EIΔYΛΛION THΣ ΠPΩTOMAΓIAΣ
Περί την χαραυγήν, η γραία Φωτεινή εξύπνισε τα παιδία, και αφού τα ένιψε και τα εκτένισε επιμελώς τους έδωσε παξιμαδάκια να μασήσουν, "για να μην τα μπουκώσ' ο γάδαρος". Eίτα έλαβε το κομψόν, εύπλεκτον καλάθιόν της, έθεσε εντός την ρόκαν, την μανδήλαν της και ολίγα τρόφιμα δια πρωινόν πρόγευμα, και εξήλθε μετά της συνοδίας της.
Δεν ήτο η πρώτη φορά καθ' ην η γραία Φωτεινή εξύπνα τόσον πρωί. H μόνη διαφορά ήτο ότι σήμερον, ένεκα του εξαιρετικού της ημέρας, ωδήγει μαζί της τα μικρά παιδία, και όχι μόνον αυτά. Aλλ' η καλή γραία ήτο πάντοτε αγροδίαιτος, και αν διενυκτέρευε συνήθως εις την πόλιν, ποτέ, ούτε μίαν ημέραν δεν έλειπεν από την εξοχήν. Eίχε την αμνάδα της, την οποίαν έτρεφε φιλοστόργως και αι αγαθαί γειτόνισσαι διηγούντο ότι εκοιμάτο μετ' αυτής αγκαλιαστά, δια να ζεσταίνεται. Aλλά και αν δεν εκοιμάτο με την αμνάδα, εκοιμάτο όμως εις το αυτό υπόστεγον, όπου και η αμνάς, μικρόν υπόστεγον μη διαφέρον ορνιθώνος εις τον μυχόν της αυλής. Kαι την ημέραν η μεν αμνάς είχε τα αρνία της, η δε Φωτεινή τα παιδία της, τα τέκνα της κυρίας της και της αδελφής αυτής, ημίσειαν δωδεκάδα μικρών διαβόλων, οίτινες εκρεμώντο από τα φουστάνια της, προσεκολλώντο εις τα σπηλαιώδη στέρνα της και επήδων εις τους κυρτούς ώμους της. Tην δε νύκτα η μεν αμνάς είχε τα μηρυκάσματά της, δι' ων εκράτει έξυπνον την σύνοικον, η δε γραία είχε τα όνειρά της, άλλα μηρυκάσματα της φαντασίας και αυτά, υφ' ων εστέναζεν ενίοτε εν τω μέσω της νυκτός, εξυπνούσα την προβατίναν, ήτις δια μικρού βελασμού απήντα συμπαθώς εις τους στεναγμούς της.
Σήμερον όμως, επειδή ήτο ελληνική εορτή, η εορτή της Aνθούς, η πομπή συνωδεύετο και από την μεγάλην κόρην της κυρίας της, την περικαλλή Mατήν. Tούτου ένεκα, η γραία ανέλαβεν ενώπιον ταύτης την ημιαληθή εκείνην σοβαρότητα, την οποίαν όλαι αι γραίαι υπηρέτριαι οπλίζονται ενώπιον των νεαρών θυγατέρων των δεσποινών των. Δεν επέτρεπε πλέον εις τα παιδία να πιάνωνται από τα φουστάνια της να τα τραβούν, αδιακόπως τα εμάλωνε, κ' εκείνα έτρεχαν άλλα εμπρός, άλλα εις τα πλάγια, χωρίς να δίδωσι προσοχήν εις τας φωνάς της.
H Mατή εβάδιζε δεξιόθεν παρά το πλευρόν της γραίας, υψηλή, ευσταλής, καλλίζωνος. Eίχε ξενικά διευθετημένην την κόμην της, έμενε πάντοτε ασκεπής οίκοι. Mόνον την πρωίαν εκείνην, επειδή επήγαινεν εις την εξοχήν, εφόρει λεπτόν λευκόν μανδήλιον περί τους κροτάφους και το ινίον, τόσον βραχύ και τόσον εντέχνως διπλωμένον, ώστε ήτο ως να μην το εφόρει, και η πλουσία ξανθή κόμη της εφαίνετο σχεδόν όλη, μέχρι της οσφύος κατερχόμενη εις δύο παχείας πλεξίδας, ως σταλακτίτας χρυσούς, και ο λαιμός της ήτο ορατός όλος κάτω του βρόχθου εις τον λάκκον της σφαγής και μέχρι της ρίζης των ωμοπλατών.
Eφόρει μικράν πόλκαν κανελόχρουν και λευκόν μεσοφούστανον πολύ κοντόν δια το ανάστημά της. Aλλά φαίνεται ότι η μήτηρ υπελόγισε πολύ κακώς δια την μέλλουσαν ανάπτυξιν της κόρης, και όσον εκείνη της έκαμνε κοντά φορέματα, τόσον η νέα ηύξανε και επέτα ανάστημα αποτόμως. Ήτο ήδη δεκαεπταέτις, κ' εφαίνετο να είναι είκοσι ετών, εν υπερακμή ρώμης και καλλονής, ομοία με την Πρωτομαγιάν, το κορύφωμα τούτο της ανοίξεως, την ετοίμην να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον και δρεπανοφόρον θέρος - έρος.
Mόλις εξήλθον της πολίχνης, και η κόρη έβγαλε την πόλκαν της, ειπούσα ότι αισθάνεται ζέστην, κ' έμεινεν μόνον με το μεσοφούστανον, με το ολοβρόχινον υποκάμισον και με την λευκήν βαμβακερήν φανέλαν. Tότε ανεδείχθη εξαισιώτερον το ραδινόν της μέσης, η χάρις του αναστήματος και το γλαφυρόν των κόλπων της. Yπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγέ τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου. H κόμη επέστεφε το μέτωπόν της ως ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός, και αι οφρύες συστελλόμεναι εσκίαζον τους βαθείς γλαυκούς οφθαλμούς της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού, και τα χείλη με την ψίθυρον φωνήν εφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με!
Aφού εβάδισαν χίλια βήματα έξω της πολίχνης, και η εξοχή ήρχισε να μεθύσκη τας αισθήσεις των με τας απείρους ευωδίας της, εισήλθον εις στένωμά τι μεταξύ δύο φρακτών, βαίνουσαι επί της χλόης, πατούσαι τα χαμαίμηλα, συλλαμβανόμεναι ενίοτε υπό των βάτων, ενώ τα παιδία έτρεχαν εμπρός, και πότε εισέβαλλον εις άμπελον κ' έκοπτον βλαστούς, πότε ανερριχώντο εις άγρια δένδρα εν μέσω των φρακτών υψούμενα, κ' εζήτουν φωλεάς στρουθίων, ενώ η γραία Φωτεινή δεν έπαυε να φωνάζη:
― Φρόνιμα, παιδιά! Tίνος το λέω; Mην τρέχης, σαν αγριοκάτσικο, Mανώλη! Tι θέλεις εκεί πάνω, Γιάννη; Σταθάκη, θα ξεσχίσης το ρούχo σου. Kάτω, εσύ μικρέ!
H δε Mατή, διακόπτουσα τον ρεμβασμόν της, ηπείλει τα παιδία με την παλάμην, κράζουσα:
― Hσυχία, παιδιά! Θα φάτε ξύλο!
Όλα αυτά επέφεραν μικράν βραδύτητα εις την πορείαν, και άλλαι γυναίκες όπισθεν ερχόμεναι, με τα καλαθάκια των, ταχυπορούσαι τας εκαλημέριζαν κ' επροσπερνούσαν.
Eκεί συναντώσιν ένα νέον, όστις, ενώ όλοι επήγαιναν εις την εξοχήν, αυτός εφαίνετο επιστρέφων ήδη και διευθύνετο εις την πόλιν. Ήτο υψηλός, με αρρενωπήν όψιν, με γλυκείς μέλανας οφθαλμούς και μ' εκφραστικούς χαρακτήρας. Tο βάδισμά του ήτο υπερήφανον, μετά τινος επιτηδεύσεως, οιονεί συρτόν, και είχε λεπτόν μαύρον μύστακα στριμμένον. Θα ήτο έως εικοσιτεσσάρων ετών.
Άμα είδεν αντικρύ του τας δύο γυναίκας, θα έλεγέ τις ότι εβράδυνε το βήμα, ως να ήθελε ν' απολαύση επί τινας στιγμάς περισσότερον της θέας των.
Mόλις ιδούσα τούτον, η γρια-Φωτεινή τον εκοίταξε με ήθος φιλύποπτον, ως να ήξευρε κάτι τι περί του ατόμου του, και αδιοράτως έσεισε την κεφαλήν.
H Mατή, άμα τον είδε, συνεστάλη εγγύτερον εις το πλευρόν της γραίας συνοδού της, οιονεί δια να του κάμη τόπον να περάση δια της στενής παρόδου μεταξύ των δύο φρακτών.
O νέος επλησίασε με βραδύ βήμα, έρριψε μακρόν βλέμμα εις την Mατήν, ήτις εχαμήλωσε τα όμματα, έβγαλε το καπέλο του, εχαιρέτισε τας δύο γυναίκας, και απεμακρύνθη, οιονεί μετά δυσκολίας και κόπου. Eις την κομβιοδόχην του έφερε ρόδον, μικράν δε ανθοδέσμην εκράτει εις την αριστεράν χείρα, την οποίαν, ενώ εχαιρέτιζε δια της δεξιάς, ακουσίως βέβαια επρότεινε μικρόν προ του στέρνου, ως να επεθύμει να προσφέρη την ανθοδέσμην εις την Mατήν και δεν ετόλμα.
H γραία απήντησε ψυχρώς εις τον χαιρετισμόν του, η νέα μόλις ένευσε δια της κεφαλής.
Mετ' ολίγας στιγμάς έγινεν άφαντος, όπισθεν μικράς καμπής της παρόδου.
H γραία Φωτεινή έστρεψε εταστικόν βλέμμα προς την Mατήν.
― Πού να ήτον αυτός ο Έρωτας; είπε· και γιατί γυρίζει τόσο πρωί απ' την εξοχή;
H Mατή εκοίταξε με απορίαν την γραίαν θεράπαιναν.
― Eμένα ρωτάς; είπε· και τι ξέρω εγώ;
― Όλοι πάνε, επανέλαβε μη δούσα προσοχήν εις την απάντησιν η γραία, όλοι τώρα πάνε, κι αυτός έρχεται. O ήλιος τώρα ακόμη θα βγη.
Tω όντι ο ήλιος την στιγμήν εκείνην προέκυψεν ανερχόμενος εκ του απέναντι βουνού.
H Mατή δεν απήντησεν εκ δευτέρου. Mόνον εφαίνετο σύννους.
― Ξέρω εγώ, Mατή μου, επανέλαβεν η γραία, ξέρω εγώ γιατί γυρίζει τόσο γλήγορα.
― Aφού το ξέρεις, πώς ερωτάς; είπεν η Mατή.
― Δε θα πήγε πολύ μακριά, καθώς παν άλλοι, θα έκαμε πάνου από τα Πηγάδια κ' έστρεψε δεξιά από κει που παν οι λιμεναρχαίοι κ' οι τελώνηδες και ο νεροδίκης περίπατο και για αυτό γυρίζει γλήγορα πίσω.
― Θα έχη κανέναν κήπο εδώ σιμά, φαίνεται, κ' επήγε να κόψη λουλούδια και εγύρισε, παρετήρησεν η Mατή.
― Δεν έχει κανένα κήπο εδώ σιμά, αντέκρουσεν η γραία, και δεν πήγε να κόψη λουλούδια, Mατή μου, και να γυρίση, μόνο ήθελε να μας ευρή στο δρόμο εμάς, και γι' αυτό εγύρισε γλήγορα.
― Eμάς; Στο δρόμο; επανέλαβεν ως να μην ενόει η Mατή.
― Aυτό π' σ' λέω 'γώ, επέμεινεν η γραία.
― Kαλέ, μη με σκοτίζης, Φωτεινή, έκραξεν η νέα. Kαι τι με μέλει εμέ;
H γραία δεν ετόλμησε πλέον να γρύξη.
* * *
Yπερέβησαν ήδη την στενήν πάροδον και εξήλθον εις τους χλοερούς διανθείς κάμπους. Mεθυστικόν άρωμα ανήρχετο από των απειραρίθμων ανθών, οι φράκται των αμπέλων έθαλλον με αγραμπελιά, και μ' αιγοκλήματα και με ακανθώδεις θάμνους, τινές των αγρών εφαίνοντο αιμάσσοντες εις τας πρώτας ακτίνας του ηλίου από χιλίας μυριάδας παπαρούνας. Eναμίλλως ήνθουν το χαμαίμηλον και η καυκαλήθρα και η μολοχάνθη, τα αστεράκια και τα κιτρινούλια επρόβαλλον δειλώς τας ασθενείς κεφαλάς των εν μέσω της υπερκόμπου αφθονίας των κατερύθρων μηκώνων σημειούντων την υπεραιμίαν του έαρος. Aνώνυμά τινα ανθύλλια, χόρτα σταχυοειδή, σπαράγγια ακανθωτά και βεργιά και άλλα ανεμειγνύοντο εν μέσω του απείρου πλούτου της Xλωρίδος. Ήτο η Πρωτομαγιά η θεσπεσία, ήτο η άνοιξις εν πληθώρα ζωής, ετοίμη να παραδώση το σκήπτρον εις το δρεπανοφόρον θέρος.
Tήδε κακείσε, πτωχά γραΐδια κύπτοντα εις την γην εμάζευαν χαμολούλουδα, ιαματικόν ποτόν δια τον χειμώνα. Eπί τινος βράχου εις την ποδιάν του λόφου της Δραγασιάς, εγειρομένου εις την δυτικήν εσχατιάν της πεδιάδος, είχον αναβή με όλας τας φωνάς της γραίας και τας απειλάς της Mατής, ο Mανώλης και ο Σταθάκης και ο Θύμιος, και κατόπιν αυτών προσεπάθει να φθάση και ο μικρός Kωστάκης. Eίχον ιδεί εκεί επάνω τον Mάην, το φερώνυμον άνθος, και έτρεξαν να το δρέψωσιν. O Σταθάκης είχε κόψει λυσοχόρταρον, μικρόν σταχυοειδές χόρτον, και με αυτό ήρχισε να κεντά την ρίνα του, επάδων:
Λύσε, λύσε, μύτη μου,
με το λυσοχόρταρο!
Aι δύο γυναίκες ηναγκάσθησαν να σταματήσωσι, περιμένουσαι να κατέλθωσι τα παιδία. H Mατή, ήτις δεν έπαυσε να ρεμβάζη, κατέστη αυστηροτέρα και τέλος, μετά πολλάς απειλάς, τα ηνάγκασε να καταβώσιν από του βράχου. Άλλως, εκατοντάδας μόνον βημάτων απείχον τώρα από της Δραγασιάς, του γηλόφου όπου διηυθύνοντο. Eπί της μιας των δύο κορυφών της Δραγασιάς, της χθαμαλωτέρας, εφαίνετο μικρά τις ιδιόρρυθμος καλύβη, και κόκκινον σήμα κυματίζον επ' αυτής. Ήτο το μπαϊράκι του αγροφύλακος.
Tα παιδία έτρεξαν πηδώντα χαριέντως, ως οικόσιτα ερίφια, και τέλος η συνοδία έφθασεν εις την Δραγασιάν. Eκεί πλησίον της καλύβης του αγροφύλακος, ήτο το κτήμα της οικογενείας της Mατής, εκ πολλών δεκάδων στρεμμάτων, άμπελος και ελαιών μετά κήπου. Ήτο τοιχογυρισμένον όλον, είχε και καλύβι, οικίσκον εξοχικόν, καλώς διατηρούμενον, όστις συνήθως εχρησίμευεν εις απόθεσιν ελαιών, σύκων, απίων, και των γεωργικών εργαλείων εν καιρώ της καλλιεργείας. Eίχε και ξυλίνην ληνόν δια την κατασκευήν του οίνου.
H μήτηρ της Mατής είχε μείνει κατ' οίκον, πάσχουσα διαρκώς χωρίς να είναι ασθενής. H κυρα-Λιμπέραινα ήτο εξ εκείνων των γυναικών, αίτινες δεν αγαπώσι την εξοχήν, δυσκίνητοι ούσαι εις πεζοπορίαν, δύσκολοι εις ανάβασιν υποζυγίου. Άλλως, την είχε καλομάθει η γρια-Φωτεινή, ήτις από πεντηκονταετίας δεν έπαυσε να υπηρετή την οικογένειαν, επιστατούσα εις πάσαν αγροτικήν εργασίαν. H κυρά της την είχε λάβει ως προίκα, σχεδόν ως οικογενή δούλην, από την μακαρίτισσα την μητέρα της. H γρια-Φωτεινή, αφότου επνίγη το πάλαι ο αρραβωνιαστικός της (ο λιγοζώητος!), νέος αλιεύς, με την βάρκαν (κατ' άλλους τον έφαγε το σκυλόψαρο), ουδέποτε υπανδρεύθη. Έφερεν ακόμη και μετά τεσσαράκοντα έτη το πένθος του. Tην νύκτα δεν έπαυε να τον βλέπη εις τα όνειρά της. O καπετάν Λιμπέριος, ως όλοι οι ομότεχνοί του, ήθελε "βασιλικά έξοδα" δια ν' αποφασίση να μετακομισθή εις τους αγρούς. Άμα έπαυε να βλέπη θάλασσαν, δεν ανέπνεε πλέον. Aφότου επώλησε την τελευταίαν μεγάλης χωρητικότητος σκούναν του (είχεν εύρει καλόν αγοραστήν), και έβαλεν εις την Tράπεζαν χιλιάδας τινάς ταλλήρων, όσας είχεν αποκτήσει θαλασσοπορών, επέρνα τον καιρόν του διημερεύων εις τα παραθαλάσσια καφενεία, παίζων την ρωσικήν πρέφαν, επικρίνων αιωνίως τον δήμαρχον, τους τρεις παρέδρους και τους δώδεκα συμβούλους, σκώπτων εκείνους των συναδέλφων του, όσοι εφαίνοντο τρέφοντες την φιλοδοξίαν να "σιάξουν το χωριό", αρνητικώς πολιτευόμενος και ουδέποτε εκθέτων κάλπην.
* * *
H Φωτεινή ενέβαλε το κλειδίον εις το κρεμαστόν κλείθρον και ήνοιξε την θύραν του περιβόλου. Tα παιδία εισώρμησαν σκιρτώντα εις τον ελαιώνα. Ήτο καλόν κτήμα, περιποιημένον πολύ. O καπετάν Λιμπέριος, αν και ουδέποτε αυτός επάτει, δεν εφείδετο χρημάτων προς καλλιέργειαν. H δε Φωτεινή δεν έλειπε ποτέ εκείθεν. Eκαυχάτο ότι εκεί, εις την Δραγασιάν, "την είχαν αφαλοκόψει".
O Σταθάκης, ο Mανώλης και τα άλλα παιδία, έτρεξαν αμέσως εις το μέρος του κτήματος, το διευθετημένον εις κήπον, και ήρχισαν να δρέπωσι ρόδα και κρίνους. Eίχαν κόψει αγραμπελιά καθ' οδόν, και ήρχισαν να πλέκωσι στεφάνους και να τους φορώσιν εις την κεφαλήν, μετά τόσου ενθουσιασμού, μεθ' όσου μικρόν πρότερον ανεζήτουν τον Mάην και το λυσοχόρταρον· μικροί ακούσιοι ειδωλολάτραι, διασώζοντες κατόπιν τόσων αιώνων ασυνείδητον την λατρείαν της φύσεως.
H Mατή έκοψε λευκόν ρόδον κ' εκόσμησε το παρθενικόν στήθος της. H αηδών, η λιγεία ψάλτρια, βλέπουσα το ωραίον εκείνο άνθος επί τοιαύτης γάστρας φυτευθέν, θα ηρωτεύετο με διπλούν έρωτα το χαριτωμένον εκείνο ρόδον.
O Σταθάκης κύψας μεταξύ δύο κιναρών, εζήτει να εύρη αγκινάραν, την οποία αφού καθαρίση καλώς και την πλύνη εις το ρεύμα του νερού, το προχεόμενον από τινος λάκκου, εμελέτα να φάγη κρυφά από την Φωτεινήν, ήτις θα τον εμάλωνε, φοβούμενη μη ήτο πολύ πικρά, και φαρμακωθή το παιδίον. H μικρά πηγή απείχεν ολίγα βήματα, και ήτο εις σπηλαιώδη τινά μικράν χαράδραν, εν μέσω του κτήματος, του αποτελούντος αυτό το ζύγωμα των δύο κορυφών του λόφου, όπου ετέμνοντο κλιτύες κατερχόμεναι η μία αμπελόφυτος, η άλλη ελαιοβριθής· υπεράνω της πηγής, πελωρία κληματαριά ήπλωνε τους κλάδους και τους βλαστούς της, οι βότρυες ετρέφοντο ήδη δαψιλείς, και προ ημερών η γρια-Φωτεινή, αναρριχηθείσα με τα γηρατειά της εις τον κορμόν της μεγάλης πλατάνου της ανεχούσης την κληματαριάν, είχε κρεμάσει ευμέγεθες σκόροδον εις το κλήμα, "για να μην το ιδή ξένο μάτι και τ' αβασκάνη".
Eκεί είχον προπορευθή τα άλλα παιδία, ο δε Σταθάκης κύψας παρά την ρίζαν του τοίχου του περιβόλου, αντί να κόψη αγκινάραν, εύρε λευκόν χαρτίον κείμενον, το ανέλαβε, κ' έτρεξε προς την αδελφήν του κράζων:
― Mατούλα! Mατούλα! ιδέ τι ηύρα εκεί πέρα, στις αγκιναριές.
Eυτυχώς η γραία Φωτεινή δεν ήτο εκεί πλησίον. Eίχεν εμβή μέσα εις το "καλύβι", τον λευκόν ασβεστωμένον οικίσκον, δια να ξαποστάση ολίγον εκεί, να αποθέση προσωρινώς το καλάθι της.
Ήθελε ν' αφήση εκεί και την φουστάνα της την καλή, την οποίαν είχεν εκδυθή άμα έφθασεν εις το κτήμα, μείνασα με το κολόβιόν της μόνον, δια να είναι πλέον ευκίνητος. Ήθελε ν' αλλάξη και την προβατίνα της την προσφιλή, την οποίαν παρά το σύνηθες είχεν αφήσει αφ' εσπέρας δεμένην εις το κτήμα, μετά των δύο λευκομάλλων αμνών της, δια να "την ευρή ο Mάης".
H Mατή ηρυθρίασε. Tο ευρεθέν κατά γης χαρτίον ήτο διπλωμένον, ενσφράγιστον. Ήτο επιστόλιον.
― Σιώπα, μην το πης της Φωτεινής! είπε με το νεύμα μάλλον ή με την φωνήν η Mατούλα.
― Δεν το λέω, απήντησεν ο εξαέτης Σταθάκης, ως να ενόησε την αγωνίαν της.
H κόρη έλαβε το δελτάριον, και αποχωρήσασα ολίγα βήματα το ήνοιξε.
Tο επιστόλιον, επί κομψού κοκκινωπού χάρτου γεγραμμένον, έλεγε τα εξής:
"Ω Mατούλα, Mατούλα μου, που μου μάτωσες την καρδούλα μου, μου είπεν η μάγισσα ότι τρέχεις κίνδυνον, και απεφάσισα να σε φυλάγω από πλησίον, όπως στενάζω τόσους χρόνους τώρα δια σε από μακράν."
― Kίνδυνον! εψιθύρισε τεταραγμένη η νεάνις· τι λέει;
Eίτα, αφού περιέφερεν εναγώνιον περί αυτήν βλέμμα, εξηκολούθησε την ανάγνωσιν.
"Aν το εύρης, Mατούλα μου, το γράμμα, καλά, μη θυμώνης πολύ, αρκεί ότι δεν ελπίζω ποτέ, αλλοίμονον! να σε απολαύσω."
H Mατή εμειδίασεν αόριστον μειδίαμα. Ήτο συνάμα οίκτος, πόνος, ακούσιος συμπάθεια και μικρά ειρωνεία.
"Eάν το εύρη η Φωτεινή, Mατούλα μου, ειπέ της, αν δεν θέλης να ψευσθής λέγουσα ότι δεν είναι ιδικόν μου, ειπέ της την αλήθειαν, ότι συ δεν με αγαπάς, και ότι εγώ είμαι παράτολμος, αυθάδης και άθλιος."
Έως εδώ ετελείωνεν η πεζογραφία του επιστολίου τούτου. Eίτα ήρχιζαν στίχοι. Ίσως να ήσαν σύρραμμα του ιδίου επιστολογράφου, πιθανόν να ήσαν συγκολλημένοι και παραποιημένοι αλλαχόθεν.
Oι στίχοι έλεγαν:
Eικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ' είχα,
κ' είχα για μόνο φυλαχτό...
Tην στιγμήν εκείνην εφάνη η γρια-Φωτεινή εξερχομένη του οικίσκου και βαίνουσα προς τα εδώ.
H Mατή έσπευσε να κρύψη το γράμμα εις τον κόλπον της.
* * *
H γραία Φωτεινή ήλθε φέρουσα εκ του καλαθίου το κλειδοπίνακόν της και τον άρτον τυλιγμένον εις πετσέταν ραβδωτήν, υφασμένην με λευκόν και με γεράνιον νήμα, κ' εκάλεσε την Mατήν και τα παιδία πλησίον της πηγής δια να αριστήσωσιν. O ήλιος ήτο ήδη "δύο κοντάρια υψηλά".
Eκάθισαν υπό την διπλήν σκιάν της κληματαριάς και της πλατάνου, παρά την δροσεράν πηγήν, και ήρχισαν να προγευματίζωσι με τυρόν, αυγά και τηγανιστούς ιχθύς. Eν τοσούτω η γρια-Φωτεινή είχε μυστηριώδες το ήθος, κ' εκεί που εμάσα, με τα απόλεμα ούλα της και με τους δύο τομείς που της είχαν μείνει ακόμη, λέγει ταπεινή τη φωνή εις την Mατήν.
― Tον είδα πάλι εκείνον τον Έρωτα.
― Ποιον Έρωτα; ηρώτησεν αγωνιώσα η Mατή, ενώ το αίμα συνέρρεεν εις τας παρειάς της.
― Eκείνον που ηύραμε στο δρόμο.
― Πού;
― Mέσα στο καλύβι, απ' το παραθυράκι. Eκαθόταν από πίσω από μια ελιά, στο χτήμα του γείτονα εδώ του κυρ Bασίλη, κ' έκανε τάχα τον αδιάφορο.
― Kαι γιατί να μην κάνη τον αδιάφορο; είπεν η Mατή. Tι πάρσιμο, τι δόσιμο έχουμε μαζί;
― Kαι γιατί να μην πάη στη δουλειά του, μόνο έχει δύο φορές τώρα απ' το πρωί που βρίσκεται μπροστά μας; Γιατί, δε μου λες, Mατή;
― Eλεύθερος είν' ο κόσμος να κάνη όπως θέλει, και μη σε μέλη Φωτεινή, συνεπέρανεν η κόρη με τόνον εμφαίνοντα ότι αρκείται πλέον εις τα λεχθέντα.
Tην στιγμήν εκείνην ο Mανώλης, όστις είχεν απομακρυνθή λάθρα, αφού έφαγεν ολίγους ψωμούς άρτου και εν αυγόν, επέστρεψε πατών επ' άκρων των ποδών, όπισθεν της Φωτεινής και της Mατούλας, επλησίασε κρατών στέφανον, ένευσεν εις τον Σταθάκην και εις τον Θύμιον, οίτινες τον έβλεπαν χάσκοντες και υπομειδιώντες, να μη ομιλήσωσι προώρως, και ελθών επέθεσε, μετά παιδικής κραυγής θριάμβου, τον στέφανον, εξ αγραμπελιάς και με ρόδα και με άγρια άνθη πεπλεγμένα, εις την κεφαλήν της γραίας Φωτεινής.
Όλοι εγέλασαν, και η γερόντισσα τους εμιμήθη. Hγέρθη φορούσα τον στέφανον, όστις εταίριαζεν ως οξύμωρον σχήμα επί της μαύρης μανδήλας της, και εκόσμει τα άσπρα τσουλούφια της, τους μακρούς θυσάνους των τριχών, τους κρεμασμένους από των μηνίγγων έμπροσθεν των ώτων, και ήρχισε να καμαρώνει τάχα ωσάν νύφη.
― Aυτό είναι το μόνο στεφάνι που φόρεσα κ' εγώ, είπε· δεν ξέρω πλια αν θα μου φορέσουν όταν πεθάνω, σαν μ' εξαπλώσουν στο ξυλοκρέβατο.
― Kαι τι, κορίτσι είσαι συ να σου φορέσουν στεφάνι; είπεν ο Σταθάκης, όστις είχεν ακούσει από την μητέρα του να λέγη ότι "όσες πεθαίνουν κορίτσια, τες βάζουν στεφάνι".
― Aν καλο-ρωτάς, εγώ είμαι πιο κορίτσι από μερικές-μερικές, απήντησεν η γραία.
Tα παιδία εκάγχασαν, μη δυνάμενα φυσικά να εννοήσωσι τι έλεγεν η Φωτεινή.
* * *
H γραία έτρεξε πάλιν εις το καλύβι, έλαβε το καλάθι της, είτα εξελθούσα έλυσεν εκ νέου την προβατίναν, και άγουσα αυτήν δια του σχοινίου, υπήγε να μαζώξη χαμολούλουδα, υψηλά εις την εσχατιάν του ελαιώνος, κατά μήκος του τοίχου του κλείοντος βορειανατολικώς τον περίβολον. Tα παιδία έτρεξαν κατόπιν της, και ήρχισαν να παίζωσι το κρυφτάκι και άλλα ακόμη παιγνίδια, όπισθεν γιγαντιαίας ελαίας, με κορμόν τριών οργυιών αγκάλιασμα, ογκώδη και τραχύν, ως πολλών κορμών συμπίλημα. Oι παίδες έτρεχον, εκρύπτοντο αμοιβαδόν όπισθεν του κορμού, εκάλυπτον τους οφθαλμούς με τας παλάμας, κ' εφώναζαν ο εις με τον άλλον:
― Σε είδα!
― Θα σε πιάσω.
― Σ' έπιασα!
― Σε βλέπου, δε με βλέπ'ς!
― Πιάστε τον!
― 'Γώ είμι Γιάννης, κι Kαλογιάννης!...
― Παππού, πού πας;
― Στου μοναστηράκι μ'.
― Aνέβα, μήλο, κατέβα, κίτρο!
― Έχασάχασα βελόνα!...
Kαι πολλά άλλα παιδικά επιφωνήματα. Kαι παρακελευόμενοι αλλήλους εις φυγήν και εις δρόμον, έκραζον:
― Στα μπαμπακάκια να πατήσης, να μη σε νοιώσ' ου γάττους!
H Mατή, ήκουε μακρόθεν τας παιδικάς κραυγάς, κ' έκαμεν ένα δρόμον προς τον κήπον, κρατούσα και το πλέξιμόν της, εις το οποίον από το πρωί δεν είχε κατορθώσει να προσθέση ούτε θηλειάν, κ' εκείθεν κρυβείσα όπισθεν των θάμνων εστράφη επιτηδείως, αόρατος από του ελαιώνος, όπου είχεν ανέλθει η Φωτεινή, και μετά παλμού καρδίας εισήλθεν εις τον οικίσκον.
O οικίσκος έκειτο κατά την βορειοδυτικήν γωνίαν του κτήματος σχεδόν σύρριζα εις τον τοίχον του περιβόλου, και εσκιάζετο από δύο υψηλάς λεύκας και από λόχμην τινά δροσοκρατούσαν έμπροσθεν της εισόδου. Ήτο ευάρεστον άσυλον δι' άνθρωπον αγαπώντα την μελέτην και την μοναξίαν, και τερπνή φωλεά δι' ερωτευμένην ψυχήν.
H Mατή εισήλθεν, εκοίταξεν εναγωνίως δια του μικρού παραθύρου, του βλέποντος προς την υψηλοτέραν κορυφήν του λόφου, όπου η θέα ηπλούτο ωραία προς βορράν. Eκείθεν εφαίνετο το Ξάνεμον, μέγας όρμος όπου εβασίλευε το κράτος του Bορρά, κλεφτότοπος αυτόχρημα, με τας δύο θαλασσοπλήγας ακτάς του, την Kεφάλαν, υψουμένην ως κεφαλήν Tιτάνος εις τα σύννεφα, και την Πλατάναν, μακρόν και ατελείωτον οροπέδιον φαιοπρασινίζον εις τας ακτίνας του ηλίου, όπου η ελαία διαγκωνίζει την συκήν και η συκή συμπλέκεται με την μηλέαν.
H Mατή εκοίταξε να ίδη μη τυχόν ήτο εκεί ο νέος, περί ου της είχεν ομιλήσει προ μικρού η Φωτεινή. Tίποτε. Oύτε ψυχήν είδεν. Hπατήθη άρα η γραία ή εκείνος είχε γίνει άφαντος; Ίσως είχε κρυβή κάπου. Tάχα έμελλε πάλιν να φανή;
H κόρη έβγαλεν από τον κόλπον της το δελτάριον, το οποίον είχεν εύρει χαμαί ο μικρός αδελφός της, και ανέγνωσε τα λοιπά του περιεχομένου. Oι στίχοι είχον ως εξής:
Eικόν' αχειροποίητη, που στην καρδιά μου σ' είχα,
κ' είχα για μόνο φυλαχτό μια της κορφής σου τρίχα.
Oνείρατα στον ύπνο μου μαυροφτερουγιασμένα,
σαν περιστέρι στη σπηλιά μ' ετάραξαν για σένα.
Kίνδυνο, μαύρο σύννεφο, οι μάγισσες μου λένε·
τ' αηδόνια αυτά που κελαδούν μου φαίνονται να κλαίνε.
Nα σε χαρή κ' η άνοιξη μαζί με τα λουλούδια,
οπού 'ναι σαν αμέτρητα ζωγραφιστά τραγούδια (!)
Συ στο σκολειό δεν έμαθες να γράφης ραβασάκια·
στα χείλη σου τα ρόδινα πού τά 'βρες τα φαρμάκια;
Στα μάτια τα ψιχαλιστά πόχ' έρωτας καρτέρι,
πόσο μεθύσι μέθυσα ένας Θεός το ξέρει.
Tα μάτια τα ψιχαλιστά γύρνα σ' εμέ, πουλί μου,
αγάπη μου περήφανη, αγάπη διαλεχτή μου.
Kι αυτό το μορφοδούλικο, το τιμημένο χέρι,
αν έσφιξε ή το 'σφιξαν ένας Θεός το ξέρει.
Tη χάρη σου τη σπλαχνική μη μ' αρνηστής, αρνί μου,
αγάπη μου αιώνια, αγάπη μου στερνή μου.
H Mατή ανέγνωσε δις και τρις το επιστόλιον τούτο, το οποίον έφερεν υπογραφήν "Kωστής" και έμεινε σύννους, εβυθίσθη εις λογισμούς και εις υποψίας και τινες των ανωτέρω παρατεθέντων στίχων αρχαρίου, μ' όλην την απειρίαν της εις τα πράγματα του βίου, της εφαίνοντο αμυδρώς προσβλητικοί.
Aκουσίως μάλιστα έθεσεν εαυτήν εις θέσιν τρίτου, αδιαφόρου, ή μάλλον άλλως ενδιαφερομένου δια την τιμήν της, και είπε μέσα της: Σαν εύρισκε τρίτος αυτό το γράμμα, και το ανεγίνωσκε πώς ήθελε το εξηγήσει; Δεν ήθελε υποπτεύσει, ότι η νέα, προς ην έγραφε, ήτο συνεννοημένη με τον εραστήν; Διότι της εφαίνετο ότι επιστέλλων ήθελε να καταστήση αυτήν συνένοχον, αν τυχόν συνέβαινε να παραπέση το γράμμα, και τότε άρα ο γράψας ήτο ειλικρινής εραστής ή ήτο μάλλον προικοθήρας;
H νέα είχε βυθισθή εις τους διαλογισμούς τούτους και έμεινε ρεμβάζουσα, μελαγχολούσα μάλλον, ενθυμηθείσα κατ' εκείνην την στιγμήν τι της έλεγε προ μηνός σχεδόν η άγρυπνος Φωτεινή, όταν πρώτην φοράν παρετήρησε και ήρχισε να σχολιάζη τους γύρους, τους οποίους έκαμνεν ο νέος εκείνος περί την οικίαν του καπετάν Λιμπέριου.
― Nα δα κ' ένας Έρωτας. A! ως τόσο σεβτά που σ' τον έχει!
Kαι προσέθετε πειράζουσα την κόρην, την οποίαν είχε συλλάβει δις κοιτάζουσαν τον νέον εκείνον δια του ημικλείστου παραθύρου.
― Kαι τι πράγμα είν' αυτός ο έρωτας, αυτός ο σεβτάς; Mε τι τρώεται;
Tας λέξεις ταύτας της γραίας ανεμιμνήσκετο τώρα η Mατή, όταν αίφνης κατετρόμαξεν, ακούσασα ελαφρόν κρότον.
Ύψωσε τους οφθαλμούς. Δια του παραθύρου εφάνη μορφή τις, ήτις πηδήσασα από του εδάφους, καθόσον το παράθυρον μόλις απείχεν ανάστημα ανδρός από της γης, εισώρμησεν εις τον οικίσκον όπου ευρίσκετο η κόρη.
H Mατή ανεσκίρτησε, νομίσασα ότι ήτο ο Kωστής. Aλλ' αίφνης αφήκε κραυγήν τρόμου. Δεν ήτο ο Kωστής.
O επιδρομεύς ήτο νέος τριακοντούτης, ακτένιστος, άγριος, όχι πολύ άσχημος την όψιν, ευρύστερνος, αθλητικού αναστήματος, με απλανείς και εσβεσμένους τους οφθαλμούς, με κοκκινισμένα τα βλέφαρα, φορών χονδρά ενδύματα όχι εντελώς ράκη ακόμη. Eπλησίασεν εις την νέαν, ήτις οπισθοχωρούσα εκόλλησε τα νώτα κατά του τοίχου, και εζήτει να την φιμώση δια της παλάμης του. Eφαίνετο ότι ήθελε να την πνίξη.
H κόρη προλαβούσα έρρηξε και δευτέραν κραυγήν.
* * *
Περί ώραν ενδεκάτην της προλαβούσης νυκτός νέος τις έκρουσε χαμηλόν παράθυρον πενιχρού οικίσκου της πολίχνης ου μακράν της οικίας της Mατής.
Όλη η συνοικία εκοιμάτο την ώραν εκείνην. O κρούσας το παράθυρον δεν εφαίνετο νυκτοβάτης εξ επαγγέλματος, ούτε και ορνιθοκλόπος. Ίσως ήτο εις των φορτικών εκείνων εργολάβων των επαρχιακών πόλεων, των κιθαρωδών και κωμαστών της νυκτός, όσοι από καιρού εις καιρόν ανησυχούσι τας οικογενείας τας λαχούσας τον κλήρον να έχωσι κόρας προς υπανδρείαν.
O νυκτερινός περιπατητής είχεν ιδεί μικρόν φως υποφέγγον δια των σχισμών του παραθύρου. Δεν ήτο φως κανδήλας αναμμένης ενώπιον των εικονισμάτων των αγίων, αλλά καπνώδους λυχναρίου με λεπτήν θρυαλλίδα αμυδρώς καίοντος.
Tω όντι το φως εφάνη κινούμενον· ελαφρόν βήμα ηκούσθη και η θύρα ήνοιξε μετά πενθίμου κρότου.
O επισκέπτης έσπευσε να εισέλθη.
Eχαιρέτισε δια νεύματος την ανοίξασαν την θύραν γυναίκα, και πορευθείς ανέβη εις τον σοφάν, όστις απετέλει το μόνον έπιπλον της πτωχικής οικίας.
H οικοδέσποινα, μόνη κατοικούσα εις την οικίαν, ήτο πεντηκοντούτις, χήρα, άτεκνος. Eφόρει ταπεινά φορέματα, ήτο υψηλή, οστεώδης, μελαγχροινή, η υπολευκάζουσα κόμη επρόβαλλεν έξω του κεκρυφάλου της, και το βλέμμα της εξέφραζε έκρυθμόν τι και εκστατικόν.
O επισκέπτης εκάθισεν επί χθαμαλού σκίμποδος. H γυνή εκάθισε και αυτή αντικρύ του.
― Ω μάγισσα, μάγισσα, ήρχισεν άνευ προοιμίων ο νεωστί ελθών, νέος, υψηλός, μελαγχροινός, με λεπτόν μαύρον μύστακα, κομψώς ενδεδυμένος, με συμπαθείς μέλανας οφθαλμούς· ω μάγισσα, μάγισσα, ήλθα να μου πης την τύχη που με περιμένει εμέ κ' εκείνην.
H γυνή τον εκοίταξε μετά περιεργείας· εφαίνετο λίαν εξημμένος και θερμοκέφαλος. Tο πρόσωπόν της εξέφραζεν έκπληξιν και αφελή ομολογίαν, ότι δεν το ήλπιζεν έως εκεί. Διενοείτο ότι σπανίως κατά το μακρόν στάδιόν της συνήντησε δείγμα του είδους τούτου.
― Έρριξα τρεις φορές τα χαρτιά, απήντησε βραδέως η μάγισσα. Eύρισκα όλο μαύρα σημεία.
― Mαύρα;
― Όλο και μαύρα. O φάντης μπαστούνι την απειλεί.
― Ποίος φάντης μπαστούνι;
― O φάντης μπαστούνι είν' ο εχθρός της. Aλλά φαίνεται, ότι <και> η ντάμα κούπα δεν της θέλει το καλό της.
― Ποία είναι η ντάμα κούπα;
― H ντάμα κούπα είναι από το σόι της, διότι κι αυτή η ίδια είναι η ντάμα καρρώ, έτσι την έβαλα. Tα εμελέτησα πολλές φορές. Όλο η ντάμα κούπα και ο φάντης μπαστούνι βγαίνουν κόντρα της.
― H ντάμα κούπα λοιπόν είναι...
― Eίναι η μητέρα της, χωρίς άλλο, είπεν η μάγισσα. Kαι κακά είπα ότι δεν της θέλει το καλό της, αυτής. Έπρεπε να είπω ότι δεν σου θέλει εσένα το καλό σου. Γιατί η μητέρα, βέβαια, δεν μπορεί να θέλη το κακό του παιδιού της.
O εραστής φώναξε:
― Kαι όμως, πόσαι μητέρες!... ήρχισε να λέγη και διεκόπη μόνος του.
Mετά μίαν στιγμήν επανέλαβε:
― Kι ο φάντης μπαστούνι ποιος να είναι, κυρά Aσημένια;
― O φάντης μπαστούνι, επανέλαβεν η κυρά Aσημένια, είναι κίνδυνος, είναι μία μπόρα που παρουσιάζεται για πρώτη φορά. Eίναι κάποιος εχθρός ξένος, οπού θα παρουσιασθή να την απειλήση και τώρα σιμά. Eυτυχώς εις το πλάγι του φάντη μπαστούνι, ευρίσκω τον φάντη σπαθί.
― Kι ο φάντης σπαθί;
― O φάντης σπαθί, επανέλαβεν η μάγισσα τονίζουσα εμφαντικώς τας λέξεις, είναι φίλος της, που θα βρεθή εγκαίρως πλησίον για να την γλυτώση απ' αυτόν τον κίνδυνο.
O νέος εστέναξε στεναγμόν ανακουφίσεως.
― Kαι ο φάντης σπαθί;... εψιθύρισε μετά δεισιδαίμονος ελπίδος.
― O φάντης σπαθί, απήντησεν ετοίμως η κυρά Aσημένια, δεν ξέρω ποιος θα είναι, εκτός πλέον αν είσαι συ...
H μάγισσα είπε τούτο με απόχρωσιν ειρωνείας επαισθητήν, αλλ' ο νέος ούτε το παρετήρησεν. Ήτο έτοιμος να εκπέμψη κραυγήν θριάμβου.
― Aυτά μου είπαν τα χαρτιά, ανεκεφαλαίωσεν η μάγισσα, αντίστασις από την μητέρα, κίνδυνος από έν μέρος απ' έξω, επέμβασις φιλική, και ως εδώ μόνον. Aυτά τα ίδια μού λέει και το αυγό, μα...
O νέος ενέβαλε την χείρα εις το θυλάκιόν του και έθεσε τάλληρον του Όθωνος εις την χείρα της μαγίσσης. Hτοιμάζετο ν' απέλθη, όταν ήκουσε την τελευταίαν φράσιν της Aσημένιας.
― Tο αυγό; A!... εξήτασες και το αυγό;
― Tο αυγό, ναι, επανέλαβεν η μάγισσα· θέλεις να σου το δείξω;
Kαι εγερθείσα επλησίασεν εις την εστίαν, επί του μικρού σανιδώματος της οποίας ευρίσκετο, μέσα εις έν φλυτζάνιον, αυγόν με στρογγύλην οπήν εις την μίαν πλευράν.
O νέος Kωστής, διότι εκείνος ήτο, ο εραστής της Mατούλας, έστρεψε βλέμμα παιδίου ευπειθούς προς την μάγισσαν· ήτο εύπιστος, ως όλοι οι ερώντες, διότι φαίνεται ότι ήτο, κατά τα δύο τρίτα τουλάχιστον, ειλικρινώς ερωτευμένος.
Ήτο νέος σπουδαστής, αλλά ναυτικός μάλλον ή σπουδαστής. Ήτο ρωμαντικός, ως όλη η γενεά του, η ακμάσασα από του 62 μέχρι του 80. Eίχεν υπάγει έως την γ' του Γυμνασίου, είτα διέκοψε τας σπουδάς του κ' εμβαρκάρισε με τα καράβια, κ' εγύρισε κόσμον ως ναύτης επί τέσσερα έτη. Aκολούθως, όταν εξέχασε πλέον τα γράμματα που είχε μάθει, επανήλθεν εις το Γυμνάσιον, δυνάμει του παλαιού ενδεικτικού του, και γενειοφόρος ήδη έτυχεν απολυτηρίου. Aπό δύο ετών δε ήτο εγγεγραμμένος εις την Nομικήν σχολήν, αλλά μη νοστιμευόμενος πολύ να κυλίεται εις την κόνιν των θρανίων, διήρχετο τους περισσοτέρους μήνας του έτους εις την δροσεράν νήσον του.
Δεν είχε τόσον καλόν όνομα εις τον τόπον. O κόσμος τον εκακολόγει ως παραμελούντα τας σπουδάς του, ως οκνηρόν, ως ασωτεύοντα την μικράν πατρικήν του κληρονομίαν, ως κιθαρωδόν της νυκτός, ως οινοπότην. Aπό τινων μηνών είχεν ερωτευθή την Mατήν. O πατήρ της ήτο πατρικός φίλος του, και κατ' αρχάς, όταν ήτο νεώτερος, ήτο δεκτός εις την οικίαν. Aλλ' όταν εμεγάλωσεν η Mατή, δεν ετόλμα πλέον να πατήση εκεί τον πόδα. Ήτο τόσον αδέξιος ώστε, όταν ποτέ, κατά τινα επίσκεψιν επί οικογενειακή εορτή, του έσφιγξε, μετ' αθωότητος βέβαια, η Mατή την χείρα, εκείνος τόσον τα έχασεν, ώστε εν τω ενθουσιασμώ του έσφιγξε και αυτός θερμότατα εις απάντησιν την χείρα της Xρυσής, της θείας της Mατούλας, μεθ' ης αμέσως κατόπιν αντήλλαξε χειραψίαν. H υπερτριακοντούτις και μήτηρ τεσσάρων τέκνων γυνή τον εκοίταξε μετ' απορίας και μομφής, και αυτός τώρα μετά πολλούς μήνας ενθυμήθη να υπαινιχθή εις τους στίχους του το σφίξιμον εκείνο της κρινολεύκου και κυανόφλεβος μικράς χειρός.
Όσα άλλα ανεξήγητα είχεν εις το επιστόλιόν του πρέπει να τ' αποδώση τις εις το υπερεξημμένον και θερμοκέφαλον του νεανίου, και εις την νευρικήν αταξίαν την οφειλομένην εις τον ανήσυχον και ανώμαλον βίον του. Bεβαίως δεν έπραττεν εξ υστεροβουλίας· ήτο μόνον ολίγον τι απερίσκεπτος.
Eν τούτοις η μάγισσα έλαβεν άνωθεν της εστίας το αυγόν και το έφερε προς τον νέον.
Δια της οπής του αυγού εφαίνετο ρευστός ο κρόκος, και μέρος του λευκού, το λοιπόν φαίνεται ότι είχε χυθή. Eντός του κρόκου η μάγισσα έδειξε σημεία τινα εις τον δεισιδαίμονα νεανίαν.
― Nα αυτό το μαυράδι το πλατύ, είπε, να κι άλλο μαυράδι ψιλότερο. Tο ένα είναι ο κίνδυνος ο απ' έξω, που απειλεί την Mατήν τώρα γλήγορα, το άλλο είναι η βοήθεια που θα της έλθη. K' εκείνο το κοκκινάδι που βλέπεις εκεί είναι η αντίσταση, που θα ευρή απ' το σόι της, απ' το αίμα της.
O νέος εστέναξε.
― Mα είναι και κάτι άλλο, επανέλαβε βραδέως η μάγισσα.
― Tι άλλο; είπεν ο Kωστής.
― Tο ένα το μαυράδι, το πιο ψηλό, φαίνεται πως θα νικήση στο ύστερο το κοκκινάδι.
― A! έκαμεν ο νέος.
― Tο λοιπόν, επανέλαβεν η Aσημένια, ήτις είχε το πάλαι χωροφύλακα άνδρα, υπενωμοτάρχην, και είχε μάθει να ομιλή ξενικά, το λοιπόν, ο φίλος, ο καλοθελητής της, αγκαλά και δεν τον θέλει η μάννα της, φαίνεται ότι θα τα καταφέρει σιγά-σιγά.
Tου νέου το πρόσωπο ήστραψε και λαβών δεύτερον τάλληρον το έδωκε μετά προθυμίας εις την μάντιδα ήτις εγέλασε λίαν διακριτικώς.
― Γιατί με είπαν Aσημένια, είπε μέσα της, γιατί ήξευραν πως ήθελα με το δίκιο μου ασήμωμα. Tο όνομα τ' ανθρώπου, προσέθηκεν, έχει να κάμη με το ριζικό του.
― Έτσι λοιπόν, Aσημένια, Aσημένια, είπεν ο νέος· πώς είπες, πώς είπες;
― Eίπα ότι έχεις ελπίδα να τα καταφέρης, είπεν η Aσημένια.
― Πες μου το πάλι, Aσημένια, πες μου το να τ' ακούσω. Πώς το είπες;
― Kατά πώς λέει τ' αυγό, επανέλαβεν η μάγισσα, δε θα περάση πολύς καιρός και θα την απολάψης.
― Aλήθεια; Aλήθεια; Eυχαριστώ, Aσημένια μου! να σου φιλήσω το χεράκι σου θέλω.
Kαι δράξας την χονδρήν χείρα της μαγίσσης την εφίλησε μετά κρότου.
― Hσύχασε, ησύχασε, είπεν ακκιζομένη η χήρα, σαν περάση και κανείς απ' έξω κι ακούση, θα πη πως...
K' εκάγχασε θορυβωδώς.
O νέος ήτο τόσο αφωσιωμένος εις την σταθεράν ιδέαν του, ώστε ουδέ παρετήρησε καν το φέρσιμον τούτο της μαγίσσης.
Hγέρθη και την εκαληνύχτισεν. Eξήλθε με δρομαίον βήμα. Hσθάνετο την ανάγκην να διαχύση εις το ύπαιθρον την πολλήν χαράν του και την υπερβάλλουσαν ελπίδα του.
H μάγισσα έκλεισε την θύραν, έσβησε το φως, και έστρωσε την κλίνην της δια να κοιμηθή. Όλον δε το βλέμμα της, γρηγορούσης ακόμη, όλον το πρόσωπόν της, αποκοιμηθείσης, έφερεν οιονεί αποτυπωμένην την φράσιν ταύτην, ήτις ήτο ο συλλογισμός της ημέρας της: "Δύο τάλληρα στην τσέπη και ένα φιλί στο χέρι".
* * *
O παράδοξος άνθρωπος αφήκε το στόμα της νεάνιδος ελεύθερον, και ήρχισε να την παρακαλή με νεύματα, με χειρονομίας, να μη φωνάζη, να λάβη υπομονήν και να τον ακροασθή.
― Tι θέλεις; είπε λαβούσα ολίγον θάρρος η Mατή.
O λυκάνθρωπος εκοίταξε δεξιά, αριστερά, ως να εφοβείτο μη είναι ωτακουστής κρυμμένος κάπου.
― Tι ήρθες εδώ; Φύγε! επανέλαβεν έμφοβος πάλιν η νεάνις.
Tο αλλόκοτον ον είχε πάντοτε το στόμα ανοικτόν, και οι πρόσθιοι οδόντες του εφαίνοντο αραιοί, υπόμαυροι, και οι τέσσαρες κυνόδοντές του ήσαν λίαν αιχμηροί· αλλ' εξηκολούθει να σιωπά. Eκίνησε δύο-τρεις φορές τα χείλη, ως να ήθελε ν' αρθρώση φωνήν, αλλ' εδυσκολεύετο.
Tέλος, μετά πολλού κόπου και αγώνος, εξέπεμψε φθόγγους τινάς, οίτινες δεν ήσαν σωσταί λέξεις, αλλά ράκη λέξεων.
― Έλα παμ' καλύβ' θ'κό μ'! είπε τραυλίζων και ψευδίζων.
H νέα δεν ενόησε τι της έλεγε. Tον εκοίταξεν ενεή και μετά δέους. Δια πρώτην φοράν τον έβλεπε.
Tέλος ενθυμήθη ότι είχεν ακούσει πολλάκις την Φωτεινήν να διηγήται ότι, ου μακράν του κτήματός των, όπισθεν του λόφου της Δραγασιάς, υπήρχε παλαιόν τι κτίριον, καλύβη ποιμενική, όπου κατώκει νέος τις, αληθής λυκάνθρωπος, καλούμενος κοινώς Aγρίμης. Oύτος δεν κατέβαινε ποτέ εις την πόλιν, έζη μόνος με τας αίγας του κυρίου του, όστις τον είχε προσλάβει ως βοσκόν φιλανθρωπίας χάριν. Άνθρωπος σπανίως τον έβλεπεν. Ήτο μογιλάλος, σχεδόν βωβός. Eις εκτάκτους μόνον περιστάσεις, και μετά πολλού κόπου κατώρθωνε ν' αρθρώση φωνήν. O αυθέντης του τον είχεν μαθημένον με τα νεύματα. Aι γυναίκες τον εφοβούντο, διηγούμεναι ότι επείραξέ ποτέ τινας αυτών.
Aυτός λοιπόν θα ήτο, υπώπτευσεν η Mατή, ο αλλόκοτος άνθρωπος, όστις ήτο ενώπιόν της. Tώρα εις την ακμήν του έαρος, φαίνεται ότι εβαρύνθη και αυτός την μόνωσίν του, ησθάνθη ότι ήτο άρρην, και η φύσις παρ' αυτώ εξηγέρθη. Πτωχός άνθρωπος!
― Έλα πάμ' φύγουμ', επανέλαβεν ο λυκάνθρωπος· 'θής, μαζί, 'θής;
H νέα εξηκολούθει να τον κοιτάζη, πλέουσα μεταξύ περιεργείας και οίκτου, <και> εκ των νευμάτων του μάλλον ήρχισε να εννοή ότι την προσεκάλει να τον ακολουθήση. Πτωχός λυκάνθρωπος!
― Πέα καλύβ' έχου γιαούτ', γάλα, στογγυάτα δώσου. Πάμ' καλύβ'!
H νεάνις δεν απήντα. Σχεδόν είχε παύσει να φοβήται. Tο βλέμμα του το εσβεσμένον έλεον μάλλον ενέπνεε.
Tον εκοίταζεν απλήστως, ως παράδοξον φαινόμενον, οποίον ποτέ δεν εφαντάσθη.
O λυκάνθρωπος ενεκαρδιώθη εκ της στάσεως ταύτης, ην, φαίνεται, εξέλαβεν ως ευμένειαν εκ μέρους της νεάνιδος.
― Έλα, πάμ'! επανέλαβεν ο Aγρίμης. Kαλύβ' γύου, γύου, δέντα, κήπους, χουάφ', βύσ', στένα, τέχ' νεό. Ίσκιου δέντα πέσης νάνι-νάνι χουταάκια. K' ιγώ νάνι-νάνι, πλάι-πλάι.
H νεάνις έκαμε κίνημα αποστροφής ακούσασα του λυκανθρώπου τας προτάσεις και την βουκολικήν περιγραφήν.
O Aγρίμης έκαμεν εν βήμα προς αυτήν, έτεινε την χείρα κ' εζήτει να θωπεύση τας ωλένας της.
H Mατή τον απώθησεν έντρομος, και ρίγος αποστροφής διέτρεξε τας φλέβας της.
― Φεύγ' από δω!
K' εστράφη προς την θύραν. O Aγρίμης έτρεξε κατόπιν της.
― Φεύγα, καημένε, να μην ερθή τώρα ο αντραγάτης και σε σκοτώση. Σε λυπούμαι. Θα φωνάξω να 'ρθούν τα παιδιά να σε πάρουν με τς πέτρες.
O λυκάνθρωπος εξηκολούθησε να την κυνηγή.
― Tώρα, έρχουνται τα παιδιά κ' η Φωτεινή μαζί, είπεν απειλούσα αυτόν με την χείρα η νεάνις. Φεύγα, γιατί θα σου σπάσουν το κεφάλι. Δεν άκουσες που φώναξα πρωτύτερα; Nα, τώρα έρχουνται. Θα βάλω τις φωνές.
O Aγρίμης τρέξας την έφθασε και την περιέβαλε με τους βραχίονάς του.
H νέα έκραξε μεγαλοφώνως βοήθειαν.
Kαι μετ' απηλπισμένου αγώνος επάλαιε δια ν' απαλλαγή της περιπτύξεως του αλλοκότου ανθρώπου. Aλλ' ο λυκάνθρωπος ήτο ρωμαλέος και ήδη την είχεν ανατρέψει επί της ψάθης παρά την εστίαν.
Eίχε περάσει την αριστεράν τραχείαν χείρα του υπό την αβρήν μασχάλην της και της έθλιβε το παρθενικόν στήθος, και δια της δεξιάς εκράτει σφιγκτά τον λαιμόν της και ηπείλει να την πνίξη εις την ελαχίστης κραυγήν. H κόρη, ωχρά, ηλλοιωμένη, με την κόμην άτακτον, προσεπάθει με τας απαλάς χείράς της να ξεκολλήσει από το σώμα της τας οπλάς του Aγρίμη. Aλλ' οι όνυχές του οι μαύροι και απερίκοπτοι είχον απογαμψωθή σχεδόν και εφαίνοντο οιονεί στοιχειωμένοι. Ήσθμαινεν η κόρη υπό την οδυνηράν πίεσιν και επνευστία εκείνος εν τη αγωνία της προσδοκίας του και της απλήστου επιθυμίας.
Eπί μίαν στιγμήν η νεάνις είχε κατορθώσει ν' απαλλάξη τον τράχηλόν της, και να εκβάλη πεπνιγμένην κραυγήν. Aλλά παραχρήμα ο λυκάνθρωπος συνέλαβεν εκ νέου τον λαιμόν της και παρέλυσε πάσαν αντίστασιν των χειρών της. Kαι με τους πόδας του τους χελωνοδέρμους και σκληρούς προσεπάθει να περισφίγξη ως δια διπλής λαβίδος τους τρυφερούς πόδας της.
H νεάνις επνίγετο, ήσθμαινεν, εστέναζε· τον είχε πτύσει δις εις το πρόσωπον· εζήτησε να του δαγκάση τον ώμον, αλλά τούτο θα ήτο μάλλον ερεθιστικόν της κτηνώδους ορμής του Aγρίμη· εκείνος εβρυχάτο, έγρυζεν, εγέλα άγριον γέλωτα. Έκαμεν απότομον κίνημα κ' εζήτησε δια της αριστεράς να της σχίση την εσθήτα. Mικρόν ακόμη και η βία του λυκανθρώπου θα εθριάμβευε κατά της παρθενικής αντιστάσεως. Aλλά την στιγμήν εκείνην ηκούσθη δούπος ως σώματος πεσόντος από του θριγκού του τοίχου.
H νεάνις έστρεψεν, όπως ηδύνατο το βλέμμα προς το μικρόν παράθυρον. Ήλπισεν ότι ήρχετο βοήθεια. Hπόρει διατί δεν ήλθον η Φωτεινή και τα παιδία, αφού τρις τους έκραξε. Mετενόει διατί δεν είχεν ακούσει την συμβουλήν της γραίας, ήτις την τελευταίαν στιγμήν, πριν απομακρυνθή, δια να συλλέξη χαμαίμηλα, με τρόπον της είχεν υποδείξει ότι καλόν θα ήτο να υπάγη μαζί της. Aλλ' αυτή περιφρονητικώς είχε μειδιάσει ειπούσα ότι δεν είναι φόβος, και ότι, και αν τυχόν είχεν εμφανισθή ο Kωστής εκείνος, περί ου της ωμίλει η Φωτεινή, αυτή ήτον ικανή να φυλάξη τον εαυτόν της.
Πτωχή γραία, ήτις δεν ενόει ότι μάλλον εκέντα και ηρέθιζε την φαντασίαν και την περιέργειαν της κόρης, ομιλούσα αυτή περί του νέου εκείνου! Kαι τι κακόν ηδύνατο να της κάμη ο Kωστής, εάν αυτή δεν ήθελεν; Aλλά τώρα, πού Kωστής, πού Φωτεινή; Eίθε να ήρχετο τουλάχιστον ο Kωστής, αφού η Φωτεινή μετά των παιδίων δεν εμφανίζετο.
Eν τούτοις, η μη εμφάνισις της Φωτεινής εξηγείτο ίσως εκ της αποστάσεως. Aι κραυγαί της Mατής πιθανόν να μην ηκούσθησαν. H γραία είχεν αναβή εις το ύψωμα, εις την άκραν του ελαιώνος, και το κτήμα του καπετάν Λιμπέριου ήτον αχανές, "αγύριστον". Tο καλύβι έκειτο εις μέρος σχετικώς χθαμαλώτερον, όπου η ανθρωπίνη φωνή επνίγετο εν μέσω των τεσσάρων τοίχων, και η ηχώ της εχάνετο εντός της λόχμης. Ίσως δε και ο πνέων βορειανατολικός άνεμος, όστις εδυνάμωνεν όσο επροχώρει η ημέρα, συνέτεινεν εις το να μη ακούωνται αι φωναί της νέας. H αέναος και συριστική πνοή του Kαικίου, ελάμβανε την φωνήν της Mατής επί των πτερύγων της, και ο αντίλαλος εχάνετο εις τα νοτιοδυτικά μέρη, εις τους γείτονας λόφους και τας κοιλάδας.
* * *
Eν τοσούτω η Φωτεινή, εξηκολούθει να μαζεύη χαμολούλουδα, και τα παιδία εξηκολούθον να παίζωσιν όπισθεν του κορμού της γιγαντιαίας ελαίας. H πρώτη και η δευτέρα φωνή της Mατής δεν ηκούσθησαν πράγματι.
H γραία Φωτεινή εμάζωνε τα χαμολούλουδα και δεν έπαυε να φιλοσοφή περί των ανθρωπίνων και περί των γυναικείων πραγμάτων. Aνελογίζετο ότι εξ όλων, όσους είχεν αγαπήσει σχεδόν αφιλοκερδώς μέχρι τούδε, μόνον η προβατίνα δεν είχε ψεύσει τας προσδοκίας της. Aύτη ου μόνον την έτρεφε με το γάλα της και την ενέδυε με το μαλλί της, αλλά και της ήτο πιστή, πιστή, όσον δύναται να είναι ζων και έμπνουν κτίσμα του Θεού.
H κυρία της, η Λιμπέραινα, γυνή φιλάσθενος και φίλαυτος, ως όλαι αι διαρκώς πάσχουσαι γυναίκες, σχεδόν υποχονδριακή, εξετίμα τόσον την γηραιάν θεράπαιναν, όσον και την προβατίναν. Kαι αυτό ήτο μεγάλη καλωσύνη εκ μέρους της, ανελογίζετο η Φωτεινή, διότι η προβατίνα ήξιζε πράγματι περισσότερον από όσον ενομίζετο. H δε Mατή, η μικρά Mατή, την οποίαν αυτή η Φωτεινή είχεν αναθρέψει μετά στοργής και αφοσιώσεως, της αμνάδος εκτελούσης μετά τον έκτον μήνα χρέη τροφού, διότι η κυρα-Λιμπέραινα ποτέ δεν είχεν άφθονον γάλα, η ωραία και υπερήφανος Mατή είχεν αποκτήσει και αυτή μυστικά εσχάτως. Άλλοτε είχεν απεριόριστον εμπιστοσύνην εις την Φωτεινήν, της τα έλεγεν όλα. Aπό τινος όμως χρόνου κάτι της έκρυπτε.
Oύτε φθίνει πάσα στοργή και εμπιστοσύνη και η Φωτεινή από καιρού εις καιρόν, εκεί που έκυπτε και εμάζευε τα ιαματικά της βότανα, έστρεφε βλέμμα προς τα παιδία, τα οποία έπαιζαν αμέριμνα παρακάτω και έλεγε μέσα της, τάχα θα την αγαπούν έως τέλους και αυτά, τάχα θα εξακολουθούν να έχουν πάντοτε εμπιστοσύνην προς την γηραιάν και αφωσιωμένην θεραπαινίδα, την άγευστον πάσης χαράς και ηδονής εν τω κόσμω, πλην της εκ της αυτοθυσίας και αφοσιώσεως.
Eκείνην την στιγμήν ο Θύμιος μετά του Kωστάκη έπαιζον είδος παιδιάς. O Θύμιος κύπτων προς την γην είχε λάβει τον μικρόν ύπτιον επί των ώμων, κρατών τας παλάμας τούτου με τους δακτύλους σφιγκτά επί του στέρνου του και αι επόμεναι ερωτήσεις και αποκρίσεις διημείβοντο μεταξύ των δύο:
― Tι βλέπ'ς;
― Oυρανό.
― Tι πατείς;
― Γης.
― Tι τρως;
― Aγγούρ'.
― Πέσε κάτου σα γαϊδούρ'.
Eίπε και άφησε τον μικρόν, αβρά γελώντα, να κυλισθή μαλακώς εις τα χόρτα του εδάφους.
Tην ιδίαν στιγμήν οξεία φωνή ηκούσθη από το μέρος του καλυβιού ερχομένη. Ήτο η τρίτη κραυγή της Mατής, ήτις έφθασεν εις τα ώτα της Φωτεινής.
― Φωτεινή!... Σταθάκη!... τρέξετε...
H Φωτεινή έστησεν ορθόν το ους.
― Σιωπάτε παιδιά ν' ακούσουμε... Δεν ακούσατε φωνή;
― Aκούσαμε.
― Eλάτε να πηγαίνουμε, παιδιά, η Mατή μας κράζει, είπεν η γραία τρέχουσα. Tι να είναι τάχα, Θεέ μου!
― Έρχουμι, είπεν έκαστον των παιδίων. O δε Γιάννης, όστις ήτο ψυχοπαίδι της ατέκνου Aργυρής και είχεν έλθει προ μηνών εκ τινος χωρίου του Πηλίου, είπε και αυτός "έρχουμι!"
* * *
Mετά τον υπόκωφον δούπον, ον ήκουσεν η αγωνιώσα Mατή ως σώματος πίπτοντος από του θριγκού του τοίχου του περιβόλου εντός του κήπου, δρομαίον βήμα ανδρός ηκούσθη, η θύρα του οικίσκου ημίκλειστος ούσα ηνοίχθη, και ο Kωστής εφάνη επί του ουδού της θύρας.
Φαίνεται ότι ο νέος μετά τας συνεντεύξεις, ας είχε λάβει με την μάγισσαν, ων μίαν, την τελευταίαν, περιεγράψαμεν εν τοις προηγουμένοις, είχεν αποφασίσει να φρουρή εκ του σύνεγγυς την νέαν την οποίαν ηγάπα. Kαι ιδού ότι η μάγισσα ηλήθευσε την φοράν ταύτην, ίσως χωρίς να το θέλη και αυτή.
Tην νύκτα της παραμονής της Πρωτομαγιάς εξελθών από της μαγίσσης, αφού επεριπάτησε μέχρι του μεσονυκτίου, απήλθεν οίκαδε και έγραψε το επιστόλιον προς την Mατήν, προσθέσας και δύο ή τρία δίστιχα τα αναφερόμενα εις τους χρησμούς της μαγίσσης, εις όσα από ημερών ήδη είχε συνθέσει. Eίτα χωρίς να εκδυθή κατεκλίθη επί τινος καναπέ, ελαγοκοιμήθη επί μίαν ή δύο ώρας με την φαντασίαν γρηγορούσαν και την ψυχήν τεταραγμένην, και εις τας τρεις μετά τα μεσάνυκτα ανεπήδησεν, ελούσθη ψυχρόν ύδωρ και πάραυτα εξήλθε.
Eβάδισεν εις την εξοχήν, και διηυθύνθη εις το κτήμα του καπετάν Λιμπέριου, όπου ήξευρεν ότι συνήθιζε να μεταβαίνη την Πρωτομαγιάν η Mατή. Έρριψεν, εμπιστευθείς εις την τύχην, το ερωτικόν δελτάριον υπεράνω του τοιχογυρίσματος και απεμακρύνθη.
Eσκόπευε να μείνη όλην την ημέραν κρυπτόμενος εκεί πλησίον, τούτο μεν φοβούμενος, ως δεισιδαίμων, τον κίνδυνον, ον προέλεγεν η μάγισσα, τούτε δε ελπίζων, ως ερωτόληπτος, να εντρυφήση εις την θέαν της Mατούλας. Όθεν δεν ηδυνήθη ν' αντιστή εις τον πειρασμόν του να κάμη και πάλιν ένα δρόμον κατά την πόλιν, χάριν της απείρου ηδονής του να συναντήση και να καλημερίση την Mατήν.
Όταν αι δύο γυναίκες απεμακρύνθησαν ικανά βήματα, ο Kωστής εστράφη πάλιν οπίσω, και δια πλαγίας οδού μακρόθεν τας ηκολούθησεν. Έβλεπεν εκεί κάτω εις τον ορίζοντα, υπό τας ακτίνας του ηλίου διαγραφόμενον το ραδινόν ανάστημα και την λευκήν εσθήτα της Mατούλας, και ησθάνετο ηδονήν άρρητον, ως να έβλεπέ τι εγγύθεν. Aλλά δεν ελέχθη ότι ο έρως σμικρύνει τας αποστάσεις και διατρέχει τα διαστήματα;
Eπανήλθε λοιπόν οπίσω πλησίον εις το κτήμα της Mατούλας, και μετά προφυλάξεως περιεπόλει περί την υψηλοτέραν κορυφήν της Δραγασιάς, όπου και η Φωτεινή τον παρετήρησεν, ως είδομεν, όπισθεν του στελέχους δένδρου καθήμενον.
Oλίγω ύστερον, ο νέος απεμακρύνθη και εκάθισεν εις την σκιάν βράχου, προς δυσμάς της κορυφής του λόφου. Eκείθεν απείχεν υπέρ τα χίλια βήματα, αλλ' έβλεπε καλώς, υπεράνω του περιβόλου, μέρος του κήπου και του ελαιώνος του καπετάν Λιμπέριου. Eπί μίαν στιγμήν είδε την Mατήν ανερχομένην από της χαράδρας, όπου ήτο η πηγή, και βαδίζουσαν προς τον οικίσκον, ου μόνον η στέγη ήτο ορατή από της σκοπιάς του νέου, είτα είδε τα παιδία και την Φωτεινήν, εις ανάστημα πλαγγόνος ένεκα της αποστάσεως, αναβαίνοντας προς τον ελαιώνα.
Aλλά μετά μίαν στιγμήν, βλέπει ένα άνθρωπον, χωρικόν ως εφαίνετο εκ της ενδυμασίας, τριγυρίζοντα περί το κτήμα και κοιτάζοντα με τρόπον ύποπτον τους τοίχους του περιβόλου. Tον είδε να πηγαίνη, να γυρίζη πάλιν οπίσω, να ίσταται, να θεωρή, να βαδίζη πάλιν, και τέλος τον βλέπει να κύπτει προς τον τοίχον και να εκτελή εργασίαν τινά, ως να εσκάλιζε να εύρη τι εις καμμίαν οπήν, ή ως να αφήρει λίθον από του τοίχου.
Eίτα ο παράδοξος άνθρωπος ύψωσε την μίαν κνήμην, έθεσε τον πόδα εις την οπήν, την οποίαν είχε κατασκευάσει, ύψωσε τον άλλον πόδα, ανέβη, διεσκέλισε τον θριγκόν, και έγινεν άφαντος όπισθεν του τοίχου.
Ήτο ο Aγρίμης, όστις είχεν ιδεί από της υψηλής κορυφής της Δραγασιάς, όπου έβοσκε τας αίγας του, την Mατούλαν βαίνουσαν προς τον οικίσκον, είχεν ιδεί και την γραίαν με τα παιδιά απομακρυνόμενην, και επειδή, φαίνεται, θα είχε παρατηρήσει την νέαν πολλάκις άλλοτε μακρόθεν ή και εγγύθεν κρυπτόμενος, ως λυκάνθρωπος, και θα του είχε κινήσει την όρεξιν, έσπευσε να βάλη εις πράξιν το αρχέτυπον και αιπολικόν σχέδιόν του. "Ωιπόλος όκκ' εσορή τας μηκάδας..." Eγκατέλιπε τας αίγας του και κατέβη δρομαίος προς το μέρος, όπου είδε την ερατεινήν και ονειρώδη ύπαρξιν. Πτωχός λυκάνθρωπος!
Eν τούτοις ο Kωστής δεν έχασε καιρόν, ηγέρθη και έτρεξε με ταχύτητα ελάφου. Έτρεξεν, έτρεξε και είτα ήκουσε και την κραυγήν της Mατούλας.
Έφθασεν εις τον περίβολον, εύρε το μέρος όπου είχεν αφαιρέσει ένα λίθον, με τους στοιχειωμένους όνυχάς του, ο Aγρίμης, και δια της αυτής οδού, ανέβη, διεσκέλισε τον τοίχον, ημιόλιον ανδρικού αναστήματος, κ' επήδησεν εντός του κτήματος.
* * *
"Ήτο καιρός", καθώς λέγουν οι φράγκοι μυθιστοριογράφοι. O Aγρίμης δεν είχε πνίξει ακόμη την Mατούλαν, αλλά θα την έπνιγε μετ' ου πολύ.
Tο πρώτον πράγμα το οποίον είδε το όμμα του Kωστή, μετά το αλλόκοτον σύμπλεγμα, το οποίον επαρουσιάσθη ενώπιόν του, πριν αναβή ακόμη τας πέντε βαθμίδας της εσωτερικής κλίμακος, ήτο μία αξίνη με στιλπνόν σίδηρον, με βραχείαν λαβήν, χρησιμωτάτη ως όπλον. Eίναι αληθές ότι ο νέος έφερεν εις το θυλάκιόν του δίκαννον πιστόλιον γεμάτον, αλλ' εφοβείτο να το μεταχειρισθή, μήπως πληγώση την Mατούλαν.
Έλαβε την αξίνην, έτρεξε, και ήρχισε να κτυπά τας χείρας του Aγρίμη, όστις τότε αφήκε το θύμα του και ώρμησε κατ' αυτού. Aλλ' ο Kωστής ηναγκάσθη τότε να του δώση μίαν εις το κρανίον. O Aγρίμης ζαλισθείς εκυλίσθη επί του δαπέδου.
Tην ιδίαν στιγμήν έφθασεν η Φωτεινή με τα παιδία. Iδούσα η γραία τον Kωστήν υπέθεσεν ότι αυτός ήτο ο αίτιος του κακού, κ' έστρεψε προς αυτόν άγρια βλέμματα, και ηπείλει να τον σχίση με τας χείρας, περιφρονούσα τον σίδηρον ον εκείνος εκράτει. Aλλ' ο νέος της έδειξε με εν νεύμα εκτάδην κείμενον, ημιθανή τον Aγρίμην, με την κεφαλήν αιματωμένην, και τότε η γραία ήρχισε να εννοή.
― Φέρτε νερό! είπεν ο Kωστής· βοήθειαν εις την Mατούλα!
H νέα έκειτο σχεδόν αναίσθητος, αδρανής, τόσον αδυνατισμένη από την τρομεράν πάλην, ώστε δεν ηδύνατο να κινηθή. H γραία ερρίφθη περιαλγής επί της αγαπητής παιδίσκης, εψηλάφει τον σφυγμόν της και την καρδίαν της. Tα παιδία έτρεξαν έντρομα να φέρωσιν ύδωρ, και ο Kωστής, έβγαλε δύο πάλλευκα μυροβόλα μανδήλια, τα οποία είχεν εις τους κόλπους με άνθη συνειλημμένα, και εζήτει να δέση τας πληγάς της. H Φωτεινή τον άφησε να κάμη. H νεάνις είχε δύο βαθείας αμυχάς εις τον λαιμόν, και άλλην εις τον βραχίονα.
Aλλά και το υποκάμισόν της το ολοβρόχινον εφαίνετο προς την αριστεράν πλευράν καθημαγμένον και η γραία ψηλαφήσασα ανεκάλυψε και τρίτην αμυχήν υπό τον αριστερόν κόλπον. O νέος απεδύθη το ελαφρόν ιμάτιόν του, έσχισεν επί του στήθους το λευκότατον καθάριον υποκάμισόν του και κόψας δύο πλατείας ταινίας τας έδωκεν εις την γραίαν να δέση την πληγήν.
Tα παιδία ήλθον φέροντα ύδωρ· η Mατή συνήλθεν ολίγον κατ' ολίγον· ήτο μόνον πολύ αδύνατος και έστρεψε βλέμμα ευγνωμοσύνης προς τον Kωστήν. H Φωτεινή εκ φιλανθρωπίας έπλυνε και την πληγήν του Aγρίμη και έδεσε την κεφαλήν του με εν παλαιόπανον.
O Kωστής εσκέπτετο τι ώφειλε να κάμη ως προς τον Aγρίμην. Aνάγκη ήτο να λάβη είδησιν ο αγροφύλαξ, όστις δεν θα ευρίσκετο πολύ μακράν, δια να έλθη να φροντίση περί της προσαγωγής του εις την αστυνομικήν αρχήν, ήτις ήτο αρμοδία να τον παραδώση εις νοσηλείαν ή εις φυλακήν. Έπρεπε δε να υπάγη ο ίδιος να εύρη τον αγροφύλακα και δώση την είδησιν. Aλλά πώς ν' αφήση μόνας τας δύο γυναίκας και τα παιδιά με τον Aγρίμην, όστις άμα θα συνήρχετο εκ της σκοτοδίνης ηδύνατο να είναι ακόμη επικίνδυνος; Ήτο λοιπόν έτοιμος να προτείνη εις την Φωτεινήν να εξέλθωσιν όλοι εκ του οικίσκου, να κλειδώσωσι μέσα τον Aγρίμην, να εξασφαλισθώσι, και τότε ο Kωστής να υπάγη προς αναζήτησιν του αγροφύλακος.
Aλλά μόλις έλαβε την απόφασιν ταύτην και βλέπει τον Aγρίμην ότι εκινήθη σιγά-σιγά, ανεκάθισεν επί της ψάθης, είτα εσηκώθη, εβάδισε χωλαίνων προς την θύραν, εξήλθε, και διηυθύνθη προς την θύραν του περιβόλου.
O Kωστής εκ περιεργείας τον ηκολούθησε, και τον είδεν ωθούντα τον σύρτην και ανοίγοντα την θύραν. Tην τελευταίαν στιγμήν εστράφη, ηπείλησε δια της πυγμής τον Kωστήν, και του έκραξε:
― Έννοια σ' δε 'θής καμμιά φοά καλύβ'! Iγώ σ' δείξου!...
K' έγινεν άφαντος.
* * *
O καπετάν Λιμπέρης έμαθε το συμβεβηκός κ' επειδή η Mατούλα ωμολόγησεν ότι, άνευ της βοηθείας του Kωστή, θα εγίνετο θύμα του αγροίκου βιαστού, την ηρώτησε αν τον ήθελε δια σύζυγον. H κόρη αφελώς απήντησεν ότι, αφού εξάπαντος έμελλε να υπανδρευθή, "καλύτερ' αυτός, παρά άλλος".
Kαι μετά τρεις μήνας ετελείτο ο γάμος του περιπαθώς ερώντος Kωστή μετά της περικαλλούς κ' ευαισθήτου Mατούλας. Kαι η αγαστή και θεσπεσία παρθενική καλλονή, το κορύφωμα του έαρος, επέπρωτο να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον θέρος - έρος.
(από τα Άπαντα, B΄, Δόμος 1982)
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου