Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος: Στιγμαί Μελαγχολίας




                                I

    Εις μάτην επεζήτησα παντού την ευτυχίαν·
Δεν εύρον ειμή στεναγμόν και πόνον και πικρίαν·
    Όσας καρδίας έθιξα παλμόν δεν είχον ένα,
Και αίσχ', υπό την καλλονήν, υπήρχον κεκρυμμένα.

    Και ήδη, τα συντρίμματα εγκλείων της καρδίας,
Ψυχρός ορθούμαι θεατής της ζώσης κωμωδίας,
    Ήν παίζετε περί εμέ· ενίοτε δακρύω,
Και με το δάκρυ μου αυτό την μοίραν σας δεικνύω.

    Γελάτε ήδη· και εγώ καθώς υμείς εγέλων
Κ' ευδαιμονίαν έπλαττον, κ' εφανταζόμην μέλλον.
Ο γέλως ήδη έσβεσε, και ο σπασμός του μόνον
Δεικνύει την μετατροπήν της ηδονής εις πόνον.

    Ώ μη, ώ μη το πυρ αυτό του έρωτος σκορπάτε
Εις χώραν άγονον, εν ή ο στεναγμός γεννάται,
Όπου ως λύπης σύνθημα προφέρεται ο έρως.
Συνεπιφέρων νέκρωσιν του βίου παρακαίρως.

    Το πυρ του έρωτος– ώ ναι, το πυρ του τίς αρνείται;
Δεν έχει και ο ήλιος; και όμως εξαντλείται,
Οπόταν τας ακτίνας του περί τους πόλους ραίνει
Και χάνει την θερμότητα και ούτος· δεν θερμαίνει.

    Οπόταν όνειρον γλυκύ τας σκέψεις στεφανόνη,
Ποθούμεν πράγμα να γενή· και όμως άμα μόνη
Αρχή πραγματικότητος φανή, ταχύς ο κόρος
Προσβάλλει του ονείρου μας την τέρψιν παραφόρως.

    Ενώ αν τ' όνειρον σωθεί, τουλάχιστον μας μένει
Αόριστός τις ηδονή περικαλυπτομένη
Με ομιχλώδη καλλονήν, και η ελπίς μάς στέφει,
Και σχίζουν αι ακτίνες της του βίου μας τα νέφη.

    Ελπίζετε· αλλά ποτέ, ποτέ σας μη ζητείτε
Τον κόσμον όν φαντάζεσθε, τον κόσμον όν ποθείτε,
Όν εκβλαστάνει η ψυχή και τρέφει η καρδία,
Να εύρητε εν τη ψυχρά της γης μας κοινωνία.

Φυλάξετέ τον· γέροντες οπόταν καταβήτε
Εις της ζωής το όριον, έν άνθος θα ιδήτε
Να στέψη την εσχάτην σας εκείνην κατοικίαν·
Θα είν' ο έρως άπειρον εκχύνων ευωδίαν.


                                II

    Λατρεύουν την αλήθειαν… ανόητοι! θεότης
Ήν έπρεπε να πολεμή, να φεύγ' η ανθρωπότης,
Αυτή ευρίσκει παρ' ημίν θυμίαμα και μύρα,
Διότι αίρει την χαράν με την ψύχραν της χείρα;

    Διότι, αναρπάζουσα τον πέπλον της αγνοίας,
Γυμνόν δεικνύει σκελετόν, οστών οικτράς σωρείας,
Όπου ζωήν εβλέπομεν και κάλλος και ειρήνην;
Διότι σβύνει την χαράν και γράφει την οδύνην;

    Τί; η αλήθεια! θεός αμείλικτος, σκορπίζων
Την δυσθυμίαν, πάντοτε αγρίως βασανίζων,
Ής μόνον ο Θεός τα βέλη δεν φοβείται,
Και δι' αυτό αλήθεια κατ' εξοχήν καλείται.

    Του κάλλους η αλήθεια, τί είναι; σκώληξ, χώμα·
Και της χαράς; το δάκρυον το λάμπον εις το όμμα·
Της δόξης; κενοτάφιον, έν λήθης μαυσωλείον·
Και της ζωής; ο θάνατος και το νεκροταφείον.

    Ώ πλάνη, αν δεν κλίνουσι προς σε το γόνυ άλλοι,
Συ είσαι μόνη δι' εμέ θεότης μου μεγάλη·
Και αν ενταύθα δρέπομεν ψυχία ευτυχίας,
Συ πάλιν τα διέσωσες από της αληθείας.


                                III

    Πλανώμαι, όπως φάντασμα, ωχρός, μεμαραμμένος,
Είναι ο γέλως μου πικρός και διακεκομμένος,
Και είναι κοιμητήριον η κρύα μου καρδία,
Και μόνον πένθους αντηχεί εντός μου αρμονία.

    Και ο εντός μου θάνατος προς τον εκτός με αίρει,
Δεσμός ακαταμάχητος προς τους νεκρούς με φέρει,
Και λίβανος με φαίνεται το μύρον των ανθέων,
Και σήμαντρον η μουσική επικηδείως κλαίον.

    Ναι· αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν·
Παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην.
Είναι καν αύτη των νεκρών σιωπηλόν μνημείον,
Ουχί παντός αισθήματος ψυχρόν νεκροταφείον.

    Είναι η πόλις των νεκρών πόλις αγνή, αγία,
Αγνή καθώς ο θάνατος, καθώς η ηρεμία,
Και είναι άσυλον εκεί, παρήγορος αγκάλη,
Εν ή σιγά η συμφορά, εν ή η λήθη θάλλει.

    Ο λίθος… έχει αίσθημα ο λίθος και καρδίαν·
Είδον πολλάκις επ' αυτού την νύκτα, την πρωίαν,
Ως δρόσον δάκρυα πολλά· μας αγαπούν οι λίθοι,
Πλην του ανθρώπου η ψυχή ποτέ δεν ελυπήθη.

    Ναι, αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν·
Παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην,
Και ήκουσα φωνάς τινας ηχούσας αλλοκότως,
Και με εφάνη στεναγμών και φιλημάτων κρότος·

    Και είδον, ως διάττοντες αστέρες να πλανώνται
Επί των τάφων αι σκιαί όσαι ανταγαπώνται,
Και ήκουσα παράπονα, ψιθυρισμούς ηπίους,
Επί πολύ ταράττοντας τους τόπους τους αγίους.

    Έν ζεύγος μάλιστα μακράν εκάθητο των άλλων,
Και ήκουον το στήθος του σφοδρώς, ταχέως πάλλον,
Και όρκους πάλιν ήκουον αγάπης βαθυτάτης,
Λέξεις γριφώδεις, σκοτεινάς, αγάπης γλυκυτάτης.

    Οίμοι! δεν ήσαν οι νεκροί· ήτο εικών ιδία,
Και διετύπου παρελθόν θρηνούσα φαντασία,
Και της νυκτός παρήρχετο το σκότος και το κάλλος,
Και της ψυχής μου έπαυε και των νεκρών ο σάλος.


                                IV

    Ναι, αγαπώ να σκέπτωμαι εις των νεκρών την πόλιν·
Παρά τους οίκους της συχνά διήλθον νύκτα όλην,
Κ' εσκέφθην… ήτο θλιβερά η σκέψις, απαισία,
Ωσεί πνοή εκφεύγουσα από τους τάφους κρύα.

    Χοροί και θέατρα εκεί το σκότος μόνον είναι,
Εις σιωπήν απέληξαν αι αρμονί' εκείναι,
Η γλαυξ κραυγάζει που εκεί ανάρθρως, μονοτόνως,
Ο θάνατος περιπατεί επί των τάφων μόνος.

    Ενίοτ' η κυπάρισσος, σκοπός των τεθνεώτων,
Τίς ει! μετ' ήχων θλιβερών φωνάζει, αλλοκότων·
Η σιωπή δε απαντά, ο θάνατος,– προχώρει,
Και ήτο φίλος, όν εχθρόν υπόπτως εθεώρει.

    Δάκνουν εκεί οι σκώληκες τα εύμορφα τα χείλη.
Ά τρέμων ίσως εραστής περιπαθώς εφίλει,
Και κόνις πίπτουσι χαμαί αι χείρες και τα στήθη
Εφ' ών ο έρως άλλοτε εγέλα, εκοιμήθη.

    Κόμαι ξανθαί ή μελαναί, ως άκομψος τολύπη,
Υπό την γην καθεύδουσι· κοιμάτ' εκεί η λύπη·
Κοιμάται, αλλά άγρυπνος ο θάνατος υπάρχει,
Δηλών ότι εκάτερος του κόσμου τούτου άρχει.

    Εις το κρανίον δε εν ώ τίς οίδε τί μεγάλαι
Ιδέαι εγεννήθησαν, τί κόσμος ήτο πάλαι,
Νυν η αράχνη νωχελώς το ύφασμα υφαίνει,
Ή κατοικεί ο σκορπιός και την ουράν του σαίνει.

    Χα χα, οπόταν άλλοτε εντός χορών ευρέθην,
Κ' έβλεπον τόσην καλλονήν, νεότητα και μέθην,
Τους εφαντάσθην προς στιγμήν νεκρούς χαμαί πεσόντας,
Όπως τους έβλεπον εκεί γελώντας, αγαπώντας.

    Νεκρούς! ακόμη ν' αντηχεί η μουσική γλυκεία,
Του Στράους έτι οι χοροί να πάλλουν, ευωδία
Να πλημμυρή την αίθουσαν, και αι στολαί εκείναι,
Στολαί νεκρών ή εορτής επάνω των να είναι.

    Τα φώτα τας ακτίνας των εισέτι να σκορπίζουν,
Αντί χορού τα πτώματα εκείνα να φωτίζουν·
Τα πτώματα… και να κρατή ο εραστής ακόμη
Την νέαν ής τον έψαυεν η μυροβόλος κόμη.

    Να μη εκφράζη τίποτε το άψυχόν της βλέμμα,
Η χειρ δε να εκτείνηται εις σύντροφον ηρέμα,
Και ν' απαντά το έδαφος, και ν' απαντά σανίδας,
Και να καλύπτη σιωπή τόσας κρυφάς ελπίδας.

    Παρήλθε χρόνος –έσβεσαν τα φώτα– εσκοτίσθη
Η αίθουσα και της ζωής το λείψανον εσχίσθη.
Τους εφαντάσθην· ο χορός, χορός σκωλήκων ήτο,
Κ' η σιωπή την σιωπήν εκείνην εφοβείτο.

    Ιδού ο άνθρωπος· εδώ εν μέσω των κοκκάλων
Τον της ψυχής μου άγριον καθησυχάζω σάλον·
Η γη αυτή την καλλονήν, η γη αυτή ιδέας
Ψυχρώς κατέφαγε πολλάς, και ίσως κολοσσαίας.

    Και μετ' αυτών αν ήδη ζω, αλλ' αύριον θα είμαι·
Νεκρός επί νεκρών πολλών και άμορφος θα κείμαι·
Το χείλος μου θ' ασπάζεται ψυχρόν, ψυχρόν το χώμα,
Και αδρανές και άψυχον θα σήπεται το σώμα.

    Όταν νεκρός διέρχεται, προς τί, προς τί θρηνείτε;
Αν η ψυχή σας η δειλή τον θάνατον φοβείται
Ειπέτε με, ειπέτε με τί η ζωή αξίζει,
Οπόταν ζη δίχως να ζη και δίχως να ελπίζη;

    Αν των θανόντων δεν λαλούν, πλην δεν θρηνούν τα χείλη,
Το στόμα των εάν σιγά, έστενε, δεν ωμίλει
Και των ρυτίδων έπαυσεν η σώρευσις· χαρήτε,
Τί τους λυπείσθε, δια τί τον θάνατον πενθείτε;

    Αλλ' όταν ζη τις τεθνεώς· όταν καρδίαν πλέον
Δεν έχη, και απώλεσε παν όνειρον ωραίον,
Τότε θρηνείτε· ο νεκρός αυτός διανοείται·
Τί είχε, τί απώλεσε, τί ήλπισ' ενθυμείται.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου