Δελεαστικός και διευκολυντικός ο όρος «γενιά», που τέμνει το λογοτεχνικό συνεχές για να συμμορφώσει στα ερμηνευτικά μας σχήματα, παραμένει ωστόσο προβληματικός. Ιδιαίτερα στην ποίηση, ο όρος απειλεί τα ιδιαίτερα γνωρίσματα κάθε ξεχωριστής ποιητικής φωνής, που πρέπει να υπαχθεί στον συχνά δυσδιάκριτο ομαδικό τόνο, για να υπηρετηθεί το γενικευτικό περιοριστικό πλαίσιο. Είναι τόσες οι εξαιρέσεις που πρέπει να συνεκτιμηθούν, ώστε τελικά ο κανόνας να χρησιμοποιείται με την προειδοποίηση πως είναι εγγενώς αυθαίρετος.
Σε ποια ποιητική γενιά ανήκουν, π.χ., όσοι πρωτοδημοσιεύουν συγχρονισμένοι με την επόμενη ή τη μεθεπόμενη ηλικιακή γενιά; Ενας ποιητής που γεννήθηκε στην αρχή της δεκαετίας του 1930 είναι γραμματολογικά θεμιτό να ομαδοποιείται με ποιητές γεννημένους στα τέλη της ίδιας δεκαετίας; Πώς να υποτεθεί, λ.χ., κοινή η ρίζα αισθημάτων του Τάσου Πορφύρη (γ. 1931) ή του Βύρωνα Λεοντάρη (γ. 1932) με την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και τη Ζέφη Δαράκη, που γεννήθηκαν το 1939; Προφανείς οι απαντήσεις. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πάψουμε να χρησιμοποιούμε τον επίδικο όρο, όσο διευκολύνει τις περιοδολογήσεις μας.
Η Αγγελάκη-Ρουκ ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά ή γενιά του ’60, η οποία αρκετά πρώιμα, το 1961, πριν δημοσιεύσει τους σπουδαιότερους τίτλους της, χαρακτηρίστηκε «χαμένη» από τον Παναγιώτη Μουλλά. Η εξήγηση ήταν ιστορική παρά λογοτεχνική. «Το ζήτημα δεν είναι ότι απλώς η δεύτερη μεταπολεμική γενιά δεν ανέβηκε στο προσκήνιο της ιστορίας», αλλά ότι «πορεύτηκε σαν παρίας της ιστορίας» έγραφε ο Γιώργος Αράγης στην εισαγωγή του στην Ανθολογία «Η δεύτερη μεταπολεμική γενιά (1950-1970)» που εκπόνησε ο Ανέστης Ευαγγέλου («Παρατηρητής», Θεσσαλονίκη, 1994).
Και όμως. Μπορεί η γενιά της Αγγελάκη-Ρουκ να συμπιέστηκε (τουλάχιστον στο πεδίο της δημοσιότητας) ανάμεσα στη «γενιά της ήττας», η οποία ωστόσο δεν παραδέχτηκε την ήττα, και στη «γενιά της αμφισβήτησης», όπως βιαστικά χαρακτηρίστηκε η γενιά του ’70, που πρωτοδημοσίευσε επί χούντας, υπήρξε εντούτοις κάτι σαφώς πλουσιότερο από «γενιά των αποήχων». Το 1994, παρουσιάζοντας στην «Κ» την Ανθολογία Ευαγγέλου, σημείωνα και τα εξής:
«Η γενιά του ’60 δεν διέθετε τον απροκάλυπτο (και συχνά στεντόρειο) πολιτικό λόγο των προγόνων της (λόγο είτε καταφατικό, ενθουσιαστικό και προτρεπτικό είτε αιρετικό και κρημνιστικό), που ενδεχομένως θα την καθιστούσε δημοτικότερη, αν μάλιστα συνεκτιμηθεί ότι μεγάλο μέρος της παραγωγής της εμφανίστηκε σε χρόνια που υπέθαλπαν ή και απαιτούσαν την αμιγώς και ευθέως πολιτική ποίηση. Βέβαιο είναι επίσης ότι αρκετοί από τους λογοτέχνες των επόμενων γενεών, που το έργο τους δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να καυχηθεί ότι πρόλαβε κιόλας να γίνει ισοϋψές του έργου του Βύρωνα Λεοντάρη ή της Κικής Δημουλά λ.χ., είδαν τα φώτα της δημοσιότητας να πέφτουν πάνω τους σαν να είχαν φτάσει ήδη στα Ιμαλάια του Νομπέλ. Η φαινόμενη μειλιχιότητα, λοιπόν, η εγκαρτέρηση με την οποία εξευγενίζεται η πίκρα της γενιάς αυτής, ο ήπιος λυρισμός της, οι εσωτερικότεροι δρόμοι που διήνυσε κατά την αυτογνωσία της, το μέτρο με το οποίο πολιτεύτηκε και στη λογοτεχνία και στη ζωή της, την οδήγησε να κατεργάζεται τη γλώσσα και τους ρυθμούς της στο περιθώριο· και ίσως σ’ αυτόν τον εσκεμμένο και τίμιο αυτοαποκλεισμό της από τη βουερή σκηνή να χρωστάει όσα διαμάντια εξόρυξε».
Κρυπτομνήμων του εαυτού μου, είπα πολλές φορές σιωπηρά τις λέξεις «η ευγένεια της λύπης», απαντώντας μέσα μου στο κακό νέο για τον θάνατο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Ξαναείπα δηλαδή τη φράση για την «εγκαρτέρηση με την οποία εξευγενίζεται η πίκρα» που είχα γράψει εδώ κι ένα τέταρτο του αιώνα πριν. Αυτό το γενικότερο γνώρισμα της γενιάς της το διακρίνουμε ευχερώς και αμέσως στην ποίηση της Αγγελάκη-Ρουκ – θα έλεγα και στη συνολική παρουσία της. Τη θυμάμαι, ένα γλυκό γέλιο ολόκληρη, σε ένα συνέδριο περί ποιήσεως που είχε διοργανώσει προ ετών το Μορφωτικό Ιδρυμα της ΕΣΗΕΑ. Ετυχε να προεδρεύω στην τελευταία συνεδρία, και με την ενθουσιωδώς σύμφωνη γνώμη όλων των παρόντων ανακήρυξα την Κατερίνα «MVP του συνεδρίου»: μόνον αυτή είχε παρακολουθήσει όλες τις συνεδρίες, χωρίς μάλιστα να υπάρχει κάποια ομιλία επικεντρωμένη στο έργο της. Το γέλιο της ομόρφυνε ακόμα περισσότερο όταν ρώτησε: «Τι πάει να πει MVP;».
Το πρώτο ποίημα της Αγγελάκη-Ρουκ, η «Μοναξιά», γράφτηκε στα δεκαεπτά της, το 1956, στη ρότα του διάσημου «Αν» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ. Παρά τη νοηματική προφάνεια ή μια-δυο λεκτικές αστοχίες, η ποιήτρια δεν το αποκήρυξε ούτε το αποσιώπησε. Αντίθετα, το χρησιμοποίησε «αντί για πρόλογο» στη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα 1963-1977» (Καστανιώτης, 1997). Εύλογο. Δεν αποτελούσε, βέβαια, την πρώιμη κατάθεση ενός ποιητικού προγράμματος, ήταν όμως κάτι ουσιωδέστερο από εφηβικό καρυωτακισμό. Η μοναξιά εξεικονίζεται στο ποίημα πρωτίστως στην κοινωνική της διάσταση, δεν είναι μια τυπικά ναρκισσιστική νοητική κατασκευή, εξ ου και η αέναη επιστροφή της: «Τι μου λείπει και κλαίω; / Βρέχει και θα ’μαι πάντα μόνη, ανέραστη νυφίτσα μες στο κρύο» διαβάζουμε τους σκληρούς στίχους με τους οποίους καταλήγει ένα ποίημα αναπόλησης, το «Εφηβεία 1» της συλλογής «Επίλογος αέρας» (Κέδρος, 1990).
Οσο πύκνωνε με τον χρόνο η έκφρασή της, προσπερνώντας τη χρησμική κρυπτικότητα και κατακτώντας τη διαύγεια, η Αγγελάκη-Ρουκ εμπιστευόταν όλο και περισσότερο τη ζωή σαν θαύμα ούτως ή άλλως, και τον άνθρωπο σαν επινοητή της ίδιας του της ζωής: «Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς / θα εφεύρει η ζωή / ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης / και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας. / Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο» («Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα», Καστανιώτης, 2005). Και στο ποίημα «Η προδοσία της όρασης» της ίδιας συλλογής: «Ξέρεις πως η επινόηση της επιβίωσής σου / κρέμεται απ’ αυτό που κοιτάς / γιατί έλιωσες και ξαναπλάστηκες τόσες φορές».
Γενικότερα, ο πόλεμος της ποιήτριας με τη μελαγχολία και τη λύπη δεν ήταν υπόθεση λέξεων, άλλωστε το κύριο μέτωπο αυτού του πολέμου ήταν το σώμα και η «σαρκική μνήμη»: το σώμα που «έγινε η αρχή ενός ταξιδιού» («Λύκοι και σύννεφα», 1963), αναδείχθηκε ως «η νίκη και η ήττα των ονείρων» («Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό», 1974) και προτάθηκε σαν κλειδί για να κατακτηθεί η θνητή αθανασία, μάλλον η μοναδική ανθρωπίνως νοητή: «Ο παράδεισος κερδίζεται / με το σώμα / κι είναι κι αυτός θνητός» (στο ποίημα «Τα πόδια μου» της συλλογής «Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας», 1978).
«Ο θρίαμβος της σταθερής απώλειας» ή, στωικότερα, «Η ευλογία της έλλειψης», όπως τιτλοδοτεί η Αγγελάκη-Ρουκ ένα ποίημα της συλλογής «Η ανορεξία της ύπαρξης» (Κέδρος, 2011). Αρκούν λίγοι στίχοι: «Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου· / ό,τι μού λείπει με προστατεύει / από κείνο που θα χάσω. [...] Ο,τι μού λείπει με διδάσκει. [...]
Στέρησέ με –παρακαλώ το Αγνωστο– / στέρησέ με κι άλλο / για να επιζήσω». Το Αγνωστο εδώ είναι η μόνη ανθρωπίνως νοητή θεότητα ενός αποφασισμένου, καρτερικού γνωστικισμού.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου