγκωμα. Παρέκει, υψηλότερα είναι η αληθής κορυφή του. Η απόστασις δεν φαίνεται μεγάλη. Εμπρός! Και αρχίζεις εκ νέου την ανάβασιν, με τα γόνατα ολιγώτερον στερεά, με ταχυτέρους της καρδίας παλμούς. Και φθάνεις εκεί, και την κορυφήν την βλέπεις μακρύτερα πάλιν. Και τας δυνάμεις σου τας εξήντλησας ήδη αγωνιζόμενος να φθάσης εις το τέρμα, το δε τέρμα απομακρύνεται καθόσον νομίζεις ότι το ήγγισες. Καταβεβλημένος, ασθμαίνων, βλέπεις επί τέλους τον ουρανόν όπισθεν της τελευταίας άκρας, και τότε πίπτων επί του χώματος, όπως αναλάβης δυνάμεις, βλέπεις κάτω την κοιλάδα και θαυμάζεις το ύψος εις το οποίον ανήλθες!
Ιδού πώς διήλθον οι μήνες εκείνοι. Ανεβαίνομεν το βουνόν, αλλ' απ' αρχής εκάλυπτον νέφη την κορυφήν και δεν την εβλέπομεν. Ότε δ' επί τέλους εφθάσαμεν εις την άκραν, εύρομεν κρημνόν ενώπιον μας και βάραθρον, και αντί ν' αναπαυθώμεν επί του υψώματος εκρημνίσθημεν κατακόρυφα.
Αλλ' ενόσω οι Τούρκοι δεν έσφαζον και δεν εξηνδραπόδιζον εθεωρούμεθα ευτυχείς, αναλογιζόμενοι τα αλλαχού συμβαίνοντα. Αι γυναίκες δεν εξήρχοντο ποσώς της οικίας, ημείς δε απεφεύγομεν, όσω το δυνατόν, πάσαν μετά Τούρκου συνάντησιν, και ζώντες λάθρα ανεμένομεν μεθ' υπομονής, αλλά και μετά πολλής αγωνίας, να παρέλθη η οργή Κυρίου.
Εν τούτοις η διαρκής κράτησις των ομήρων, η εξακολουθητική εντός του φρουρίου επισώρευσις Τούρκων εκ της Ασίας, η βιαία αφαίρεσις παντός όπλου από των κατοίκων απάντων της νήσου, ταύτα πάντα ουδέν αγαθόν δι' ημάς προεμήνυον. Προησθανόμεθα εγγίζουσαν την καταστροφήν καθόσον εβλέπομεν τον σάλον της επαναστάσεως πλησιάζοντα εις τα παράλιά μας. Πέριξ ημών η νήσος των Ψαρών αφ' ενός και η Σάμος αφ' ετέρου ήσαν ήδη προ μηνών ελεύθεραι, απόπειραι εξεγέρσεως εγένοντο εν Μιτυλήνη, τα δ' ελληνικά πλοία, περιτρέχοντα εν θριάμβω το πέλαγος, περιέπλεον επί μάλλον και μάλλον συχνότερον εις τα νερά της Χίου.
Εσπέραν τινά ο Ζενάκης μας έφερε μυστηριωδώς την είδησιν, ότι ο πασάς υποπτεύεται επικειμένην κατά της νήσου επίθεσιν.
Την επιούσαν τεσσαράκοντα προύχοντες νέοι προσβληθέντες εκρατήθησαν εντός του φρουρίου, και εδιπλασιάσθη ούτω των ομήρων ο αριθμός. Ο πατήρ μου δεν ήτο ευτυχώς εκ των ευπορωτέρων της Χίου πολιτών και δεν συμπεριελήφθη εις την καταγραφήν. Μετ' ολίγας ημέρας ηκούσθησαν ψιθυρισμοί, ότι πλοία Σαμιακά απεβίβασαν αποστόλους και ότι έμενον ούτοι κρυπτόμενοι εις τ' απόκεντρα της νήσου χωρία.
Οι Τούρκοι εφαίνοντο προδήλως ανήσυχοι· περιπολίαι αυτών περιέτρεχον τα χωρία· τινές των ομήρων απεστάλησαν εις Κωνσταντινούπολη. Τα πράγματα εφαίνοντο δεινούμενα. Εβλέπομεν ότι κρίσιμα συμβάντα επίκεινται.
Οι φόβοι μας δεν εβράδυναν να πραγματοποιηθώσι. Την ενάτην Μαρτίου (1822), προς το απόγευμα, τεσσαράκοντα περίπου πλοία εφάνησαν εις το πέλαγος αντικρύ μας και διεδόθη από οικίας εις οικίαν η είδησις ότι έρχονται οι επαναστάται. Εκ του υπερώου της οικίας μας έβλεπα τα πλοία πλησιάζοντα προς τον λιμένα μας, και ήκουα εις το φρούριον κρουόμενα τα τύμπανα εις σημείον κινδύνου. Οι Τούρκοι εκλείσθησαν περιμένοντες την έφοδον.
Την αυτήν εκείνην εσπέραν, περί ηλίου δυσμάς, κατηυθύνθημεν κατεσπευσμένως εις την εξοχήν προς τον πύργον μας. Ουδ' ήμεθα οι μόνοι φεύγοντες
Απέναντι του αμέσου κινδύνου ελησμονήθη και της Δημογεροντίας η απαγόρευσις και της τουρκικής εξουσίας ο φόβος.
Και παρητήσαμεν ούτω την πατρικήν οικίαν.
Μετά τριάκοντα έτη επεσκέφθην ως ξένος την πατρίδα και είδα κατεστραμμένην την Χίον και ηρειπωμένην την οικίαν μας. Αλλ' ο πατήρ μου απέθανε πλάνης και φερέδικος, ουδ' είχε πριν αποθάνη την παρηγορίαν να ίδη καν τα τέκνα του ανακτώντα επί ξένης γης την άνεσιν και την ευημερίαν. Απέθανεν ενόσω διήρκει έτι η θλίψις της καταστροφής και της εξορίας η κακοπάθεια. Αλλά τότε φεύγοντες δεν ηδυνάμεθα να προΐδωμεν, ότι παραιτούμεν την εστίαν μας διά παντός και ότι θα διέλθωμεν όσα διήλθομεν.
Καθ' όσον απεμακρυνόμεθα της πόλεως συνηντώμεθα μετά των χωρικών, οίτινες αθρόοι κατέβαινον προς αυτήν. Ήσαν άοπλοι, αλλ' υπήγαινον επί σκοπώ να παραλάβωσιν εκ του στόλου όπλα. Εγνώριζον εκείνοι όσα ημείς δεν εγνωρίζομεν. Ο Λογοθέτης και ο Μπουρνιάς επί κεφαλής τρισχιλίων Σαμίων ήσαν εντός των πλοίων και ήρχοντο να ελευθερώσωσι την Χίον. Δυστυχώς δεν μας έφερον την ελευθερίαν, αλλά την καταστροφήν. Εν τούτοις την επομένην πρωίαν απεβιβάσθησαν και εκυρίευσαν αμαχητί την πόλιν, ελπίζοντες ότι οι εν τω φρουρίω κλεισθέντες Τούρκοι δεν θα βραδύνωσιν εξ ανάγκης να παραδοθώσιν.
Ενώ ταύτα συνέβαινον, ημείς εμένομεν ήσυχοι εις την εξοχήν. Ο κρότος μόνον των πυροβόλων ετάραττε που και που την ησυχίαν μας και ενθύμιζεν επί οποίου κρατήρος εκείμεθα. Αλλ' οι πυροβολισμοί δεν ήσαν συνεχείς. Το δε κατ' εμέ, δεν ηξεύρω πώς και διατί, αλλ' εκεί εις την εξοχήν ελησμόνουν και μερίμνας και φόβους. Είχα αρά γε συνειθίσει πλέον την ζωήν εκείνην των αενάων ανησυχιών; Είχα μήπως ενθαρρυνθή υπό της ιδέας ότι η σημαία της Ελευθερίας εκυμαίνετο επί της πατρίδος μου; Ή απλώς και μόνον ο οργασμός του έαρος και η μυστηριώδης της αναγεννωμένης φύσεως ηδονή μετεδίδοντο εις την καρδίαν μου, και έζων καθώς ζώσι τα άνθη, και εσκεπτόμην όσον σκέπτεται το πτηνόν;
Δεν ηξεύρω. Αλλ' οσάκις αναπολώ την σύντομον δυστυχώς περίοδον εκείνην της εις τον πύργον διαμονής, δεν ενθυμούμαι τρόμους και φόβους και νύκτας αγρύπνους και ημέρας εναγωνίους. Ενθυμούμαι μόνον τας πορτοκαλέας ανθισμένας, και ευώδη τον αέρα, και τα κελαδήματα των πτηνών, και το τρίξιμον του μαγγανοπηγάδου, και τον γέροντα κηπουρόν καθαρίζοντα των δένδρων τας ρίζας, και την θέαν του Κάμπου και της θαλάσσης από του εξώστου του πύργου μας. Ταύτα μόνον ενθυμούμαι.
Και όμως ήμην είκοσι ετών και ενός νέος τότε! Τώρα δε, καθ' ην στιγμήν γράφω τας αναμνήσεις ταύτας, απορώ, και εξανίσταμαι κατ' εμαυτού, πώς αντί να καταφύγω εκεί εις τον εξοχικόν πύργον μετά των γερόντων γονέων και των αδελφών μου, πώς δεν έδραμα να καταταχθώ υπό την σημαίαν του αγώνος, πώς δεν έλαβα κ' εγώ τα όπλα εις χείρας, και ας έπιπτα επί τέλους πολεμών. Αλλά τώρα σκέπτομαι και αισθάνομαι αλλέως ή τότε. Τότε... Ανάγκη, αναγνώστά μου, αφού εκθέτω τας περιπετείας του βίου μου, ανάγκη να σ' εξοικειώσω περισσότερον μετά του ταπεινού ατόμου μου. Ανάγκη να εξομολογηθώ, εν πάση ειλικρινεία και μετριοφροσύνη, πώς και διατί, ούτε ψυχικώς, ούτε σωματικώς, δεν είχα τα προσόντα, όπως πράξω τότε ό,τι σήμερον υπό παρομοίας περιστάσεις ήθελα απαιτήσει να πράξωσι τα τέκνα μου. Δεν θα με ανυψώση εις την εκτίμησίν σου η εξομολόγησις αύτη, αλλ' η πρόθεσίς μου δεν είναι να σ' εξαπατήσω παριστών εμαυτόν ως καλλίτερον αφ' ό,τι ήμην και αφ' ό,τι είμαι.
Είπα ψυχικώς και σωματικώς.
Σωματικώς, φίλε αναγνώστα, η πικρά αλήθεια είναι, ότι είμαι λίαν μικρός, και ότι ουδέποτε κατόρθωσα, ενώπιον είτε ανδρών είτε γυναικών, να λησμονήσω το ταπεινόν του αναστήματος μου· επειδή δ' εγώ το ενθυμούμαι, νομίζω πάντοτε ότι και οι άλλοι το παρατηρούν. Τώρα εισέτι, καίτοι τιμώμενος υπό των συμπολιτών μου, καίτοι συχνάκις κατέχων την πρωτοκαθεδρίαν εις τας ομηγύρεις των, είτε χάριν απλώς της προβεβηκυίας ηλικίας μου, είτε ένεκα της ευμενούς προς εμέ διαθέσεώς των, ποτέ, το ομολογώ, ποτέ δεν δύναμαι να περιστείλω την δειλίαν, την οποίαν γεννά εν εμαυτώ της μικροσωμίας μου η συναίσθησις.
Και τώρα τουλάχιστον είμαι υγιής· αλλά μέχρις ου ανδρωθώ, το φιλάσθενον της κράσεως απετέλει έτι μάλλον ευτελές το σώμα μου. Η δε αγωγή τότε των παίδων δεν ήτο οποία την σήμερον. Ούτε εις το σχολείον, ούτε μετέπειτα έλαβα ποτέ αφοράς σωμασκίας. Οι γονείς τότε ουδ' εγνώριζον ουδ' εφρόντιζον περί της ανάγκης της σωματικής αναπτύξεως των τέκνων των.
Τοιούτος λοιπόν ήμην· μικρός και ασθενής το σώμα. Εις το σχολείον του παππά Φλούτη ήμην το παίγνιον των συμμαθητών μου, εις Σμύρνην δε εντός του Χανίου ήμην γνωστός υπό το όνομα Μικρο―Λουκής. Η δε τοιαύτη των άλλων περιφρόνησις, επενεργούσα εις την ιδικήν μου περί εμαυτού εκτίμησιν, δεν υπεβοήθη βεβαίως την ανάπτυξιν ηρωικών διαθέσεων.
Εάν τότε εγνώριζα όσα την σήμερον, τα υπολανθάνοντα εντός της ψυχής μου αισθήματα ήθελον ίσως ζητήσει και εύρει διέξοδον, υπερνικώντα τας φυσικάς μου ελλείψεις. Αλλά και η ψυχή μου τότε ήτο μικρά και αγύμναστος όσον το σώμα μου. Διότι ήμην αμαθής, αμαθέστατος, ως υπέδειξα ήδη, αναγνώστά μου. Ουδέ την ορθογραφίαν είχε κατορθώσει να με μάθη ο καλός παππά Φλούτης, καίτοι παραδώσας με δήθεν τον Αίσωπον και λόγους των Πατέρων. Όσα Ιταλικά και Γαλλικά εδιδάχθην τα έμαθα διά του Τηλεμάχου. Αλλά και τούτον ολόκληρον ουδέποτε ανέγνωσα· αφ' ότου δ' εξήλθα του σχολείου δεν ήνοιξα ποτέ βιβλίον προς ανάγνωσιν, εκτός των εμπορικών καταστίχων μας. Είχα αμυδράς τινας και συγκεχυμένας ιδέας περί Λεωνίδα και Μαραθώνος και περί της Γαλλικής επαναστάσεως, αλλά περί ελευθερίας και ανεξαρτησίας και των υψηλοτέρων του ανθρώπου αισθημάτων ουδέν εσκεπτόμην ουδ' εγνώριζα ωρισμένον και ευκρινές. Κόσμος μου ήτο το Χάνιον και πατριωτισμός μου το ισοζύγιον. Εχρειάσθη να κυλισθώ εις την δυστυχίαν, να ίδω την καταστροφήν, τα βάσανα των περί εμέ, να παρασταθώ εις της αναγεννωμένης Ελλάδος τας ωδίνας, να ίδω εκ του σύνεγγυς τας θυσίας και να εκτιμήσω τα ελατήρια των αγωνιζομένων τέκνων της, όπως ανοίξη η ψυχή μου τους οφθαλμούς της και αναφλεχθή το εν αυτή υποκρυπτόμενον πυρ του πατριωτισμού, όπως διψάσω μάθησιν και εννοήσω τον κόσμον και γείνω άνθρωπος... μικρός όμως πάντοτε άνθρωπος!



***



Κεφάλαιο Γ'

Ο Πύργος μας και οι περί αυτόν κήποι ήσαν προικώον της μητρός μου κτήμα. Η πατρική της οικογένεια είχεν απ' αρχαίων χρόνων μεγάλας εκεί πέριξ ιδιοκτησίας, αίτινες διά κληρονομικών και προικώων διανομών διεμοιράσθησαν μεν από γενεάς εις γενεάν, αλλά δεν απεξενώθησαν. Ώστε ήμεθα εκεί περικυκλωμένοι υπό συγγενών της μητρός μου, των οποίων οι Πύργοι εγειτόνευον μετά του ιδικού μας. Ουδείς δε σχεδόν των Πύργων τούτων ήτο κατ' εκείνην την εποχήν κενός. Διότι τινές μεν των ιδιοκτητών κατώκουν αυτούς καθ' όλον τον ενιαυτόν, οι δε λοιποί είχον παραιτήσει τας εν τη πόλει κατοικίας των καθ' ην ημέραν και ημείς εδραπετεύσαμεν επί τη εμφανίσει των Σαμίων, αψηφήσαντες των αρχών την απαγόρευσιν.
Όθεν ευρισκόμεθα συντροφευμένοι εις την εξοχήν. Ήτο δε τοσούτω μάλλον ευχάριστον να βλεπώμεθα μετά των οικείων, καθ' όσον εν τη τρομοκρατία υπό την οποίαν, εσχάτως μάλιστα, διεβιούμεν εις την πόλιν, ούτε των οικιών μας εξηρχόμεθα ούτε επισκέψεις αντηλλάσσομεν. Αι θύραι έμενον κλεισταί και ημίκλειστα τα παράθυρα. Προσπαθώ ήδη να ενθυμηθώ, εάν επί μήνας είδα ξένον αναβαίνοντα την κλίμακα μας και δεν ενθυμούμαι ειμή μόνον το κατηφές του Ζενάκη πρόσωπον.
Εις την εξοχικήν ιδίως εκκλησίαν συνηντώμεθα, και εις τον αυλόγυρόν της, μετά την απόλυσιν των ακολουθιών, εγίνετο η συναναστροφή. Ήτο η Μεγάλη και πάλιν Τεσσαρακοστή. Συχνάκις δε υπό τα δένδρα του αυλογύρου εκείνου ανεπόλουν τας συγκινήσεις, υπό τας οποίας προ ενός έτους ελειτουργούμεθα, ο πατήρ μου κ' εγώ, ότε διετρέχομεν έμφοβοι τας στενάς της Σμύρνης οδούς μεταβαίνοντες εις την Αγίαν Φωτεινήν.
Η εκκλησία, ή μάλλον ειπείν το παρεκκλήσιόν μας, είχεν ανεγερθή υπό του προπάππου της μητρός μου, όστις ερασοφόρεσεν εις τα γηράματά του. Περισώζεται εισέτι η οικοδομή, αλλά γυμνή και ετοιμόρροπος. Αι εικόνες, τα κοσμήματα, τα άμφια και τα ιερά σκεύη εσυλήθησαν ή κατεστράφησαν υπό των Τούρκων. Τότε όμως υψούτο χαριέντως ο ναΐσκος αναμέσον των δένδρων, τα πάντα δ' εντός αυτού ήσαν κόσμια και ευπρεπή. Η είσοδός του απετελείτο υπό νάρθηκος μικρού, ανοικτού έμπροσθεν. Υπό του προπυλαίου τούτου την σκέπην, εκατέρωθεν της πύλης, ήσαν δύο μαρμάρινα εδώλια. Εκεί καθήμενος συχνάκις, ανεγίνωσκα τας επιγραφάς των επιτυμβίων πλακών, αίτινες εσχημάτιζον του νάρθηκος την στρώσιν.
Εκεί, από του κτήτορος και εφεξής, εθάπτοντο της μητρικής οικογενείας μου οι πλείστοι. Εντός του παρεκκλησίου εκείνου εστεφανώθησαν οι γονείς μου, και επιθυμία των ήτο υπό του νάρθηκός του τας πλάκας να ταφώσιν, εκεί, ο είς πλησίον του άλλου. Αλλ' ούτε οι γονείς μου ανεπαύθησαν εκεί, ούτε τα ιδικά μου οστά πέπρωται να επιστρέψωσιν εις χουν εις την προσφιλή εκείνην της πατρίδος γωνίαν. Την σήμερον ζώμεν και αποθνήσκομεν είς εδώ και άλλος εκεί, πλάνητες εν τω βίω και νεκροί ξενιτευμένοι, η δε ανεμοζάλη της διασποράς εκλόνισε και διέσπασε τους ιερούς δεσμούς, τους προσκολλώντας την καρδίαν των τέκνων εις των γονέων τα αναπαυτήρια. Αλλά καθ' όσον γηράσκομεν. . . εγώ τουλάχιστον, καθ' όσον αισθάνομαι πλησιάζουσαν της αναπαύσεως την ώραν, θλίβομαι αναλογιζόμενος ότι, όταν γηράσωσι καθώς εγώ τα τέκνα μου, δεν θα επαναπαύωσι την μνήμην των ούτε εις οικίαν περιέχουσαν διαδοχικάς από γενεάς εις γενεάν αναμνήσεις, ούτε εις γης τινα άκραν, όπου κείνται συνεσφιγμένοι οι πατέρες των. Ότε ήμην νέος, ολίγον περί τούτων εσκεπτόμην. Τώρα όμως η ψυχή μου μετ' αυξάνοντος φίλτρου επιστρέφει εις το παρελθόν και τρέφεται διά των αρχαίων ενθυμήσεων.
Αλλ' ας επαναλάβω την διήγησίν μου.
Την αυγήν της Μεγάλης Πέμπτης ηκούσαμεν την λειτουργίαν και εκοινωνήσαμεν των θείων μυστηρίων. Ήτο λαμπρά εαρινή πρωία και ότε επεστρέψαμεν εκ της εκκλησίας, αντί να μείνω εντός της οικίας, λαβών εις χείρας την νηστήσιμον τροφήν μου υπήγα να προγευθώ επί του εξώστου. Αλλ' άμα ήνοιξα την επ' αυτού θύραν και ύψωσα το βλέμμα προς το πέλαγος, είδα θέαμα, το οποίον με κατέπληξε. Παράτησα το πρόγευμα και έδραμα προς τον πατέρα μου. Με ηκολούθησεν επί του εξώστου και εβλέπομεν αμφότεροι προς την θάλασσαν.
Εβλέπομεν σειράν μακράν πλοίων μεγάλων πλεόντων προς τον λιμένα μας. Απείχον εισέτι πολύ, αλλ' ήτο διαυγής η ατμόσφαιρα και διεκρίνοντο τα ιστία, καμπύλα υπό του ανέμου την πνοήν, και αι διπλαί και αι τριπλαί λευκαί ζώναι επί των μαύρων σκαφών. Ενώ δε τα μεγάλα ταύτα πλοία εφαίνοντο πλησιάζοντα, άλλη σειρά πλοιαρίων μικρών, δεχομένων εκ πλαγίου τον άνεμον εις τα τρίγωνα ιστία των, έφευγε παρά την παραλίαν προς της Σάμου την διεύθυνσιν. Τα μεγάλα εν τούτοις πλοία, ωσεί διστάζοντα, αντί να εξακολουθήσωσι τον προς τον λιμένα πλουν, ήλλαξαν αίφνης δρόμον. Ενόμισα επ' ολίγον ότι ανεχώρουν. Αλλ' όχι· δεν απεμακρύνοντο· ελοξοδρόμουν απέναντι της Χίου. Τα δε μικρά πλοιάρια, φεύγοντα προς τα δεξιά μας, εχάνοντο το έν μετά το άλλο όπισθεν της τελευταίας άκρας της νήσου.
Δεν ήτο δύσκολον να εννοήσωμεν τι συνέβαινεν. Ο Τουρκικός στόλος κατήρχετο ισχυρός, οι δ' επαναστάται ανεχώρουν. Αλλ' οι Χίοι τι έμελλον ν' απογίνωσιν;
Αγνοώ πόσην ώραν ο πατήρ μου κ'εγώ εμένομεν επί του εξώστου σιωπηλοί και ακίνητοι, με τους οφθαλμούς προς το πέλαγος προσηλωμένους.
― Να φύγωμεν, να φύγωμεν, είπεν αίφνης ο πατήρ μου, και εστράφη προς την οικίαν. Εστράφην κ' εγώ και τότε είδα ότι όπισθεν ημών επί του εξώστου ίσταντο η μήτηρ και αι δύο αδελφαί μου και η Ανδριάνα, βλέπουσαι κ' εκείναι εν σιωπή το προ ημών επί της θαλάσσης θέαμα.
Ο πατήρ μου εξήλθεν αμέσως της οικίας. Τον ηκολούθησα κατά διαταγήν του. Ήθελε να συσκεφθώμεν μετά των συγγενών περί του πρακτέου. Εξηρχόμεθα μόλις της έξω του περιβόλου μας θύρας, ότε είδομεν ερχόμενον προς ημάς τον Καλάνην, εξάδελφον της μητρός μου, κρατούντα εκ της χειρός την μικράν θυγατέρα του. Ήτο προ ολίγων μηνών χηρευμένος ο Καλάνης, η δε ζωή του συνεκεντρούτο εις του ορφανού του τέκνου την αγάπην. Ποτέ δεν το απεχωρίζετο· η δε χαρίεσσα μορφή του ενδεκαετούς εκείνου κορασίου, και η τεθλιμμένη του τρυφερού προσώπου του έκφρασις, είχον, από των πρώτων ημερών της εις τον Πύργον αφίξεώς μας, ελκύσει πάσαν της ψυχής μου την συμπάθειαν.
Ήρχετο ο Καλάνης προς τον πατέρα μου με τον ίδιον σκοπόν, όστις και ημάς ωδήγει. Διηυθύνθημεν όλοι ομού προς το παρεκκλήσιον· οι δε δύο εκείνοι προπορευόμενοι συνωμίλουν, εγώ δε εις ολίγων βημάτων απόστασιν τους ηκολούθουν, κρατών την μικράν Δέσποιναν εκ της χειρός. Έβλεπα τας ξανθάς τρίχας της αθώας εκείνης κεφαλής, και ανελογιζόμην τα από του εξώστου μας φαινόμενα πλοία και ανεπόλουν μετά φρίκης όσα ήκουσα περί των εις Σμύρνην και εις τας Κυδωνίας υπό των Τούρκων διαπραχθέντων.
Εβάδιζα σιωπών και περίλυπος. Η μικρά εσιώπα επίσης, αλλ' ησθανόμην τα δάκτυλα της ανήσυχα εντός της χειρός μου. Ενόησα ότι ήτο φοβισμένη, και μη γνωρίζων τι να είπω προς ενθάρρυνσίν της έσκυψα και εφίλησα την μικράν χείρα της. Έστρεψε τότε προς εμέ τους γαλανούς οφθαλμούς της και με ηρώτησε με φωνήν τρέμουσαν,― Λουκή, θα μας σκοτώσουν οι Τούρκοι;
― Όχι, Δέσποινα μου, θα φύγωμεν. Μη φοβήσαι. Δεν θα μας πειράξη κανείς!
― Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου. Εγώ το ηξεύρω. θα τον σκοτώσουν!
Και ήρχισε να κλαίη πικρώς αλλ' ησύχως, και έρρεον τα δάκρυα της, και επανελάμβανε :
― Θα τον σκοτώσουν! Σκοτόνουν οι Τούρκοι! θα σκοτώσουν τον πατέρα μου!
― Μη κλαίης, Δέσποινα, μη φοβήσαι.
Ήθελα να την παρηγορήσω, αλλά δεν εύρισκα λέξεις, και βλέπων τον ήσυχον θρήνον της ησθανόμην κ' εγώ την φωνήν μου εκλείπουσαν,
Εις τον νάρθηκα της εκκλησίας συνεκάθηντο ήδη των γειτόνων οι πλείστοι. Εκαθήσαμεν και ημείς επί των μαρμαρίνων εδωλίων. Ο Καλάνης επήρεν επί των γονάτων την κόρην του, και έλαβον τον λόγον οι γέροντες.
Δεν εβράδυνε να ληφθή η περί του πρακτέου απόφασις. Ήτο πρόδηλον ότι δεν υπήρχον ικανά προς αντίστασιν μέσα και ότι θα γίνωσι κύριοι οι Τούρκοι της νήσου, εγνωρίζομεν δ' εκ των προτέρων πώς φέρονται οι Τούρκοι εις κατακτηθείσας χώρας. Απεφασίσθη λοιπόν να μεταβώμεν εις τα δυτικώτερα της νήσου και να σκορπισθώμεν όπου έκαστος ηδύνατο να εύρη καταφύγιον. Απεμακρυνόμεθα ούτω των Τούρκων και επλησιάζομεν εις τα παράλια αντίκρυ των Ψαρών, όθεν ηλπίζομεν σωτηρίαν.
Απεχαιρετίσθημεν μετά πόνου ψυχής, εισήλθομεν εις την εκκλησίαν, ησπάσθημεν τας εικόνας, και αποχωρισθέντες επεστρέψαμεν εις τα ίδια έκαστος.
Δεν επανείδα έκτοτε το παρεκκλήσιόν μας!
Καθ' οδόν ο πατήρ μου με είπεν, ότι απεφάσισε να ζητήσωμεν επί τινας ημέρας την φιλοξενίαν δυο γερόντων θείων του, κατοικούντων εις το αγροκήπιόν των, όπισθεν του περικλείοντος τον Κάμπον βουνού. Ότε δ' εφθάσαμεν εις την οικίαν, διέταξεν αμέσως τον κηπουρόν να φορτώση επί δύο ημιόνων εφαπλώματα και ζωοτροφίας και να υπάγη να προειδοποιήση τους γέροντας περί της ελεύσεώς μας, και να μας περιμείνη μετά των ζώων εκεί.
Άμα ο κηπουρός άνεχώρησεν, ο πατήρ μου μ' έκραξεν εντός του κοιτώνος, όπου είχε κλεισθή μετά της μητρός μου. Τους ηύρα παραγεμίζοντας σάκκον με σκεύη αργυρά και άλλα πολύτιμα. Άλλος σάκκος έκειτο ήδη επί της κλίνης πλήρης και έτοιμος.
Αφού και ο δεύτερος εδέθη, τον εσήκωσεν ο πατήρ μου, με διέταξε να φέρω τον επί της κλίνης κείμενον, ήνοιξεν η μήτηρ μου την θύραν και εξήλθομεν του δωματίου.
Εκείνος εμπρός, εγώ κατόπιν, φέροντες τους σάκκους, εβαδίσαμεν προς το μάλλον απόκεντρον μέρος του κήπου, όπου ήσαν τα δένδρα πυκνότερα. Απέθεσα κατά γης τον σάκκον και έφερα δύο αξίνας. Εκεί υπό την σκιάν γηραιάς μηλέας, πλησίον του μαγγανοπηγάδου , εις θέσιν την οποίαν κατά παραγγελίαν του πατρός μου εσημείωσα και ενετύπωσα ακριβώς εις την μνήμην μου, ηρχίσαμεν οι δύο να σκάπτωμεν, και ηνοίξαμεν λάκκον βαθύν. Εντός του λάκκου εθέσαμεν τους σάκκους, τον ένα επί του άλλου, τους εκαλύψαμεν έπειτα, επατήσαμεν το χώμα προς ισοπέδωσιν της σκαφείσης γης, και βεβαιωθέντες ότι ουδείς μας παρετήρησεν, επεστρέψαμεν προς την οικίαν.
― Μη λησμονήσης αυτήν την παρακαταθήκην, με είπεν ο πατήρ μου. Αν αποθάνω εγώ, σύ είσαι ο προστάτης της μητρός και των αδελφών σου.
Έμπροσθεν της θύρας εύρομεν τέσσαρα ζώα έτοιμα και την Ανδριάναν επισπεύδουσαν την αναχώρησιν. Οι γονείς και αι αδελφαί μου ανέβησαν επί των όνων και εξεκινήσαμεν. Η Ανδριάνα κ' εγώ ηκολουθήσαμεν πεζοί.
Κατ' εκείνην την στιγμήν ηκούσθη αίφνης μακρόθεν πυροβόλου κρότος. Πλησιέστεροι κανονοβολισμοί διά μιας τον διεδέχθησαν. Εστράφημεν εν σιωπή ο είς προς τον άλλον. Οι κρότοι των πυροβόλων επηκολούθουν συνεχείς. Από του στόλου και από του φρουρίου οι Τούρκοι ετέλουν παταγωδώς του φρικτού θριάμβου των τα προεόρτια.
― Άλλοίμονον εις την Χίον! ανέκραξεν ο πατήρ μου.
Και εξηκολουθήσαμεν τον δρόμον μας.
Ο Πύργος όπου μετεβαίνομεν εκείτο εντός φάραγγος. Ο ορίζων ήτο περιορισμένος, ουδ' εφαίνετο εκείθεν η θάλασσα. Οι δύο γέροντες του πατρός μου θείοι έζων εκεί διαρκώς εν μονήρει ησυχία. Ο πρεσβύτερος αυτών, άνθρωπος με πείραν και νουν πολύν, διέτριψεν επί έτη πολλά εις Αμστελόδαμον εμπορευόμενος, εκεί δ' εγνωρίσθη μετά του Κοραή, μετερχομένου επίσης το εμπόριον τότε, και διετήρησεν έκτοτε φιλίαν και σπανίαν τινά αλληλογραφίαν μετά του σοφού γέροντος, και αυτός περί τα γράμματα ασχολούμενος. Ταύτα πάντα ανύψουν τον θείον μου εις τα όμματα των συμπολιτών του. Οι λόγιοι, καθά σπανιότεροι, απελάμβανον μεγαλειτέρας τότε τιμής, ήσαν δ' εν γένει της τοιαύτης τιμής άξιοι, διότι εγνώριζον καλώς όσα επηγγέλλοντο ότι γνωρίζουν, και ειργάζοντο μετ' αυταπαρνήσεως προς φωτισμόν του Γένους.
Από της παιδικής ηλικίας δεν είχα ίδει τον θείον μου, αλλά τον ενθυμούμην μετά σεβασμού πάντοτε, η δε βραχεία τότε πλησίον του διαμονή μου επηύξησε την εκτίμησιν της φρονήσεως και της αρετής του. Διότι μας προείπεν όσα επέπρωτο να πάθη η Χίος. Μας προείπε τας σφαγάς, τας λεηλασίας, τους εξανδραποδισμούς, τον εκπατρισμόν και την διασποράν, όσα ενί λόγω κατόπιν συνέβησαν. Εν γένει δε κατεδίκαζεν ως πρόωρον την Επανάστασιν και έβλεπε τα πάντα εις το μέλλον σκοτεινά και μαύρα. Αλλ' ήτο γέρων και ετρέφετο εις την ερημίαν με της πείρας και των βιβλίων τα διδάγματα. Μη θα εγίνετο ποτέ ουδαμού επανάστασις εάν δεν υπήρχον της νεότητος η τόλμη και η απειρία; Οι γέροντες φύσει κλίνουν προς την απραξίαν ή την αναβολήν συμβουλεύουν υπομονήν και φρόνησιν. Το αισθάνομαι ήδη και εξ ιδίας πείρας το γνωρίζω.
Ο άλλος αδελφός ήτο κουφός. Σπανίως ελάλει. Κατηφής και μελαγχολικός, εφαίνετο ξένος εις τα του κόσμου. Η μόνη διασκέδασις, η μόνη ενασχόλησίς του ήτο η ξυλογλυπτική. Έχω εισέτι μικρόν ξυλογράφημα το οποίον τότε μου εδώρησε, παριστών τον Ευαγγελισμόν.
Εις μάτην παρεκίνουν οι γονείς μου τους δύο γέροντας να φύγωσι μεθ' ημών. Ο κωφός ανύψονεν αρνητικώς την κεφαλήν.― Ολίγη ζωή μας μένει, έλεγεν ο άλλος· διατί να κοπιάσωμεν προς προφύλαξίν της; Σεις έχετε καθήκοντα προς τα τέκνα σας, πηγαίνετε!
Και έμειναν οι δύο γέροντες εις τον Πύργον των.
Τι απέγειναν; Ούτε αυτοί, ούτε ο κηπουρός των ή τα τέκνα του, ούτε η γραία υπηρέτριά των εφάνησαν ή ηκούσθησαν έκτοτε. Ο κηπουρός και τα τέκνα του Κύριος οίδε πού επωλήθησαν καί τινος Τούρκου αγοραστού εκαλλιέργησαν τους κήπους!
Αλλ' οι γέροντες, και μάλιστα ο κωφός , δεν είχον αξίαν. Τις να τους αγοράση, και προς τι; Τοιούτοι αιχμάλωτοι δεν πωλούνται, σφάζονται. Είθε να ήτο σύντομον το μαρτύριόν των! Δεν ήσαν τουλάχιστον έγγαμοι, και δεν τους εθρήνησαν ούτε χήραι, ούτε ορφανά. Αλλ' ημείς διετηρήσαμεν την μνήμην των, και τώρα ακόμη, μετά τοσαύτα έτη, ενώ γράφω περί αυτών, ο λαιμός μου ξηραίνεται.
Τέσσαρας μόνον ημέρας εμείναμεν εις τον Πύργον των, καθ ' εκάστην δε διά των χωρικών ελαμβάνομεν πληροφορίας περί των συμβαινόντων εις την νήσον. Πριν έτι προσορμισθώσι τα πλοία, οι Τούρκοι εξελθόντες του φρουρίου εχύθησαν εις την πόλιν και ήρχισαν να λεηλατώσι και ν' αρπάζωσι και να φονεύωσιν. Ότε φεύγοντες ηκούομεν τους κανονοβολισμούς, απεβιβάζοντο οι εν τω στόλω, και ηύξησεν ούτω των δημίων ο αριθμός.
Την επιούσαν η θάλασσα εκαλύφθη υπό πλοιαρίων φερόντων από αντίκρυ τα λυσσώντα στίφη, τα οποία επί τοσούτον χρόνον επερίμενον της άγρας την ώραν. Τότε το κακόν εκορυφώθη· η πόλις δεν εξήρκει όπως τους κορέση και επέπεσαν εις την εξοχήν.
Την Κυριακήν του Πάσχα ετελέσθη του Αγίου Μηνά το τρομερόν ολοκαύτωμα. Αντίστασις δεν υπήρχεν· οι μη φυγόντες εκ των επαναστατών διεσπάρησαν κρυπτόμενοι, ώστε ουδέν ανεχαίτιζε των θηρίων την πρόοδον, ή μόνη η αφθονία της προχείρου λείας. Καθ' όσον αύτη εξηντλείτο, κατά τοσούτον εξετείνετο η ζώνη της καταστροφής, και ούτως ηκούομεν τους Τούρκους επί μάλλον και μάλλον πλησιάζοντας εις το καταφύγιόν μας.
Τους ηκούομεν, λέγω, πλησιάζοντας. Ψυχρά η έκφρασις και αφηρημένη. Αλλά πώς να εκφράσω την φρίκην των ακουσμάτων εκείνων; Ανάγκη διά της φαντασίας, αναγνώστα, να συμπληρώσης της αφηγήσεώς μου το ατελές, δίδων ζωήν εις τας σκηνάς και τας εντυπώσεις, τας οποίας η μνήμη μου ήδη ανακαλεί. Διότι άλλο ν' αναγινώσκης, ησύχως καθήμενος εντός του δωματίου σου, περί καταστροφών γενομένων εις χώραν απέχουσαν ή άγνωστον και εις εποχήν μεμακρυσμένην, και άλλο ν' ακούης ότι άνθρωποι γνωστοί σου, συγγενείς και φίλοι, συμπολίται, σφάζονται και αιχμαλωτίζονται, ότι οικίαι τας οποίας προ ολίγων ημερών είδες ή επεσκέφθης πυρπολούνται ή ελεηλατήθησαν ·άλλο να σε λέγουν ονομαστί, εφονεύθη εκείνος, η σύζυγος του άλλου ηχμαλωτίσθη, την είδεν ο δείνα συρομένην εκ της χειρός υπό Τούρκου αγρίου, και κλαίουσαν και κραυγάζουσαν! Και την φωνήν της την γνωρίζεις, την ήκουσας τοσάκις να λαλή ευθύμως· και νομίζεις τώρα ότι ακούεις τους γοερούς κραυγασμούς της, ότι την βλέπεις με ανεστραμμένην την κεφαλήν και την κόμην λυτήν αγομένην εις την αιχμαλωσίαν, εις την καταισχύνην· και συλλογίζεσαι τον άνδρα της και τα τέκνα της! Και είσαι σύ αυτός εκεί πλησίον μετά των γονέων, μετά των παρθένων αδελφών σου, και περιμένεις από ώρας εις ώραν να παρασταθώσιν ενώπιον σου οι ανόσιοι διώκται. Ώ! Ο Θεός να σε προφυλάξη από τοιαύτας δοκιμασίας!
Αι περί τούτων ειδήσεις ήρχοντο αλλεπάλληλοι, τοσούτον αλλεπάλληλοι, ώστε κατηντήσαμεν επί τέλους να μη εννοώμεν του δεινού το μέγεθος. Απεζωώθημεν υπό το κράτος του τρόμου! Διά της βίας ο γέρων θείος μου ηνάγκασεν επί τέλους τον πατέρα μου να φύγωμεν.
Εφορτώσαμεν λοιπόν εκ νέου εφαπλώματα και ζωοτροφίας επί των ημιόνων και εστείλαμεν εμπρός τον κηπουρόν με οδηγίας να μας περιμένη εις τον Άγιον Γεώργιον, χωρίον κείμενον εις τα δυτικώτερα της νήσου, όπου ο πατήρ μου ενθυμήθη ότι είχε χωρικόν σύντεκνον. Αποχαιρετήσαντες τους δύο γέροντας ανεχωρήσαμεν και ημείς κατόπιν και εφθάσαμεν το απόγευμα εις Άγιον Γεώργιον, κατάκοποι εκ του δρόμου και του ηλίου.
Άμα εισήλθομεν εις το χωρίον ενοήσαμεν ότι ασύνηθές τι συνέβαινεν εντός αυτού. Ο κόσμος ήτο εις κίνησιν, αι οδοί πλήρεις ανθρώπων, μεταξύ δ' αυτών άνδρες ένοπλοι, οίτινες εφαίνοντο ξένοι· εις τας θύρας των οικιών γυναίκες και παιδία έβλεπον και ωμίλουν ήτο ως εν ημέρα εορτής, και ήσαν τω όντι εορτασμοί ημέραι εκείναι. Αλλ' η επί των προσώπων ανησυχία εμαρτύρει ότι το χωρίον δεν εώρταζεν.
Ο πατήρ μου επλησίασε γέροντα χωρικόν ιστάμενον παρά την ανοικτήν θύραν του. Τον ηρώτησε περί του συντέκνου του. Ο σύντεκνος δεν ήτο εις το χωρίον. Ανεχώρησε προ έτους.― Ηρώτησεν αν ήλθεν ο κηπουρός μας με τας δύο ημιόνους; Ούτε χωρικός ήλθεν ούτε ημίονοι εφάνησαν.― Ηρώτησε διατί η κίνησις και πόθεν οι οπλοφόροι; Οι οπλοφόροι ήσαν Σάμιοι φεύγοντες τους Τούρκους και ο Λογοθέτης ήτο μετ' αυτών.
Ο Λογοθέτης εντός του χωρίου διωκόμενος υπό των Τούρκων! Ημείς δε ήλθομεν εις Άγιον Γεώργιον διά ν' αποφύγωμεν τους Τούρκους! Και ούτε ο σύντεκνος εις το χωρίον ούτε ο κηπουρός μας, ημείς δ' εκεί εις τον δρόμον, απηυδημένοι, άνευ τροφής, άνευ καταφυγίου, άνευ οδηγού!
Ο χωρικός μας ελυπήθη και μας εδέχθη εις την καλύβην του. Εισήλθομεν όλοι εντός αυτής και εκαθήμεθα περιμένοντες τον κηπουρόν. Από της πρωίας ήμεθα άσιτοι. Ο φιλόξενος χωρικός μας ηρώτησεν αν πεινώμεν, και μας επρόσφερε το πτωχικόν δείπνόν του, αλλ' ο πατήρ μου τον ηυχαρίστησε, μη θελήσας να του στερήσωμεν τον άρτον του.
Εν τούτοις αι ώραι παρήρχοντο και ο κηπουρός δεν εφαίνετο, αι δε αδελφαί μου επείνων. Μ' έστειλεν ο πατήρ μου ν' αγοράσω ό,τι εύρω και εξηρχόμην προς τούτο της καλύβης, ότε είδα αίφνης εις το φως του δύοντος ηλίου γενικήν ενώπιον μου παραζάλην. Αι γυναίκες έτρεχον με τα βρέφη εις την αγκάλην, οι άνδρες με βάρη επί των χειρών, φράσεις διακεκομμέναι αντηλλάσσοντο, και έφευγον όλοι έξω του χωρίου, ενώ οι οπλοφόροι συνωθούμενοι ητοιμάζοντο να φράξωσι την είσοδον. Ήτο καθώς η αιφνίδιος κίνησις των φύλλων επί του εδάφους πριν ή η καταιγίς επιπέση.
― Οι Τούρκοι επλάκωσαν! Φύγετε! Κρυφθήτε, έκραξε τρέχων προς ημάς ο γέρων χωρικός.
Ήμεθα όλοι ήδη εκτός της καλύβης, ουδέ είχομεν προετοιμασιών ανάγκην διά την φυγήν. Έλυσα σπεύδων τα ζώα από τα παρά την καλύβην δένδρα και εφύγομεν έντρομοι, ακολουθούντες και ημείς το ρεύμα.
Διήλθομεν την νύκτα οδοιπορούντες, χωρίς να γνωρίζωμεν πού πηγαίνομεν. Ήτο πολύς ο δρόμος και δύσκολος, η δε νυξ τρικυμιώδης, ο ουρανός ζοφερός, και η σελήνη εκ διαλειμμάτων εφαίνετο μεταξύ των νεφών. Και ημείς, πεινασμένοι, αγρυπνίσμένοι, κατάκοποι, εφεύγομεν. Συχνάκις ετρομάξαμεν, νομίζοντες ότι ακούομεν κραυγάς, ή τουφεκισμούς, ή ίππων ποδοβολητόν. Συχνάκις διεκόψαμεν την πορείαν, όπως καθήσωμεν και αναπαυθώμεν. Ήμεθα οι πλείστοι πεζοί· ήτο δε πολυάριθμος και μακρά η συνοδία, και ημείς εφοβούμεθα μη σκορπισθώμεν· ηθέλομεν να μείνη αδιάσπαστος η ομάς ημών εντός του φεύγοντος πλήθους.
Την αυγήν εξημερώθημεν εις το παράλιον, εις λιμένα έρημον αντίκρυ της νήσου των Ψαρών. Εκεί ηθέλομεν και ηλπίζομεν να καταφύγωμεν. Αλλ' ο άνεμος ήτο σφοδρός, εντός δε του λιμένος και εις το πέλαγος ούτε πλοίον εφαίνετο, ούτε πλοιάριον, ουδέ διεκρίνετο άντικρυ σημείον ζωής. Η δε παραλία ήτο ήδη κατειλημμένη υπό άλλων προσφύγων, προ ημών αφιχθέντων και συσσωρευθέντων εκεί με την αυτήν ως ημείς ελπίδα. Δεν τους είδομεν ούτε τους ηκούσαμεν μακρόθεν. Μόνον ότε επλησιάσαμεν εις τον αιγιαλόν, είδομεν υπό τας ελαίας, αίτινες κατέβαινον μέχρι της θαλάσσης, σωρούς σωμάτων κατακειμένων επί του εδάφους. Εκεί διήλθον οι δυστυχείς ολόκληρον την νύκτα, ενώ ημείς υπό την πνοήν της τρικυμίας εβαδίζομεν προς το αυτό σημείον, ως εις λιμένα σωτηρίας.
Η άφιξίς μας και αι πρώται του ανατέλλοντος ηλίου ακτίνες έθεσαν εις κίνησιν εκείνο των φυγάδων το στρατόπεδον, και πριν έτι προσεγγίσωμεν τοσούτον ώστε ν' αναμιχθώμεν μετ' αυτών, είδομεν υπό τας ελαίας μορφάς ανακαθημένας ή εγειρομένας, και διεκρίνομεν γυναίκας και παιδία και γέροντας και νέους στρέφοντας προς ημάς τα πρόσωπα, ενώ τινες αποσπασθέντες εκ του ομίλου ήρχοντο προς ημάς διά να μας αναγνωρίσωσιν.
Εστάθημεν τότε και ημείς. Αι γυναίκες επέζευσαν και εκαθήσαμεν εις ενός δένδρου την ρίζαν. Τόσα έτη παρήλθον και τόσα εδοκίμασα έκτοτε, αλλ' όμως ποτέ δεν θα λησμονήσω την αίσθησιν του καμάτου, υπό του οποίου κατ' εκείνην την ώραν κατεβλήθην. Προ εικοσιτεσσάρων ωρών επεριπάτουν με κενόν τον στόμαχον. Εξηπλώθην καταγής πλησίον της μητρός μου και έκλεισα τους οφθαλμούς, άνευ της ελαχίστης δυνάμεως εις τα μέλη μου, άνευ σκέψεως εις την κεφαλήν μου. Και ησθάνθην την χείρα της μητρός επί του μετώπου, και ήνοιξα τους οφθαλμούς και είδα την αγαπητήν κεφαλήν της κεκλιμένην άνωθέν μου. Δεν αντηλλάξαμεν λέξιν, αλλ' έκυψεν η μήτηρ μου και μ' εφίλησε, και έκλεισα πάλιν τους οφθαλμούς. Τα ενθυμούμαι ταύτα πάντα ως να συνέβησαν χθες.
Ο πατήρ μου είχε προχωρήσει εις συνάντησιν των προς ημάς ερχομένων. Μετ' ολίγον επέστρεψεν ακολουθούμενος υπό γέροντος, τον οποίον δεν ανεγνώρισα. Αλλ' η μήτηρ μου τον ανεγνώρισε και εγερθείσα έδραμε προς αυτόν. Ο γέρων ήνοιξε τας αγκάλας του και έσφιξεν επί του στήθους την μητέρα μου. Ήτο του πατρός της ο αδελφός.
Μέχρι της στιγμής εκείνης ουδείς ημών είχε κλαύσει. Ο τρόμος του επικειμένου κινδύνου, η αδιάκοπος κίνησις, αι μεταβολαί των σκηνών, το αλλεπάλληλον των εντυπώσεων διετήρουν εις έντασιν το νευρικόν σύστημα. Ήμεθα ψυχή τε και σώματι απηυδημένοι, αλλ' έμενον στεγνά τα βλέφαρα μας.
Αλλ' εις τους κόλπους του γέροντος κρύπτουσα την κεφαλήν η τάλαινα μήτηρ μου αφέθη τότε ολόκληρος εις της λύπης την κυριότητα, και ηκούοντο οι λυγμοί της, και οι στεναγμοί της εξέσχιζον την καρδίαν μου. Αι αδελφαί μου περιεκύκλωσαν την μητέρα κλαίουσαι, ο δε πατήρ μου έκρυψεν εντός των χειρών το πρόσωπον, και η Ανδριάνα έδακνε τα δάκτυλα της, κ' εγώ ησθάνθην την καρδίαν μου αναβαίνουσαν εις τον λαιμόν μου, και τους οφθαλμούς μου θολούς, και ήτο γενικός ο θρήνος και ο κοπετός υπό την ελαίαν, ήτις μας εσκίαζεν.
Ο γέρων απέθεσεν επί του εδάφους κλαίουσαν εισέτι την μητέρα μου και υπήγε να μας προμηθεύση τροφήν. Επέστρεψε φέρων μιζύθρας· δεν ηδυνήθη να εύρη άλλο τι, ουδ' επερίσσευε τεμάχιον άρτου καθ' όλην εκείνην των δυστυχών την συνάθροισιν. Με τας μιζύθρας παρηγορήσαμεν την πείναν μας.
Εν τούτοις πλοίον δεν εφαίνετο, ο άνεμος δεν εκόπαζεν, η θάλασσα ήτο αγρία, εις δε το παράλιον εμένομεν άστεγοι, άσιτοι, απροστάτευτοι. Αν οι Τούρκοι επήρχοντο, άλλην δεν είχομεν καταφυγήν ή να ριφθώμεν εντός των κυμάτων. Επεριμένομεν δε να τους ίδωμεν από στιγμής εις στιγμήν εμφανιζομένους. Συνεσκέφθημεν μετά του θείου μου και απεφασίσθη να προσφύγωμεν εις το πλησιόχωρον χωρίον Μεστά, όπου να καιροφυλακτήσωμεν, μέχρις ου ευρεθώσιν, ει δυνατόν, του εκπατρισμού τα μέσα.
Ανεχωρήσαμεν λοιπόν και πάλιν και μετά τινων ωρών οδοιπορίαν εφθάσαμεν κακώς έχοντες εις Μεστά.



***



Κεφάλαιο Δ'

Τα χωρία της Χίου, ιδίως τα μεσημβρινά, είναι οχυρά ως φρούρια και στενόχωρα ως φυλακαί. Δεν έχουν τείχη, αλλά, κατά τας τέσσαρας εξωτερικάς του χωρίου πλευράς, των οικιών τα οπίσθια συνεχόμενα αποτελούν αδιάκοπον προτείχισμα. Αι θύραι των οικιών κείνται έσωθεν, εντός του χωρίου, η κεντρική δε αυτού οδός, τέμνουσα των οικιών την συνέχειαν, σχηματίζει του οχυρώματος την πύλην. Είναι δε αληθώς πύλη η τοιαύτη οπή, καθότι και κλείεται διά κιγκλιδωτών εκ σιδήρου θυρών.
Τα χωρία ταύτα μου έφερον πάντοτε κατά νουν το εν Σμύρνη Χάνιον· η διαφορά είναι, ότι αντί της περικλειούσης εκείνο μεγαλοπόλεως, ταύτα περικυκλούνται υπό λόφων πρασίνων, και αντί ωχρών εμπόρων, περιέχουν ευρώστους γεωργούς· αντί δε της εν τω μέσω του Χανίου πλατείας, οδοί στεναί και οικοδομαί συνεσφιγμέναι πληρούν τον χώρον, τον οποίον περιστοιχίζει η τετράπλευρος εξωτερική σειρά των οικιών.
Εις το κέντρον του χωρίου υψούται συνήθως Πύργος, του οποίου η είσοδος υπερέχει τοσούτον του εδάφους, ώστε μόνον διά κλίμακος ξυλίνης ή διά σχοινιών δύναται τις ν' ανέλθη μέχρις αυτής. Οι Πύργοι ούτοι, λείψανα της κυριαρχίας των Γενουηνσίων, είναι αι ακροπόλεις των χωρίων.
Τοιούτο ήτο το χωρίον Μεστά, όπου προσεφύγομεν. Οι χωρικοί μας υπεδέχθησαν φιλοφρόνως, μας παρεχώρησαν δε οικίαν εύκαιρον, τα κενά της οποίας δωμάτια διεμοιράσθημεν μετά του γέροντος θείου της μητρός μου και δύο άλλων οικογενειών. Η κοινή συμφορά τότε πρώτον μας εσχέτισε μετ 'αυτών και μας συνέδεσεν.
Αι στερήσεις μας ήσαν ποικίλαι και μεγάλαι, αλλά τις τότε εσκέπτετο περί ανέσεως και περί των συνήθων του βίου αναγκών; Ο σκοπός ήτο την ζωήν να διατηρήσωμεν, αλλά και προς τούτο μόλις εξήρκει η δίαιτα μας. Και του άρτου αυτού η απόκτησις ήτο δύσκολος, ουδέ κατωρθούτο καθ' ημέραν. Σύκα, κουκκία, ξυλοκέρατα και χόρτα άγρια, ιδού οποία ήτο, ως επί το πολύ, η τροφή μας. Και παρήρχοντο ούτως αι ημέραι εν τω μέσω φόβων και ελπίδων.
Την ιδέαν της εις Ψαρά καταφυγής παρητήσαμεν εξ ανάγκης, διότι ήρχοντο απελπιστικαί εκείθεν ειδήσεις. Ήτο ήδη πλήρης προσφύγων η νήσος, οι δε Ψαριανοί, μόλις έχοντες πώς να τους διαθρέψωσι και συντηρήσωσι, δεν ηδύναντο ούτε ήθελον να δεχθώσι πλειοτέρους. Ήρχιζεν ήδη να τοις γίνεται επαισθητή η σπάνις του ύδατος, η δε συσσώρευσις τοσούτων απόρων φυγάδων είχε προκαλέσει νόσους, αίτινες εφαίνοντο προμηνύουσαι φοβερωτέραν επιδημίαν. Όθεν έγραφον εις Χίον προτρέποντες τους φεύγοντας να διευθυνθώσιν εις άλλας του Αιγαίου νήσους, και προσφέροντες προθύμως τα πλοία των και τους ναύτας των.
Αλλ' ημείς εις Μεστά ηρχίζομεν να ελπίζωμεν ότι δεν υφίσταται πλέον ανάγκη φυγής. Δύο εβδομάδες είχον παρέλθει από της αφίξεως του Τουρκικού στόλου· οι επαναστάται απέπλευσαν ή εκρύπτοντο σκορπισμένοι εις της νήσου τα ενδότερα, οι δε φιλήσυχοι της πόλεως κάτοικοι και των χωρικών οι πλείστοι ουδ' εξηγέρθησαν κατά της Τουρκικής εξουσίας, ουδ' ανεμίχθησαν εις το επαναστατικόν κίνημα. Διατί λοιπόν της καταδρομής η εξακολούθησις; Διατί της τρομοκρατίας η διαιώνισις, ενώ πάσα αντιστάσεως πιθανότης εξέλιπε; Μη δεν ήρκεσαν τα πεσόντα ήδη αθώα θύματα; Μη δεν εκορέσθη αρκούντως της τουρκικής λύσσης η έξαψις; Ταύτα σκεπτόμενοι επεριμένομεν από ημέρας εις ημέραν την διακήρυξιν αμνηστείας και την άδειαν να επιστρέψωμεν εις τας εστίας μας.
Και τω όντι, των Τούρκων η καταφορά είχε κατ' εκείνας τας ημέρας κοπάσει. Ηκούοντο ολιγώτεροι πυροβολισμοί και φόνοι και απαγωγαί, διέτρεχον δε φήμαι ότι εμεσίτευον οι Πρόξενοι υπέρ συγχωρήσεως των ραγιάδων, και ότι ο Πασάς εφαίνετο κλίνων προς επιείκειαν. Και ήρχοντο μέχρις ημών αι τοιαύται φήμαι και υπέτρεφον τας ελπίδας μας.
Την ενάτην ημέραν της εις Μεστά διαμονής μας ενομίσαμεν ότι τα δεινά μας ετελείωσαν. Δυο Πρόξενοι ήλθον εις το χωρίον φέροντες κλάδους ελαίας και παραμυθίας ευαγγέλια. Έφερον αναφοράν προς υπογραφήν, υπέσχοντο δε ότι άμα προσκυνήσωμεν ο Πασάς θα μας συγχωρήση. Να μας συγχωρήση! Αλλά διά τι; Ούτε αντάρται ήμεθα, ούτε ουδένα ηδικήσαμεν, ούτε ιδιοκτησίας ξένας εληστεύσαμεν, ούτε γυναίκας ητιμάσαμεν, ούτε εφονεύσαμεν, ούτε εξηνδραποδίσαμεν. Διά τι να συγχωρηθώμεν;
Αλλά ταύτα είναι σκέψεις σημεριναί. Δεν εσκεπτόμεθα τοιαύτα τότε, η δ' ελπίς της απαλλαγής από της αφορήτου εκείνης υπάρξεως ήτο αληθής δι' ημάς χαρά. Όθεν υπεγράψαμεν προθύμως πάντες, νέοι και γέροντες, χωρίς να εξετάσωμεν τι η αναφορά περιέχει, υπεγράψαμεν με τας δύο χείρας, ευλογούντες την φιλάνθρωπον μεσολάβησιν των Χριστιανών Προξένων, και ανεπνεύσαμεν, πιστεύσαντες ότι παύει ο διωγμός και θα επιστρέψωμεν αβλαβείς εις τα ίδια.
Αλλά μη επρόκειτο να εύρωμεν τας οικίας μας όπως τας αφήσαμεν; Μετά την εισβολήν των Σάμιων και των υπό τον Μπουρνιάν χωρικών, μετά τους σφοδρούς εκ του φρουρίου και εκ του στόλου κανονοβολισμούς, μετά την αχαλίνωτον προ πάντων των Τούρκων λεηλασίαν, ολίγας περί τούτου ελπίδας ηδυνάμεθα να τρέφωμεν. Αλλ' όμως εκυρίευε πάντας ημάς εκεί, εις Μεστά, της επανόδου ο πόθος. Ηθέλομεν να ίδωμεν και πάλιν τας οικίας μας, εις οιανδήποτε κατάστασιν και αν επρόκειτο να τας εύρωμεν, ο δε φόβος μη τας εύρωμεν κατεστραμμένας ηύξανεν αντί του να ελαττόνη την επιθυμίαν μας.
Τοιούτος ο άνθρωπος. Προσκολλάται τοσούτω μάλλον εις ό,τι αγαπά, καθόσον κινδυνεύει να το απολέση. Όταν δε η απώλεια σφραγισθή και η ελπίς απέλθη, τότε προ πάντων η χηρευμένη καρδία αισθάνεται οπόσην περιέκλειεν αγάπην. Ούτω πλανώμεθα εις τα κοιμητήρια και καθήμεθα επί των πλακών, αι οποίαι σκεπάζουν τα λείψανα των απελθόντων αγαπητών μας. Ούτω μετά πυρκαϊάν αποτεφρώσασαν ολόκληρον συνοικίαν, βλέπεις ανθρώπους πλανωμένους εντός των καπνιζόντων εισέτι ερειπίων, και αναζητούντας τα ίχνη των εστιών των, και βλέποντας επί ώρας τον χώρον, όπου υψούτο η διαμονή των και τους λίθους, οίτινες απετέλουν του κοιτώνος των τους τοίχους.
Αι επαγγελίαι των Προξένων τοσούτον ανεπτέρωσαν τας ελπίδας μας, ώστε ηθέλομεν αμέσως να επιστρέψωμεν. Αλλ' οι γεροντότεροι εχαλίνωσαν την ανυπομονησίαν μας, υποπτευόμενοι μη η προσφερομένη αμνηστία ήτο τέχνασμα των Τούρκων, προς εξαπάτησιν των Προξένων, και παγίς όπως μας εξολοθρεύσωσιν ευκολώτερον. Είχον πλειοτέραν πείραν του τουρκικού χαρακτήρος οι γέροντες , αλλ' οι επίλοιποι εβασιζόμεθα μετά θάρρους εις των Προξένων την υπόσχεσιν και την προστασίαν.
Μετά σύσκεψιν και συζήτησιν και ενδοιασμούς ποικίλους, απεφασίσθη τέλος να υπάγωμεν τινές εκ των νεωτέρων ως πρόσκοποι, οι δε λοιποί να περιμείνωσιν εις Μεστά τας ειδήσεις μας, ή την επιστροφήν μας.
Την επαύριον ανεχώρησα από πρωίας μετά δύο άλλων ομηλίκων μου. Περιττόν να αναφέρω τα ονόματά των. Άλλως τε προς τι να υποδεικνύω εκάστοτε ονομαστί εκείνους, όσων η κακή τύχη συνέπεσε να συνενωθή μετά της ιδικής μου; Εκ των δύο εκείνων ο είς, ευδαίμων ήδη γέρων, πρωτεύει εν μια των εν τη αλλοδαπή Ελληνικών κοινοτήτων· συχνάκις δ' έκτοτε συνηντήθημεν και ανεμνήσθημεν ημερών αρχαίων και κοινών παθημάτων. Ο άλλος, διασωθείς τότε, απέθανε μετ' ολίγον εις Τήνον. Πόσους τότε λυτρωθέντας εκ των ονύχων των Τούρκων εθέρισεν ούτως ο θάνατος! Εξηντλημένοι μετά τοσαύτας κακουχίας, μετά τοσούτους περισπασμούς, πόσοι φυγόντες την μάχαιραν του εχθρού έπεσαν κατόπιν, πρόωρα της ασθενείας θύματα!
Απεχαιρετήσαμεν λοιπόν τους εις Μεστά και εκινήσαμεν οι τρεις ομού, διευθυνόμενοι προς την πόλιν. Αι εντυπώσεις των γενομένων καταστροφών ήσαν πολύ πρόσφατοι εισέτι, και δεν ήμεθα ουδαμώς απηλλαγμένοι του φόβου μη συναντήσωμεν Τούρκους ενόπλους, αγνοούντας ή αψηφούντας τας επιεικείς του Πασά προθέσεις. Αλλ' ήμεθα νέοι και οι τρεις, ο δε πρωινός αήρ ήτο ζωογόνος, και απέπνεον άρωμα υγιές οι μαστιχοφόροι περί τα Μεστά λόφοι. Η ελπίς διεσκέδασε βαθμηδόν τους φόβους και εβαδίζομεν ελαφροί, φαιδρύνοντες δι' ευθύμων συνομιλιών την οδοιπορίαν μας.
Δεν επέπρωτο όμως ούτε η φαιδρότης, ούτε η οδοιπορία μας να διαρκέσωσι πολύ.
Εβλέπομεν μακρόθεν το χωρίον Ελάταν, όπου επροτιθέμεθα να αναπαυθώμεν εκ του δρόμου και να λάβωμεν πληροφορίας διά την περαιτέρω πορείαν μας.
Ο Ήλιος έκαιε και εταχύνομεν το βήμα προς τας λευκάς του χωρίου οικίας. Αίφνης, εις τα πρόθυρα αυτού, ηκούσαμεν οιμωγάς και κραυγάς γυναικείας. Εστάθημεν και οι τρεις και είδομεν ο είς τον άλλον. Μη ήσαν Τούρκοι εις το χωρίον; Αύτη ήτο η πρώτη μου σκέψις. Ετείναμεν τα ώτα. Αι κραυγαί εξηκολούθουν. Ήσαν βεβαίως γυναικεία μοιρολόγια.
Οδηγούμενοι εξ αυτών διήλθομεν τας ερήμους του χωρίου οδούς και εφθάσαμεν ενώπιον της εκκλησίας. Εκεί συνωθούντο οι χωρικοί, υπεράνω δε των κεφαλών των είδομεν κατ' εκείνην την στιγμήν εις της εκκλησίας τα πρόθυμα αναβαίνοντα δύο φέρετρα, το έν μετά το άλλο, και πέριξ αυτών αι γυναίκες έκλαιον και ωδύροντο και εκραύγαζον γοερώς.
Ότε εισήλθεν εντός του ναού η νεκρώσιμος συνοδία, ηρώτησα ένα χωρικόν περί των δύο λειψάνων, και μας είπε με τα δάκρυα εις τους οφθαλμούς, ότι συμμορία Τούρκων, συναντήσασα την πρωίαν τρεις νέους έξω του χωρίου, επυροβόλησε κατ'αυτών και εξηκολούθησε τον δρόμον της, ότι ο είς των τριών σωθείς έτρεξε και ανήγγειλε το συμβάν εις το χωρίον, τα δε πτώματα των δύο φονευθέντων μετεκομίσθησαν προ ολίγης ώρας εκεί.
Πού λοιπόν αι υποσχέσεις ασφαλείας; Πού η ελπίς ότι τα δεινά ετελείωσαν; Είχον οι γέροντες δίκαιον! Οι δύο εκείνοι νεκροί, και των γυναικών τα μοιρολόγια, ήσαν της τουρκικής πίστεως η σφαγίς, της τουρκικής επιεικείας τα εχέγγυα!
Επεστρέψαμεν αμέσως εις Μεστά, βαδίζοντες ταχύτερον ή ότε ηρχόμεθα, και άνευ της προτέρας φαιδρότατος. Οι εκεί εξεπλάγησαν ότε μας είδον επιστρέφοντας, η δ' αφήγησις της εις Ελάταν σκηνής τους κατετάραξε, και η προτέρα αδημονία διεδέχθη διά μιας τας μόλις ριζωθείσας ελπίδας.
Ο πατήρ μου μόνος επέμενεν ελπίζων: ήτο τυχαία η συμπλοκή, δεν ήσαν γνωσταί εισέτι αι αποφάσεις του Πασά, οι Τούρκοι εκείνοι δεν παρέμειναν εις Ελάταν, άρα οι πυροβολισμοί των δεν αποδεικνύουν την επανάληψιν συστηματικού διωγμού, θα ησυχάσωσι τα πράγματα. Τοιαύτα έλεγεν, αλλ' η πείρα του παρελθόντος κατεφόβιζε τους λοιπούς πάντας και αφήρει πάσαν εμπιστοσύνην προς τας αγαθάς δήθεν του Πασά διαθέσεις. Να φύγωμεν, να φύγωμεν! έλεγον αι γυναίκες, τα δε παιδία έκλαιον, και εγώ δεν ηδυνάμην να λησμονήσω την θέαν των δύο εκείνων φερέτρων, φερομένων προς την πύλην της εκκλησίας, και τους θρήνους των γυναικών, αι οποίαι εμοιρολόγουν τους νεκρούς των.
Την αυτήν εκείνην ημέραν ο θείος της μητρός μου, δι' αμοιβών γενναίων και μεγαλειτέρων έτι υποσχέσεων, έπεισε νέον χωρικόν να μεταφέρη διά παντός τρόπου επιστολήν του εις Ψαρά. Έγραφε ζητών της φυγής τα μέσα.
― Ας έλθη πλοίον, έλεγε προς τον πατέρα μου, και συ αν θέλης μείνε εδώ. Φθάνει μόνον να έλθη εν καιρώ!
Ο πατήρ μου εσιώπα, αλλ' εφαίνετο διστάζων. Τον ετρόμαζον αρά γε οι κίνδυνοι της φυγής και του εκπατρισμού αι οδύναι; ή εβασίζετο εις των Προξένων την μεσολάβησιν και ήλπιζεν ότι κρυπτόμενοι εν τω μεταξύ εντός της πατρίδος θα διέλθωμεν ασφαλέστερον της δοκιμασίας την περίοδον; ή μη, υπό την πίεσιν τοσούτων αλλεπαλλήλων συγκινήσεων, απώλεσε την εις εαυτόν πεποίθησιν και δεν ήξευρεν ο ίδιος τι ήθελε και τι ν' αποφασίση;
Την επιούσαν ήμεθα από πρωίας συνηγμένοι κατά το σύνηθες εις την ισόγειον της οικίας είσοδον, ήτις εχρησίμευεν ως κοινή αίθουσά μας. Καθήμενοι εις των θυρών τα κατώφλια και επί των βαθμίδων της κλίμακος συνεσκεπτόμεθα, ως πάντοτε, περί του πρακτέου, αναμένοντες τι η ημέρα θα μας φέρη και υπολογίζοντες πότε ηδυνάμεθα να περιμένωμεν απόκρισιν εκ Ψαρών.
Η Ανδριάνα μόνη ήτο απούσα. Είχεν εξέλθει προς εύρεσιν τροφής. Και άλλοτε κατώρθωσε να ποικίλη την πενιχράν δίαιτάν μας συλλέγουσα χόρτα άγρια εις τους πέριξ του χωρίου λόφους. Αλλ' εβράδυνεν ήδη να επιστρέψη. Και η μήτηρ μου, ανησυχούσα, πολλάκις ήνοιξε την θύραν και προέτεινε την κεφαλήν εις την οδόν, να ιδή μη φαίνεται ερχόμενη.
Η Ανδριάνα ήτο ο γενικός προστάτης, η αληθής πρόνοια ολοκλήρου της εις Μεστά δυστυχούς ημών ομάδος. Πλήρης αυταπαρνήσεως και αφοσιώσεως, περιέθαλπε την μητέρα και τας αδελφάς μου και εφρόντιζε περί πάντων των λοιπών· όλα τα επρόφθανεν, όλα τα εσυλλογίζετο· αυτή εύρισκεν ή εφεύρισκε την καθημερινήν τροφήν μας, αυτή έφερε το νερόν εκ της πηγής, αυτή κατώρθωσε δι' αχύρων και παλαιών ταπήτων ν' αυτοσχεδιάση στρωμνάς δι' όλους εις τα εύκαιρα δωμάτια της οικίας εκείνης· αυτή μας έφερεν ειδήσεις έξωθεν, σχετιζόμενη μετά των χωρικών και τα πάντα ερευνώσα και τα πάντα μανθάνουσα. Η ενεργητικότης της ήτο αδάμαστος και ακατάβλητος η ευθυμία της. Είχε την καρδίαν υγιά και ακμαίαν όσον και το σώμα, και συχνάκις διά της ζωηρότητος, διά της φαιδρότητός της έφερεν εις τα χείλη μας το μειδίαμα, εν μέσω της επικρατούσης εκεί γενικής αθυμίας.
Η ώρα εν τούτοις παρήρχετο και ηύξανε της μητρός μου η ανησυχία. Δεν ήθελα να την αυξήσω εκφράζων τους φόβους μου, αλλ' ήμην και εγώ ανήσυχος, και οι άλλοι επίσης.― Τι έγεινε; Πώς αργεί; Μη έπαθε τίποτε; Τοιαύται αντηλλάσσοντο φράσεις.
Εκεί, αίφνης, ανοίγεται η θύρα και παρουσιάζεται η Ανδριάνα κάτωχρος, τρέμουσα, με την κόμην λυτήν, σχισμένα τα φορέματα και ανοικτά, τα στήθη αιματωμένα.....
Η όλη παρουσία της εμαρτύρει πάλην φοβεράν, και τρόμον και αισχύνην.
Η μήτηρ μου ηγέρθη αμέσως, εκάλυψε με τας χείρας τους οφθαλμούς και ανέκραξε μετά φρίκης : Α! οι Τούρκοι, οι Τούρκοι! Και αρπάσασα τας θυγατέρας της έσυρεν αυτάς εις την αγκάλην της.
Η δε Ανδριάνα με την μίαν χείρα επί της ανοικτής θύρας, εδείκνυε διά της άλλης την έξοδον, και ασθμαίνουσα δεν ηδύνατο ν' αρθρώση τας λέξεις τας οποίας επροσπάθει να προφέρη·― Φύγετε, κρυφθήτε!
Ευρέθημεν όλοι δια μιας έξω εις τον δρόμον μετά της Ανδριάνας.
Που επηγαίνομεν; Τι ηθέλομεν; Έμφυτός τις ορμή διηύθυνε τα διαβήματα μας μακράν της πύλης του χωρίου. Εφεύγομεν τους Τούρκους. Δεν εσκεπτόμεθα όμως ότι απομακρυνόμενοι της εξόδου, εκλειόμεθα εντός του χωρίου. Αλλά μη σκέπτεται τις εις τοιαύτας ώρας;
Ενώ ετρέχομεν ούτω περίφοβοι, παραζαλισμένοι, μη γνωρίζοντες πού να καταφύγωμεν, μία γραία εις την θύραν ταπεινής οικίας ισταμένη μας είδε, μας ελυπήθη και ήπλωσε προς ημάς την χείρα.
― Ελάτε εδώ να σας κρύψω, Χριστιανοί.
Εχύθημεν όλοι εντός της ανοικτής θύρας, ακολουθούντες την γραίαν. Ο Θεός την εφώτισε! Εις εκείνην χρεωστούμεν την σωτηρίαν, την ύπαρξίν μας. Δεν την είδα έκτοτε, ούτε το όνομα της γνωρίζω, αλλά ποτέ δεν ελησμόνησα το αγαθόν πρόσωπον της, ουδ' έπαυσα ευλογών την μνήμην της. Είθε να την αντήμειψεν ο Θεός και να την ανέπαυσεν εν ειρήνη!
Όπισθεν της οικίας ήτο αυλή ύπαιθρος, εις δε την άκραν της αυλής σταύλος. Εντός του σταύλου μας έκρυψεν η γραία. Αι αγελάδες της έβοσκον εις την εξοχήν και δεν επέστρεψαν ούτε την εσπέραν εκείνην, ούτε τας επιούσας, να μας διαφιλονεικήσωσι της κατοικίας των την κατοχήν. Δεν ηχμαλώτιζον γυναικόπαιδα μόνον οι Τούρκοι· ό,τι εύρισκον ήτο λεία ευπρόσδεκτος. Αλλά δεν εζημίωσαν ημάς τότε ληστεύσαντες της πτωχής γραίας τα ζώα.
Η είσοδος ήτο στενή και σκοτεινή, εις δε το βάθος ηνοίγετο ο σταύλος τετράγωνος και οπωσούν ευρύχωρος· αλλ' ουδ' αυτός είχε παράθυρον ή άλλην οπήν, ώστε ότε εκλείετο η επί της αυλής θύρα της διόδου, το σκότος ήτο ψηλαφητόν και η αποφορά δεν είχε διέξοδον. Τέσσαρα ημερόνυκτα εμείναμεν εντός του κρυψώνος τούτου, δεκαοκτώ εν συνόλω ψυχαί!
Το εσπέρας της πρώτης ημέρας η φιλάνθρωπος γραία μας έφερε σάκκον πλήρη σύκων. Ότε δε συνειθίσαμεν εις το σκότος, ανεκαλύψαμεν εις μίαν γωνίαν κάδον έχοντα εισέτι ύδωρ αρκετόν, προς ποτισμόν των αγελάδων. Χάρις εις το ύδωρ τούτο και εις τα σύκα δεν απεθάνομεν της δίψης και της πείνης. Εις θέσιν δε προέχουσαν επί μιας των πλευρών του σταύλου, εύρομεν άχυρον, το οποίον εστρώσαμεν κατά γης, διά να μη κατακλίνωνται επί του βορβορώδους εδάφους αι γυναίκες και τα παιδία. Και εζήσαμεν ούτω τέσσαρας νύκτας και τέσσαρας ημέρας!
Εκ του κρυψώνος μας ηκούομεν έξω συχνάκις τας κραυγάς των Τούρκων και οιμωγάς των Χριστιανών, πότε μακράν και άλλοτε πλησίον. Την τελευταίαν μάλιστα νύκτα τους είχομεν πολύ, πολύ πλησίον, διότι διενυκτέρευσαν εις την οικίαν της γραίας, και ηκούομεν τας ομιλίας των και τας διηγήσεις των αισχρών κατορθωμάτων των.
Ο κύριος των Τούρκων σκοπός ήτο η ανακάλυψις των κρυπτομένων φυγάδων. Τούς άνδρας εφόνευον, τα δε γυναικόπαιδα ηχμαλώτιζον μεταφέροντες την άγραν των εις την πόλιν. Τους χωρικούς δεν έβλαπτον συνήθως, εκτός δι' ύβρεων και ραβδισμών και λακτισμάτων και διά της καταναλώσεως των τροφίμων των. Δεν έμενον δε επί πολύ οι αυτοί Τούρκοι εις το χωρίον. Αφ' εσπέρας ήρχετο μία συμμορία, έτρωγον, έπινον εκοιμώντο, την δε πρωίαν ήρχιζεν η έρευνα προς σφαγήν και αιχμαλωσίαν· ανεχώρουν οι πρώτοι με αιχμαλώτους και λάφυρα, και τους διεδέχετο νέα την εσπέραν συμμορία, και ούτως εφεξής. Εμείς δ' επεριμένομεν να κορεσθώσι και να παύση η εξάντλησις της λείας την διαδοχήν του διωγμού, παρακαλούντες τον Θεόν να μη ανακαλυφθώμεν μέχρι τέλους.
Πώς να περιγράψω την αγωνίαν των ατελευτήτων εκείνων ημερών! Εφοβούμεθα να λαλήσωμεν μη ο ελάχιστος θόρυβος μας προδώση. Η Ανδριάνα έκλαιεν, έκλαιεν ακαταπαύστως, και λυγμοί ενίοτε εξέφευγον από του στήθους της· ο πατήρ μου επέβαλλε τότε σιωπήν.
― Θέλεις να μας καταδώσης; έλεγε.
Και έκρυπτεν η Ανδριάνα την κεφαλήν, και δεν ηκούετο ο θρήνος της. Επλησίαζεν η μήτηρ μου να την παρηγορήση.
― Μη μ' έγγιζες και λερόνεσαι!
Δυστυχής νέα! Η μαύρη απελπισία της εντός του σκοτεινού και δυσώδους εκείνου καταφυγίου ήτο η φοβερωτέρα ένδειξις της τύχης, η οποία επερίμενε τας λοιπάς εκεί γυναίκας, εάν οι Τούρκοι μας ανεκάλυπτον!
Την τελευταίαν νύκτα εξημερώθημεν με τον φόβον, ότι δεν θα σωθώμεν από τας χείρας των. Η θύρα μόνη του σταύλου μας εχώριζεν απ' αυτών. Την αυγήν επανήλθεν εις την αυλήν η σιωπή, αλλ' εξηκολούθει εντός του χωρίου ο θόρυβος. Πόσον βραδέως αι ώραι παρήρχοντο! θα επανέλθωσιν οι Τούρκοι πλησίον μας; θα τους έχωμεν και την νύκτα πάλιν; Ησθανόμεθα πάντες ότι δεν ηδυνάμεθα να ανθέξωμεν πλειότερον.
Προς το εσπέρας τους ηκούσαμεν εις την αυλήν, ετοιμαζομένους προς αναχώρησιν, και εκρατούμεν την αναπνοήν μας, περιμένοντες την ελπιζομένην απομάκρυνσίν των.
Εκεί, ακούομεν αίφνης, πλησίον της θύρας, βροντώδη Τούρκου φωνήν.
― Ας ίδωμεν πριν φύγωμεν, τι έχει εις αυτήν την αποθήκην.
Έκαμα τον σταυρόν μου. Κρύος ιδρώς με περιέχυσεν.
Η θύρα του σταύλου έτριξε και ηνοίχθη, και εις το άνοιγμα της είδα Τούρκου μορφήν φοβεράν. Εκράτει ξίφος γυμνόν εις την μίαν χείρα, εις δε την άλλην ράβδον, και από της άκρας της ράβδου εκρέματο λύχνος, το δε φως του λύχνου εφώτιζε του Τούρκου το πρόσωπον, και όπισθεν των ώμων του άλλαι Τούρκων κεφαλαί έρριπτον περίεργα εντός του σκότους βλέμματα.
Εκαθήμην κατά γης εις το βάθος του σταύλου, αντίκρυ της εισόδου.
Χίλια έτη να ζήσω, δεν θα λησμονήσω την αποτρόπαιον εκείνην οπτασίαν!
Αναπνοή εντός του σταύλου δεν ηκούετο. Ο Τούρκος εκτείνει τον πόδα, προχωρεί έν βήμα.....
Αντήχησε διά μιας ο πάταγος υδάτων πατουμένων και βλάσφημος του Τούρκου εκφώνησις.
― Μόνον βρώμαι είναι εδώ. Δεν έχει τίποτε. Πηγαίνωμεν!
Η θύρα εκλείσθη μετά κρότου και οι Τούρκοι ανεχώρησαν. Εσώθημεν! Έν βήξιμον, είς στεναγμός ηδύνατο να μας προδώση. Αλλ' ο Θεός μας ελυπήθη και ηυδόκησε να μας διαφυλάξη, η δε σωτηρία μας την ώραν εκείνην μας εφάνη ως αγαθός διά το μέλλον οιωνός, και επεριμένομεν με πλειότερον ήδη θάρρος της δοκιμασίας μας το τέλος.
Δεν εψεύσθησαν αι ελπίδες μας. Την αυτήν εκείνην εσπέραν, αφού ενύκτωσε, ηνοίχθη του σταύλου η θύρα και πάλιν, αλλ' υπό φίλης ήδη χειρός, και ήλθεν εν μέσω ημών ο χωρικός, τον οποίον ο θείος μου είχεν αποστείλει προς εύρεσιν πλοίου. Πώς εξετέλεσε την παραγγελίαν, πώς ανεκάλυψε; το κρησφύγετόν μας δεν γνωρίζω. Έφερε την αγγελία ότι πλοίον Ψαριανόν μας επερίμενεν εις έρημον λιμενίσκον όχι μακράν του χωρίου, και ήτο έτοιμος ο χωρικός να μας οδηγήση αμέσως προς αυτό.
Η νυκτερινή ώρα, ο φόβος των Τούρκων, η άγνοια του μέλλοντος, οι κίνδυνοι της φυγής, η ανάμνησις των πρώτων ματαίων περιπλανήσεων, πολλούς δισταγμούς την ώραν εκείνην εγέννησαν. Αλλ' αν εμένομεν, ο όλεθρος ήτο βέβαιος σήμερον ή αύριον, ενώ φεύγοντες ηδυνάμεθα ίσως να σωθώμεν. Απεφασίσθη λοιπόν η φυγή και ανεχωρήσαμεν υπό την οδηγίαν του χωρικού.
Κρατούμενοι τας χείρας και βαδίζοντες εν σιωπή εφθάσαμεν εις την άκραν του χωρίου, προς το αντίθετον της εισόδου μέρος. Εφεύγομεν την πύλην υποπτευόμενοι ότι εφρουρείτο υπό Τούρκων. Ο οδηγός μας είχε λάβει τα μέτρα του. Εισήλθομεν εντός οικίας ερήμου διά να δραπετεύσωμεν εκ των όπισθεν. Η νυξ ήτο σκοτεινή, διεκρίνετο όμως εκ του παραθύρου το κρημνώδες κάτω έδαφος. Εκρεμάσθη σχοινίον και κατέβην πρώτος εγώ. Έδεσα εις την ζώνην μου το σχοινίον και το εκράτουν εκ των χειρών, ενώ με κατεβίβαζον οι άνωθεν. Κατήλθον κατόπιν οι λοιποί άνδρες ανά είς, και επεριλάβομεν έπειτα τας καταβιβαζομένας γυναίκας και παιδία. Τελευταίος επήδησεν ο χωρικός, ετέθη επί κεφαλής μας, και ήρχισεν η νυκτερινή οδοιπορία.
Η απόστασις δεν ήτο μεγάλη, άλλά δεν είναι εύκολος ο δρόμος, όταν με την καρδίαν τρέμουσαν φεύγης εις το σκότος, μη γνωρίζων πού πηγαίνεις, και φοβήσαι ανά πάσαν στιγμήν μη φανώσιν οι Τούρκοι, και έχης γέροντας και γυναίκας και παιδία μικρά εις την συνοδίαν σου!



***



Κεφάλαιο Ε'

Εξημέρονε μόλις ότε εφθάσαμεν εις τα υψώματα τα περικλείοντα τον λιμενίσκον, όπου η σωτηρία μας επερίμενε. Λευκή σειρά αμυδρού φωτός, χαράττουσα τον ορίζοντα, προεμήνυε την ανατολήν. Εις τους πρόποδας του αποτόμου λόφου, επί του οποίου εστάθημεν, εβλέπομεν την θάλασσαν και την ακτήν, αλλά δεν ηκούετο ρόχθος· εντός του λιμένος ήτο άκρα γαλήνη, εκτός δ' αυτού, μακράν, μας έδειξεν ο χωρικός το πλοίον. Δεν έβλεπα επί των σκοτεινών υδάτων το σκάφος, αλλ' οδηγούμενος από του χωρικού την χείρα, διέκρινα τους δύο ιστούς και μου εφάνη ότι κινούνται προχωρούντες με κρεμάμενα επ' αυτών τα ιστία.
Εσπεύσαμεν το βήμα και εντός ολίγης ώρας ήμεθα εις την παραλίαν.
Δεν ήλθε διά μόνους ημάς το πλοίον εκ Ψαρών. Ο πλοίαρχος εφρόντισεν αφ' εσπέρας να διασπείρη της αφίξεώς του την είδησιν, και συνέρρεον οι πρόσφυγες εκ των πέριξ χωρίων και εκ των σπηλαίων όπου εκρύπτοντο. Η ακτή ήτο ήδη κεκαλυμμένη υπ' αυτών, ότε κατέβημεν, εξηκολούθουν δε και άλλοι φθάνοντες κατόπιν ημών.
Ευτυχώς οι πρώτοι φθάσαντες είχον δώσει το συμφωνηθέν σημείον, και το πλοίον έπλεεν ήδη προς τον λιμένα, καθ' ην στιγμήν από του υψώματος διέκρινα μακρόθεν τους ιστούς του.
Ότε επλησιάσαμεν εις τους σωρούς των φυγάδων, είδομεν όλα τα πρόσωπα εστραμμένα προς την θάλασσαν. Ήρχετο η λέμβος! Επλησίαζεν! Ηκούοντο αι κώπαι σχίζουσαι την θάλασσαν, ηκούετο και των σκαρμών ο γογγυσμός υπό της κώπης την πίεσιν. Οι δ' επί του αιγιαλού ετείνομεν σιωπώντες τα ώτα προς τους πλησιάζοντας εκείνους παρηγόρους ήχους.
Αλλ' ότε η λέμβος προσωρμίσθη και επήδησαν οι ναύται εις την ξηράν, τότε η σιωπή ελύθη και επήλθε ταραχή και σύγχυσις, διότι πάντες, συνωθούμενοι επί των βράχων, ανυπομόνουν θέλοντες να επιβιβασθώσιν.!Ήσαν δε πολλοί οι φεύγοντες, και η λέμβος μικρά. Η ηχηρά του ναυκλήρου φωνή και των ναυτών οι βραχίονες εχαλίνωσαν του πλήθους την ανυπομονησίαν.― Ησυχάσατε, εφώναζε. Θα σας πάρωμεν όλους. Κανένα δεν θ' αφήσωμεν!
Εν τούτοις η λέμβος ανεχώρησε με το πρώτον φορτίον, ο δε ναύκληρος και τρεις ναύται έμενον εις το παράλιον ωπλισμένοι. Επήγαινεν η λέμβος και ήρχετο, εσμικρύνετο δε βαθμηδόν ο αριθμός των επί της ακτής, και ηύξανε μετά πάσαν αναχώρησιν η ανυπομονησία των μενόντων. Ηύξανε δε τοσούτω μάλλον καθ' όσον το φως επληθύνετο. Δεν εφαίνετο εισέτι ο ήλιος, αλλ' η θάλασσα ελάμβανεν ήδη της ημέρας τα χρώματα.
Οι ημίσεις περίπου ήσαν επί του πλοίου. Ημείς εμένομεν εισέτι επί της ξηράς, και εβλέπομεν την λέμβον επιστρέφουσαν, ευχόμενοι να μη βραδύνη η σειρά μας, ότε αντήχησεν αίφνης κρότος τουφεκίου και ηκούσθη σφαίρας συριγμός. Αι κεφαλαί όλαι εστράφησαν διά μιας προς τα οπίσω και είδομεν υψηλά, επί της κορυφής του λόφου, προς τα δεξιά μας, τεσσάρας ανδρών μορφάς.― Αλλοίμονον! οι Τούρκοι επλάκωσαν!
Θεέ μου! Οποίον τρόμον έφερεν εις την ακτήν η απροσδόκητος εκείνη των διωκτών μας εμφάνισις!
Δύο, τρεις τουφεκισμοί εκ νέου αντήχησαν. Ο όμιλος των προσφύγων εσκορπίσθη, και ετρέξαμεν όλοι εις του λόφου τας υπωρείας, όπως προφυλαχθώμεν υπό των βράχων τας εξοχάς. Οι τέσσαρες ναύται μόνοι έμειναν εις την άκραν της θαλάσσης, και υψώσαντες τα όπλα εσκόπευσαν και επυροβόλησαν διά μιας και οι τέσσαρες. Οι Τούρκοι άνωθεν δεν ανταπεκρίθησαν εις τον χαιρετισμόν τούτον. Εφοβήθησαν αρά γε; ή μη αι σφαίραι των ναυτών μας επέτυχον; ή μη ήσαν πολυαρίθμου σώματος εμποσθοφυλακή και επερίμενον επικουρίαν, όπως επιπέσωσι καθ' ημών; Και τότε; τι θα γίνωμεν; πώς θ' αντισταθώμεν;
Εν τούτοις η λέμβος επλησίαζεν. Ενθαρρυνθέντες υπό της παύσεως των πυροβολισμών ετρέξαμεν όλοι πάλιν προς την θάλασσαν, θα προφθάσωμεν όλοι να σωθώμεν; θα φανώσιν εκ νέου επί του λόφου οι Τούρκοι;
Προσωρμίζετο σχεδόν επί των βράχων η λέμβος, ότε είδα τον πατέρα μου πλησιάζοντα εις τον ναύκληρον. Τον έβλεπα να λαλή περιπαθώς δακτυλοδεικτών τας αδελφάς μου και εμέ, ενώ ο ναύτης απέσυρε την χείρα, εντός της οποίας εζήτει ο πατήρ μου να θέση φιλοδώρημα.
Κατ' εκείνην την στιγμήν η μήτηρ μου όπισθεν μ' έλαβεν εκ της χειρός. Εστράφην προς αυτήν.
― Λουκή μου, πάρε τας αδελφάς σου και πηγαίνετε με την ευχήν μας. Αφήσατέ μας ημάς εις το έλεος του Θεού.
Και συγχρόνως εναπέθετεν εις τον κόλπον μου μικρόν δέμα περιέχον όσα κοσμήματα είχε δυνηθή να περισώση. Την ενηγκαλίσθην και εφίλουν τον λαιμόν της και έλεγα·― Όχι, όχι, όλοι ομού θα σωθώμεν....
Εκεί, με ήρπασεν εκ του βραχίονος ο πατήρ μου.
― Πήγαινε με τας αδελφάς σου. Ερχόμεθα κατόπιν ημείς.
Η λέμβος ήτο ήδη πλήρης, αι δε αδελφαί μου εκάθηντο εντός αυτής. Με ώθησεν ο πατήρ μου, μ' έσυρεν ο ναύκληρος, και πριν προφθάσω να λαλήσω ή ν' αντισταθώ, ευρέθην εντός της λέμβου κ' εγώ. Αι κώπαι εκινήθησαν αμέσως. Εστράφην προς την ξηράν να ίδω την μητέρα μου, και ενώ εστρεφόμην είδα καπνόν επί του λόφου και νέος τουφεκισμός ηκούσθη. Επί των βράχων το πλήθος συνεσφίγγετο και οι όπισθεν ώθουν τους πρώτους, έπιπτον δέ τινες ήδη εις την θάλασσαν. Μεταξύ των πιπτόντων βλέπω αίφνης την μητέρα μου!
Δεν ηξεύρω πώς ηδυνήθην ν' απλώσω εκ της λέμβου την χείρα, πώς ήρπασεν η μήτηρ μου την χείρα μου, πώς μία άλλη γραία εκράτει διά των δύο χειρών της μητρός μου το φόρεμα......Η δε λέμβος επροχώρει και έπλεον αι δύο γραίαι, συρόμεναι εκ της χειρός μου, μέχρις ου επί τέλους τας ανεσύρομεν εκ της θαλάσσης. Ουδ' ενθυμούμαι πώς ευρέθημεν επί του καταστρώματος του πλοίου.
Οι τουφεκισμοί εκ διαλειμμάτων εξηκολούθουν, η δε λέμβος επήγαινε και ήρχετο και την έβλεπα εκάστοτε επιστρέφουσαν, προσπαθών να ίδω μακρόθεν εάν ήσαν εντός αυτής ο πατήρ μου και η Ανδριάνα. Εις το τελευταίον της μόνον ταξείδιον τους είδα επί τέλους ερχομένους.
Ήμεθα ήδη πάντες επί του πλοίου, και ήμεθα εκατόν ογδοήκοντα ψυχαί! Εμετρήθημεν κατόπιν. Οι Τούρκοι δεν επέτυχον από του λόφου να ελαττώσωσι τον αριθμόν μας.
Το πλοίον ανεπέτασε τα ιστία του και ήρχισε να πλέη υπό την ελαφράν πνοήν ουρίου ανέμου, αλλ' ήτο εισέτι παρά το στόμιον του λιμένος, ότε είδομεν τα υψώματα καλυπτόμενα υπό Τούρκων. Οι ολίγοι εκείνοι ήσαν τω όντι εμπροσθοφυλακή , αλλά, θεία χάριτι, εβράδυνον οι πολλοί να έλθωσι και ημείς ήμεθα ήδη σώοι και ασφαλείς, ουδ' εφοβούμεθα πλέον τα απέχοντα όπλα των.
Μεταξύ των ποικίλων του βίου μου περιπετειών δεν έτυχε ποτέ να ναυαγήσω. Η θάλασσα, μέχρι τούδε τουλάχιστον, μοι εφέρθη φιλοφρόνως πάντοτε. Αλλ' οπόταν αναγινώσκω ναυαγίων περιγραφάς αναλογίζομαι τας ώρας και τας σκηνάς της φυγής εκείνης εκ Χίου. Ναυαγοί, βλέποντες εκ πλοίου καταποντιζομένου την απέχουσαν παραλίαν, δεν διέρχονται βεβαίως συγκινήσεις πλέον εναγωνίους όσων ημείς τότε διήλθομεν. Αλλά καταποντισμός δι' ημάς ήτο η επί της ακτής αγωνία, ως βράχον δε σωτηρίας εβλέπομεν το πλοίον, επί του οποίου η μικρά λέμβος ανά ολίγους μας μετέφερεν, ενώ οι Τούρκοι ετουφέκιζον άνωθεν.
Ότε όμως είδα το πλοίον απομακρυνόμενον και σώους επ' αυτού όλους τους μεθ' ημών συγκινδυνεύσαντας, ησθάνθην την καρδίαν μου πληρουμένην υπό χαράς ότι εσώθημεν. Τούτο ήτο το πρώτον μου αίσθημα, στενόν ίσως εγωισμού αίσθημα. Δεν εσυλλογιζόμην την ώραν εκείνην τους μείναντας εις την Χίον, δεν εσκεπτόμην πόσοι δυστυχέστεροι ημών κρύπτονται εισέτι εις σπήλαια και υπόγεια, υποφέροντες τα μαρτύρια, από των οποίων ημείς ελυτρώθημεν. Όχι· δι'εμέ η Χίος, ο κόσμος όλος, ήτο κατ' εκείνην την στιγμήν του πλοίου μας το πλήρωμα· εκεί συνεκεντρούντο τα αισθήματά μου, εκεί περιωρίζετο η σκέψις μου.
Αλλ' ότε το πλοίον επελαγοδρόμησε, τα δε παράλια της Χίου έμειναν μακράν όπισθεν ημών, και επήλθε τάξις τις και ησυχία επί του καταστρώματος, ενθυμήθην τότε ότι ήμην άσιτος και ησθάνθην ότι πεινώ. Δεν ήτο νέα δι' εμέ η τοιαύτη αίσθησις. Πολλάκις, κατά την διάρκειαν των περιπλανήσεών μας, ησθάνθην αυτό της πείνης και της δίψης το μαρτύριον. Ποτέ, αναγνώστά μου, να μη σε δώση ο θεός να πεινάσης, εκτός μόνον όταν γνωρίζης ότι σε περιμένει τράπεζα πλήθουσα. Αλλά να πεινάς και να βλέπης τους περί σε ωχρούς εκ της ασιτίας, και να μη βλέπης πόθεν να προμηθευθής τεμάχιον άρτου, και να έχης ανάγκην δυνάμεων διά να τρέχης, διά να περιθάλπης άλλα αδύνατα και αγαπητά περί σε όντα..... Ω! μόνος ο διελθών τοιαύτας στερήσεις δύναται να εννοήση την πικρίαν των!
Ο πλοίαρχος δεν εβράδυνε να σκεφθεί ότι έχομεν ανάγκην τροφής και διέταξε να μας διανείμωσι παξιμάδια. Μας εφάνησαν ως το μάνα εν τη ερήμω! Τα εδέχθημεν ευλογούντες τον Θεόν και απονέμοντες εγκαρδίους ευχαριστίας προς τον πλοίαρχον, και δεν ήκουες εντός ολίγου ή την χαρμόσυνον μουσικήν τοσούτων πεινασμένων οδόντων αλεθόντων τα σκληρά του πλοίου παξιμάδια.
Η Ανδριάνα μόνη δεν έτρωγεν. Εκάθητο επί του καταστρώματος, παρά την πρύμνην, με τα γόνατα υψωμένα και τους αγκώνας επί των γονάτων και το μέτωπον εντός των χειρών. Ο πλοίαρχος υπήγε πλησίον της προσπαθών να την ενθαρρύνη, αλλ' έμεινε σιωπηλή και ακίνητος εκείνη, ουδ' ανύψωσε την κεφαλήν. Έθεσα, τότε την χείρα επί του ώμου της και ηθέλησα να την προτρέψω να φάγη, αλλά δεν ηδυνήθην να είπω πολλά, διότι είδα τα δακρυα ρέοντα διά μέσου των δακτύλων της, και επνίγετο η φωνή μου και εθολούντο οι οφθαλμοί μου.
Η μήτηρ μου εκάθητο παρέκει. Έδειξα διά της χειρός την Ανδριάναν και με ενόησεν η μήτηρ μου, και εγερθείσα ήλθε πλησίον της δυστυχούς νέας. Εγονάτισεν ενώπιον της, εσήκωσε τας χείρας της από το μέτωπον, εσπόγγισε τα δάκρυα της, και είπε λόγους γλυκείς γυναικείας παραμυθίας.
Απεμακρύνθην συγκινημένος. Υπήγα εις την πρώραν και έβλεπα την θάλασσαν την οποίαν εσχίζομεν, και τα βουνά των Ψαρών αντικρύ μου.
Ήμεθα ήδη πλησίον του λιμένος, δεν εβράδυνον δε να φανώσι τα πλοία, και υπεράνω αυτών η πόλις, και μετ' ου πολύ ηγκυροβολήσαμεν.
Τότε πρώτον την είδα την ηρωικήν νήσον, ήτις ήτο πεπρωμένον να καταστραφεί, ως η Χίος και αυτή. Αλλά τα Ψαρά ενέπηξαν εις τα σπλάγχνα της Τουρκίας πληγήν φοβεράν, ενώ εκ της Χίου γόοι μόνον και στεναγμοί αντήχησαν. Κατεστράφησαν τα Ψαρά, αλλ' αφού πρώτον ήναψεν εις το πέλαγος αθάνατον πυρκαϊάν ο δαυλός του Κανάρη!
Δεν μας επετράπη ν' αποβώμεν εις την ξηράν· εφοβούντο οι Ψαριανοί μη αναγκασθώσι να μας δεχθώσι. Δεν ηδύναντο να φιλοξενήσωσι πλειοτέρους πρόσφυγας επί της νήσου των· ήτο θυσία και το ύδωρ αυτό, το οποίον μας έστειλαν διά να μη αποπλεύσωμεν διψώντες.
Ο άνεμος έπνεεν εισέτι ούριος, ο δε πλοίαρχος εβιάζετο ν' αναχωρήσωμεν πριν αίφνης μεταβληθή. Επρότεινε να μας φέρη εις Μύκονον, καθότι εις Τήνον ήσαν ήδη πολλοί εκ Σμύρνης και Χίου και εξ άλλων πόλεων πρόσφυγες, ο δε τύφος τους παρηκολούθησεν, ενώ εις Μύκονον ήτο υγεία και ευρυχωρία πλειοτέρα. Απεφασίσθη λοιπόν εκεί κατά προτίμησιν να μας φέρωσιν. Ημείς δε επηγαίνομεν όπου μας έφερον. Τι προς ημάς η Τήνος ή η Μύκονος; Λιμένα καταφυγής ηθέλομεν, και σκέπην φίλόξενον, υπό την οποίαν να κλίνωμεν την κεφαλήν, και Τούρκους πλησίον να μη έχωμεν!
Περί ηλίου δυσμάς ανειλκύσθη η άγκυρα και απεπλεύσαμεν.
Η Ανδριάνα εν τούτοις έμενε τεθλιμμένη και άφωνος. Ουδέ η εις Ψαρά άφιξις και η εκείθεν αναχώρησις, ουδ' η γενική επί του καταστρώματος κίνησις και βοή ίσχυσαν να την αποσπάσωσι του ληθάργου, εντός του οποίου εφαίνετο βυθισμένη. Τα πάντα ήσαν ως ξένα προς αυτήν. Οι οφθαλμοί της ήσαν προσηλωμένοι, αλλ' έβλεπες ότι δεν προσέχουν εις ό,τι ητένιζον. Μελαγχολία ανεκλάλητος απεικονίζετο εις το βλέμμα, εις την στάσιν, εις την σιωπήν της. Εάν την ωμίλει τις, ύψωνε βραδέως τους οφθαλμούς, ως ν' αποσπάται μετά κόπου από τας σκέψεις της, και βραδέως και μετά κόπου απεκρίνετο. Εάν η μήτηρ μου ελάμβανε θωπευτικώς την χείρα της, εδέχετο απαθώς την θωπείαν, η δε χειρ έπιπτεν έπειτα βαρεία επί των γονάτων· και απεμακρύνετο η μήτηρ μου να κρύψη την λύπην της. Πού η πρότερα ζωηρότης; πού η ενέργεια, πού η φαιδρότης, ήτις μας υπεστήριζε και μας εζωογόνει κατά τας πρώτας του διωγμού ημέρας! Αφ' ης ώρας ήνοιξε την θύραν εις Μεστά με την κόμην λυτην και τα στήθη ανοικτά και το φόρεμα σχισμένον, δεν είδα το μειδίαμα ουδέ ήκουσα την εύθυμον εκείνην φωνήν της. Μόνον τους λυγμούς της ήκουα εντός του σκοτεινού σταύλου, και τώρα έβλεπα το άτονον βλέμμα της και τα χείλη της βωβά. Η ευτυχία της υπάρξεώς της κατεστράφη υπό τας αγρίας χείρας εκ των οποίων διέφυγεν όπως μας σώση. Η ατιμωτική εκείνη επαφή απεμάρανε το θαλερόν της ζωής της γόητρον. Το κάλλος απέμενεν, αλλ' άνευ της προτέρας λάμψεως πλέον. Ήτο εισέτι ωραία, αλλ' είχε την ωραιότητα του άνθους, το όποιον χειρ σκληρά απέκοψε του στελέχους και το έρριψε κατά γης αφού το έθλιψε.
Το δε πλοίον έσχιζε τα κύματα. Η απόστασις και το προβαίνον σκότος απέκρυψαν βαθμηδόν της Χίου και των Ψαρών τα βουνά, μόλις δε ως νέφη μεμακρυσμένα διεκρίνοντο επί του ορίζοντος αι γραμμαί των νήσων του Αιγαίου, προς τας οποίας επλέομεν.
Και επήλθεν η νυξ ασέληνος και σκοτεινή, ο δε άνεμος έπνεεν ούριος, και έτρεχε το σκάφος και εγόγγυζεν η θάλασσα. Ο κάματος, και το σκότος και της ασφαλείας η συναίσθησις, και η αντίδρασις των παρελθουσών συγκινήσεων, και το ψύχος της νυκτός, και των κυμάτων ο ρόχθος, τα πάντα ομού εδάμασαν τους επί του καταστρώματος συνεσφιγμένους φυγάδας, και επροσπάθησεν όπως έκαστος ηδύνατο να σκεπασθή, και έκρυψαν αι μητέρες τα τέκνα εις την αγκάλην, οι δε γέροντες έκλιναν την λευκήν κεφαλήν επί των σανίδων του πλοίου, και έπαυσαν αι ομιλίαι, και δεν ήκουες ή την βοήν του κύματος σχιζομένου υπό την πρώραν, και το τρίξιμον του σκάφους, ότε ο άνεμος αγριεύων έκλινε προς την θάλασσαν τους ιστούς.
Εγώ δεν εκοιμώμην. Εκαθήμην στηρίζων την κεφαλήν επί του ιστού και έβλεπα τα νέφη και τους ανά μέσον των νεφών φαινομένους αστέρας, ο δε νους μου ήτο όλος εις την Ανδριάναν. Ενθυμούμην σκηνάς της παιδικής μου ηλικίας· ενθυμούμην ότε μας ήνοιξε την θύραν επιστρέφοντας εκ Σμύρνης, και την χαράν ήτις τότε επλημμύρησε την καρδίαν μου, ότε μετά τοσούτων ετών απουσίαν την επανείδα· ενθυμούμην ένα σωρόν περιστατικών των τελευταίων δυστυχών επί της Χίου ημερών, η δε μορφή της συνείχετο με τας αναμνήσεις μου πάσας, και η φωνή της, η φαιδρά της φωνή, μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου.
Και παρήρχοντο αι ώραι. Αλλ' η γενική επί του πλοίου ησυχία και η μονότονος της θαλάσσης βοή, και του σκάφους η κίνησις ήρχιζον βαθμηδόν να επενεργώσιν επί του απηυδημένου μου σώματος. Χωρίς εντελώς να κοιμώμαι, ήρχιζον ήδη αι σκέψεις μου να λαμβάνωσιν ονείρων μορφήν, ότε εξαίφνης ακούω ήχον βαρύν σώματος πίπτοντος εντός της θαλάσσης και τρόμου συγχρόνως κραυγάς :
― Έπεσε εις την θάλασσαν! Έπεσε εις την θάλασσαν!
Ευρέθην διά μιας εις την πρύμνην. Η Ανδριάνα δεν ήτο εις την θέσιν της. Οι δ' επιβάται σκύπτοντες από των πλευρών του πλοίου έβλεπον την θάλασσαν, και αι γυναίκες έκραζον :
― Έπεσε εις την θάλασσαν! Σώσατέ την!
Ο πλοίαρχος διέταξε να χαλαρώσωσι τα ιστία.
Εκόπη του πλοίου ο δρόμος, και η λέμβος κατεβιβάσθη. Αλλ' ο άνεμος έπνεε δυνατός και είχομεν ήδη αφήσει οπίσω το άγνωστον εκείνο σημείον, όπου ηκούσθη ο απαίσιος ήχος, όπου η Ανδριάνα ερρίφθη εις το πέλαγος.
Ω! ποτέ δεν εμίσησα τους Τούρκους όσον κατ' εκείνην την στιγμήν!
Επήδησα εντός της λέμβου πριν ή δυνηθή ο πλοίαρχος να μ' εμποδίση. Οι ναύται εκωπηλάτουν βιαίως. Υπήγομεν οπίσω. Εσιωπώμεν προσέχοντες μη ακούσωμεν την φωνήν της. Εκράζομεν δυνατά διά ν' ακουσθώμεν. Τίποτε! Εβλέπομεν εις το σκότος μη διακρίνωμεν μορφήν τινα επί των κυμάτων. Τίποτε! Τίποτε!
Εκεί, λευκή τις σκιά επί των υδάτων επέσυρε το βλέμμα μου. Την δεικνύω προς τους ναύτας. Κωπηλατούμεν, πλησιάζομεν. Ήτο ο λευκός της Ανδριάνας κεφαλόδεσμος. Εμείναμεν ώραν πολλήν περί το σημείον εκείνο, αλλά τίποτε δεν εφαίνετο, δεν ηκούετο τίποτε, εκ δε του πλοίου ο πλοίαρχος έκραζε να επιστρέψωμεν.
Επεστρέψαμεν. Εκράτουν εις χείρας την λευκήν οθόνην, την οθόνην εκείνην, την οποίαν έσυρα και ελύθη η κόμη της, ότε επιστρέφων εκ Σμύρνης είδα πρώτην την Ανδριάναν, εις την θύραν της οικίας μας. Η οθόνη εκείνη έμεινε, το μόνον λείψανον, μόνον μνημόσυνόν της! Την εκράτησα έκτοτε, και την έχω εισέτι, και την διατηρώ ως ιερόν κειμήλιον, ως προσφιλές ενθύμημα.



***



Κεφάλαιο ΣΤ'

Ότε καθήμενος επί των αναπαυτικών επίπλων της εν Λονδίνω οικίας μου, περιστοιχιζόμενος υπό της οικογενείας μου, πλησίον τοσούτων συγγενών και συμπολιτών μου ευτυχούντων― ότε, εν μέσω της ανέσεως και της ευημερίας του παρόντος, αναπολώ τα παρελθόντα, και συγκρίνω την περικυκλούσαν τον φθίνοντα βίον μου γαλήνην προς τα βάσανα και τους κινδύνους και τας στερήσεις της πολυκυμάντου εκείνης εποχής, απορώ εγώ αυτός πώς διήλθομεν και πώς ηδυνήθημεν πάντες να υποφέρωμεν τα τοσαύτα δεινά, και πώς επί τέλους εξήλθομεν με σώας της ψυχής και του σώματος τας δυνάμεις εκ των σκληρών εκείνων δοκιμασιών.
Συχνάκις μου φαίνονται ως όνειρον αι αναμνήσεις της νεότητός μου, ως μύθος η γενική συμφορά, εντός της οποίας ηνδρώθην. Διότι ήσαν κοινά τα παθήματα και κοινή η κατά της ειμαρμένης πάλη, και επί έτη όλα έζησα, βλέπων περί εμέ την κακοδαιμονίαν υπό πάσας αυτής τας φάσεις.
Ουδ' ήμεθα η οικογένειά μου και εγώ εκ των δυστυχεστέρων εντός της γενικής εκείνης δυστυχίας. Απ' εναντίας. Ναι μεν, εδιώχθημεν και ημείς, εκινδυνεύσαμεν, απωλέσαμεν τα πάντα, αλλ' ευρισκόμεθα τουλάχιστον όλοι ομού σώοι, επί ελευθέρων χωμάτων, και μόνος της δυστυχούς Ανδριάνας ο θάνατος διέσπασε τον οικογενειακόν κύκλον μας. Αλλ' επί του πλοίου το οποίον εκ Χίου μας έσωσε, και εις Μύκονον ήδη, και κατόπιν εις Τήνον, και βραδύτερον όπου της Ελλάδος μας έφερον οι πλανήτες πόδες μας, πανταχού εύρομεν πολλούς άλλους πολύ πλέον αξιοθρηνήτους ημών.
Ενόσω εμένομεν εις Χίον, εν μέσω των περισπασμών, εντός των οποίων εκυλινδούμεθα, δεν εγνωρίζομεν τα καθέκαστα του γενικού εκείνου μαρτυρολογίου. Έκαστος τότε εφρόντιζε περί της ιδίας σωτηρίας και δεν είχε τον καιρόν ούτε περί άλλων να έρωτα, ούτε περί εαυτού να λαλή. Αλλ' ότε εστηρίξαμεν εις την χείρα την κεφαλήν άνευ του φόβου ρομφαίας σειομένης άνωθέν της, ότε εκαθήσαμεν υπό την σκέπην ξένης θύρας, την οποίαν δεν ήτο φόβος να μαυρίση Τούρκου σκιά, και είδεν έκαστος ημών την λύπην του ζωγραφισμένην εις του γείτονός του την παρουσίαν, τότε ήρχισε να ερωτά και να μανθάνη ο είς του άλλου τα πάθη και να ερευνά περί συγγενών και φίλων απόντων.
Ποσάκις απηύθυνα ερωτήσεις κ' εγώ ματαίας! Ποσάκις, αναπολών την τελευταίαν εις το παρεκκλήσιον συνάθροισίν μας, επροσπάθησα ν' ανιχνεύσω την τύχην των αποτελούντων τον κύκλον εκείνον προσώπων. Αλλ' ουδέν εμάνθανα ερωτών. Ενθυμούμην προ πάντων την μικράν Δέσποιναν, και τον τελευταίον περίπατόν μας, και τα πικρά προαισθήματα και τα ήσυχα δάκρυά της, ενόμιζα δε ότι ακούω εισέτι την γλυκείαν παιδικήν φωνήν της: Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου, θα τον σκοτώσουν!
Πόσα όμως άλλα ήκουσα τότε σπαραξικάρδια επεισόδια των αιματηρών εν Χίω σελίδων της ελληνικής ιστορίας, πόσας άλλας φοβεράς σκηνάς της απεράντου εκείνης τραγωδίας.! Εκάστη οικογένεια είχεν Ιλιάδα συμφορών. Πολλοί είδον σφαζομένους προ αυτών τον πατέρα, τον υιόν, τον σύζυγον. Πολλά τέκνα ορφανά περισυναχθέντα υπό αγνώστων έκλαιον τας αιχμαλωτισθείσας μητέρας των. Πολλαί μητέρες ανεζήτουν εις μάτην τα τέκνα των. Αι δε σκληραί του παρελθόντος αναμνήσεις, και οι θρήνοι επί τη σφαγή ή τη αιχμαλωσία όντων προσφιλών, και ο εκπατρισμός, και η περί του μέλλοντος αβεβαιότης, και η σπάνις του επιουσίου άρτου, απετέλουν φρικτήν την εποχήν εκείνην της συμφοράς. Και όμως την διήλθομεν καρτερικώς οι πλείστοι και επαλαίσαμεν κατά της κακής τύχης, και εξήλθομεν νικηταί της πάλης!
Όταν οι νεώτεροι, οι γεννηθέντες και ανατραφέντες εν ημέραις αγαθαίς, βλέπωσι τους γέροντας ημάς ακμαίους εισέτι και ευθύμους, διστάζουν ίσως να πιστεύσωσιν ακούοντες της νεότητός μας τα παθήματα. Μετ' ολίγα δ' έτη, οπόταν εκλείψη η γενεά του αγώνος, και διακοπή των προφορικών παραδόσεων η μνημόνευσις, δυσκόλως οι εγγονοί ημών θα φαντάζωνται διά πόσων θυσιών και βασάνων επληρώθη η ιδική των ευημερία και του έθνους η αναγέννησις. Διά τούτο εύχομαι ώστε πολλοί των επιζώντων γερόντων να μιμηθώσι το παράδειγμα μου, γράφοντες τα απομνημονεύματά των.
Εκ της ιστορίας των ατόμων αποτελείται η του έθνους, την δε ιστορίαν της Ελληνικής παλιγγενεσίας δεν συγκροτούν τα κατορθώματα μόνα των επί γης και θαλάσσης προμάχων της, αλλά και οι διωγμοί και αι σφαγαί και αι ατιμώσεις των αόπλων και ασθενών, και η εγκαρτέρησις αυτών εν τη δυστυχία, και η εις τον Θεόν πεποίθησις ήτις ενίσχυσε και εν τέλει επραγματοποίησεν, έστω και εν μέρει, τας περί καλλιτέρου μέλλοντος ελπίδας των. Ας ευλογώμεν επί τούτω τον Θεόν και ας αποθάνωμεν οι γέροντες ημείς με την ελπίδα, ότι θα εκπληρωθώσιν εις το μέλλον ολόκληροι αι εθνικαί ημών ευχαί. Αλλ' είθε να μη επιφυλάσσωνται εις τας νεωτέρας των Ελλήνων γενεάς αι δοκιμασίαι, τας οποίας ημείς υπέστημεν. Είθε τα ιδικά μας μαρτύρια να θεωρηθώσιν αρκούσα και διά το μέλλον πληρωμή εις της ειμαρμένης το βιβλίον!
Ενώ γράφω ταύτα επισωρεύονται πυκναί εις την ψυχήν μου αι αναμνήσεις, και διέρχονται αλλεπάλληλοι διά της φαντασίας μου αι περιπέτειαι της καταστροφής. Κλείω τους οφθαλμούς και βλέπω ενώπιον μου τους δυστυχείς της εξορίας συντρόφους, και ακούω τας διηγήσεις των, και αντηχούν εις τα ώτα μου οι στεναγμοί των, και ρέουν τα δάκρυα των, και συσφίγγονται απηλπισμέναι αι χείρες των!
Πεντήκοντα έτη παρήλθον έκτοτε, τους δε πλείστους αυτών εκάλυψε το χώμα. Μένουν όμως εισέτι ικανοί όπως συνδέωσι το παρελθόν μετά του παρόντος. Ηδυνάμην ενταύθα να τους ονομάσω. Ηδυνάμην να υποδείξω την γραίαν εκείνην αρχόντισσαν, ήτις, κρύπτουσα υπό ράκη το κάλλος της, περιήλθε τότε ως επαίτις τα ενδότερα της Ανατολής προς αναζήτησιν του τέκνου της· και ο θεός την ελυπήθη, και επέστρεψε με το τέκνον της εις την αγκάλην.
Η δε άλλη εκείνη γραία, μήτηρ ήδη εντίμων της Ελλάδος πολιτών, ηρπάγη τότε εις της νεότητος τα πρόθυρα, και διήλθε δύο έτη εντός Τουρκικού χαρεμίου, μόλις εξαγορασθείσα προ της εκ του πολέμου επιστροφής του Τούρκου συλητού της.
Αλλά τις εκ των γερόντων συμπολιτών μου δεν έχει να διηγηθή περιπετείας, υπερβαινούσας συχνάκις κατά την δραματικότητα ό,τι η γόνιμος μυθογράφου φαντασία δύναται να συλλάβη; Προχθές έτι είς εξ αυτών έλεγεν ενώπιον μου πώς δεκαετή τότε τον είχεν αιχμάλωτον εις την οικίαν του Χίος Τούρκος, την δε ημέραν της απαγχονίσεως των ομήρων τον έφερεν εκ της χειρός εις τον δρόμον, όπως ίδη διαβαίνουσαν την πομπήν των μαρτύρων εκείνων· μεταξύ δε των αγομένων εις το μαρτύριον ήτο ο πατήρ του· και τον είδε τον πατέρα του, και αποσπασθείς εκ των χειρών του Τούρκου εχύθη εις τας πατρικάς αγκάλας· ο δε πατήρ ήρπασε τον υιόν, τον έθλιψεν επί του στήθους, του έδωκεν ένα ασπασμόν, ένα μόνον, και αποθέσας αυτόν κατά γης τον έσπρωξε μακράν του, ωσεί φοβούμενος μη συμπεριληφθή το τέκνον εις του πατρός την καταδίκην! Εξηγοράσθη κατόπιν το ορφανόν τέκνον, αλλ' ο τελευταίος εκείνος του πατρός ασπασμός ουδέποτε παρ' αυτού ελησμονήθη. Και ήσαν υγροί του γέροντος οι οφθαλμοί, η δε φωνή του έτρεμεν ενώ διηγείτο ταύτα.
Αλλ' η πρόθεσίς μου δεν είναι ν' αφηγηθώ των άλλων την ιστορίαν. Δεν ηδυνάμην όμως, γράφων τα κατ' εμέ, να μη αναμνησθώ της γενικής τότε περί μας συμφοράς. Όλοι ομού συνεπάσχομεν, ο δε σύνδεσμος της δυστυχίας και ο αγών της αυτοσυντηρήσεως υπεστήριζον την αμοιβαίαν καρτερίαν και, ολίγον κατ' ολίγον, μας ενεψύχωσαν.
Κατά τας πρώτας ημέρας ήμεθα ως ζαλισμένοι, και ουδείς εσκέπτετο περί της αύριον. Αι συγκινήσεις του διωγμού και της σωτηρίας ήσαν πρόσφατοι εισέτι, η δε πρόθυμος των Μυκονίων φιλοξενία και τα ολίγα περισωθέντα χρήματα εξήρκουν προς συντήρησίν μας. Αλλά τα χρήματα ταχέως εξηντλήθησαν, οι δε πτωχοί νησιώται δεν ηδύναντο βεβαίως να μας διατρέφωσιν. Ήτο γενική η πενία τότε και μεγάλη η αχρηματία. Ενθυμούμαι, αφού εδαπανήθη και το τελευταίον φλωρίον μας, τας ματαίας προσπαθείας μου προς πώλησιν ενός δακτυλιδιού της μητρός μου. Μόλις και μετά βίας ηδυνήθην εις Σπέτσας βραδύτερον να εύρω αγοραστήν ένα εκ των ευπορωτέρων εκεί προκρίτων. Και ο άνθρωπος βεβαίως το ηγόρασε διά να μας συνδράμη εις ώρας θρήνων και οδυρμών. Ο έχων τότε χρήματα δεν ηγόραζε κοσμήματα ούτε προς χρήσιν του, ούτε κερδοσκοπίας χάριν.
Θαύμα μου φαίνεται εισέτι πώς εν τω μέσω της ανεχείας εκείνης κατωρθώσαμεν βαθμηδόν να εξεύρωμεν πόρους και να δημιουργήσωμεν εμπόριον. Όσοι προσέφυγον εις Ρωσσίαν ή Ιταλίαν ή αλλαχού, εντός κοινωνιών ευπορουσών, δεν είχον ν' αντιπαλαίσωσι προς ομοίας δυσκολίας, όπως διά του ιδρώτος κερδίζωσι τον επιούσιον άρτον. Αλλ' εις την Ελλάδα, οποίαν ηδύνατο να έχη ο κόπος αξίαν, ότε πάντες ήσαν πένητες και πειναλέοι;
Και όμως εζήσαμεν! Αλλά πώς εζήσαμεν; Προ δύο εβδομάδων συνώδευσα εις τον τάφον τον νεκρόν γέροντος φίλου μου· τον βαθύπλουτον τούτον έμπορον, όστις αφήκεν εκατομμύρια εις τους κληρονόμους του, τον ενθυμούμαι πωλούντα πλακούντια εις τας αμόρφους έτι οδούς της Σύρου· τα δε πλακούντια τα κατεσκεύαζεν η ωραία σύζυγος του, κόρη μιας των επισημοτέρων της Χίου οικογενειών. Και μη ήσαν εις θέσιν καλλιτέραν οι αγοράζοντες τα πλακούντιά των;
Αλλά και πάλιν ο κάλαμος μου πλανάται. Προτρέχω της σειράς της διηγήσεώς μου.
Δύο ή τρεις εβδομάδας μετά την εις Μύκονον άφιξίν μας ηρχίσαμεν να σκεπτώμεθα σπουδαίως μετά του πατρός μου περί του πρακτέου, διότι έπρεπεν όπως δήποτε να εργασθώμεν προς διατροφήν της οικογενείας. Η εργασία μας ήτο το εμπόριον, αλλά, όσω ταπεινόν και αν υποτεθή, εμπόριον άνευ κεφαλαίου δεν αυτοσχεδιάζεται. Πού δε χρήματα; Τα ολίγα της μητρός μου κειμήλια δεν εχρησίμευον τα υπό την μηλέαν του κήπου μας ταφέντα, καθ' ο αργυρά και χρυσά, ηδύναντο ευκολώτερον να εξαργυρωθώσιν, αλλά δεν τα είχομεν· τα εντός του Χανίου της Σμύρνης εμπορεύματα και τα εκεί ασύνακτα χρέη ούτε τα εσυλλογιζόμεθα πλέον· τα εις Χίον κτήματα τις οίδε ποίος Τούρκος τα εχαίρετο. Δεν είχομεν τίποτε! Εις μάτην ο πατήρ μου ήνοιγε και εδίπλονε τα ολίγα έγγραφα όσα είχεν εις το θυλάκιόν του.
Μεταξύ των εγγράφων τούτων ήτο μία εκ Βενετίας επιστολή, ληφθείσα την προτεραίαν της εκ Σμύρνης αναχωρήσεώς μας. Η επιστολή αύτη ανήγγελλε την φόρτωσιν δύο κιβωτίων σκούφων επί πλοίου Αγγλικού, μέλλοντος εις πολλούς προ της Σμύρνης λιμένας να προσορμισθή. Την φορτωτικήν έστειλεν εκ Χίου ο πατήρ μου εις φίλον του έμπορον εις Σμύρνην, Ιόνιον και κατά συνέπειαν υπήκοον ’γγλον, αλλ' ουδ' απόκρισίν του ελάβομέν ποτε, ουδ' εσκέπτετο πλέον ο πατήρ μου περί σκούφων. Η εκ Βενετίας επιστολή τους ανεκάλεσεν εις την μνήμην μου και επί των δύο εκείνων κιβωτίων εθεμελίωσα μέγα οικοδόμημα ελπίδων και σχεδίων.
― Δεν βαρύνεσαι; έλεγεν ο πατήρ μου. Αν περίμενες απ' εκεί να σκουφωθής, περιπάτει ασκεπής από τώρα.
― Ας δοκιμάσωμεν, απεκρινόμην· τι χάνομεν γράφοντες;
Έγραψα λοιπόν προς τον εν Σμύρνη φίλον και υπέγραψεν ο πατήρ μου την επιστολήν, διά της οποίας τον παρεκάλουν ν' αποστείλη τους σκούφους προς τον εν Μυκόνω ’γγλον υποπρόξενον. Ο αγαθός Μυκόνιος, όστις αντιπροσώπευε την Αγγλίαν φέρων επί κεφαλής χρυσοστόλιστον κ α σ κ έ τ ο ν, υπεσχέθη να στείλη εις Σμύρνην την επιστολήν και να καταβάλη πάσαν περί των σκούφων φροντίδα. Ο πατήρ μου εμειδία δυσπιστών, ουδ' υπήρχε τω όντι πολλή πιθανότης, μετά τοσούτου χρόνου παρέλευσιν,
εν τω μέσω της γενικής εκείνης ανεμοζάλης και της παντελούς σχεδόν διακοπής των δυσκόλων τότε συγκοινωνιών, να επιτύχη η απόπειρά μου.
Όπως δήποτε, δεν ηδυνάμεθα βεβαίως να ζήσωμεν περιμένοντες την έκβασίν της, και απεφασίσαμεν, ως μόνον και τελευταίον καταφύγιον, να προσφέρωμεν τας εκδουλεύσεις μας εις την Κυβέρνησιν, όχι ως πολεμισταί, εννοείται, αλλ' ως υπάλληλοι, ως γραμματικοί, καθώς έλεγον τότε. Έπρεπε προς τούτο να μεταβώμεν εις Ναύπλιον, ή μάλλον εις ’ργος, όπου ήδρευεν η Κυβέρνησις. Αλλ' εάν απετυγχάνομεν; Εάν απερρίπτετο η προσφορά μας; Μετά πόσων άλλων ηθέλομεν αρά γε ευρεθή εις συναγωνισμόν, είτε ικανωτέρων, είτε εχόντων προστασίας και συστάσεις, των οποίων ημείς εστερούμεθα; Ταύτα σκεπτόμενοι, και ζητούντες γνώμας και πληροφορίας, κατελήξαμεν εις το συμπέρασμα ότι έπρεπε να υπάγωμεν εις ’ργος, εφωδιασμένοι με συστατικήν προς τον Θεόδωρον Νέγρην, όστις ήτο αρχιγραμματεύς επί των εξωτερικών υποθέσεων και πρόεδρος του συμβουλίου, εθεωρείτο δε ως κέντρον και ψυχή της εξουσίας, και ότι τοιαύτην συστατικήν ηδύνατο να μας προμηθεύση ο φίλος του Νέγρη Γεώργιος Μαυρογένης, διαμένων τότε εις Τήνον.
Προ ετών πολλών, μετά το τραγικόν τέλος του μεγάλου διερμηνέως Μαυρογένη, ο υιός του ούτος και η αδελφή του κατέφυγον εις Χίον, εις τρυφεράν έτι ηλικίαν αμφότεροι, και έζων εκεί, πλησίον της οικίας του εκ μητρός πάππου μου, όπου συχνάζοντες συνεδέθησαν διά παιδικής φιλίας μετά της μητρός μου. Έκτοτε ανεχώρησαν, αλλ' η μήτηρ μου δεν τους ελησμόνησε, κρίνουσα δε εκ των ιδίων αισθημάτων με παρεκίνει να μεταβώ εις Τήνον και να ζητήσω επ' ονόματί της την προστασίαν των φίλων της. Εδίσταζα και εταλαντευόμην. Πώς να παρουσιασθώ, έλεγα· δεν γνωρίζουν το πατρικόν μου όνομα. Ενθυμούνται αρά γε το της μητρικής μου οικογενείας μετά τοσούτων ετών παρέλευσιν; Και αν το ενθυμούνται, θα με αναγνωρίσωσι, θα με υποδεχθώσιν ως παλαιάς φίλης υιόν; Αλλ' αι προτροπαί της μητρός και η ανάγκη ενίκησαν τους δισταγμούς και την δειλίαν μου, και επιβιβασθείς εις μικρόν Μυκόνιον πλοιάριον αφίχθην μίαν εσπέραν εις Τήνον.
Ότε απέβην εις την παρά τον αιγιαλόν μικράν πλατείαν, ήτο ήδη νυξ. Δεν είχα πού να ζητήσω φιξενίαν. Εκεί επί της πλατείας είδα καφενείον ανοικτόν. Εζήτησα και έλαβα την άδειαν να διανυκτερεύσω εντός αυτού, και κατέλαβα εις το βάθος του μίαν σανίδα, αποτελούσαν κάθισμα, δια να κοιμηθώ. Αλλά που ύπνος; Το καφενείον εγέμισεν εντός ολίγου Τηνίων ευθυμούντων, και είχομεν όλην την νύκτα μουσικήν, άσματα και ευωχίαν.
Μετά πόσης αδημονίας διήλθα την άγρυπνον νύκτα εκείνην! Τους έβλεπα και τους ήκουα από την σκοτεινήν μου γωνίαν, και η φαιδρότης των μου έφερε δάκρυα, ο δε ήχος των οργάνων μου ενθύμιζεν οιμωγάς και θρήνους. Ενθυμούμην τα δεινά μας αφ' ότου η επανάστασις εξερράγη και ηπόρουν πώς είχον ούτοι καρδίαν να διασκεδάζωσιν!
Ήτο άδικος βεβαίως η κατ' αυτών οργή μου, η δε απαίτησίς μου υπερβολική. Η Τήνος δεν ηδύνατο να βλέπη τα πράγματα υπό την ιδίαν ως η Χίος έποψιν. Τούρκοι εκεί δεν απέβησαν, ουδ' ήτο φόβος ν' αποβώσι και να σφάξωσι και να εξανδραποδίσωσιν. Οι Τήνιοι έμενον ανενόχλητοι επί της νήσου των και αντί εχθρικών στιφών έβλεπον περί αυτούς ελευθέραν την Ελλάδα. Ήτο δ' εισέτι εις των πρώτων επιτυχιών την ακμήν η επανάστασις, και εμεγαλοποίει τους θριάμβους της η ζωηρά Ελληνική φαντασία. Η κατατρόπωσις του επαναστατικού εις Βλαχίαν κινήματος δεν ήτο εισέτι γνωστή, ενώ δε ημείς εκρυπτόμεθα και ετρέμομεν εις Χίον, εκεί εις Τήνον επιστεύετο ότι κατήρχετο εξ άρκτου τροπαιούχος ο Υψηλάντης και ότι ο θρόνος του Σουλτάνου κατέπιπτεν. Ήτο γενική η πεποίθησις ότι εντός ολίγου θα πάρωμεν την Πόλιν! Ώστε οι Τήνιοι ηδύναντο να πιστεύωσιν ότι έχουν λόγους να ευθυμώσι. Και αντήχει εντός του καφενείου η βοή ασμάτων πατριωτικών, τα οποία εποίκιλλε κάποτε η λύρα των εις τρυφερώτερον ρυθμόν τονιζομένη.
Αλλ' εκτός τούτου.... διότι επί τέλους δεν εκοιμώντο επί ρόδων και οι Τήνιοι,― εκτός τούτου, δεν δύναται να θρηνή αιωνίως ο άνθρωπος. Η ψυχή του δεν αντέχει εις λύπην διαρκή, αλλ' αισθάνεται την ανάγκην να γελάση και να χαρή, ενώ δε η θλίψις τον πιέζει, η λάμψις του γέλωτος διασχίζει ενίοτε της κατηφείας τα νέφη. Υπάρχουν και καρδίαι εντρυφώσαι εις την θλίψιν και διαιωνίζουσαι το πένθος, αλλά τούτο δεν είναι φυσικόν. Η φύσις επουλόνει τας πληγάς, και οργά επί τέλους η καρδία προς την φαιδρότητα και επιζητεί την χαράν. Διότι, ναι μεν, από χώμα έπλασεν ο θεός τον άνθρωπον, από χώμα βαρύ και υγρόν, αλλ' εστέγνωσεν έπειτα τον πηλόν εις τον ήλιον, και η ζύμη διατηρεί της ζωογόνου ακτίνος την θέρμην.
Την νύκτα εκείνην δεν εφιλοσόφουν ούτω. Δεν είχα εισέτι της ζωής την πείραν, τα δε παθήματα ήσαν νωπά. Βραδύτερον, ότε οι πλείστοι των προσφύγων Χίων συνελθόντες ηρχίσαμεν ν' ανεγείρωμεν τας πρώτας καλύβας αίτινες εσχημάτισαν την Ερμούπολιν, ενώ εξηκολούθει ο πόλεμος έτι και μας εμάστιζεν η πενία, κατέλαβεν όλους ημάς η ανάγκη του γέλωτος και της ευθυμίας, και ενεθρονίσθη η φαιδρότης εν μέσω της κοινότητος εκείνης των δυστυχών. Ποτέ, καθ' όλην του βίου μου την διάρκειαν, δεν ενθυμούμαι ζωηροτέραν περίοδον διασκεδάσεων ή τα πρώτα εκείνα έτη της εν Σύρω διαμονής. Είναι αληθές ότι ήμην εις της νεότητος το άνθος τότε. Αλλ' ουχ ήττον, ενθυμούμαι και τους γέροντας μετά των νέων συνευθυμούντας.
Προς τα εξημερώματα επήλθεν επί τέλους ησυχία εντός του καφενείου και απεκοιμήθην. Την δε πρωίαν εγερθείς διηυθύνθην προς την κατοικίαν του Μαυρογένη συλλογιζόμενος τι θα είπω και πώς θα παρουσιασθώ, φοβούμενος την υποδοχήν, ήτις μ' επερίμενε, και αμφιβάλλων περί της επιτυχίας του διαβήματος μου. Οποία ήτο η έκπληξίς μου ότε, ανοιχθείσης της θύρας και πριν εισέτι προφθάσω ν' αρθρώσω την ερώτησιν, την οποίαν προητοίμαζα καθ' οδόν, ήκουσα φωνήν γυναικείαν :
― Ο υιός της είναι, ο υιός της!
Και κατέβη πηδώσα ανά δύο τας βαθμίδας η κράξασα τας χαρμοσύνους λέξεις. Ήτο του κηπουρού μας η θυγάτηρ. Φυγούσα εκ Χίου διεσώθη εις Τήνον, όπου την προσέλαβεν ως υπηρέτριαν ο Μαυρογένης. Και αυτός και η αδελφή του δεν είχον ουδαμώς λησμονήσει την μητέρα μου, η δε μνεία μόνη του ονόματος της ήνοιξε τας θύρας της οικίας των εις την πτωχήν του κηπουρού θυγατέρα.
Την ηρώτησα τι έγεινεν ο πατήρ της. Δεν εγνώριζεν η δυστυχής. Απεχωρίσθησαν καθ' ην ώραν σπείρα Τούρκων επέπεσεν εις του πύργου μας την περιοχήν. Έφυγεν εκείνη μετ' άλλων γυναικών, ο δε γέρων Κύριος οίδεν αν έζη ή απέθανε. Και έκλαιεν αποκρινομένη δια διακεκομμένων φράσεων εις τα ερωτήματά μου.
Ανέβην την κλίμακα με την καρδίαν ελαφροτέραν ή ότε έκρουα την θύραν. Ο ευγενής οικοδεσπότης μ' εδέχθη προσηνώς, μ' εκράτησεν εις την οικίαν του, μ' έδωκε την ζητουμένην συστατικήν, με είπε λόγους ενθαρρυντικούς και μ ' ενέπλησεν ελπίδων και παρηγοριάς. Η δε αδελφή του δεν έπαυεν ερωτώσα με περί της μητρός μου και περί της Χίου και περί των σκληρών του διωγμού περιπετειών. Κατεθέλχθην υπό της γλυκύτητός της και εθαύμασα την καλλονήν και την χάριν της, αλλά δεν εφανταζόμην ενώ την έβλεπα, ότι θα καθέξη θέσιν εις την ιστορίαν της επαναστάσεως και ότι θα γραφώσι βιβλία περί αυτής.
Η ανάμνησις της ευμενούς εκείνης υποδεξιώσεως πολλάκις κατά τας ποικίλας δυσχερείας του κατόπιν βίου μου ανεπτέρωσε το θάρρος μου και εστερέωσε την κλονιζομένην πεποίθησίν μου εις το μέλλον. Δεν με ωφέλησεν επί τέλους η συστατική ουδέ μ' εχρησίμευσεν η προστασία του Μαυρογένη. Αλλ' η ηθική υποστήριξις, η έκφρασις συμπαθείας, είς λόγος γλυκύς, έν φιλικόν μειδίαμα, παρηγορούν την πάσχουσαν καρδίαν πλειότερον πάσης βοηθείας υλικής. Χάριτι θεία, δείγματα τοιαύτης καλοσύνης συχνάκις μου έτυχον κατά την μακράν της συμφοράς περίοδον. Ενόσω ευτυχεί τις δεν λαμβάνει αφορμάς να εκτιμήση του πλησίον την αγαθότητα· μόνον εν ημέραις δακρύων εννοεί πόσον ο άνθρωπος είναι φύσει εύσπλαγχνος και ευεργετικός και πόσον συμπονεί τον δυστυχούντα. Οι κακοί είναι ολίγοι επί της γης!
Την επιούσαν επέστρεψα εις Μύκονον φέρων εντός του κόλπου μου την συστατικήν. Μετ' ολίγας δε ημέρας, τυχόντες πλοίον διά τον κόλπον του Ναυπλίου, απεχαιρετήσαμεν την φιλόξενον νήσον και ανεχωρήσαμεν πανοικεί.



***



Κεφάλαιο Ζ'

Οποία ήσαν κατ' εκείνην την εποχήν τα ταξείδια δεν γνωρίζουν οι παιδιόθεν συνειθίσαντες διά του ατμού να διατρέχωσι γην και θαλάσσας. Μόνον επί του Αιγαίου πελάγους μας, ο μη δυνάμενος να περιμένη επί δεκαπέντε ημέρας το ατμόπλοιον, αναγκάζεται, και σήμερον έτι, να εκτίθεται εις περιπλανήσεις ομοίας προς τας του Οδυσσέως και των συντρόφων του. Αλλ' επί τέλους, σήμερον, και της μάλλον αποκέντρου νήσου ο κάτοικος δεν είναι των ανέμων αιώνιος δούλος. Αν έχη την υπομονήν, το ατμόπλοιον θα έλθη. Τότε ατμόπλοιον δεν εγνωρίζετο. Ο ουρανός μας δεν είχεν εισέτι οσφρανθή γαιανθράκων καπνόν, τα δε κύματά μας ήσαν παρθένα από πυροσκάφου μαστίγωσιν.
Ο άνεμος έπνεεν ούριος, ότε απεπλεύσαμεν εκ Μυκόνου, αλλά μετ' ολίγον έπεσε, και επήλθε παντελής νηνεμία. Επί ώρας και ώρας εβλέπομεν ακινήτους ενώπιόν μας της Σύρου τους βράχους, μόλις διά δύο βαρειών κωπών κινούντες ανεπαισθήτως το βαρύ σκάφος μας. Επί τέλους μετά την δύσιν του ηλίου ηγέρθη ο άνεμος και τα ιστία ερρυτιδώθησαν αλλ' έπνεεν εκ Νότου και μας ώθησε προς την ’νδρον, όλην δε την νύκτα ελοξοδρομήσαμεν προσπαθούντες να πέσωμεν υπό το Σούνιον. Την επιούσαν κατωρθώσαμεν μετά κόπου να προσορμισθώμεν εις Πειραιά προς προμήθειαν ύδατος.
Ότε μετά έτη επανείδα τον λιμένα του Πειραιώς πόσον μου εφάνη μικρός! Τότε ήτο απέραντος, διότι ήτο έρημος. Το πλοίον μας και δύο μικρά αλιευτικά πλοιάρια εκινούντο μόνα επί της εκτάσεως των ησύχων υδάτων του. Εκεί όπου σήμερον υψούται η μαρμάρινος προκυμαία του, η θάλασσα προχωρούσα ανεπαύετο επί βράχων γυμνών. Εκεί όπου εξαπλούται σήμερον πόλις ακμάζουσα και μεγάλα εργοστάσια με τας υψηλάς καπνοδόχους των, δεν έβλεπες ή άγονον γην και εικόνα ερημώσεως. Μία μόνη επί της ακτής ετοιμόρροπος οικία αποκαθίστα έτι μάλλον αισθητήν την έλλειψιν ζωής και κινήσεως.
Επολιορκούντο τότε υπό των Ελλήνων αι Αθήναι, ολιγάριθμον δ' απόσπασμα οπλοφόρων κατείχε την ηρειπωμένην εις Πειραιά οικίαν. Δεν ηκούσαμεν μακρόθεν πυροβολισμούς, ούτε είδομεν άλλο σημείον πολέμου ή την στρατιωτικήν εκείνην του Πειραιώς κατοχήν.
’γριος ο πόλεμος! Δεν εξευγενίζει τον άνθρωπον. Δεν μας έβλαψαν οι στρατιώται εκείνοι ουδέ μας παρεμπόδισαν, αλλ' ηυχαριστήθην όμως ότε είδα το πλοίον μας απομακρυνόμενον της ακτής. Είχεν ωμόν τι η παρουσία των· ενέπνεε φόβον και αυτός ο χαιρετισμός των!
Την τρίτην ημέραν από της εκ Μυκόνου αναχωρήσεως ελλιμενίσθημεν εις Σπέτσας, διότι ο άνεμος εμπόδιζε να εισπλεύσωμεν εις τον κόλπον του Ναυπλίου. Ο πλοίαρχος απέβη εις την πόλιν. Βαρυνθέντες την εντός του πλοίου στενοχωρίαν απέβημεν και ημείς, όπως λάβωμεν την ευχαρίστησιν να πατήσωμεν ξηράν.
Εκαθήμεθα επί πετρών παρά την τελευταίαν της πόλεως οικίαν, ήμεθα δε όλοι σιωπηλοί βλέποντες την πατέρα μου κατηφή. Δεν τον είχα ποτέ ιδεί τοσούτον καταβεβλημένον. Εφαίνετο πάσχων, αλλά δεν παρεπονείτο. Εκράτει μόνον την κεφαλήν με την χείρα και οι οφθαλμοί του ήσαν βαρείς.
Ήμεθα μόνοι εκεί, αλλ' εβλέπομεν παρέκει επί της ακτής των κατοίκων την κίνησιν.
Ο λιμήν ήτο πλήρης πλοίων, η δε λέμβος μας δεμένη διά σχοινιού επί των βράχων επερίμενε κενή του πλοιάρχου την επιστροφήν. Με τους οφθαλμούς επ' αυτής προσηλωμένους εσκεπτόμην τι θα γίνωμεν αν ο πατήρ μου ασθενήση, και ενθυμούμην τον πύργον μας και τον αναπαυτικόν εκεί κοιτώνα του, ότε είδα αίφνης νέον Σπετσιώτην πλησιάζοντα προς ημάς.
― Καλώς ωρίσατε, Χριστιανοί. Από την Χίον έρχεσθε;
― Από την Χίον, απεκρίθη ο πατήρ μου, μετά κόπου ορθώσας την κεφαλήν.
― Και τι κάθησθε εδώ έξω; Πώς δεν έρχεσθε εις την πόλιν μας.
― Πηγαίνομεν εις το ’ργος.
― Εις το ’ργος! Δεν είναι τόπος διά γυναικόπαιδα το ’ργος. Εδώ να μείνετε.
Είπεν ο πατήρ μου ότι πηγαίνομεν εκεί προς εύρεσιν πόρου ζωής. Αλλ' εξηκολούθησεν εκείνος λέγων, ότι το ’ργος είναι στρατόπεδον, ότι το Ναύπλιον εισέτι πολιορκείται, μας παρέστησε τας δυσκολίας της εν μέσω σκηνών πολέμου διαβιώσεως γυναικών, και μας προέτρεψε ν' αναβάλωμεν την αναχώρησίν μας. Ενώ ωμίλει, επανήλθε και ο πλοίαρχος, όςτις επικυρών του Σπετσιώτου τους λόγους μας παρεκίνει να μείνωμεν εις Σπέτσας. Το να πεισθώμεν δεν ήτο δύσκολον, αλλά πού να μείνωμεν, πού να κατακλίνωμεν την κεφαλήν εις τον νέον τούτον της εξορίας σταθμόν; Ο αγαθός Σπετσιώτης ενόησε, φαίνεται, την αιτίαν των δισταγμών μας.
― Ελάτε εις την οικίαν μου, είπεν. Ο πατήρ μου εφονεύθη πολεμών, η μήτηρ μου απέθανε, και είναι έρημος η φωλεά μου. Κατοικήσατε την όσον καιρόν θέλετε. Ελάτε.
Εδέχθημεν μετά συγκινήσεως την προσφοράν του Εύσπλαγχνος άνθρωπος και γενναίος! Από της στιγμής εκείνης έγινεν ο πιστότερος των φίλων δι' εμέ. Ήμεθα ως αδελφοί έκτοτε, η δε φιλία μας διετηρήθη μέχρι του προ ετών ολίγων θανάτου του. Απέθανε πλήρης τιμών, αναδειχθείς χρήσιμος και ακέραιος της πατρίδος υπηρέτης και εν πολέμω και εν ειρήνη.
Μετεκομίσθημεν λοιπόν εις του νέου φίλου μας την οικίαν και ελάβομεν κατοχήν των ευρυχώρων και καθαρών δωματίων της.
Ο πατήρ μου ησθάνετο εκλιπούσας τας δυνάμεις του· ίσως προέβλεπε του θανάτου την προσέγγισιν και δεν ήθελε ν' αποθάνη πριν ίδη εξασφαλιζόμενον της ορφανής οικογενείας του τον άρτον. Δεν εξέφρασε φόβους τοιούτους, αλλά την αυτήν εκείνην ημέραν μ' εσυμβούλευσε να μεταβώ, άνευ αναβολής, μόνος εις ’ργος, όπως, δυνάμει της συστατικής, ζητήσω από τον Νέγρην θέσιν υπαλλήλου.
Μετά δύο ημέρας απεβιβαζομην εις τους Μύλους του Ναυπλίου και εκείθεν μετέβην εις ’ργος πεζός.
Είχον δίκαιον ο Σπετσιώτης και ο πλοίαρχος μας. Ήμην ήδη προητοιμασμένος εκ των λόγων των και εκ των πρώτων εις Πειραιά εντυπώσεων, αλλ' εκεί, εις Πειραιά, είδα εν μικρώ ό,τι ενταύθα ήδη έβλεπα. Ευρέθην εντός κόσμου όλως νέου δι' εμέ. Αι χιλιάδες φουστανελοφόρων μαχητών, το αγέρωχον ύφος και η τραχεία γλώσσα των, τα περιφρονητικά βλέμματα δι' ων με κατεμέτρουν, αι απότομοι φράσεις δι' ων απεκρίνοντο εις τας δειλάς ερωτήσεις μου, η βοή και η κίνησις και η σύγχυσις του στρατοπέδου, τα πάντα ομού με κατεθορύβουν. Δεν ήτο βεβαίως ο τόπος κατάλληλος διά γυναικόπαιδα. Αλλά κ' εγώ αυτός ησθανόμην ότι δεν ευρίσκομαι εντός αρμοδίου ατμοσφαίρας. Δεν ήμην εις το στοιχείον μου εκεί.
Ότε με την συστατικήν εις χείρας κατώρθωσα επί τέλους να εισαχθώ εις το δωμάτιον του Μ ι ν ί σ τ ρ ο υ, και είδα αντικρύ μου όρθιον, ενώπιον υψηλής τραπέζης, άνθρωπον μικρόν και δυσειδή, ηπόρησα και εδίσταζα να πιστεύσω ότι αυτός ήτο ο αρχιγραμματεύς της επικρατείας, ο μέγας και πολύς Θεόδωρος Νέγρης.
Έγραφεν εκείνος, εγώ δε κρατών την επιστολήν επερίμενα εξετάζων τα περί εμέ. Η μικρά αίθουσα ήτο πλήρης βιβλίων· βιβλία επί της τραπέζης, βιβλία επί των σκαμνιών, βιβλία επί του κιβωτίου, πανταχού βιβλία, και εν τω μέσω αυτών η υψηλή τράπεζα και ο Νέγρης γράφων επ' αυτής. Το ανάστημα του ήτο μικρότερον του ιδικού μου. Δεν φρονώ να με πλανά ως προς τούτο φιλαυτίας αίσθημα. Τον έβλεπα και εσκεπτόμην. Ιδού, έλεγα· αυτός μικρός, άσχημος, άοπλος, υπακούεται από τους αγρίους περί αυτόν πολεμιστάς και τους κυβερνά. Διατί; Διότι έχει νουν και γνωρίζει γράμματα. Ο νους δεν πλάττεται, τα γράμματα όμως μανθάνονται· η γνώσις έρχεται από τον Θεόν, αλλ' αι γνώσεις αποκτώνται! Ταύτα εσκεπτόμην. Ελησμόνουν ότι ο ανθρώπινος νους έχει διαφόρους βαθμούς και ποικίλας φάσεις, ότι δεν εδόθη εις έκαστον η δύναμις του να ρυθμίζη αναλόγως των περιστάσεων την θέλησίν του, ούτε η επιδεξιότης του να επιβάλλη αυτήν εις τους ομοίους του· ελησμόνουν πολλά, αλλ' ενώ έβλεπα τον Νέγρην γράφοντα, εσχημάτισα σταθεράν απόφασιν ν' αυξήσω τας γνώσεις μου. Και, τω όντι, έκτοτε επεδόθην εις την μελέτην και την ανάγνωσιν. Πολύ βεβαίως δεν κατώρθωσα· αλλ' όσα κατόπιν έμαθα, όσος πόθος εγεννήθη εις την ψυχήν μου προς απόκτησιν μαθήσεως, χρονολογούνται από της ώρας εκείνης, καθ' ην επερίμενα να παύση γράφων ο Νέγρης. Εκείνη ήτο η αφετηρία της διανοητικής μου αναγεννήσεως, όσω περιωρισμένος και αν διέμεινεν εξ ανάγκης ο ορίζων της.
Επί τέλους κατέθεσεν ο Νέγρης τον κάλαμον και με ηρώτησε τι θέλω. Προέτεινα εν σιωπή την χείρα και έδωκα την επιστολήν. Αφού την ανέγνωσε, μ' επροσκάλεσε να καθίσω επί του μόνου κενού παρ' αυτόν ψαθίνου καθίσματος και ήρχισε να με εξετάζη τι γνωρίζω και τι παρ' αυτού επιθυμώ. Ησθανόμην ότι ηρυθρίαζα ενώ απεκρινόμην απαριθμών τας γνώσεις μου και εκφράζων την επιθυμίαν του να λάβω γραφικήν παρ' αυτώ υπηρεσίαν.
― Καλά, είπεν αφού ετελείωσα, καλά. Μου χρειάζονται νέοι ως συ. Θα σε τοποθετήσω καταλλήλως. Αλλ' ανάγκη πρώτον να ησυχάσωμεν ολίγον. Περίμενε να πάρωμεν το Ναύπλιον και έλα πάλιν να με ιδής.
Να περιμένω μέχρις ου αλωθή το Ναύπλιον! Ανεχώρησα αποκαρδιωμένος. Προ τριών ήδη εβδομάδων εθεωρείτο βεβαία του φρουρίου η παράδοσις και ήσαν εντός αυτού των πολιορκητών οι πληρεξούσιοι διαπραγματευόμενοι τους όρους του συμβιβασμού, συνέρρεον δε πανταχόθεν οπλοφόροι όπως εορτάσωσι, κατά τον τρόπον του έκαστος, τον νέον τούτον θρίαμβον των ελληνικών όπλων. Οι Τούρκοι εν τούτοις δεν παρεδίδοντο, ο δε Δράμαλης κατέβαινεν εκ της Στερεάς επί κεφαλής μεγάλου στρατού. Η φήμη της προόδου του διεδίδετο και ήρχιζεν ήδη να κλονίζη πολλών πεποιθήσεις.
Τοιαύτα ήκουα κατά τας δύο ημέρας της εν ’ργει διατριβής μου. Το ρεύμα εφαίνετο στρεφόμενον καθ' ημών. Ήμην δ' εισέτι υπό το κράτος των εν Χίω εντυπώσεων και η καρδία μου ευκόλως ηνοίγετο εις τους φόβους. Αλλά πώς ηδυνάμην να προΐδω τότε, ότι ο Κολοκοτρώνης θα καταστρέψη τον Δράμαλην εις τα Δερβενάκια;
Την νύκτα της δευτέρας ημέρας, περιστρεφόμενος εν τη αγρυπνία μου επί της σκληράς σανίδος, ήτις ήτο η στρωμνή μου, εσχημάτισα την απόφασίν μου. Δεν ήμην πλασμένος διά βίον στρατοπέδου. Το εμπόριον ήτο η κλίσις μου.
Την πρωίαν μετέβην εις Μύλους, όπου ηύρα ευτυχώς πλοιάριον έτοιμον διά Σπέτσας και ανεχώρησα.
Δεν είδα έκτοτε το Ναύπλιον, αλλ' έμεινε χαραγμένη εις την μνήμην μου η απότομος μορφή του Παλαμηδίου, σκιάζουσα την κοιλάδα όπου καλαμώνες περιφραχτούν το ρεύμα ταπεινού ρύακος, και η θέα της πόλεως, επί των τειχών της οποίας είδα μακρόθεν τότε κυμαινομένην την Τουρκικήν ημισέληνον.
Εις Σπέτσας ηύρα και τους γονείς και τας αδελφάς μου ασθενείς και κλινήρεις. Πόσον μας ήτο επαισθητή της δυστυχούς Ανδριάνας η έλλειψις! Ποσάκις όλοι την ενθυμούμεθα! Ανέλαβα εγώ εξ ανάγκης την υπηρεσίαν όλην της πασχούσης οικογενείας. Εγώ ήμην θαλαμηπόλος, νοσοκόμος και μάγειρος έτι. Αι δε καλαί μας γειτόνισσαι ηπόρουν βλέπουσαι ένα άνδρα ταπεινούμενον διά τοιούτων γυναικείων έργων, εναντίον πάσης της νήσου των συνηθείας, εξέφραζε δε την περί τούτου ιδέαν των μειδίαμα οίκτου οπόταν μοι προσέφερον βοηθείας χείρα.
Ευτυχώς της μητρός και των αδελφών μου η ασθένεια ήτο εφήμερος μόνον συνέπεια του ψυχικού και σωματικού καμάτου των, και εντός ολίγων ημερών ηδυνήθησαν η μία μετά την άλλην ν' αφήσωσι την κλίνην. Ο πατήρ μου όμως δεν επέπρωτο ν' αναρρώση. Δεν γνωρίζω όποιον ήτο το πάθημα του. Ο δήθεν ιατρός, τον οποίον προσεκαλέσαμεν, ότε ηρχίσαμεν σπουδαίως ν' ανησυχώμεν, απεφάνθη ότι έπασχε την καρδίαν και υπεσχέθη να τον θεραπεύση. Αλλά βεβαίως δεν ήξευρε τι έλεγε, και αμφιβάλλω αν επάτησέ ποτε ιατρικής τινος σχολής τα πρόθυρα. Ήτο Μελιταίος πρεσβύτης, προ ετών από πόλεως εις πόλιν της Ανατολής μετερχόμενος, ουχί δωρεάν, του ιατρού το επάγγελμα. Κατ' εκείνην την εποχήν πας Φράγκος ευκόλως εξελαμβάνετο ως ιατρός. Κύριος δε οίδεν υπό ποίας περιστάσεις χειροτονηθείς τοιούτος ο εξοχώτατος εκείνος, επίστευσεν επί τέλους και ο ίδιος εις την επιστήμην την οποίαν εξήσκει, ποτέ μεν βοηθούμενος υπό της αγαθοεργού φύσεως και άλλοτε επισπεύδων ευσυνειδήτως των ατυχών ασθενών του το τέλος.
Έμενεν εν τούτοις ο πατήρ μου κατάκοιτος, υπέσκαπτε δε τας ολίγας δυνάμεις του ο πυρετός, και πόνοι δριμείς του αφήρουν τον ύπνον. Προησθάνετο τον θάνατον και τον επερίμενε γενναίως. Ημείς δε περί αυτόν, λησμονούντες τας ποικίλας του παρόντος στερήσεις και τα παρελθόντα αγαθά, εσκεπτόμεθα μόνον πως να τον ανακουφίσωμεν πάσχοντα και πως, ει δυνατόν, να τον σώσωμεν. Αλλ' από ημέρας εις ημέραν αι ελπίδες μας διελύοντο. Εφαίνετο προχωρούσα επί του σώματος του η ψυχρά της φθοράς χειρ.
Μίαν νύκτα έμενα μόνος παρά το προσκέφαλον του ασθενούς, μόλις καταπείσας την μητέρα μου ν' αναπαυθή ολίγον εις το παρακείμενον δωμάτιον. Ο πατήρ μου ήτο εις βύθος ομοιάζον προς ύπνον. Με τας χείρας εσταυρωμένας εκαθήμην και τον έβλεπα, ο δε νους μου επλανάτο εις σκέψεις θλιβεράς.
Ο κοιτών εφωτίζετο μόλις υπό της προ των εικόνων λυχνίας, και ήτο βαθεία της νυκτός η σιωπή. Αίφνης μου εφάνη ότι ακούω ασυνήθη έξω θόρυβον και ομιλίας εις τον δρόμον. Ηγέρθην ησύχως, ήνοιξα το παραθυρόφυλλον και, διά μέσου του σκότους, διέκρινα σκιάς ανθρώπων εις την οδόν και ανοικτάς των άντικρυ οικιών τας θύρας. Δεν ετόλμων ν' ανοίξω το παράθυρον· ο πατήρ μου εφαίνετο ησυχάζων. Επροσπάθησα ν' ακούσω τι έλεγον. Ήκουα, αλλά δεν τους ενόουν· ελάλουν Αλβανιστί. Μόνη η λέξις άρματα επαναλαμβανομένη συχνάκις διήγειρε τας υποψίας μου. Μετ' ολίγον εκλείσθησαν αι θύραι και απεμακρύνθησαν αι σκιαί, μου εφαίνοντο δε φέρουσαι κιβώτια και σάκκους επί των ώμων.
Επανήλθεν η σιωπή και η ησυχία, αλλ' η λέξις άρματα αντήχει εις τα ώτα μου εισέτι. Εγνώριζα ότι σημαίνει στόλον, αλλά περί τίνος στόλου επρόκειτο; Επερίμενα ανυπόμονος να εξημερώση, μη γνωρίζων τι συμβαίνει και προοιωνιζόμενος νέα πάλιν δεινά. Ανεπόλουν άκων την πρώτην εκείνην εν Σμύρνη νύκτα, ότε μ' εξύπνησαν των Τούρκων οι αλαλαγμοί.
Προς τα χαράγματα ήλθεν η μήτηρ μου και αναλαβούσα την θέσιν της πλησίον του ασθενούς μ' έστειλε ν' αναπαυθώ. Αντί να κοιμηθώ, εξήλθα της οικίας αθορύβως. Ήμεθα οι μόνοι αυτής κάτοικοι· ο αγαθός οικοδεσπότης έμενεν εντός του πλοίου του.
Από της άκρας της πόλεως, όπου ήτο η κατοικία μας, κατέβην προς τον λιμένα, όσω δ' επλησίαζα προς αυτόν, έβλεπα ανθρώπους προς κίνησιν. Ηρώτησα τι τρέχει και έμαθα ότι η Ύδρα ήναψεν αφ' εσπέρας φανούς. ― Και τι σημαίνουν οι φανοί;― Κατέρχεται στόλος Τουρκικός!
Οι Σπετσιώται μετέφερον ήδη τα πολύτιμά των επί των πλοίων και προητοιμάζοντο, εάν τω όντι επέλθωσιν οι Τούρκοι, να επιβιβάσωσι και τα γυναικόπαιδά των. Εγνώριζον ότι ήτο πολυάριθμος ο εχθρικός στόλος και εφοβούντο διά τους οίκους των, αλλ' είχον τα πιστά εις τα κινητά φρούριά των.
Κάτω εις τον λιμένα συνήντησά τινας των επί της νήσου προσφυγόντων συμπολιτών μου. Εσκέπτοντο και ούτοι περί φυγής. Πλοίον Μυτιληναίον υπό Ρωσσικήν σημαίαν ήτο ηγκυροβολημένον εις τα όπισθεν της νήσου, και είχον στείλει να διαπραγματευθώσι την ναύλωσίν του, όπως τους μεταφέρη εις Αγκώνα. Επρότειναν να συμπεριλάβωσι και ημάς, αλλά πώς να φύγωμεν; Πώς να μεταφέρωμεν τον πατέρα μου ετοιμοθάνατον; Πώς δε και να μείνωμεν επί της νήσου, εάν οι Τούρκοι απεβιβάζοντο;
Επέστρεψα εις την οικίαν πλήρης ταραχής και αδημονίας. Ένευσα εις την μητέρα μου, όπως εξέλθη του δωματίου, και ειπών δι' ολίγων λέξεων τα τρέχοντα την ηρώτησα εάν νομίζη ότι δυνάμεθα να μετακομίσωμεν τον πατέρα μου. Με έλαβεν εκ της χειρός, με ωδήγησε παρά την κλίνην και μου έδειξε σιωπώσα τον ασθενή. Το βύθος του εξηκολούθει, είχε κλειστούς τους οφθαλμούς, τα χείλη ημιανοικτά, και ανέπνεε βαρέως.
Τότε πρώτον είδα την αγωνίαν του θανάτου, τότε πρώτον, ο δε αποθνήσκων ήτο ο πατήρ μου, ο πατήρ τον όποιον ηγάπων!
Η μήτηρ μου κρατούσα την χείρα μου δεν επρόφερε λέξιν, αγωνιζομένη να κυριεύση την λύπην της.
Εμένομεν ούτως ενώπιον της κλίνης σιωπηλοί και ακίνητοι, ακούοντες του θνήσκοντος το ψυχομαχητόν. Έκλινα την κεφαλήν επί της χειρός της μητρός μου και την ησπάσθην, εκείνη δε δεν έσκυψε να με φιλήση, αλλ ' έθεσε την άλλην της χείρα επί της κεκλιμένης κεφαλής μου και με είπεν ησύχως·
― Φέρε ιερέα.
Έδραμα έξω αμέσως. Δεν ήθελα να κλαύσω εμπρός της.
Ενώ εξηρχόμην εισήρχετο εις την οικίαν ο ιατρός. Συνηντήθημεν εις την θύραν.
― Την εγλυτώσαμεν, φίλε μου! ανέκραξε φαιδρώς άμα με είδεν. Αλλ' η έκφρασις του προσώπου του μετεβλήθη διά μιας, ότε παρετήρησε την ταραχήν μου, και ταπεινώσας την φωνήν με ηρώτησε :
― Πώς είναι επάνω;
Δεν απεκρίθην, αλλ' έσεισα την κεφαλήν.
― Θα ετρόμαξε με τους Τούρκους. Φεύγουν τώρα, φεύγουν, και την εγλυτώσαμεν.
Τον αφήκα αναβαίνοντα την κλίμακα και εξηκολούθησα τον δρόμον μου με την καρδίαν ελαφροτέραν. Θ' αποθάνη τουλάχιστον ήσυχος ο πατήρ μου, και θα μας αφήσωσιν οι Τούρκοι να τον κλαύσωμεν εν ειρήνη! Οι λόγοι του ιατρού επανέφερον εις την φαντασίαν μου την φρίκην της Τουρκικής εισβολής και όλα τα πιθανά επεισόδια της επί της νήσου παρουσίας των, και ενώ έτρεχα, παρεκάλουν τον Θεόν ν' αναδειχθή αληθής η είδησις ότι απηλλάγημεν τω όντι του τρόμου της εμφανίσεώς των.
Ότε επανήλθα μετά του ιερέως εις την οικίαν, ο πατήρ μου εξηκολούθει αναισθητών. ’παξ μόνον ήνοιξε τους οφθαλμούς, το δε βλέμμα του εμαρτύρει ότι μας ανεγνώριζεν, αλλά δεν ηδυνήθη να προφέρη λέξιν και έκλεισε πάλιν τα βλέφαρα. Η αναπνοή του εξήρχετο δυσκολωτέρα του στήθους, και εφαίνετο ότι τον βασανίζει η δύσπνοια. Ο ιατρός τον ανεσήκωσεν επί της κλίνης, η δε μήτηρ μου επρόσθετεν επ' αυτής προσκέφαλα, ενώ εγώ έσχιζα διά ψαλίδος το υποκάμισόν του διά να δώσωμεν πλειοτέραν ελευθερίαν εις τους εξηντλημένους του πνεύμονας.
Τι ήτο το κινήσαν τότε τον ψυχορραγούντα πατέρα μου αίσθημα; Διατί συνέσπασε τας οφρύς και εκίνησε την χείρα, ως θέλων να εμποδίση του υποκαμίσου του το σχίσιμον;
Η σκηνή εκείνη έμεινεν ανεξάλειπτος εις την μνήμην μου και την ανακαλώ άκων πάντοτε, οπόταν σκέπτωμαι περί της ματαιότητος των επιγείων. Ιδού ο άνθρωπος! Ο θάνατος ήπλονεν ήδη τα μαύρα πτερά του και επήρχετο το σκότος, η ανάπαυσις, το τέλος· ο δε θνήσκων, ο αγαθός, ο γενναίος, ο φιλόστοργος γέρων εκίνει αυτομάτως την χείρα όπως προφυλάξη το υποκάμισόν του! Ματαιότης ματαιοτήτων!
Η αγωνία του διήρκεσεν όλην την ημέραν. Ο Τουρκικός στόλος εν τούτοις απεμακρύνθη διευθυνόμενος προς νότον και παρήλθεν ο κίνδυνος των Σπετσών, οι δε νησιώται καθησύχασαν.
Το εσπέρας εξεψύχησεν ο πατήρ μου.
Την επιούσαν επώλησα της μητρός μου το δακτυλίδιον και εθάψαμεν τον νεκρόν μας εις τάφον ταπεινόν και ανεπίγραφον.
Ήτο η δεκάτη πέμπτη Ιουλίου 1822. Τοιαύται ημερομηνίαι δεν λησμονούνται.



***



Κεφάλαιο Η'

Έμενα ήδη ο αρχηγός και το μόνον στήριγμα της ορφανής οικογενείας μου· εγώ είχα να την διαθρέψω, εγώ να φροντίσω περί της αποκαταστάσεως των αδελφών μου, εγώ να γηροκομήσω την μητέρα μου. Αντί δε παντός πόρου και πάσης εργασίας είχα μόνον την δοθείσαν παρά του Νέγρη υπόσχεσιν, ότι θα με τοποθετήση όταν και αφού το Ναύπλιον αλωθή. Αλλ' εντός μου έλεγε κάτι, ότι το στάδιόν μου δεν ήτο εκεί. Αι οικογενειακαί παραδόσεις και η όλη μου αγωγή μ' εσχημάτισαν έμπορον, και συνησθανόμην ότι προορισμός μου ήτο το εμπόριον, ότι δι' αυτού και μόνου ηδυνάμην να προοδεύσω αποκαθιστάμενος χρήσιμος εις εμέ αυτόν, εις την οικογένειαν και εις την πατρίδα.
Αλλά πόθεν ν' αρχίσω; Πού η βάσις επί της οποίας να στηρίξω τας ενεργείας μου; Ιδού η δυσκολία. Επερίσσευον μετά τον ενταφιασμόν του πατρός μου ολίγα χρήματα εκ της πωλήσεως του δακτυλιδιού, αλλά το ποσόν ήτο ασήμαντον και μόλις εξήρκει διά την εκ Σπετσών αναχώρησιν, περί της οποίας ήρχισα αμέσως τότε να σκέπτωμαι.
Δεν ήσαν αι Σπέτσαι ο αρμόδιος δι' εμέ τόπος. Το εμπόριον απαιτεί τάξιν και ασφάλειάν τινα και ησυχίαν. Αλλά πώς ήτο δυνατόν να επικρατώσι τα στοιχεία ταύτα της κοινωνικής ευημερίας επί της ηρωικής εκείνης νήσου, ενόσω οι πολίται της θυσιάζοντες και ζωήν και περιουσίαν εις την άνισον κατά του εχθρού πάλην, απέκτων εξ ανάγκης ως έξεις την περιφρόνησιν της ζωής, την υπερίσχυσιν της βίας και την αυτοδικίαν; Ταύτα ήσαν φυσικαί των περιστάσεων συνέπειαι. ’νευ προϋπάρχοντος κοινωνικού οργανισμού, άνευ Κυβερνήσεως ισχυράς, άνευ πόρων τακτικών και υπερέχοντος τίνος κέντρου, η επανάστασις προήγετο και ηυδοκίμει δι' ατομικών μόνων θυσιών και αγώνων, εν δε τω μέσω του σάλου εκείνου η δύναμις εβασίλευε και επεβάλλετο η σπάθη.
Ο δε αγών ήτο αληθώς υπέρ των όλων. Το σύνθημα « Ελευθερία ή θάνατος» δεν ήτο φράσις κενή ή πομπώδης καύχησις, διότι εκ των προτέρων ήτο γνωστόν τι ήθελον διαπράξει οι Τούρκοι εάν η αντίστασις κατεβάλλετο. Η τύχη της Χίου ήτο φοβερόν διά τας Σπέτσας και τας άλλας ναυτικάς νήσους προμήνυμα. Ώστε οι άνθρωποι ωδηγούντο υπό της απελπισίας εις τους αγώνας των, η δε όλη ατμόσφαιρα είχεν άγριόν τι και ωμόν, το οποίον δεν ήτο βεβαίως κατάλληλον προς του εμπορίου την ανάπτυξιν. Τις εσκέπτετο περί αστυνομίας, τις περί δικαστηρίων τότε; Απέναντι τοσαύτης αιματοχυσίας, και της ζωής η αξία είχεν εκπέσει εις την κοινήν εκτίμησιν. Μίαν ημέραν εφονεύθη ενώπιον μου εις την αγοράν είς Ραγουζαίος, κατά συνέπειαν λογομαχίας μετά των αγοραστών του ως προς την εκλογήν σαρδέλων τας οποίας επώλει!
Ο φόνος του Ραγουζαίου εκείνου ενίκησε πάντα απομένοντα δισταγμόν μου ως προς της αναχωρήσεως το ζήτημα. Απεφάσισα οριστικώς να επιστρέψωμεν εις Τήνον. Εκεί οι κάτοικοι ήσαν ολιγώτερον πολεμικοί, τα ήθη ημερώτερα και ευκολώτερος ο βίος, χάρις δε εις τον Μαυρογένην και εις τους πολλούς εκ Χίου πρόσφυγας, ηδυνάμην να θεωρώμαι ολιγώτερον ξένος εις Τήνον ή αλλαχού.
Απεχαιρέτησα λοιπόν μετά συντριβής καρδίας τον φίλον οικοδεσπότην μας, και παρητήσαμεν την νήσον των Σπετσών και τον επ' αυτής τάφον του πατρός μου.
Εις Τήνον ενοικίασα μικράν και ταπεινήν οικίαν, ηγόρασα στρωμνάς και εφαπλώματα, τα μόνα έπιπλα των οποίων την προμήθειαν επέτρεπον τα ευτελή περισσεύματά μας, και αφέθην διά τα περαιτέρω εις την πρόνοιαν του Θεού. Δεινόν η πενία και η στέρησις όταν επέρχωνται μετά βίον άνετον, σκληρόν δε η περί του άρτου της αύριον αβεβαιότης όταν έχης να διαθρέψης γραίαν μητέρα και αδελφάς τρυφεράς! Αλλ' εις όλα συνειθίζει ο άνθρωπος και προς όλα βαθμηδόν εξοικειούται.
Ότε εσυμφώνησα την ενοικίασιν του οικήματος μας, παρετήρησα ότι ο οικοδεσπότης εφόρει σκούφον νέον, αλλά δεν έδωκα άλλως προσοχήν εις το πράγμα. Την επιούσαν όμως εις την αγοράν απήντησα Τήνιον άλλον νεωστί σκουφωθέντα, μετά τινα δε βήματα άλλον, και άλλον παρέκει και άλλον κατόπιν. Ήσαν ενός χρώματος οι σκούφοι, και του αυτού σχήματος όλοι, η δε σύμπτωσις αύτη εκίνησε την περιέργειάν μου και μου έφερεν αμέσως εις την μνήμην τα εκ Βενετίας αποσταλέντα κιβώτια. Έδραμα άνευ αναβολής εις αναζήτησιν του οικοδεσπότου μας.
― Δεν μου λέγεις πού ηύρες τον σκούφον σου;
― Τον ηγόρασα από τον ’γγλον πρόξενον, αλλά δεν ευρίσκεις πλέον. Τους εξεπώλησεν.
Ο ’γγλος πρόξενος επώλησε σκούφους! Αι υποψίαι μου μετεσχηματίσθησαν εις βεβαιότητα. Την αυτήν εκείνην ημέραν μετέβην εις Μύκονον και ηύρα τον φίλον μου υποπρόξενον, όστις κατεχάρη ιδών με και με ανήγγειλεν ότι τα δύο κιβώτια μας εστάλησαν εκ Σμύρνης εις Τήνον, και ότι ανέθεσεν εις τον εκεί συνάδελφόν του του περιεχομένου την εκποίησιν, μου έδωκε δε επιστολήν προς αυτόν, όπως με αναγνωρίση ως ιδιοκτήτην. Ήμην ανυπόμονος να επιστρέψω, αλλ' ο φίλος επέμεινε να με κρατήση και να με φιλοξενήση την νύκτα. Την επιούσαν τον απεχαιρέτησα μετ' εκφράσεων ειλικρινούς ευγνωμοσύνης και επανήλθα εις Τήνον.
Ευτυχώς ο άνεμος εβοήθει πάσας εκείνας τας μετακινήσεις μου.
’μα αφιχθείς εις Τήνον υπήγα κατ' ευθείαν από του πλοίου εις το Αγγλικόν προξενείον. Δεν ενθυμούμαι το όνομα του αγαθού Τηνίου, όστις εξεπροσώπευεν εκεί τότε της Αγγλίας την δύναμιν, αλλ' ενθυμούμαι το ξυρισμένον πρόσωπον και τας χρυσάς διόπτρας του. Νομίζω ότι τον βλέπω ενώπιόν μου. Ο άνθρωπος μου έδειξε τον λογαριασμόν πωλήσεως και μου παρέδωκεν αυθωρεί το προϊόν των σκούφων, συμποσούμενον εις πέντε χιλιάδας γροσίων. Πέντε χιλιάδας! Το ευτελές εκείνο ποσόν μου εφάνη πλούτος αμύθητος! Ούτε τον λογαριασμόν εκκαθαρίσεως ηθέλησα να εξελέγξω, ούτε να υπολογίσω κατά πόσον ηδύναντο ή έπρεπε να πωληθώσι καλλίτερον οι σκούφοι. Το δοθέν ποσόν ήτο ανέλπιστος δι' εμέ απόκτησις, δι' αυτού μου ηνοίγετο του εμπορίου ο δρόμος. Ήμην ήδη κεφαλαιούχος, είχα πέντε χιλιάδας γρόσια ! Έτρεξα προς την μητέρα μου να διακοινώσω την καλήν μας ταύτην τύχην, επέδειξα τον θησαυρόν μου, εζήτησα την ευχήν της και πλήρης ελπίδων και σχεδίων μετέβην μετά δύο ημέρας εις Σύρον.
Εις Τήνον δι' έλλειψιν λιμένος δεν ήρχοντο μεγάλα πλοία, αλλ' υπήγαινον εις Σύρον, της οποίας ο λιμήν εθεωρείτο και υπό των Τούρκων ουδέτερος. Οι δυτικοί της νήσου κάτοικοι δεν συμμετέσχον της επαναστάσεως, ουδ' ανεγνώριζον αυτήν, επί δε του σχηματίζοντος την πόλιν των κώνου εκυμάτιζεν η λευκή της Γαλλίας σημαία, υπό την προστασίαν της οποίας είχον τεθή.
Ο πληθυσμός της Σύρου περιωρίζετο τότε εντός της αποτόμου εκείνης και πενιχράς κορυφής. Καθ' όλην την έκτασιν, την οποίαν σήμερον καλύπτει η πλουσία Ερμούπολις, δεν έβλεπες ή βράχους γυμνούς. Μόνον εκεί όπου σήμερον, επί λιθοστρώτου πλατείας, παιανίζει η μουσική και σύρουν αι κυρίαι τας μεταξωτάς ουράς των, κήποί τινες και ολίγα δένδρα εμαρτύρουν των πτωχών κατοίκων την φιλοπονίαν. Έν εκκλησίδιον δυτικόν και τρεις ή τέσσαρες αποθήκαι διά τους οίνους ήσαν τα μόνα επί της ακτής κτίρια. Πλησίον αυτών, επί του αιγιαλού, είχε νεωστί οικοδομηθή πενιχρόν καφενείον, χρησιμεύον και ως ξενοδοχείον, και ως γραφείον, και ως χρηματιστήριον. Ολίγον δε μακρύτερα, εκεί όπου σήμερον ναυπηγούνται πλοία και ακούεται ο εύρυθμος της σφύρας κρότος, κατέκειτο τότε, παρά τον έρημον αιγιαλόν, σκάφος ναυαγήσαντος πλοίου.
Τοιαύτη ήτο η Σύρος ότε πρώτην φοράν δύο ή τρεις άλλοι Χίοι και εγώ, πρόδρομοι της μελλούσης εμπορικής της νήσου επιδόσεως, εμένομεν εντός του μοναδικού επί της ακτής καφενείου προσδοκώντες άφιξιν πλοίου φέροντος εμπορεύματα.
Ευτυχώς δεν εβράδυνε να φθάση τοιούτον εκ Ρωσσίας προερχόμενον. Ήτο εκείνη η πρώτη δοσοληψία της οποίας εδέησεν εγώ μόνος ν' αναλάβω την πρωτοβουλίαν και την εκτέλεσιν, διότι δεν είχα πλέον τον πατέρα μου σύμβουλον και οδηγόν. Έτρεμα μη διακινδυνεύσω τα χρήματα μου εις κακήν τινα επιχείρησιν. Επεσκέφθην τρις και τετράκις τα επί του πλοίου, εσκέφθην, διεπραγματεύθην, υπελόγισα, εδίστασα, επί τέλους το απεφάσισα! Ηγόρασα αντί χιλίων γροσιών ιχθύς παστούς, τους εφόρτωσα εις πλοιάριον διά Τήνον, επέβην και αυτός, έκαμα τον σταυρόν μου, και απεπλεύσαμεν.
Εις Τήνον είχε τότε νομιμοποιηθή το έθιμον να πωλώνται τα φαγώσιμα επί τρεις ημέρας δημοσίως εις την αγοράν, όπως προμηθεύηται εξ αυτών ο λαός, μετά ταύτα δε επετρέπετο η μεταξύ έμπορων διαπραγμάτευση των περισσευόντων. Εχρεώστουν, φυσικώ τω λόγω, να συμμορφωθώ προς την επικρατούσαν συνήθειαν, αλλά δεν μου ήρχετο να τεθώ επί κεφαλής των βαρελιών μου και να πωλώ δημοσίως τους ιχθύς μου ανά ένα. Μεθ' όλην την επελθούσαν κακοτυχίαν, διετήρουν εισέτι τας έξεις της αρχαίας αξιοπρεπείας. Όθεν κατέγεινα κατά πρώτον να εύρω αρμόδιόν τινα αντικαταστάτην μου, αλλ' η ατυχία των πρώτων προς ανεύρεσίν του ερευνών μου και, προ πάντων, των άλλων πωλητών το παράδειγμα, μ' έπεισαν ν' αφήσω κατά μέρος την αξιοπρέπειαν και να πωλήσω εγώ αυτός την πραγματείαν μου.
Ιδού λοιπόν εγώ πωλητής παστών εν πλήρει αγορά! Κατέλαβα θέσιν κατάλληλον εις την μικράν παρά την προκυμαίαν πλατείαν και ήρχισα μετά τινος, κατ' αρχάς, δειλίας να προσκαλώ αγοραστάς. Ήτο εισέτι πολύ ενωρίς, αλλ' αγορασταί δεν έλειπον, οι δε ιχθύς μου ήσαν εις ζήτησιν και η υπόθεσις προέβαινε κατ' ευχήν. Όσον δ' επροχώρει η πώλησις κατά τοσούτον εσυνείθιζα, και με κατελάμβανε της επιτυχίας ο ενθουσιασμός, και μ' εκυρίευεν ο ζήλος του έργου, αμιλλώμενος δε προς τους άλλους παρ' εμέ πωλητάς επήνουν την πραγματείαν μου, και ύψωνα την φωνήν, όπως ελκύσω αγοραστάς, και ελησμόνουν την πρώτην μου περί τας κινήσεις και τας χειρονομίας συστολήν.
Ενώ ήμην εις τον βρασμόν της πωλήσεως, ήκουσα αίφνης κρότον αντικρύ μου και, υψώσας τους οφθαλμούς, είδα εις την απέναντι μου οικίαν νέαν ξανθήν ανοίγουσαν το παράθυρον και στηλόνουσαν τα φύλλα του, τα οποία ο άνεμος εκτύπα επί του τοίχου. Αφού τα εστήλωσεν, εσταύρωσε τους βραχίονας επί του παραθύρου και στηρίξασα επί των βραχιόνων το στήθος έστρεψε προς εμέ το πρόσωπον. Μ' ετάραξε το βλέμμα της, ο δε οίστρος μου διεκόπη. Πώς να φωνάζω προσκαλών αγοραστάς υπό τους οφθαλμούς μιας ωραίας ξανθής, ήτις με παρετήρει; Επροσπάθουν να εξακολουθήσω το έργον μου, αλλ' ο νους μου ήτο εις το παράθυρον και τα βλέμματα μου υψούντο συχνάκις προς αυτό. Αίφνης βλέπω την νέαν μειδιώσαν.
Τι μειδιά; Με περιπαίζει μήπως; Μη με γνωρίζη και είναι χαιρετισμός το μειδίαμα της; Ησθάνθην ταραχήν εις το στήθος και ερύθημα εις τας παρειάς μου, και μη προσέχων εις την εργασίαν μου έδωκα εις ένα αγοραστήν διπλάσιους ιχθύς του δοθέντος αντιτίμου. Αλλά, ιδών αμέσως το λάθος, εστράφην να τον κράξω. ’μα εστράφην είδα όπισθεν μου, εις το κατώφλιον θύρας ανοικτής, νέον Τήνιον με την χείρα επί της ζώνης, τον ώμον επί της θύρας και την κεφαλήν εστραμμένην προς το παράθυρον. Τα ερωτικά βλέμματα του ήσαν δι' εμέ αποκάλυψις. Αι από των οφθαλμών της νέας ακτίνες διήρχοντο άνωθεν της κεφαλής μου, αλλά δεν ήσαν δι' εμέ, ούτε είχα επί του μειδιάματος το ελάχιστον δικαίωμα. Το μάθημα με ωφέλησε, ανέλαβα την προτέραν μου ζωηρότητα και εξηκολούθησα την πώλησίν μου.
Εντός δύο ημερών εξεπώλησα τους ιχθύς μου απολαύσας είκοσι τοις εκατόν ωφέλειαν. Νέα εις Σύρον εκδρομή. Επανήλθα μ' ελαιόλαδον, το οποίον επώλησα με οκτώ τοις εκατόν κέρδος, μετά δε το ελαιόλαδον ηγόρασα και μετεπώλησα χαβιάρι μετά της αυτής επιτυχίας και εξηκολούθουν ούτω δραστηρίως εργαζόμενος. Τα κέρδη κατόπιν εμετριάσθησαν, διότι επήλθε συναγωνισμός, αλλ' οι κόποι μου αντημείβοντο πάντοτε, εντός δε ολίγων μηνών, αφού έζησα μετά των περί εμέ και αφού επανέφερα άνεσίν τινα υπό της πτωχικής κατοικίας μας την στέγην, το κεφάλαιόν μου από πέντε χιλιάδων γροσιών ανήρχετο ήδη εις οκτώ!
Έκτοτε πολλά χρήματα εκέρδισα και πολλά έχασα. Χάριτι θεία, το λαβείν απέβη εν συνόλω μεγαλείτερον του δούναι, ώστε σήμερον έχω την ικανοποίησιν να βλέπω, διά των ιδρωτών μου, εξησφαλισμένην την άνετον των τέκνων μου ύπαρξιν. Αλλά την γλυκύτητα των πρώτων εκείνων ευτελών κερδών ουδέποτε κατόπιν ησθάνθην, ουδ' εξισούνται αι ευχαριστήσεις και των επιτυχεστέρων επιχειρήσεων του μετέπειτα εμπορικού μου βίου προς την χαράν της πρώτης των παστών ιχθύων εκκαθαρίσεως.
Η εκ του μηδενός προαγωγή, η ευτυχής έκβασις των πρώτων μου ατομικών συνδυασμών, η συναίσθησις ότι ήμην εις θέσιν να μη αφήσω πεινώσαν την μητέρα και τας αδελφάς μου, η ελπίς την οποίαν αι πρώται εκείναι απαρχαί μου έδιδον διά το μέλλον, όλα ταύτα ομού ανεδείκνυον πολλαπλασίως πολύτιμα και ευάρεστα τα πρώτα μου εκείνα κέρδη. Δεν θέλω να είπω ότι μετά ταύτα ειργαζόμην μετά φιλοσοφικής δήθεν αδιαφορίας. Όχι! Ο ζήλος μου δεν εμετριάσθη και κατόπιν, η δ' επιτυχία είναι πάντοτε ευχάριστος. Αλλ' ο ενθουσιασμός μου εχαλαρώθη, η δε ηδονή του κέρδους βαθμηδόν ημβλύνθη. Αφού άπαξ ησθάνθην ότι απέκτησα την υλικήν ανεξαρτησίαν και εξησφάλισα τα μέσα ζωής ανέτου, έπαυσα να κλείω τα ισοζύγια μου μετά παλμών αγαλλιάσεως. Διότι η απόκτησις του πλούτου δεν είναι αυτή καθ' εαυτήν πηγή ευτυχίας. Η ανεξαρτησία,― ιδού το αληθές, ιδού το υγιές του εργατικού ανθρώπου ελατήριον!
Δεν ήμην τότε εις Τήνον ο μόνος εκ Χίου νέος, ο αγωνιζόμενος να παράξη από του μηδενός το έν και να κάμη τα δύο τέσσαρα. Ήσαν και άλλοι πολλοί, μετά των οποίων μ 'εσχέτισεν η κοινή συμφορά και η συνεχής συνάντησις εις την αγοράν της Τήνου ή επί της ερήμου της Σύρου ακτής. Μεταξύ τούτων ήτο και ο αρραβωνιαστικός της πρεσβυτέρας των αδελφών μου, καταφυγών και αυτός εις Τήνον μετά Οδύσσειαν παθημάτων. Της νεωτέρας μου αδελφής ο μνηστήρ ηχμαλωτίσθη, ουδέποτε δε ηκούσθη τι απέγεινε. Και εγώ ήμην παιδιόθεν μεμνηστευμένος, αλλ' είχα χηρεύσει προτού νυμφευθώ, αποθανούσης προ ετών της μνηστής μου, η δ' ανεμοζάλη της Επαναστάσεως είχεν επέλθει πριν ή ο πατήρ μου προφθάση να συνάψη νέον δι' εμέ αρραβώνα.
Τοιαύτα ήσαν της Χίου τα έθιμα. Εκάστη οικογένεια επεδίωκε την μετά ομοτίμων επιμιξίαν, επειδή δε ο αριθμός των εκλεκτών ήτο περιωρισμένος, ήρχιζε πρωίμως ο συναγωνισμός προς συνδυασμόν καταλλήλων συνοικεσίων, η δ' αριστοκρατική των συμβαλλομένων αποκλειστικότης και το στενόν του Χιακού κύκλου έφερον εξ ανάγκης τους μεταξύ στενών συγγενών επί τέλους γάμους.
Δεν προτίθεμαι να επαινέσω τους πατέρας μας διά τας πρωίμους εκείνας μνηστεύσεις, διά των οποίων εσφράγιζον αυτοί, εκ προοιμίων, το σπουδαιότερον του βίου συμβόλαιον, άνευ της γνώσεως ή της συγκαταθέσεως των συμβαλλομένων. Αλλ' όμως είχον προς δικαιολόγησίν των την επιτυχίαν των τοιούτων συζυγιών. Οι νέοι ανετρέφοντο μικρόθεν ο είς διά τον άλλον, προηγείτο δε της συζυγικής αγάπης σχέσις μακρά και της αφοσιώσεως η συνήθεια. Ο γάμος επήρχετο μετά της μνηστείας τον πρόλογον, άνευ των κλονισμών της καρδίας, άνευ της αμοιβαίας του παρελθόντος αγνοίας και της περί του μέλλοντος αβεβαιότητος, αίτινες συνοδεύουν συνήθως τα εξ έρωτος συνοικέσια. Η ζωή προητοιμάζετο και διήρχετο άνευ βιαίων κυματισμών, δεν ηλαττούτο δ' ως εκ τούτου η ήρεμος των οικογενειών ευτυχία. Αλλ' υπό τας μεταβληθείσας του έθνους περιστάσεις το αρχαίον τούτο έθιμον δεν ηδύνατο ή ν' απολήξη εις υλικών μόνον συμφερόντων υπολογισμούς και εις προικός ζήτημα, ώστε βεβαίως δεν θα θρηνήσω την κατάργησίν του.
’λλως τε τα πράγματα ήλλαξαν εν συνόλω έκτοτε. Τότε οι νεώτεροι ήγοντο υπό των πρεσβυτέρων, εθεώρουν δε τούτο ως πράγμα φυσικόν και μη επιδεχόμενον συζήτησιν. Διά της πειθαρχίας εκείνης και διά της συμπνοίας η οικογένεια απετελείτο ισχυρά, επηύξανε δε την δύναμίν της ο σύνδεσμος των επιμιξιών. Είναι και τούτο μία εξήγησις της επιτυχίας των Χίων, όχι μόνον κατά την προ της Επαναστάσεως διοίκησιν των κοινών των, αλλά και κατά την μετά την καταστροφήν της Χίου εμπορικήν διοργάνωσίν των.
Οπωςδήποτε, δεν είχομεν εισέτι κατ' εκείνην την εποχήν μεταβάλει σύστημα, αλλ' εμένομεν υπό την επήρειαν των παραδόσεων και της ανατροφής μας, ώστε της μεν μιας αδελφής μου τον μνηστήρα εθεώρουν ήδη ως αδελφόν, ανυπομόνως δε επεζήτουν να μνηστεύσω και την δευτέραν. Ευτυχώς δεν εβράδυνα να εύρω και να υποδείξω εις την μητέρα μου νέον φίλον μου, τον οποίον το δυσχερές των περιστάσεων δεν εμπόδιζεν από του ν' αντιμετωπίση τας ευθύνας του γάμου, και εμνηστεύσαμεν ούτω και την νεωτέραν των αδελφών μου.
Μετά των δύο τούτων μελλόντων γαμβρών μου εσυμφωνήσαμεν να συντροφεύσωμεν, καταθέτοντες εταιρικόν κεφάλαιον ανά χίλια γρόσια έκαστος, επί τω όρω ο μεν των τριών να μένη εις Τήνον προς πώλησιν, ο άλλος εις Σύρον προς αγοράν, ο δε τρίτος να συνοδεύη εκάστοτε την εκ Σύρου εις Τήνον μεταφοράν των εμπορευμάτων. Ο κλήρος έπεσεν εις εμέ ν' αναλάβω της αγοράς την εργασίαν. Έλαβα λοιπόν το πλείστον του μικρού κεφαλαίου μας, απεχαιρέτησα την μητέρα μου και απεβιβάσθην εις σακολέβαν ετοίμην ν' αποπλεύση εις Σύρον.
Αλλ' ενώ ανεσύρετο η άγκυρα, βλέπω λέμβον μετά βίας ερχομένην προς ημάς από της πόλεως, και εντός αυτής τους δύο συνεταίρους μου κινούντας τας χείρας διά να εμποδίσωσι την αναχώρησίν μας. Έφερον την δυσάρεστον είδησιν ότι εντός πλοίου αφιχθέντος εκ Κωνσταντινουπόλεως εις Πάνορμον της Τήνου ανεφάνη πανώλης, και ότι η περί τούτου είδησις μετεπέμφθη ήδη εκ Πανόρμου εις Σύρον, ώστε δεν ήθελον βεβαίως μας δεχθή εκεί, διά τον φόβον του μολύσματος, ουδέ ήθελον επιτρέψει την εξακολούθησιν της μετά της Τήνου συγκοινωνίας. Κατά συνέπειαν απεφασίσαμεν ν' αποβώ του πλοίου και ν' αναβληθή η εις Σύρον μετάβασίς μου, μέχρις ου διασκεδασθώσιν αι περί επιδημίας υποψίαι. Δυστυχώς μετεδόθη από του πλοίου η πανώλης εις την νήσον. Δεν ήτο βαρεία ουδ' έκαμνε θραύσιν πολλήν, ήτο όμως ικανή όπως φοβίση τας πέριξ νήσους και μας αποκλείση εις Τήνον.
Ούτως εματαιώθησαν τα σχέδια και εναυάγησεν η εταιρία μας, έμενα δε άεργος, και απέβαινε διπλασίως οχληρά η αναγκαστική εκείνη απραξία μου, μετά των τελευταίων μηνών την κίνησιν και την ζωηρότητα.
’λλως ήμεθα ήσυχοι επί της νήσου, ουδ' ετάραττον ως άλλοτε τας σκέψεις μου των Τούρκων φόβοι ή του πολέμου η ταραχή. Μόνον μίαν ημέραν, κατά τας αρχάς του Οκτωβρίου, ενόμισα ότι ήλθε και της Τήνου η σειρά και ότι μας καλύπτουν εκ νέου αι μαύραι πτέρυγες του Ολέθρου. Αλλ' έζων ήδη εντός ανδρικωτέρας ατμοσφαίρας, το δε φρόνημά μου ενισχύετο διά του παραδείγματος των άλλων, και αντί να σκέπτωμαι περί φυγής ητοιμάσθην κ' εγώ εις αντίστασιν και εις πόλεμον.
Διότι η θάλασσα μεταξύ της Σύρου και Μυκόνου εκαλύφθη υπό πλοίων Τουρκικών, κρατουμένων επί ώρας εκεί υπό παντελούς νηνεμίας. Και είδομεν τας λέμβους ενός των πλοίων διευθυνομένας προς τα παράλια της Μυκόνου και ηκούσαμεν πυροβολισμούς, εν μέσω δε του καπνού διεκρίναμεν επιστρεφούσας προς το πλοίον τας λέμβους. Τα προοίμια ταύτα εφαίνοντο επαπειλούντα απόβασιν και προσβολήν εκ του στόλου. Ήρχισε λοιπόν κωδωνοκρουσία εις την Τήνον και συνέρρεον ωπλισμένοι οι κάτοικοι, έσυρα δε κ' εγώ μετά των λοιπών εν παλαιόν κανόνιον, το οποίον εστήσαμεν επί λόφου προέχοντος, του Πασά Ακρωτήρι λεγομένου. Αλλά σφαίρας δεν είχομεν και εκαίομεν πυρίτιδα μόνην, απειλούντες δήθεν ή προκαλούντες τους Τούρκους. Εγώ δε επί του λόφου, υπηρέτης του θαύματος, ακούων τους κενούς κανονοβολισμούς και βλέπων τα Τουρκικά πλοία, ενθυμούμην τας περιπετείας της εκ Χίου φυγής κ' επερίμενα μ' εσφιγμένην καρδίαν το αποβησόμενον.
Ευτυχώς δεν ετέθη εις μεγαλειτέραν δοκιμασίαν των Τηνίων η σταθερότης. Ο Πασάς δεν μας έλαβεν εις σημείωσιν, ουδέ τους Μυκονίους απεπειράθη να τιμωρήση, καίτοι φονεύσαντας πολλούς των εις τας λέμβους αποκρουσθέντων ναυτών, αλλ' ωφεληθείς του επιπνεύσαντος ανέμου, απεμακρύνθη των νήσων μας.
Έκτοτε δεν εταράχθημεν ουδαμώς, ηδυνάμεθα δε να λησμονήσωμεν ότι ευρισκόμεθα εντός του κύκλου του πολέμου, άνευ της συνεχούς αντηχήσεως των συμβάντων αυτού. Ότε προ πάντων εμάθομεν της Τουρκικής ναυαρχίδος την πυρπόλησιν και του εχθρικού στόλου την ήτταν, ενθουσιασμός άκρατος κατέλαβε πάντας ημάς τους πρόσφυγας, ιδόντας εις του Κανάρη το κατόρθωμα την εκδίκησιν της καταστροφής της Χίου. Και του Δράμαλη η κατατρόπωσις εις τα Δερβενάκια, και η λύσις της πρώτης του Μεσολογγίου πολιορκίας, και όλοι οι αλλεπάλληλοι θρίαμβοι των πρώτων της Επαναστάσεως ετών ανεπτέρουν τας ελπίδας και εστερέονον τας πεποιθήσεις μας. Δεν είχον εισέτι καταστραφή τα Ψαρά και η Κάσος, δεν είχεν αρχίσει διά της Κρήτης του Μεχμέτ Αλή η επέμβασις, δεν είχεν αλωθή το ηρωϊκόν Μεσολόγγιον, ουδ' είχον εισέτι αναφυή οι εμφύλιοι σπαραγμοί και αι ανόσιοι των Ελλήνων αλληλομαχίαι. Τα πράγματα εβάδιζον καλώς και χειρ Κυρίου εφαίνετο ευλογούσα την Ελλάδα, βλέποντες δε την Επανάστασιν προκόπτουσαν και ριζοβολούσαν, προοιωνιζόμεθα ταχύ και αίσιον το τέλος της.
Ήρχιζεν ήδη το τρίτον του αγώνος έτος κ' επρωτοήνθιζον της Τήνου αι αμυγδαλέαι. Εγώ δε απρακτών εστενοχωρούμην και, τρεφόμενος διά σκέψεων και σχεδίων, συνέλαβα την ιδέαν του να μεταβώ εις Χίον προς ανεύρεσιν των υπό την μηλέαν του κήπου μας ταφέντων κειμηλίων. Ανεπόλουν τους λόγους του πατρός μου ότε εκαλύψαμεν τον λάκκον υπό την μηλέαν. Εκείνος απέθανε και ήμην ήδη εγώ της οικογενείας ο προστάτης και το στήριγμα, η δε ανάκτησις της παρακαταθήκης εκείνης ηδύνατο και την ταχείαν των αδελφών μου αποκατάστασιν να διευκολύνη και την εις Ευρώπην ίσως μετάβασίν μας.
Όσω εκυοφορείτο εις την κεφαλήν μου η ιδέα αύτη, τόσω ερριζόνετο της εκτελέσεώς της ο πόθος. Με κατεκυρίευσε του σχεδίου μου η μελέτη. Περί τούτου και μόνου εσκεπτόμην έξυπνος, ή κοιμώμενος ωνειρευόμην.
Είχον ήδη μεταβή εις Χίον κρυφίως συμπολίταί μου τινές, επανήλθον δε σώοι και αβλαβείς. Αι εκεί Αρχαί ελάμβανον εκ Κωνσταντινουπόλεως διαταγάς να προσελκύωσι τους επιστρέφοντας των Χριστιανών και να μη τους ενοχλώσι. Ταύτα επληροφορούμην, η δε πείρα των έπιστρεψάντων μ' ενεθάρρυνε. Διεκοίνωσα τον σκοπόν μου εις την μητέρα μου, ήτις επροσπάθησε παντοίοις τρόποις να με αποτρέψη, φοβουμένη μη κακοπάθω. Αλλ' η απόφασίς μου ήτο ακλόνητος. Έβλεπα τους κινδύνους, επειθόμην ότι ήτο παράτολμον το επιχείρημα, αλλ' ακατάσχετος τις ορμή με ώθει προς εκτέλεσίν του και δεν ήκουα τους λόγους της μητρός μου. Τη παρέδωκα την μικράν περιουσίαν μου, εζήτησα την ευχήν της και ανεχώρησα μετημφιεσμένος εις χωρικόν.
Το τρεχαντήριον επί του οποίου επεβιβάσθην έφερε φορτίον σίτου προς πώλησιν εις τους αποκέντρους της Χίου λιμένας, ο δε πλοίαρχος του, ο Καπετάν Κεφάλας, με υπεσχέθη να με αποβιβάση ασφαλώς. Ότε με είδεν επί του πλοίου του με το λευκόν εσώβρακον, και την χωρικήν γουνέλαν μου, και με τα δύο μικρά μου βαρέλια κοκκίνου χαβιαρίου, εγέλασεν ο καλός πλοίαρχος. Εγέλασα κ' εγώ, αλλά κατ' εκείνην την ώραν εσυλλογιζόμην περισσότερον την μητέρα μου ή την μηλέαν του κήπου μας.



***



Κεφάλαιο Θ'

Ο άνεμος ήτο νότιος το δε τρεχαντήριον επήδα ταχύ, διευθυνόμενον προς την Χίον. Αλλά καθ' όσον επροχώρουν της νυκτός αι ώραι, ηύξανε δυσαρέστως η ταχύτης του δρόμου του υπό την βίαν του σφοδρυνομένου ανέμου.
Οι έχοντες την πείραν του Αιγαίου γνωρίζουν πόσον ο νότος αποβαίνει οχληρός επ' αυτού. Πρώτην τότε φοράν κατελήφθην υπό της νόσου των θαλασσοπορούντων. Εξηπλωμένος επί της πρύμνης ησθανόμην υπ' εμέ το σκάφος υψούμενον και καταπίπτον και ήκουα τον άγριον ρόχθον της θαλάσσης πληττούσης τα πλευρά του, τον οργίλον συριγμόν των αφριζόντων κυμάτων, των σχοινιών τον γογγυσμόν, και του πηδαλίου το τρίξιμον. Είχα τους οφθαλμούς κλειστούς, αλλά δεν εκοιμήθην όλην την νύκτα. Τα μέλη μου ήσαν βαρέα, μου έλειπε δε και δύναμις και θέλησις να τα κινήσω. Πολλάκις εβράχην υπό των κυμάτων, αλλ' ούτε να μετατοπίσω ηδυνάμην, ούτε συνδρομήν να επικαλεσθώ.
Περί το μεσονύκτιον ήκουσα τον πλοίαρχον λέγοντα προς τον πηδαλιούχον, ότι εάν δυναμώση περισσότερον ο άνεμος, θα κάμη χύσιν. Να κάμη χύσιν! Εσυλλογίσθην τα δύο μου βαρέλια, τα οποία κείμενα επί του σίτου ήσαν τα προχειρότερα προς θυσίαν. Δι' αυτών εσκόπουν να περιπλανηθώ εις Χίον, ως πωλητής, μέχρις ου φθάσω εις τον Πύργον μας. ’νευ αυτών ανετρέπετο το σχέδιόν μου και κατεστρέφετο η ελπίς μου. Ήθελα ν' αποτείνω τον λόγον προς τον πλοίαρχον, να τον παρακαλέσω να μου φεισθή, τουλάχιστον να μη ρίψη και τα δύο εις την θάλασσαν, αλλ' ούτε να κινηθώ είχα την δύναμιν ούτε να λαλήσω. Το δε πλοίον υψούτο και κατέπιπτε βιαιότερον επί των κυμάτων και ήρχισε να με καταλαμβάνη ο φόβος μη δεν κίνδυνεύωσι τα βαρέλια μου μόνα.
Ευτυχώς οι φόβοι μου απεδείχθησαν μάταιοι. Το πλοίον ήτο καλόν, ο δε Καπετάν Κεφάλας εγνώριζε την τέχνην του. Την αυγήν ελλιμενιζόμεθα εντός ορμίσκου ασφαλούς και ησύχου, κατά τα μεσημβρινώτερα της Χίου παράλια.
Η περί τον όρμον παραλία ήτο καλλιεργημένη αλλ' ακατοίκητος, επί των υψωμάτων όμως, εις ικανήν από της θαλάσσης απόστασιν, εν μέσω λόφων χλοερών, ο ήλιος ηκτινοβόλει επί των λευκών οικιών τριών ή τεσσάρων μικρών χωρίων. Παρά δε τον αιγιαλόν ήτο ηγκυροβολημένον άλλο πλοιάριον, και παρ' αυτό εβλέπομεν επί της ακτής περιμένοντας χωρικούς τινας με τα ζώα των.
Γλυκύ αίσθημα και ισχυρόν η αγάπη της πατρίδος! Ότε από του τρεχαντηριού είδα περί εμέ καταπράσινον την φύσιν, και τ' απέχοντα χωρία, και την επί της άμμου μικράν συνάθροισιν, η καρδία μου ηυφράνθη. Επανέβλεπα την Χίον, οι δε χωρικοί εκείνοι ήσαν συμπατριώται μου! Το μικρόν παρά την ακτήν πλοίον έδιδε ζωήν εις την προ των οφθαλμών μου εικόνα και το παρετήρουν μετ' ενδομύχου ευχαριστήσεως, σκεπτόμενος ότι δεν ήσαν τα πάντα καταστροφή και ερήμωσις εις την νήσον μας.
Αλλ' εντός ολίγου τα αισθήματά μου μετεβλήθησαν, και ηυχήθην να μη ευρίσκετο εντός του λιμένος το πλοίον εκείνο! Ήρχετο εκ Ψαρών με φορτίον σίτου προς πώλησιν, η δε σύγχρονος του τρεχαντηρίου μας άφιξις επροκάλεσε ρήξιν φοβεράν. Οι Ψαριανοί δεν είχον την ελαχίστην διάθεσιν να υποβληθώσιν εις ειρηνικόν συναγωνισμόν πωλήσεως, αλλ' ήθελον δι' απειλών να πείσωσι τον πλοίαρχον μας ν' αποπλεύση εκ της αυτοσχεδιασθείσης εκείνης αγοράς, όπου είχον των πρωτείων τα δικαιώματα.
Ο Κεφάλας αφ' ετέρου δεν επείθετο, αλλ' επέμεινε διεκδικών τας αρχάς του ελευθέρου εμπορίου. Από λόγων η έρις εκινδύνευε ν' απολήξη εις έργα. Εσείοντο γρόνθοι και ανεσύροντο μάχαιραι. Δεν γνωρίζω οποίον τέλος έλαβεν η υπόθεσις, διότι, ενώ εισέτι διήρκει η διαμάχη, εγώ αποβιβασθείς ησύχως με τα δυο μου βαρέλια, εσυμφώνησα μεθ ' ενός των παρισταμένων χωρικών να φορτώση την πραγματείαν μου επί του όνου του, και ανεχωρήσαμεν διευθυνόμενοι προς το χωρίον του.
Ο αγωγιάτης μου, εικοσαετής περίπου χωρικός, ρωμαλέος, καλόκαρδος και ευτράπελος, δεν εβράδυνε να προκαλέση και να ελκύση την εμπιστοσύνην μου. Πριν έτι προφθάσωμεν εις της οδοιπορίας μας το τέρμα εγνώριζα τα καθέκαστα του ταπεινού βίου του, τω εξεμυστηρεύθην δε κ' εγώ το όνομα και την καταγωγήν μου, αλλ' όχι και τον κύριον της επανόδου μου σκοπόν. Τον εξώρκισα να μη φανερώση εις κανένα ότι είμαι Χίος εκ του Κάστρου. Μου το υπεσχέθη και ετήρησε την υπόσχεσίν του, καθ' όλην δε την διάρκειαν της επί της νήσου διατριβής μου μ' επροστάτευσε και μου εχρησίμευσεν ως φίλος αληθής. Νέα αύτη προσθήκη εις τον αριθμόν των αγαθών ψυχών, των οποίων η παρήγορος συμπάθεια μ' ελέησε, ενόσω διηρχόμην την μακράν του κλαύθμωνος κοιλάδα.
Ότε επλησιάσαμεν εις το χωρίον του, ο καλός Παντελής απέθεσε τα βαρέλιά μου εντός πατητηρίου ηρειπωμένου, εις την άκραν αμπελώνος παρά τον δρόμον, και με παρήγγειλε να τον περιμένω εκεί, διά να υπάγη πρώτος εκείνος με το ζώον του και εξετάση μη ευρίσκωνται Τούρκοι εις το χωρίον. Εκάθησα επί κορμού ελαίας εις του τοίχου την σκιάν και επερίμενα βλέπων την στροφήν του δρόμου, όθεν ήλπιζα να προβάλη εντός ολίγου ο Παντελής επιστρέφων.
Ήτο ησυχία περί εμέ άκρα και μόνοι οι τέττιγες, ενθουσιώντες υπό τας ακτίνας του ηλίου, διέκοπτον της εξοχής την σιωπήν. Αίφνης γέλωτες παιδικοί αντήχησαν πλησίον μου. Έστρεψα την κεφαλήν και είδα τέσσαρας μικρούς χωρικούς στηλόνοντας επ' εμού περίεργα βλέμματα, αλλ' άμα οι οφθαλμοί μας απηντήθησαν, έφυγον δρομαίως όπισθεν του πατητηρίου. Μετ' ολίγα λεπτά νέος ορμαθός παιδίων παρουσιάζεται όπισθέν μου. Με το δάκτυλον εις το στόμα με παρετήρησαν έκθαμβα επί τινας στιγμάς, και στρέψαντα τα νώτα απεμακρύνθησαν τρέχοντα. Κατόπιν αυτών ήλθον άλλα. Ήρχισε να με ανησυχή η εξέτασις εις την οποίαν η νέα γενεά του χωρίου με υπέβαλλεν, η δ' ανησυχία μου ετρέπετο εις ανυπομονησίαν διά την μακράν του Παντελή απουσίαν, και η βραδύτης του ηύξανε τας υποψίας μου. Επί τέλους τον είδα επιστρέφοντα, αλλ' αντί όνου τον ηκολούθει έτερος χωρικός.
― Δεν έχει Τούρκους. Έλα μαζή μας, Λουτσή.
’νευ πλειοτέρων επεξηγήσεων επήρεν έκαστος των χωρικών έν βαρέλιον επί του ώμου του, και εισήλθομεν οι τρεις ομού εις το χωρίον. Εις το μέσον αυτού, εντός μικράς πλατείας, εύρομεν πλήθος χωρικών, οίτινες επερικύκλωσαν τους δύο οδηγούς μου, και ήρχισε χαμηλή τη φωνή μεταξύ των συζήτησις, ήτις έλαβε διά μιας διαστάσεις ζωηράς λογομαχίας.
Ο Παντελής και ο φίλος του απέθεσαν κατά γης τα βαρέλια, όπως δώσωσι μεγαλειτέραν ελευθερίαν εις την γλώσσαν και τας χειρονομίας των, τοσαύτη δ' ήτο η ταχύτης μετά της οποίας όλοι συγχρόνως ελάλουν, τοσαύτη η χασμωδία, ώστε δεν ηδυνάμην να εννοήσω περί τίνος πρόκειται, καίτοι συμπεραίνων ότι ο λόγος ήτο περί εμού.
Επί τέλους επήλθε συνεννόησις ή συμβιβασμός, ανυψώθησαν εκ νέου τα βαρέλια επί των ώμων των δύο προστατών μου, και διεσχίσαμεν την εν τη πλατεία συνάθροισιν διευθυνόμενοι προς του Παντελή την κατοικίαν.
― Δεν μου λέγεις τι τρέχει; τον ηρώτησα, ότε απεμακρύνθημεν του κυκεώνος εκείνου.
― Δεν είναι τίποτε, Λουτσή, θα τα διορθώσωμεν!
Η απάντησις ήτο λακωνική, αλλ' είχε τι το καθησυχαστικόν ο τόνος του χωρικού και ο τρόπος δι' ού επρόφερε το όνομά μου μετά της φωνητικής του Κάππα αλλοιώσεως. Δεν εζήτησα πλειοτέρας εξηγήσεις, αλλά τα πάντα με έδιδον να εννοήσω ότι επλανάτο εισέτι ο φόβος των Τούρκων εις την ατμοσφαίραν της Χίου.
Ο Παντελής ήτο νεόνυμφος, κατείχε δε μετά μόνης της συζύγου του την μικράν καλύβην, όπου με επρόσφερε φιλοξενίαν, αλλά μετ' αλαζονικού μειδιάματος μου υπέδειξεν ότι επέπρωτο ν' αυξήση προσεχώς της οικογενείας του ο αριθμός. Η προσδοκία της τοιαύτης αυξήσεως ουδαμώς ηλάττονε την δραστηριότητα της συζύγου του, της καλής Παρασκευής, η οποία μας ητοίμασεν εντός ολίγου δείπνον συνιστάμενον από χλωρά κουκκία μαγειρευμένα μ' ελαιόλαδον, και από χαβιάρι το οποίον κατέβαλα εγώ, εγκαινιάσας ούτω των βαρελιών μου το άνοιγμα. Συνεκάθησε και ο φίλος του Παντελή και εφάγαμεν οι τέσσαρες ως βασιλείς.
Μόλις είχομεν απογευθή, ότε η θύρα εκρούσθη.
― Οι δημογέροντες θα είναι! λέγει ο Παντελής.
Ήσαν τω όντι του χωρίου οι δημογέροντες. Εισήλθον κρατούντες χονδράς ράβδους αξέστους, μας εκαλησπέρισαν, εκάθησαν επί των σκαμνιών τα οποία επρόσφερεν η πρόθυμος Παρασκευή, εκαθήσαμεν και ημείς και εμένομεν όλοι σιωπώντες. Επερίμενα ανυπομόνως ν' αρχίση η ομιλία, όπως εννοήσω τι θέλουν, αλλ' ουδείς ελάλει, αι δε περί εμέ φυσιογνωμίαι δεν εξέφραζον ευαρέσκειαν. Επί τέλους ο πρεσβύτερος, των δημογερόντων έλυσε την σιωπήν.
― Τι είναι τούτος που μας έφερες εδώ, Παντελή; Φωτιά 'βαλες 'ς το κεφάλι μας! Καλλίτερα να χαθή τούτος παρά όλοι μας εδώ!
Οι λόγοι του γέροντος με κατεθορύβησαν, αλλ' ο Παντελής έλαβε τον λόγον ενθέρμως υπερασπιζόμενος με, είπεν ότι είμαι πτωχός νέος από την Ικαρίαν ερχόμενος, ότι θα πωλήσω την πραγματείαν μου και θ' αναχωρήσω χωρίς να βλάψω κανένα, ότι οι Τούρκοι δεν θα με λάβωσιν εις σημείωσιν, και άλλα πολλά αλλεπαλλήλως εκσφενδονιζόμενα από την εύστροφον γλώσσαν του. Οι δημογέροντες τον ήκουον κινούντες την κεφαλήν ως μη πειθόμενοι, ουδ' απεκρίθησαν αφού έπαυσε λαλών, αλλ' ανεχώρησαν εν σιωπή με το πρόσωπον σκυθρωπόν και ανήσυχον το βλέμμα.
Τοσούτος με κατέλαβε φόβος ότι θα με παραδώσωσιν εις τους Τούρκους, ώστε συνέλαβα σχεδόν την απόφασιν ν' αφήσω εκεί τα βαρέλια μου και, παραιτούμενος του σκοπού όστις μ' έφερεν εις Χίον, να καταβώ διά νυκτός εις τον όρμον, όπου ήλπιζα να εύρω το τρεχαντήριον και να φύγω. Αλλ' ο Παντελής με καθησύχασε.
― θα τα διορθώσωμεν, έλεγε. Κοιμήσου απόψε και αύριον βλέπομεν.
Τον ηρώτησα εάν νομίζη καλόν να προσφέρω ανά μίαν γλώσσαν χαβιαρίου εις τους δημογέροντας.
― Χάρισμα; ηρώτησε μετά θάμβους ο Παντελής.
― Χάρισμα, απεκρίθην.
― Τότε μη φοβάσαι, Λουτσή. Ιδικούς σου τους έχεις.
Και εξέθεσε διά μακρών τα πολιτικά του χωρίου. Η ουσία της μακράς του διηγήσεως ήτο, ότι υπήρχον εις το χωρίον δύο φατρίαι αντιμαχόμεναι, αι οποίαι υπερίσχυον, εναλλάξ εξευμενιζόμεναι τους Τούρκους, ώστε η μεν εφοβείτο διαρκώς την δε, και ότι ο Παντελής δεν ανήκεν εις την μερίδα των δημογερόντων οίτινες μας επεσκέφθησαν, αλλ' ότι αι γλώσσαι του χαβιαρίου θα θαυματουργήσωσιν.
Οι λόγοι του Παντελή μου έδωκαν θάρρος, αλλά μου έφερον και ύπνον συγχρόνως. Ήμην απηυδημένος εκ του ταξειδίου. Έπεσα λοιπόν κατά γης επί τριχίνου σάκκου και εντός ολίγου απεκοιμήθην.
Την πρωίαν ανέτελλε μόλις ο ήλιος, ότε οι δημογέροντες έκρουσαν εκ νέου την θύραν και εισήλθον εις την καλύβην, σιωπηλοί και κατηφείς ως χθες. Τους είχα προλάβει εξυπνήσας ενωρίς, και ήσαν ήδη έτοιμοι αι γλώσσαι του χαβιαρίου εντός λαχανοφύλλων τυλιγμέναι. Η προσφορά μου τους υπερηυχαρίστησε και μετεβλήθη διά μιας το προς εμέ ύφος των. Με περιεκύκλωσαν μειδιώντες και θωπεύοντες προστατευτικώς πως τους ώμους μου.
― Μη φοβάσαι, Λουτσή. Είσαι ιδικός μας άνθρωπος. Ημείς χανόμεθα, και όχι συ.
Με κατέλαβε αγανάκτησις και αηδία, μολονότι με είχε προαναγγείλει ο Παντελής της δωρεάς μου τ' αποτελέσματα. Χθες ηπείλουν να με θυσιάσωσι και σήμερον διά μίαν γλώσσαν χαβιαρίου εθυσιάζοντο αυτοί δι' εμέ! Αλλ' υπέκρυψα τα αισθήματα μου και εκφράσας την ευγνωμοσύνην μου εζήτησα την άδειαν να πωλήσω. Η άδεια μου εδόθη και κατασκευάσας εκ του προχείρου πλάστιγγα έστησα τα βαρέλια μου εις την πλατείαν του χωρίου.
Την επιούσαν οι δημογέροντες με διέταξαν να τους συνοδεύσω εις Καταρράκτην, χωρίον ολίγας ώρας απέχον του ιδικού των, όπου ήδρευε Τούρκος Αγάς. Έχοντες να μεταβώσιν εκεί δι' άλλας υποθέσεις των, έκριναν φρόνιμον να με συμπεριλάβωσιν, όπως επικυρωθή η άδεια διαμονής μου και προληφθή ούτω πάσα ενδεχομένη καταγγελία της εναντίας φατρίας.
Το μέτρον των τούτο εσυμβιβάζετο με τα σχέδια μου, διότι ο σκοπός μου ήτο να προχωρήσω προς τον Πύργον μας. Οι δημογέροντες υπεσχέθησαν να ζητήσωσι δι' εμέ από τον Αγάν άδειαν να περιέλθω τα χωρία ως πωλητής, ο δε Παντελής προθύμως εδέχθη να με συνακολουθήση, άμα επιστρέψω φέρων την άδειαν. Εξεκινήσαμεν λοιπόν, οι μεν δημογέροντες επί των όνων των, εγώ δε πεζός, και εφθάσαμεν εις Καταρράκτην ενώπιον της κατοικίας του Αγά, όπου εκείνοι ανέβησαν αφήσαντες εμέ κάτω φύλακα των ζώων των.
Ενώ επερίμενα κρατών τους όνους, βλέπω πλησιάζοντα Τούρκον ωπλισμένον από κεφαλής μέχρι ποδών. Δεν είχα ίδει εκ του πλησίον Τούρκον, αφ' ης ημέρας εγκαταλείψαμε την εν Χίω οικίαν μας, ούτε μακρόθεν, ύστερον από τους τέσσαρας εκείνους των οποίων οι τουφεκισμοί συνόδευαν την εκ της νήσου φυγήν μας. Η θέα του πλησιάζοντος οπλοφόρου ανακάλεσε διά μιας εις την μνήμην μου την μακράν αγωνίαν του διωγμού, και την εν Σμύρνη ζωήν, και της Ανδριάνας τον θάνατον. Μου ήλθον όλα συγχρόνως εις τον νουν, καθώς εις πνιγόμενου την μνήμην συσφίγγονται αλλεπάλληλοι αι συσσωρευμένε της ζωής του αναμνήσεις. Μ' κυρίευση διπλούν αίσθημα μίσους και φόβου, και έβλεπα ακίνητος τον άγριον εκείνον Τούρκον ερχόμενον προς εμέ. Μου απηύθυνεν απότομος ερώτησιν, την οποίαν δεν ενόησα, και δεν απεκρίθην. Εκτόξευσε βλέμμα οργίλον και ύβριν αισχράν και εισήλθεν εντός της οικίας. Δεν επανείδα ευτυχώς την απεχθή μορφήν του!
Αλλ' η ώρα παρήρχετο και ανυπομόνουν περιμένων τους δημογέροντας. Επί τέλους κατέβησαν, αλλά δεν ήσαν μόνοι. Τους συνώδευον είς Τούρκος, είς ιερεύς και χωρικός τις νέος. Τους είχομεν συνοδοιπόρους και τους τρεις εις την επιστροφήν μας. Ο ιερεύς και ο Τούρκος επρομηθεύθησαν ζώα εντός του χωρίου, ο δε νέος χωρικός κ' εγώ εβαδίζομεν πεζοί.
Ήθελα να ερωτήσω τι απέγεινε περί εμού και διατί ηύξησεν η συνοδία μας, αλλ' η παρουσία του Τούρκου έφραττε την γλώσσαν μου. Ωνομάζετο ούτος Μουλά Μουσταφάς, ήτο δ' εκ Κρήτης και ελάλει Ελληνιστί, αλλά πολλά δεν έλεγε, μη θέλων, Τούρκος αυτός, να δώση θάρρος εις τους λοιπούς, οίτινες τον ηκολούθουν κατά σειράν, επί του όνου του έκαστος.
Εγώ, κατά διαταγήν των δημογερόντων, εβάδιζα, δίκην υπηρέτου, παρά τον όνον του. ’παξ μόνον μου απηύθυνεν ο Μουλάς τον λόγον. Παρά τον δρόμον παρετήρησε τάφρον πλήρη ανθέων αγρίων και με διέταξε να του κόψω έν εξ αυτών, δακτυλοδεικτών και λέγων την Τουρκικήν ονομασίαν του. Μη εννοήσας ακριβώς οποίον το ζητούμενον, έκοψα διάφορα εκ της τάφρου άνθη και τρέξας, όπως προφθάσω την προχωρήσασαν συνοδίαν, προσέφερα ταπεινώς την ανθοδέσμην μου. Ατυχώς δεν περιείχεν αύτη το ελκύσαν του Μουλά την προσοχήν.
― Δεν είναι εκείνο όπου σου είπα, μωρέ. Από που έρχεσαι;
― Από την Ικαρίαν.
― Διά τούτο είσαι κουτός. Δεν είσαι Χιώτης.
Ο κολακευτικός διά την πατρίδα μου υπαινιγμός μ' επαρηγόρησε διά την περί του ατόμου μου ιδέαν του Τούρκου, αλλά προ πάντων με ηυχαρίστησεν η απροσδόκητος ημερότης του ήθους του.
Αφού εφθάσαμεν εις το χωρίον έμαθα διά τι ήλθε μεθ' ημών ο Μουλάς. Ήθελε διά της βίας να νυμφεύση τον νέον όστις μας συνώδευε μετά χωρικής, της οποίας είχεν ως φαίνεται λόγους ο Μουλά Μουσταφάς ν' αναλάβη την προστασίαν. Ο νέος αρνούμενος εφυλακίσθη, και ηθέλησαν οι δημογέροντες να επέμβωσιν, αλλ' ο Αγάς απεφάνθη υπέρ του συνοικεσίου, και ήρχετο ο Μουλάς μετά του δυστυχούς γαμβρού και του ιερέως προς τέλεσιν του γάμου. Κυβέρνησις πατρική, μα την αλήθειαν! Αλλ' όπως δήποτε το πράγμα ενέφαινε πρόοδον. Ούτε η μάχαιρα έλυσε το ζήτημα, ούτε εκλείσθη εις χαρέμιον η νέα. Ήτο αγαθός άνθρωπος ο Μουλάς. Τα του Καίσαρος Καίσαρι!
Περί εμού εν τούτοις τι απεφασίσθη; Επληροφορήθην ότι οφείλω να μεταβώ εις θολόν Ποτάμι προς απόκτησιν της ζητουμένης αδείας. Εκεί ήτο η έδρα του μεγάλου Αγά, είχον δε να μεταβώσι προς επίσκεψίν του μετά δύο ημέρας οι δημογέροντες.
Μετά δύο λοιπόν ημέρας εξεστρατεύσαμεν εκ νέου. Την φοράν ταύτην η συνοδία ήτο μεγαλειτέρα, διότι οι δημογέροντες έφερον φόρτωμα οίνου, δώρον εις τον Αγάν, εγώ δε είχα σύντροφον και συνοδοιπόρον τον καλόν Παντελήν, σύροντα όπισθεν του τον όνον του φορτωμένον με το έν των βαρελιών μου. Το άλλο, το οποίον είχεν ήδη κατά το ήμισυ κενωθή, έμεινεν εις το χωρίον, ως παρακαταθήκη, υπό την φύλαξιν της Παρασκευής.
Μετά πέντε περίπου ωρών οδοιπορίαν εφθάσαμεν εις θολόν Ποτάμι, αλλ' ο προβλεπτικός Παντελής δεν ενέκρινε να φέρωμεν το χαβιάρι υπό τους οφθαλμούς και την ρίνα του Αγά ή των περί αυτόν Τούρκων, και έμεινε με το ζώον του έξω του χωρίου, εις εξοχικήν καλύβην χωρικού γνωστού του, όπου εσυμφωνήσαμεν να με περιμείνη. Εγώ δε ακολουθών τους δημογέροντας εισήλθα εντός της κωμοπόλεως.
Φρίκη με κατέλαβεν άμα εισεχώρησα εις τας στενάς οδούς της, και είδα τα σημεία της εκείθεν διαβάσεως των Τούρκων. Πρώτην τότε φοράν έβλεπα της καταστροφής τ' αποτελέσματα. Έως τότε έφευγα προ αυτής και ησθανόμην όπισθεν μου ενσκήπτουσαν την θύελλαν, αλλά δεν είχα εισέτι ακολουθήσει τα ίχνη της.
Έτος σχεδόν είχε παρέλθει αφ' ότου επάτησαν το θολόν Ποτάμι οι Τούρκοι, αλλ' εφαίνετο νωπός έτι ο όλεθρος. Από τας θύρας και τα παράθυρα των πλείστων οικιών έλειπον ή εκρέμαντο ημίθραυστα τα φύλλα, πολλαχού δε εις τους τοίχους έμενε των σφαιρών η σφραγίς ή της πυρκαϊάς το απαίσιον μελάνωμα. Υπό ένα κατεστραμμένον εξώστην έβαφε τον λευκόν εισέτι τοίχον η ροή χυθέντων αιμάτων. Τις οίδεν οποία σκηνή διωγμού και σφαγής ετελέσθη επί του εξώστου εκείνου!
Μεταξύ των ηρειπωμένων ή κενών οικιών ήσαν καί τινες, των οποίων οι εναπομείναντες κάτοικοι επροσπάθησαν να επισκευάσωσι τας ζημίας, αλλ' η όλη του χωρίου άποψις εμαρτύρει τρανώς οποίος θρήνος εγένετο εντός αυτού, και ήτο εξήγησις ικανή του ενώπιον των Τούρκων δέους των πτωχών δημογερόντων μου. Το ιδικόν των χωρίον είχε διαμείνει μέχρι τούδε σώον, αλλά πώς ηδύναντο οι δυστυχείς να είναι και περί του μέλλοντος ήσυχοι; Μη το θολόν Ποτάμι δεν είχε διαφύγει επίσης την πρώτην των Τούρκων προσβολήν; Ότε προ δύο ετών είχον επιπέσει κατά της νήσου και την εξωλόθρευσαν όλην, ηλέησαν ή ελησμόνησαν την μεσημβρινήν ταύτην άκραν της, οι δε χωρικοί ενόμισαν ότι ο κίνδυνος παρήλθε πλέον, ότι εκορέσθησαν οι σφαγείς αρκούντως και ότι η νήσος επλήρωσεν ήδη ικανώς τον φόρον του αίματος. Αλλ' ηπατώντο οικτρώς. Ότε του Κανάρη το πυρ εξεδίκησε τα πρώτα της Χίου δεινά, και αντεβόησε καθ' όλον το πέλαγος ο κρότος της αναφλεχθείσης ναυαρχίδος, η δε θάλασσα εκαλύφθη υπό πτωμάτων και ο Καπετάν Πασάς εξεψύχησεν ημίκαυστος επί της ακτής, εξεμάνησαν εκ νέου οι Τούρκοι και εξεστράτευσαν παμπληθείς κατά των αόπλων Μαστιχοχωριτών, βάψαντες και πάλιν μέχρι της λαβής εις αίμα αθώον τα ξίφη των.
Ότε εφθάσαμεν προ της κατοικίας του Μεγάλου Αγά, οι δημογέροντες εισήλθον εντός αυτής, εγώ δ' έμεινα εις τον δρόμον, καθώς και εις Καταρράκτην, περιμένων και αναλογιζόμενος όσα είδα, προ πάντων δε τα αίματα εκείνα επί του τοίχου υπό τον εξώστην.
Μετ' ολίγον μ' έκραξαν και ανέβην εις την αίθουσαν, όπου εκάθητο ο Αγάς. Αριστερόθεν και δεξιόθεν του παρεκάθηντο άλλοι Τούρκοι, σύμβουλοι και πάρεδροι του, εις δε τας άκρας του θαλάμου, παρά την θύραν ίσταντο όρθιοι οι δημογέροντες και άλλοι τινές Χριστιανοί.
Έκλινα ταπεινώς τον αυχένα ενώπιον του μεγαλείου του Αγά. Με ηρώτησε διά του διερμηνέως πόθεν έρχομαι;
― Από την Ικαρίαν.
― Πώς ήλθον;
― Με πλοιάριον.
― Πότε;
― Προ τεσσάρων ημερών.
― Τι θέλω;
― Άδειαν να πουλήσω εις τα χωρία την πραγματείαν μου.
Εκεί Αράπης οπλοφόρος πλησιάζει τον Αγάν με την χείρα επί του στήθους και την κεφαλήν προς το έδαφος.
― Αγά μου, λέγει, ο νέος αυτός φορεί υποδήματα φραγκικά και θα είναι κατάσκοπος.
Και δεικνύει διά της μαύρης χειρός του τους πόδας μου. Εστράφησαν προς αυτούς οι οφθαλμοί όλοι και τα ιδικά μου συγχρόνως βλέμματα. Πραγματικώς δεν ήσαν χωρικού υπόδεσις αι εμβάδες μου. Τας ηγόρασα εις Τήνον και έκοψα τα πτερά όπου αι ταινίαι εδένοντο, νομίσας ότι ήρκει τοσαύτη προφύλαξις. Δεν προείδα ο άθλιος ότι το σχήμα των ηδύνατο να με προδώση, αλλ' ουδέ μου είχεν έλθει εις τον νουν ότι ήθελα ποτέ εκληφθή ως κατάσκοπος.
― Βάλετε τον εις την φυλακήν, διέταξεν ο Αγάς.
Με ήρπασεν αμέσως ο Αράπης από τον βραχίονα και προτού προφθάσω να είπω λέξιν, άνευ ουδεμιάς περαιτέρω εξετάσεως προς εξακρίβωσιν των υποψιών, τας οποίας τα κατηραμένα μου υποδήματα προεκάλεσαν, με οδηγεί εις στενόν δωμάτιον ημιφωτιζόμενον υπό μικρού φεγγίτου, με ωθεί βιαίως από των ώμων και με κλείει εντός αυτού.
Ταύτα πάντα έγειναν διά μιας, τοσούτον ταχέως, τοσούτον απροσδοκήτως, ώστε ήμην ως ζαλισμένος, ότε ευρέθην εντός της φυλακής. Δεν ήξευρα τι μου γίνεται. Ησθανόμην εισέτι επί των ώμων και του βραχίονος τας βαρείας του Αράπη χείρας, ήκουα την οργίλην προσταγήν του Αγά να με βάλωσιν εις την φυλακήν, ενθυμούμην το εργαστήριον και το πρόσωπον του Τηνίου υποδηματοποιού, εντός δε του σκότους της φυλακής ενόμισα κατά πρώτον ότι ονειρεύομαι.
’μα οι οφθαλμοί μου συνείθισαν το σκότος, είδα ότι δεν ήμην μόνος εκεί. Δυο χωρικοί εκάθηντο επί του εδάφους. Με παρηγόρησεν η θέα των. Υπάρχουν στιγμαί καθ' ας ο άνθρωπος επιζητεί την ερημίαν, αλλ' ως επί το πολύ θέλει και επιθυμεί την κοινωνίαν των ομοίων του.
Ήσαν πατήρ και υιός οι δύο φυλακισμένοι, το δ' έγκλημά των ήτο η πώλησις μαστίχης. Διότι το ήμισυ περίπου του όλου προϊόντος της νήσου εκρατείτο, ως γνωστόν, διά τα χαρέμια του Σουλτάνου, δεν επετρέπετο δε εις τους χωρικούς να πωλήσωσι το επίλοιπον ειμή εις μόνον τον Αγάν, όστις ώριζε μόνος του την τιμήν της μαστίχης και την επλήρονεν όπως και όποτε ήθελεν.
Ο γέρων με ωμίλησε πρώτος ερωτών τις είμαι και διατί εφυλακίσθην, και διηγήθη αυτόκλητος την ιστορίαν του. Ο νέος δεν ελάλει, αλλ' έκλαιε σιωπηλώς· έκλαιεν, ο δε γέρων, κρατών του υιού του την χείρα, διέκοπτε συχνάκις την προς εμέ ομιλίαν, διά να αποτείνη προς εκείνον λόγους ενθαρρύνσεως και παρηγορίας.
Η θέα των δύο εκείνων εκλόνισε την καρδίαν μου.
Ενθυμήθην τον πατέρα μου και τον έρημον εις Σπέτσας τάφον του, ενθυμήθην την μητέρα και τας αδελφάς μου περιμενούσας εις Τήνον την επιστροφήν μου, και ανήλθεν εις τους οφθαλμούς η πλημμύρα της λύπης μου, και με κατέλαβε θρήνος και κοπετός, και έχυσα πύρινα δάκρυα. Εφοβούμην τους Τούρκους! Καθώς μ' εφυλάκισαν ανεξετάστως ως κατάσκοπον, ηδύναντο επίσης και να με καταδικάσωσι. Τι ήτο δι' αυτούς ενός Χριστιανού η ζωή; Η δυστυχής μου μήτηρ είχε δίκαιον να με αποτρέπη. Διατί να έλθω εις Χίον;
Προς το εσπέρας μας έδωκαν ελαίας και άρτον, μετ' ολίγον δε ο Αράπης ελθών μ' εξήγαγε της φυλακής και μ' έφερεν εις σκιάδα εντός του κήπου, όπου πέριξ τραπέζης χαμηλής, φορτωμένης από οπώρας ποικίλας, εκάθηντο επί ταπήτων τρεις Τούρκοι και δύο Χριστιανοί. Μεταξύ των πρώτων ανεγνώρισα τον Μουλά Μουσταφάν, η δε θέα του μου έδωκε θάρρος, διότι ο άνθρωπος δεν μου εφάνη κακός κατά την τελευταίαν συνοδοιπορίαν μας.
Ήρχισαν εκ νέου να μ' εξετάζωσι τις είμαι και πόθεν και τι θέλω; Επανελάμβανα δε τας αποκρίσεις της πρωίας. Προς επικύρωσιν των λόγων μου ηθέλησα να επικαλεσθώ του Μουλά την μαρτυρίαν.
― Αγά μου, δεν με είδες. . .
Ο Μουλάς έστρεψεν απ' εμού το πρόσωπον, και ενόησα ότι δεν θέλει να με δώση γνωριμίαν. Ηθέλησα ν' αλλάξω ομιλίαν, αλλά περιεπλέχθην, η δε σύγχυσίς μου επεσφράγισε την ιδέαν την οποίαν περί εμού συνέλαβε της νέας χωρικής ο προστάτης, αφ' ης στιγμής δεν εξετέλεσα ως έπρεπε το περί του άνθους πρόσταγμά του.
― Φίλοι μου, είπε Τουρκιστί προς τους συνδαιτυμόνας του. Δεν είναι διά κατάσκοπος το ανθρωπάριον τούτο. Δεν τα έχει σωστά. Είναι κουτός ο δυστυχής!
Και εξηκολούθησε ταπεινότερα τη φωνή μεταξύ των ο περί εμού λόγος, αλλά δεν ήκουα τι έλεγον.
Ο Αράπης μ' έσυρεν έξω της σκιάδος και με ωδήγησε πάλιν εις την φυλακήν.
Δεν ήτο εκ των καλλιτέρων νυκτών μου εκείνη, ούτε η επομένη, αναγνώστα μου.
Την επιούσαν απήχθησαν της φυλακής οι δύο χωρικοί και δεν επέστρεψαν, έμεινα δ' εντός αυτής μόνος και έρημος, μετρών τας ώρας και ελεεινολογών την τύχην μου, και συλλογιζόμενος τι άρα ν' απέγεινεν ο Παντελής και ο όνος του.
Την επομένη ν πρωίαν με ωδήγησε πάλιν ο Αράπης ενώπιον του Αγά. Εβάδιζα περίλυπος και καταβεβλημένος. Μία μόνη μου έμενεν ελπίς, η υπόληψίς μου ως πτωχού το πνεύμα, και ήμην αποφασισμένος να την εκμεταλλευθώ ως τελευταίαν σανίδα σωτηρίας. Ο Αγάς εκάθητο ροφών τον ναργιλέν του. Ο διερμηνεύς ίστατο πλησίον του με τας χείρας εσταυρωμένας επί του στήθους.
― Προσκύνησε τον Αγάν, είπε. Σου δίδει την ελευθερίαν, αλλ' επί όρω να υπάγης προς την χώραν, όχι προς τα χωρία, όθεν ήλθες.
Έσκυψα και εφίλησα την άκραν του κρασπέδου του Αγά και υπεχώρησα βήματά τινα. Αλλ' εσυλλογίσθην τον Παντελήν και τα βαρέλιά μου και τον όρμον, όπου ήλπιζα να εύρω το μέσον της εις Τήνον επιστροφής.
― Τι χάσκει εκεί; ηρώτησεν ο Αγάς.
― Αγά μου, είπα, αφήκα το υποκάμισόν μου εις το χωρίον και πρέπει να υπάγω να το πάρω.
Δεν ενόησεν ο Τούρκος τι λέγω και ηρώτησε τον διερμηνέα. Εκάγχασεν, ότε τω εξηγήθη η αίτησίς μου.
― Καλά, είπε, καλά. Σου το φέρουν το υποκάμισόν σου, αλλά συ να υπάγης προς την χώραν.
Επροσκύνησα και απεσύρθην. Εις την θύραν μ 'επερίμενεν ο Αράπης, προτείνων αγερώχως την παλάμην.
― Τα χαψιάτικα, είπεν!
Είχα λησμονήσει ότι οι φυλακισθέντες υπόκεινται εις του φόρου τούτου την απότισιν. Εξήγαγα του κόλπου μου το σακκούλιον εντός του οποίου είχα ολίγα γρόσια, το προϊόν της έως τότε πωλήσεως εκ του χαβιαρίου μου, και ήρχισα να λύω τους κόμβους μετά προφανούς δυσαρεσκείας. Αλλ' οι κόμβοι ήσαν πολλοί και περιπεπλεγμένοι, οι δε δάκτυλοι μου δεν έσπευδον εις του εμπλέγματος την λύσιν. Έχασε την υπομονήν ο Αράπης, ή μ' ελέησεν ίσως, και υψώσας την χείρα μου την κατεβίβασε ραγδαίαν επί του αυχένος, μου απηύθυνε δύο λέξεις όχι φιλόφρονος αποχαιρετισμού, και ανεχώρησεν.
Ήμην ελεύθερος, η δε θύρα ήτο ανοικτή. Εξήλθα άνευ χρονοτριβής και εβάδισα κατ' ευθείαν προς την έξοδον του χωρίου. Αλλ' η πύλη ήτο κλειστή και
ουδείς παρ' αυτήν. Ήτο Κυριακή, και οι Χριστιανοί ελειτουργούντο εισέτι εις την εκκλησίαν. Η πρώτη μου ώθησις ήτο να υπάγω κ' εγώ να ευχαριστήσω τον Θεόν διά την λύτρωσίν μου, αλλ' υπερίσχυσεν η επιθυμία του να εξέλθω όσω το ταχύτερον από το θολόν Ποτάμι και να τρέξω εις αναζήτησιν του Παντελή. Έκαμα τον σταυρόν μου εκεί εις το ύπαιθρον, ανέβην επί δένδρου, του οποίου ο κορμός υψούτο παρά την πύλην, επήδησα τον τοίχον και ευρέθην εκτός του χωρίου ελαφρός και αδέσμευτος. Έτρεξα δρομαίος προς την καλύβην όπου ο Παντελής υπεσχέθη να με περιμείνη. Αλλά δυο ημερόνυκτα παρήλθον έκτοτε. Περιμένει αρά γε εισέτι;
Η καλύβη ήτο κλειστή. Έκρουσα την θύραν, έκραξα: Παντελή, Παντελή! αλλ' ουδείς απεκρίθη.
Όπισθεν της καλύβης ήτο ο σταύλος. Ήνοιξα τον μάνδαλον και εισήλθα εντός αυτού και είδα, ώ χαρά μου! είδα τον όνον του Παντελή ησύχως εκεί περιμένοντα. Μη γελάσης, αναγνώστα. Τον ενηγκαλίσθην και τον εφίλησα! Ενόησα ότι ο ευλαβής κύριος του εκκλησιάζεται. Δεν με παρήτησεν ,ο αγαθός Παντελής! Μετ' ου πολύ τον είδα επιστρέφοντα. Δεν περιγράφω την αμοιβαίαν της συναντήσεως μας αγαλλίασιν.



***



Κεφάλαιο Ι'

Δεν εβραδύναμεν να ορίσωμεν μετά του Παντελή το δρομολόγιόν μας και ν' αρχίσωμεν την οδοιπορίαν μας. Διευθυνόμενοι προς βορράν μετεβαίνομεν από χωρίον εις χωρίον, η δε πώλησις του χαβιαρίου έβαινε κατ' ευχήν, και ηύξανον βαθμηδόν τα περιεχόμενα του σακκουλίου μου.
Ότε επί τέλους ανέβημεν εις τα περικλείοντα τον Κάμπον υψώματα και είδα μακρόθεν την πόλιν, εις δε τας υπωρείας των άντικρυ βουνών επροσπάθησα ν' ανιχνεύσω το σημείον όπου έκειτο ο Πύργος μας, ησθάνθην την καρδίαν μου συστελλομένην εντός του στήθους και τα γόνατά μου τρέμοντα. Εκάθησα επί των βράχων και έβλεπα την χλοεράν υπό τους πόδας μου έκτασιν υπό του πρωινού ηλίου φωτιζομένην, αναμέσον δε των δένδρων διέκρινα τας ποικιλλούσας την πεδιάδα κατοικίας, από τας εστίας των οποίων καπνός δεν ανήρχετο.
Δεξιόθεν, εις ημισείας περίπου ώρας απόστασιν, έκειτο η μονή του Αγίου Μηνά. Δεν εφαίνετο εκ του σημείου όπου ήμεθα, αλλ' ούτε ηθέλησα να επισκεφθώ τα ερείπιά της. Δεν επεζήτουν νέας επί της Χίου συγκινήσεις, επεθύμουν μόνον να εκτελέσω τον σκοπόν μου και να φύγω όσον τάχιον. Δεν ήθελα να βλέπω την καταστροφήν της πατρίδος μου, ούτε Τούρκους να βλέπω ήθελα.
Ο Παντελής εκάθητο πλησίον μου τρώγων το λιτόν πρόγευμά του, ο δε όνος του παρέκει κατεγίνετο εις εύρεσιν τροφής μεταξύ των ολίγων επί της πετρώδους κορυφής θάμνων. Η όρεξις των δύο συντρόφων μου ήνοιξε και την ιδικήν μου, ο δε άρτος και αι ελαίαι του Παντελή και η έμφυτος φαιδρότης της απλοϊκής ψυχής του εστερέωσαν το επί στιγμήν κλονισθέν φρόνημά μου.
Εντός ολίγου η συνοδία μας ετέθη εκ νέου εις κίνησιν.
Το χωρίον Νεοχώρι, όπου καταβάντες το βουνόν εσταθμεύσαμεν, περιέσωζεν έτι και αυτό, καθώς το θολόν Ποτάμι, άφθονα σημεία μαρτυρούντα ότι διέβησαν οι Τούρκοι εκείθεν. Αλλ' ήσαν πλειότεραι σχετικώς εις αυτό αι επισκευασθείσαι οικίαι, η δ' ερήμωσις εφαίνετο εκ πρώτης όψεως ολιγωτέρα. Το καφενείον όπου εκαθήσαμεν προς αναψυχήν ήτο πλήρες ανθρώπων. Ούτε Αγάς υπήρχεν εις το χωρίον, ούτε φρουρά, ώστε οι χωρικοί έζων κάπως ανετώτερον, προσπαθούντες εν τη ησυχία της σήμερον να λησμονήσωσι τα βάσανα της χθες και τους ενδεχομένους της αύριον κινδύνους.
Η πρόθεσίς μου ήτο να διατρίψωμεν δύο ή τρεις ημέρας εις Νεοχώρι, όπως εκεί ωριμάσω τα σχέδιά μου, αλλ' έμαθα εις το καφενείον είδησιν, η οποία ήλλαξε την απόφασίν μου. Έμαθα από των χωρικών τας ομιλίας, ότι μοίρα του Τουρκικού στόλου έφθασεν εις Τσεσμέν και ότι επεριμένοντο εντός ολίγων ημερών άλλα εκ Κωνσταντινουπόλεως πλοία, όπως όλα συνηνωμένα εκπλεύσωσι κατά των Ελλήνων. Ώστε έπρεπε να επισπεύσω την αναχώρησίν μου. Οι Τούρκοι ήσαν επί της θαλάσσης οποίοι και επί της ξηράς, αλλοίμονον δε εις τ' άοπλα πλοιάρια, άτινα έπιπτον εις χείρας των, και εις τους δυστυχείς επιβάτας των! Δι' αυτών επληρόνοντο αι επιτυχίαι του Μιαούλη και του Κανάρη, ταύτα ήσαν τ' απατηλά τρόπαια διά των οποίων εκάλυπτον οι Τούρκοι ναύαρχοι την καταισχύνην των.
Αλλ' εγώ δεν είχα την ελαχίστην διάθεσιν ν' αποτελέσω τοιούτου τροπαίου μέρος, ούτε να προμηθεύσω το πτώμα μου ως στολισμόν εις τας κεραίας Τουρκικής ναυαρχίδος, και ήθελα διά παντός τρόπου να επιστρέψω εις Τήνον, προλαμβάνων του εχθρικού στόλου την αναχώρησιν.
Έκραξα τον Παντελήν και εξήλθομεν του καφενείου. Ο όνος δεμένος έξωθεν αυτού, επερίμενε φέρων εις την ράχιν του το βαρέλιόν μου.
― Παντελή, μείνε συ εδώ να πώλησης χαβιάρι και περίμενε με. Εγώ θα φύγω.
― Πού πηγαίνεις;
― Πηγαίνω να ιδώ τον Πύργον μας. Αύριον την αυγήν επιστρέφω.
Επροσπάθησεν ο Παντελής να με μεταπείση, ηθέλησε να με συνοδεύση, μου ενθύμισε την εις Θολόν Ποτάμι φυλάκισίν μου, αλλά δεν ήκουα. Εσυμφωνήσαμεν πού εντός του χωρίου θα τον εύρω την επαύριον, ηγόρασα αξίνην διά να φαίνωμαι ως εργάτης πηγαίνων δι' ημερομίσθιον, και τον απεχαιρέτησα.
Ήτο ανήσυχος και πλήρης φόβων εκείνος, αλλ' εγώ ησθανόμην την καρδίαν μου ελαφράν. Είχα προαίσθημα ότι θα επιτύχω.
Εβάδιζα προς την έξοδον του χωρίου με την αξίνην επί του ώμου, ότε εις το κατώφλιον θύρας ανοικτής είδα ιστάμενον άνθρωπον ενδεδυμένον κατά το ήμισυ εύρωπαϊστί και καπνίζοντα. Τον ανεγνώρισα μακρόθεν! Ήτο ο Ζενάκης, ο γέρων του πατρός μου φίλος. Αι τρίχες του ήσαν λευκότεραι ή προ δυο ετών, το δε πρόσωπόν του ειπέρποτε κατηφές.
Η παρουσία του εις Νεοχώρι μ' εξέπληξε κατά πρώτον, αλλ' ενθυμήθην αμέσως ότι είχε κτήματα εκεί. Διέβην ενώπιον του και επροχώρησα χωρίς να με αναγνωρίση. Που να γνωρίση υπό την χωρικήν ενδυμασίαν μου του φίλου του τον υιόν!
Ενώ διέβαινα έμπροσθέν του εδίστασα, να γνωρισθώ ή όχι; Καλλίτερον όχι, και επροχώρησα. Αλλά μετ' ολίγα βήματα μετενόησα. Μου ήλθε διά μιας εις την μνήμην ολόκληρος η περίοδος της εν Χίω διαβιώσεώς μας, και η ανά πάσαν εσπέραν περιμενομένη επίσκεψις του, ενθυμήθην τον πατέρα μου και ηθέλησα να θλίψω την χείρα του γέροντος και να του είπω ότι ο φίλος του απέθανεν. Επέστρεψα προς αυτόν και εστάθην ενώπιον του. Διέκοψε το κάπνισμα εκείνος και με ητένισεν απορών.
― Έχω να σου ειπώ δύο λόγια μυστικά, αυθέντα μου.
― Έλα μέσα, παιδί μου. Τι θέλεις;
Και εισήλθεν εντός της αυλής. Τον ηκολούθησα και έκλεισα όπισθεν μου την θύραν.
― Δεν με γνωρίζεις;
― Όχι. Ποίος είσαι;
Είπα το όνομα μου. Ύψωσεν έκπληκτος τας χείρας, με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς ασκαρδαμυκτί και αρπάσας με εκ της χειρός μ' εφίλησε και μ' έσυρεν εις το δωμάτιόν του. Δεν επερίμενα ότι η καρδία του ψυχρού εκείνου γέροντος περιέκλειεν όσην ευαισθησίαν τότε μου επέδειξε. Με ηρώτησε τι εγείναμεν, πώς εσώθημεν, και διηγήθην τα καθέκαστα της φυγής και του πλάνητος βίου μας, του πατρός μου τον θάνατον και την εις Τήνον διαμονήν της χήρας μητρός και των αδελφών μου. Με ηρώτησε διά τι επανήλθα, και εξεμυστηρεύθην τον σκοπόν μου. Ηπόρησε πώς ετόλμησα να αψηφήσω τους κινδύνους του επιχειρήματος και με παρεκίνησε να παραιτηθώ αυτού και να επιστρέψω όθεν ήλθα, ανύψωσε δε τους ώμους μειδιών, ότε απεκρίθην ότι η απόφασίς μου είναι σταθερά και δεν δύναμαι να μεταβάλω γνώμην.
Ηγέρθην και τον απεχαιρέτησα. Μου έδωκε την ευχήν του, με ησπάσθη και με ωδήγησεν εις την θύραν. Προτού την ανοίξη έθεσε την χείρα επί του ώμου μου και ηθέλησεν εκ νέου να με προτρέψη να λησμονήσω τον ταφέντα θησαυρόν και να φύγω εκ Χίου. Αλλ' η δυσκολία ήτο να φθάσω έως εκεί όπου ευρισκόμην ήδη. Πώς ν' αναχωρήσω χωρίς ούτε καν να ίδω τον Πύργον μας;
― Το έβαλες εις τον νουν σου και ετελείωσεν, είπεν ο γέρων δυσανασχετών. Είσαι υιός του πατρός σου! Δεν ήκουε λόγον κ' εκείνος. Πήγαινε! Αν σκαλώσης πούποτε με Τούρκους, επρόσθεσε μετά φωνής ηπιωτέρας, μήνυσέ με. Ως πρόξενος κάτι δύναμαι, και ίσως σου χρησιμεύσω. Ο Θεός μαζή σου!
Και μου ήνοιξε την θύραν.
Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν του, ήτο δε δύο σχεδόν ωρών η μέχρι του Πύργου μας απόστασις. Έσπευσα το βήμα, διότι ήθελα να φθάσω εκεί πριν νυκτώση. Πολικός αστήρ ήτο δι' εμέ ο γνωστός λοφίσκος και τα δένδρα τα κρύπτοντα την θέαν του επ' αυτού παρεκκλησίου μας.
Εβάδιζα ταχέως με την αξίνην επί του αυχένος, ο δε νους μου εδούλευεν. Εσκεπτόμην προ πάντων περί του μέλλοντος. Είχα την πεποίθησιν ότι θ' ανεύρω τους δύο σάκκους, και εσυλλογιζόμην πώς θα πωλήσω τα χρυσά και αργυρά σκεύη, σχεδιάζων πώς διά του προϊόντος αυτών θα μεταβώ μετά της οικογενείας μου εις Ιταλίαν,― εις Αγγλίαν ίσως,― και οποίου είδους εμπόριον εκεί θα διοργανίσω, η δε φαντασία μου έπλαττεν εικόνας μελλούσης επιτυχίας.
Καθ' όσον όμως επλησίαζα και εξηπλούντο επί της εξοχής αι σκιαί της εσπέρας, ήρχισε να με καταλαμβάνη μυστηριώδες τι αίσθημα ανησυχίας. Διατί να έλθω μόνος; Διατί να μη αφήσω τον Παντελήν να με συνοδεύση; Είχα θεωρήσει ασφαλέστερον να μη τον προσλάβω, φοβηθείς μη προκαλέσω υποψίας αν εφαινόμην εκεί με τον σύντροφόν μου και τον όνον του. Μόνος ηδυνάμην ευκολώτερον να κρυφθώ, να κατασκοπεύσω και να εισχωρήσω εντός του κήπου, τους δε σάκκους είχα κατά νουν να τους κρύψω εις το δάσος πλησίον του παρεκκλησίου, και να έλθω την επιούσαν με τον Παντελήν να τους παραλάβωμεν. Αλλ' ήδη μετενόουν και ηυχόμην να είχα τον Παντελήν πλησίον μου. Η γενναιότης μου εκλονίζετο καθ' όσον ήγγιζε της εκτελέσεως η ώρα.
Αλλ' ήτο αργά πλέον. Ήμην παρά τον τοίχον του κήπου μας και έβλεπα ήδη εκ του δρόμου το ανώγειον της οικίας μας. Ιδού του μικρού μου δωματίου το παράθυρον, ιδού τα δύο του κοιτώνος των γονέων μου, ιδού... Αλλά διατί έχουν καφάσια τα λοιπά παράθυρα; Μη έχω λάθος; Όχι... Κατοικείται η οικία μας, κατοικείται υπό Τούρκων! Εγώ δε εις τους δρόμους βλέπω ως ξένος τους τοίχους της και κατασκοπεύω ως κλέπτης τα παράθυρά της!
Ηθέλησα να ίδω καλλίτερον, να κορέσω τους οφθαλμούς μου με της αποξενώσεώς μου το θλιβερόν θέαμα, και πηδήσας την απέναντι του περιβόλου μας φραγήν ανέβην εις τον αμπελώνα, τον οποίον ο δρόμος εχώριζεν από τον κήπον μας.
Το έδαφος ήτο ανωφερές, ώστε έβλεπα εκείθεν ολόκληρον την περιοχήν μας. Εντός της οικίας και περί αυτήν δεν εφαίνετο ψυχή, αλλ' εις τον κήπον γέρων κηπουρός έσκαπτε μετά κόπου το χώμα. Ανεγνώρισα την μορφήν του. Ήτο ο ιδικός μας κηπουρός, ο γέρων Γιάννης του οποίου την θυγατέρα ηύρα υπηρετούσαν εις την οικίαν του Μαυρογένη εις Τήνον. Μετά πόσης χαράς τον ανεγνώρισα! Ουδ' ήτο άμοιρος εγωϊσμού η ευχαρίστησίς μου, διότι απέκτων βοηθόν ασφαλή εις το επιχείρημα μου, έφερα δε εις τον γέροντα, ευπρόσδεκτον της συνδρομής του πληρωμήν, την χαροποιάν είδησιν ότι η θυγάτηρ του έζη.
Αλλά πώς να συνεννοηθώ μετ' αυτού; Δεν ετόλμων ούτε να τον κράξω, ούτε να εισέλθω εντός του κήπου. Ας περιμείνω μέχρις ου νυκτώση, και τότε κρυφίως εισχωρών μέχρι της καλύβης του τον ευρίσκω, αναγνωρίζομαι και επικαλούμαι την σύμπραξίν του.
Αλλ' έως τότε;
Ο ήλιος είχε κρυφθή όπισθεν του βουνού, αλλ' από του διαυγούς ουρανού αντενακλάτο άφθονον το φως της δείλης. Ήτο φαιδρά θερινή εσπέρα και ησύχαζεν η γη, υπό δε τα δένδρα εφαίνοντο τα πάντα τόσον ευτυχή εις την πεδιάδα! Δεν συμπάσχει μεθ' ημών η φύσις, η δε γαλήνη της επαυξάνει της ανησύχου καρδίας το βάρος!
Κατέβην εκ του αμπελώνος εις τον δρόμον και διηυθύνθην προς το παρεκκλήσιον, με την κεφαλήν προς την γην κεκλιμένην, ωσεί προσπαθών ν' ανεύρω επί του χώματος τα ίχνη εκείνων μετά των οποίων τοσάκις επορεύθην εκεί.
Ήμην εισέτι μακράν του περικυκλούντος τον ναΐσκον άλσους, ότε είδον προβαίνουσας εκ των δενδρων μορφάς γυναικείας και παιδία τρέχοντα περί αυτάς. Κατέβαινον προς εμέ ενώ εγώ ανέβαινα, δεν ήμην δε πλέον εν καιρώ να οπισθοχωρήσω, ότε ανεκάλυψα ότι ήσαν Τούρκισσαι. Τας συνώδευεν ’ραψ ευνούχος, το ποδήρες του οποίου φόρεμα δεν εξεχωρίζετο μακρόθεν από τα των γυναικών.
Παρεμέρισα και διέβη το χαρέμιον, τα δε παιδία ηκολούθουν παίζοντα. Έν μόνον εξ αυτών, το τελευταίον, κοράσιον δωδεκαετές περίπου, δεν έπαιζε μετά των λοιπών αλλ' επεριπάτει ησύχως φέρον άνθη εις την μίαν χείρα, η δ' άλλη εκρέματο εις το πλευρόν του βαρεία. Ενώ διέβαινεν ενώπιόν μου εστάθη και με παρετήρησεν. Εξηκολούθησα εγώ τον δρόμον μου.
Αίφνης ακούω όπισθεν μου φωνήν γλυκείαν ψιθυρίζουσαν το όνομα μου― Λουκή! Πριν ή προφθάσω να σκεφθώ ότι αν στραφώ προδίδομαι και αν φανερωθώ κινδυνεύω, εστράφην. Εστράφην και είδα το κοράσιον ιστάμενον ολίγα βήματα μακράν μου. Τα άλλα παιδία είχον προχωρήσει. ’μα με είδε στρεφόμενον εγονάτισεν επί του εδάφους. Την εγνώρισα! Ηθέλησα να κράξω: Δέσποινα! αλλ ' έθεσε το δάκτυλον εις τα χείλη και ψιθύρισε βλέπουσα με:― Γλύτωσε με, Λουκή! Και σκύψασα επροσποιήθη ότι συλλέγει άνθη, διότι ηκούσθη η βραγχώδης φωνή του ευνούχου, επιστρέφοντος διά να περιμαζεύση το ποίμνιόν του. Ηγέρθη η Δέσποινα και έτρεξε προς τα άλλα παιδία. Εγώ δε κρυπτόμενος όπισθεν των δένδρων ηκολούθησα μακρόθεν την συνοδίαν, μέχρις ου είδα τον Αιθίοπα ανοίγοντα την θύραν του κήπου μας και τας γυναίκας μετά των παιδίων εισερχομένας εντός αυτού. Τελευταία εισήλθεν η Δέσποινα. Προτού διαβή την θύραν εστράφη. Ησθάνετο ότι ακολουθώ τα ίχνη της! Εισήλθε μετ' αυτής ο φύλαξ του χαρεμίου, και η θύρα εκλείσθη.
Εκάθησα υπό τα δένδρα με την κεφαλήν εντός των χειρών, προσπαθών να συλλέξω τας ιδέας μου.
Η Δέσποινα εις χείρας Τούρκων, Τούρκων κατοικούντων τον Πύργον μας! Πώς με ανεγνώρισεν αμέσως, ως να μ' επερίμενε! Η επίκλησίς της αντήχει εις τα ώτα μου·― «Γλύτωσε με, Λουκή!» Ιδού ο μυστηριώδης μαγνήτης όστις με είλκυεν εις Χίον, ιδού προς τι με ωδήγησεν η Θεία Πρόνοια! θα την σώσω! Αλλά πώς; Και μετέβαινα από σχεδίου εις σχέδιον.
Επήλθεν εν τούτοις η νυξ, αλλ' όχι το σκότος εισέτι. Η σελήνη είχε δύο περίπου ωρών δρόμον μέχρις ου κρυφθή και επρόβαινε βραδέως προς την δύσιν
της, φωτίζουσα τον ουρανόν άνωθέν μου. Αι ακτίνες της, παίζουσαι με των δένδρων τα φύλλα, εσχημάτιζον μυρίας φαντασιώδεις σκιάς επί του εδάφους όπου εκαθήμην, και τας έβλεπα, και ήκουα τας υλακάς των σκύλων εις τας απεχούσας επαύλεις, και των γρύλλων περί εμέ τον θόρυβον, και τους ηχηρούς των βατράχων κοασμούς. Ο νους μου ήτο αλλαχού και ήκουα χωρίς να προσέχω, αλλ' ενετυπούντο εις την μνήμην μου αι εξοχικαί της σιωπηλής εκείνης νυκτός διαταράξεις, και η οσμή των ανθών, και τα παίγνια της σελήνης υπό των δένδρων τους κλώνους.
Ότε έδυσεν η σελήνη, το δε σκότος εκάλυψε την εξοχήν, ηγέρθην, επεκαλέσθην την βοήθειαν του Θεού, και επροχώρησα προς τον δρόμον. Εβάδιζα άνευ δισταγμών, διότι εγνώριζα τι θέλω. Εσκέφθην και απεφάσισα. Το σχέδιόν μου ήτο έτοιμον. Εβάδιζα προς εκτέλεσίν του και ο Θεός βοηθός!
Το σκότος ήτο βαθύ, αλλά τα πάντα μου ήσαν γνωστά εκεί, ώστε ηδυνάμην με κλειστούς τους οφθαλμούς να εύρω τον δρόμον. Ότε έφθασα εις την άκραν του περιβόλου επήδησα τον τοίχον, όστις ήτο εκεί χαμηλότερος, και ευρέθην εντός του κήπου. Εστάθην ακίνητος παρά τον τοίχον, προσέχων μη ηκούσθη του πηδήματος μου ο κρότος. Σιωπή περί εμέ άκρα. Ούτε σκύλου γαύγισμα, ούτε φωνή ανθρώπου. Ολίγα βήματα με εχώριζον από την κατοικίαν του κηπουρού. Η θύρα ήτο κλειστή, αλλ' έστρεψα τον μάνδαλον και ευρέθην εντός της καλύβης. Ποσάκις την επεσκέφθην μικρός, ποσάκις ενταύθα μ' εκάθησεν επί των γονάτων του ο γέρων Γιάννης και εχόρτασε με τα εκλεκτότερα του κήπου προϊόντα την παιδικήν όρεξίν μου!
Το δωμάτιον ήτο σκοτεινόν, αλλ' ήκουα την ηχηράν αναπνοήν του κοιμωμένου γέροντος. Επλησίασα προς αυτόν ακροποδητί. Εφοβούμην μη εξυπνήση πριν με αναγνωρίση και ήθελα να προλάβω τον τρόμον του. Εγονάτισα πλησίον του, έσκυψα και επρόφερα σιγά το όνομά του
― Γιάννη, Γιάννη, είμ' εγώ, ο Λουκής. Μη τρομάξης. Ο Λουκής.
Εξύπνησεν ο γέρων, εκράτει την αναπνοήν του, αλλ ' ούτε ωμίλησεν ούτε εκινήθη. Ενόμιζεν ίσως ότι ονειρεύεται. Έθεσα την χείρα επί του βραχίονός του και είπα εκ νέου το όνομά μου. Ανεκάθησεν επί της στρωμνής του, αλλά παρήλθεν ώρα ικανή μέχρις ου συνέλθη εντελώς. Ηθέλησε ν' ανάψη φως, αλλά τον εμπόδισα και εξηκολουθήσαμεν εις το σκότος την συνομιλίαν. Ρίγος χαράς τον κατέλαβεν ότε είπα ότι η κόρη του ζη, ότι την είδα εις Τήνον και ότι θα επιστρέψωμεν εκεί ομού. Είπα διά τι ήλθα εις τον Πύργον και εζήτησα την συνδρομήν του. Ηγέρθη αμέσως, ητοιμάσθη εν βία και ήνοιξε την θύραν της καλύβης.
Πριν εξέλθωμεν τον εκράτησα της χειρός.
― Ποίος κατοικεί τον Πύργον μας, Γιάννη;
― Του Νεσήπ Αγά το χαρέμι.
― Τι είναι ο Νεσήπ Αγάς;
― Ένας από τους αρχηγούς των Ανατολιτών, οι οποίοι μας κατέστρεψαν.
― Και αυτός δεν κατοικεί εδώ;
― Αύριον περιμένεται.
― Έχει Χριστιανάς εις το χαρέμι του;
― Μόνον του Καλάνη την κόρην.
― Ο Καλάνης τι έγεινε;
― Τον έσφαξαν οι Τούρκοι. . .
Ενθυμήθην τον θρήνον της Δεσποίνης ότε μετεβαίνομεν εις το παρεκκλήσιον, ακολουθούντες τους γονείς μας·― «Θα σκοτώσουν τον πατέρα μου! Σκοτόνουν οι Τούρκοι! Θα τον σκοτώσουν!» Το προαίσθημα της δεν ανεδείχθη ψευδές, εσφάγη ο πατήρ της..., ο δε ιδικός μου ανεπαύετο εις τον έρημον τάφον του εις Σπέτσας!
Εξήλθομεν της καλύβης και διηυθύνθημεν εν σιωπή προς την άκραν του κήπου, υπό την γνωστήν μηλέαν. Έδειξα εις τον γέροντα το σημείον. Το ενθυμούμην καλώς. Ενόμιζα ότι βλέπω εισέτι τον πατέρα μου σκάπτοντα αντικρύ μου, και τους δύο σάκκους εις το χείλος του ανοιγομένου λάκκου.
Του κηπουρού η αξίνη εκτύπησε το χώμα και αντήχησεν εις τον κήπον ο υπόκωφος κρότος.
― Μη μας ακούσουν, Γιάννη. Σιγά σιγά!
― Δεν έχει φόβον, και αν μας ακούσουν δεν βλάπτει, θα νομίσουν ότι σκάπτω διά πότισμα.
Εξηκολούθησεν ο γέρων, ήρχισα δε κ' εγώ αντικρύ του με την αξίνην μου ν' ανοίγω τον λάκκον. Αλλ' ενώ οι βραχίονες μου ανέβαινον και κατέβαινον μία φωνή τρυφερά μου εφαίνετο αντηχούσα εις τα ώτα μου·― «Λουκή, γλύτωσε με!» Πας της αξίνης κτύπος μου έλεγε δι' εκείνης της φωνής: «Λουκή, Λουκή!»
Αίφνης ηκούσθη κρότος μετάλλου προς μέταλλον.
Επήδησα εντός του λάκκου και ήρχισα ν' απωθώ με τας χείρας το χώμα. Η αξίνη του κηπουρού έσχισε τον σάκκον. Τον ανύψωσα μετά προσοχής και τον απέθεσα παρά την ρίζαν του δένδρου. Υπ' αυτόν ήτο ο έτερος σάκκος. Τον έθεσα πλησίον του πρώτου και εγεμίσαμεν πάλιν με το χώμα τον λάκκον.
― Τώρα; ηρώτησεν ο γέρων.
― Τώρα, τους σάκκους εις τον ώμον και εμπρός!
― Πού πηγαίνομεν;
― Εις Νεοχώρι.
― Ο δρόμος πολύς και το σκότος βαθύ.
― Τόσον το καλλίτερον, Γιάννη. Δεν θα μας ιδή κανείς.
― Αλλά πώς θα έμβωμεν εις το Νεοχώρι με τους σάκκους εις τον ώμον; Και αυτός είναι σχισμένος. Ημπορούν να πέσουν τα πράγματα. Στάσου να ιδής.
Και έφυγε τρέχων ο Γιάννης. Μετ' ολίγον επέστρεψε φέρων δύο κοφίνους, έθεσεν εις έκαστον αυτών ανά ένα σάκκον, τους εκάλυψεν άνωθεν με λάχανα και χόρτα, εφορτώθημεν τους κοφίνους εις την ράχιν και εξεκινήσαμεν.
Εχάραζε μόλις, ότε φθάσαντες πλησίον του Νεοχωρίου εκαθήσαμεν επί φράκτου παρά τον δρόμον, διά να περιμείνωμεν μέχρις ου εξημερώση. Ήμην κατάκοπος, επόνουν οι ώμοι και οι βραχίονες μου υπό το ασύνηθες του φορτίου μου βάρος, αλλά δεν εσκεπτόμην περί του καμάτου. Μία σκέψις κατεκυρίευε τον νουν μου, μία επιθυμία κατείχε την καρδίαν μου, και ησθανόμην ότι τα πάντα χάριν αυτής ήμην ικανός ν' αψηφήσω. Ήθελα να λυτρώσω την ορφανήν, η οποία, μ' επεκαλέσθη.
Ότε ο ήλιος ανέτειλεν, εφορτώθημεν τους κοφίνους εκ νέου και εξηκολουθήσαμεν τον δρόμον μας, εισήλθομεν δε άνευ δυσκολίας εις το χωρίον κατηυθύνθημεν προς την οικίαν του Ζενάκη. Δεν έκρυψεν ούτος την ευχαρίστησίν του ότε με είδεν εις την αυλήν του.
― Καλώς τον, ανέκραξε! Τα εκαταφέραμεν λοιπόν χωρίς να σκαλώσωμεν;
Και ιδών όπισθεν μου τον Γιάννην με ηρώτησε τις είναι. Είπα ότι είναι ο κηπουρός μας.
― Μου επρόσφερες την συνδρομήν σου, εξηκολούθησα, και έρχομαι να την ζητήσω.
― Τι θέλεις; Σε είδε κανείς; Σε κυνηγούν Τούρκοι;
― Όχι, αλλά κατοικούν τον Πύργον μας Τούρκοι, και είναι σκλάβα εκεί Χριστιανή, της οποίας ο πατήρ ήτο πατρικός μου φίλος. Η κόρη με είδε, με ανεγνώρισε, μ' επεκαλέσθη και πρέπει να την σώσωμεν.
― Πώς θα την σώσωμεν; Μη σου επέρασεν από τον νουν να την κλέψωμεν;
― Να την εξαγοράσωμεν, απεκρίθην.
― Και που τα χρήματα; Οι Τούρκοι πωλούν ακριβά το ανθρώπινον κρέας, όταν μάλιστα είναι τρυφερόν.
― Δεν έχω χρήματα, αλλ' έχω τους σάκκους αυτούς, τους οποίους ο θεός μ' εβοήθησε να εύρω.
― Αλλ' αυτά τα πράγματα δεν είναι ιδικά σου μόνον ανήκουν και εις την μητέρα και εις τας αδελφάς σου. Δεν τα έκρυψεν ο πατήρ σου διά να τα μεταχειρισθής συ όπως θέλεις.
― Το εσκέφθην πολύ πριν το αποφασίσω, αλλ' είμαι βέβαιος ότι δεν δυσαρεστώ του πατρός μου την ψυχήν μεταχειριζόμενος ούτω την κληρονομίαν του, και ότι από την μητέρα μου ευχάς μόνον και ευλογίας θ' ακούσω, όχι παράπονα. Ως προς τας αδελφάς μου, έχω την πεποίθησίν μου εις τον Θεόν, ότι θα μ' αξιώση να τας προικίσω πλουσιώτερον από το ανάλογόν των εις αυτά τα κειμήλια.
― Λοιπόν είσαι αποφασισμένος να τα δώσης όλα;
― Όλα εάν είναι ανάγκη! .
Η έκφρασις του Ζενάκη εμαρτύρει ότι δεν κατεδίκαζεν ουδαμώς την απόφασίν μου. Ηρώτησε και έμαθε πληρεστέρας περί της κόρης πληροφορίας, ηθέλησε δε να ίδη κατά πόσον των σάκκων τα περιεχόμενα ηδύναντο να ικανοποιήσωσι του Τούρκου τας αξιώσεις και μας ωδήγησεν εις το υπερώον, εντός του κοιτώνος του, όπου εκενώσαμεν τους σάκκους και εχύθησαν επί του εδάφους κοχλιάρια μικρά και μεγάλα, και δίσκοι, και ζάρφια, και σκεύη ποικίλα χρυσά και αργυρά, εκ των αποτελούντων την πολυτέλειαν κατά την εποχήν εκείνην, οπότε αι οικίαι δεν επληρούντο υπό των προϊόντων της τέχνης των Παρισίων ή της Βιέννης, των βαρυνόντων τας τραπέζας προς επίδειξιν και όχι προς χρήσιν. Τότε τα κοσμήματα ήσαν ολίγα αλλά πολύτιμα, μεταδιδόμενα δε από πατρός εις υιόν εσχημάτιζον αποταμίευμα αληθές και καταφύγιον εύχρηστον εν ώρα ανάγκης.
Παρεκάλεσα τον Ζενάκην να επισπεύση τας μετά του Αγά διαπραγματεύσεις, διά να προλάβωμεν και αναχωρήσωμεν εκ Χίου προτού εκπλεύση ο Τουρκικός στόλος, αλλ' ο γέρων δεν εβιάζετο και εζήτει να χαλινώση την ανυπομονησίαν μου. Υπό την ψυχράν όμως και κατηφή μορφήν του εκρύπτετο καρδία αγαθή και γενναία. Ενώ μ' επέπληττεν αφ' ενός και με ειρωνεύετο, διέταξεν αφ' ετέρου να ετοιμάσωσι την ημίονόν του και ανεχώρησεν εντός ολίγου διά τον Πύργον μας.
’μα ανεχώρησεν έτρεξα προς ανεύρεσιν του Παντελή. Η παράτασις της εκ του χωρίου απουσίας ήρχιζε να στενοχωρή τον αγαθόν χωρικόν. Ο νους του ήτο εις την σύζυγόν του.
― Τι θα λέγη η Παρασκευή, επανελάμβανε. Θα μας έχη διά χαμένους.
― Μη σε μέλη, Παντελή. Σου υπόσχομαι να ήσαι οπίσω αύριον το πρωί. Θα της χαρίσω όλον το απώλητον χαβιάρι μου, προίκα διά τον κληρονόμον όπου σου ετοιμάζει.
Πόσον βραδέως παρήλθον της πρωίας εκείνης αι ώραι. Το πλείστον αυτής διήλθα εις τον κήπον του Ζενάκη, όπισθεν της οικίας του, περιφερόμενος άνω και κάτω και προσπαθών ν' αναπλάσω διά της φαντασίας τα εις τον Πύργον μας κατά την ώραν εκείνην λεγόμενα και τας περί εξαγοράς της Δεσποίνης διαπραγματεύσεις. Το τι λέγει ο Ζενάκης ήτο εύκολον να το υποθέσω, αλλά τι αρά γε ο Τούρκος αποκρίνεται; Δέχεται αντάλλαγμα, ή επιμένει να κρατήση την Χριστιανήν, ως μέλλοντα του χαρεμίου του στολισμόν; Και μου ήναπτον αι παρειαί και ηγειρόμην και εκαθήμην, πας δε κρότος εις την οικίαν, πάσα φωνή εις την οδόν μου εφαίνοντο ότι συνέχονται με της Δεσποίνης την λύτρωσιν.
Επί τέλους επέστρεψεν ο Ζενάκης, δεν επέστρεψε δε μόνος. Τον ήκουσα ομιλούντα τουρκιστί εις την αυλήν. Τις τον συνοδεύει; Ο Αγάς μήπως; Μη έφερε την Δέσποιναν; . . .
Εκρυπτόμην υπό τα δένδρα του κήπου, είχα δ' αντικρύ μου το παράθυρον του κοιτώνος, όπου ήσαν παρατεταγμένα τα λύτρα της κόρης. Ήκουα ομιλούντας εντός αυτού τον Ζενάκην και τον Τούρκον, αλλά δεν διέκρινα τι έλεγον. Αίφνης τους βλέπω πλησιάζοντας εις το παράθυρον. Ο Αγάς, Τούρκος μεγαλοπρεπής, εκράτει δίσκον και εφαίνετο εξετάζων το βάρος, ο δε Ζενάκης, κρατών άλλα εις τας δυο χείρας σκεύη, του τα επεδείκνυε. Ανεπτερώθησαν αι ελπίδες μου. Εξετάζει ο Τούρκος, άρα δεν αρνείται!
Απεσύρθησαν από το παράθυρον και ήκουσα την φωνήν του οικοδεσπότου προστάζοντος να φέρωσι καφέν. Ήκουσα βραδύτερον την θύραν της αυλής ανοιγομένην και τον Ζενάκην αποχαιρετίζοντα τον Αγάν. Η θύρα εκλείσθη, αλλ ' εγώ δεν εκινήθην. Δεν είχα το θάρρος να εξετάσω τι απέγεινεν. Ήλθεν ο Ζενάκης και με ηύρεν εις τον κήπον.
― Τα εσυμβιβάσαμεν, Λουκή. Πηγαίνει να μας φέρη την κόρην. Απόψε θα την έχωμεν.
Εχύθην εις τον λαιμόν του και τον εφίλησα και έκλαυσα. Διατί έκλαια; Μη η καρδία γνωρίζει διατί πάλλει; Μη επιδέχεται ανάλυσιν της ψυχής το ενδόμυχον αίσθημα; Δεν ήλθα χάριν της Δεσποίνης εις Χίον, αλλ' όμως τότε, ενώ επερίμενα να την φέρη ο κάτοχος της, μου εφαίνετο ότι η ζωή μου ολόκληρος εις εκείνην συνεκεντρούτο. Δεν εσκεπτόμην περί του θησαυρού, ούτε περί των σχεδίων τα οποία επί της ευρέσεώς του εβάσιζα. Εσκεπτόμην μόνον μετά πόσης χαράς θα φέρω την ορφανήν κόρην εις της μητρός μου τας αγκάλας.
Προς το εσπέρας επανήλθεν ο Αγάς φέρων την Δέσποιναν, ανεχώρησε δε μόνος με τους δύο κοφίνους του Γιάννη επί του ζώου του. Αφού ανεχώρησε μ' έκραξεν ο Ζενάκης εις το δωμάτιόν του.
Η Δέσποινα έτρεξε προς εμέ άμα εισήλθα. Ήθελε να ομιλήση, αλλά δεν ηδύνατο να προφέρη ειμή μόνον τ' όνομά μου· Λουκή, Λουκή! Και έρρεον τα δάκρυά της. Έτεινα τας χείρας. Τας ήρπασε και ηθέλησε να τας φιλήση. Την έσυρα επί του στήθους μου, αλλά δεν την ησπάσθην. Δεν ετόλμησα.
Την αυτήν εκείνην νύκτα ανεχωρήσαμεν από Νεοχώρι μετά του Γιάννη. Ο όνος του Παντελή έφερε την Δέσποιναν μετημφιεσμένην ως παίδα χωρικόν, ασφαλείας χάριν. Η καλή Παρασκευή μας υπεδέχθη με ανοικτάς αγκάλας, χάρις δε εις τον σύζυγόν της εύρομεν εις τον λιμενίσκον, όπου ο Κεφάλας με είχεν αποβιβάσει, πλοιάριον επί του οποίου την επομένην εσπέραν απεπλεύσαμεν με άνεμον ούριον, και την επαύριον πρωί αφίχθημεν σώοι εις Τήνον.
Η χαρά της μητρός μου ότε με επανείδε δεν περιγράφεται. Τα χαρμόσυνα τότε δάκρυα της, ήσαν το μέτρον όσης λύπης υπέφερε κατά την απουσίαν μου.
― Δεν σου έφερα τα κειμήλια σου, μάνα μου! Ιδού τι σου έφερα.
Και ώθησα την Δέσποιναν προς την αγκάλην της. Το εγνώριζα ότι την ωδήγουν εις μητρός αγκάλην, την δυστυχή ορφανήν!
Επανέλαβα αμέσως τας εργασίας μου πραγματοποιήσας το προ τίνος ματαιωθέν σχέδιον του συνεταιρισμού, και μετέβην εις Σύρον, όπου μετ' ου πολύ μετέφερα την οικογένειαν. Ο Θεός ηυλόγησε τους κόπους μου, επροίκισα και υπάνδρευσα τας αδελφάς μου μετά των συνεταίρων μου, τέσσαρα δε έτη μετά την τελευταίαν εκ Χίου αναχώρησίν μου, ενυμφεύθην, με την ευχήν της μητρός μου, την Δέσποιναν.
Μετά τινα χρόνον, ανεχώρησα μετ' αυτής και μετέβημεν εις Αγγλίαν.
Ο βίος ημών διήλθεν ευτυχής έκτοτε, αλλ' ουδέποτε εν μέσω της επελθούσης ευημερίας λησμονήσαμεν της νεότητός τας δοκιμασίας. Πολλάκις, όταν βλέπω στολισμένας τας θυγατέρας και τας εγγόνας μου, την δε σύζυγόν μου περικοσμούσαν με τους συρμούς της Ευρώπης τας λευκάς της τρίχας, ενθυμίζω εις αυτήν το βρακί το όποιον εφόρει, ότε την ωδήγουν μετημφιεσμένην επί του όνου του Παντελή, και γελώμεν και οι δύο και ευχαριστούμεν εκ βάθους καρδίας τον Θεόν.



Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου