Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Μια ώρα με τον κ.Κώστα Βάρναλη (συνέντευξη του 1932 στον Γ.Κοτζιούλα)



Διαβάστε τα εισαγωγικά σχόλια του Ν.Σαραντάκου εδώ.

Μετά τον κ. Κωστή Παλαμά, το γενάρχη και το σχολάρχη, όπως τον ονόμασαν, των ποιη­τών μας, έρχεται σήμερα η σειρά του κ. Κώστα Βάρναλη, ποιητή όχι της τελευταίας ώρας (αυτοί συνηθίζουν να σβύνουνται με την ίδια ευκολία που επιβάλλονται), αλλά της πρωτοπορίας. Ο παραπάνω τίτλος, τόσο ζηλευτός και τιμητικός για την ανήσυχη κι αεικίνητη εποχή μας, αξίζει ολωσδιόλου δίκαια να του δοθεί, γιατί ο Βάρναλης δεν αντιπροσωπεύει και δεν πραγματοποιεί μονάχα μια απλή ποιη­τική αναζήτηση, από τις πολύ φυσικές και συ­νηθισμένες στην ιστορία της τέχνης, αλλά βρίσκεται επικεφαλής —στον τομέα βέβαια της ιδικής του ασχολίας— ενός κινήματος με γενικότερη σημασία και με απροσδιόριστα ακόμη αποτελέσματα. Γι’ αυτό και οι σημερινοί νέοι, οι φυσικοί σημαιοφόροι, και πρόμαχοι κάθε καινούργιας ιδέας, καλλιτεχνικής ή κοινωνικής, που δεν έπιασε ακόμη ρίζες μες στο χώμα, αναγνωρίζουν στον ποιητή του «Καλού πολίτη» τον αποκλειστικό ποιητή τους, μ’ ένα φανατισμό ολότελα νεανικό, φτάνοντας κάποτε ως την αδικία με το να μην παραδέχονται κανέναν άλλον επί γης. Οι «Μοιραίοι» του, που μες στους καπνούς και τις βρισιές της υπόγειας ταβέρνας κλαίνε την τύχη τους κι ανιστοράνε τις κακομοιριές των, έχουν γίνει ένα από τα δημοτικότερα ποιήματα της νέας γενεάς κι έχουν ανυψωθεί σε αληθινό σύμβολο, μολονότι, εδώ που το ’φερε ο λόγος, δεν πρόκειται παρά για ένα ποίημα με μέτρια τεχνική αξία, από τα παλιότερ’ άλλωστε του ποιητή.

Για το Βάρναλη κυκλοφορεί η φήμη πως περνάει τον καιρό του στα κρασο­πουλειά, άμα δε ραχατεύει στον καφενέ της Δεξαμενής παίζοντας τάβλι, και πως σπάνια μπορείς να τον πετύχεις αλλού πουθενά. Όμως η διάδοσις αυτή, όπως κι όλες τους, είναι υπερβολική και μπορώ, νομίζω, να την διαψεύσω. Εγώ τουλάχιστο ομολογώ πως δεν εδυσκολεύτηκα καθόλου να τον ανταμώσω και πως κατόρθωσα να του πάρω τη συνέντευξη από την πρώτη στιγμή που τον είδα και τον εγνώρισα. Τον εβρήκα στο σπίτι του, ένα καθόλου πολυτελές ανώγειο της οδού Ζαλοκώστα, το μεσημέρι την ώρα που είχε στρωμένο το τραπέζι κι έτρωγε…  ντολμάδες. Ομοτράπεζός του ήταν η κυρία του, με το πατρικό ό­νομα Μοάτσου, που υπηρετεί στην Α­θήνα ως καθηγήτρια της γαλλικής και γράφει και η ίδια στίχους —έχει εκδώσει κιόλας μια συλλογή— ολότελα βέ­βαια διαφορετικούς από τους επαναστα­τικούς και υπέροχους του αντρός της.

Η ώρα ήταν ακατάλληλη φυσικά για τη δουλειά που πήγα εγώ —ο άνθρωπος πεινούσε κι ήθελε να φάει— αλλά ο ποιητής πρόθυμος κι ευγενικός, μου ’δωσε την άδεια ν’ αρχίσω. Κι έτσι μαζί με τις μπουκιές του… κατάπινε και τις ερωτήσεις μου.

— Θα σάς ρωτήσω ό,τι θυμηθώ και θα μου απαντήσετε όπως σας αρέσει. Θα σας ακούω και δε θα κρατώ ση­μειώσεις…

— Σύμφωνοι. Λέγετε!



Η τελευταία λέξη μου ’ρχεται σαν απήχηση παλιά των γυμνασιακών χρόνων και θυμάμαι το… δεύτερο επάγγελμα του ποιητή,

— Εκάνατε καθηγητής στο γυμνάσιο, του λέω, δυναμώνοντας όμως τη φωνή μου, γιατί, καθώς είχα μάθει και καθώς ξέρουνε πολ­λοί, ο ποιητής πάσχει από βαρηκοΐα.

— Ναι, κάθισα κάμποσα χρόνια. Όταν όμως έβγαλα το «Φως που καίει», μ’ έδιωξαν για τα φρονήματά μου. Ήμουνα τότε, όταν συστήθηκε η Παιδαγωγική Ακαδημία με διευθυντή το Γληνό, καθηγητής της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αλλά ύστερ’ από ένα χρόνο καταργήθηκε κι αυτή η σχολή.

— Τι εντυπώσεις σας έχουν μείνει από το σκολειό; Ευχάριστες, δυσάρεστες; πώς τα πηγαίνατε με τα παιδιά;

— Α, τα παιδιά μ’ αγαπούσανε πάντα. Μ’ αγαπούσανε, αλλά μαζί και με υπέβλεπαν, όπως συμβαίνει μ’ όλους τους δασκάλους. Έτσι γίνεται με τα παιδιά. Μπορεί να σ’ έχουν στην καρδιά τους, αλλά την ίδια στιγμή θέλουν να σου βγάλουν το μάτι. Προσπαθούν να βρουν το πάτημά σου και μόλις κάνεις να γυρίσεις λιγάκι, αρχίζουν την κοροϊδία. Καλά είναι τα παιδιά, αλλά εγώ δεν θα μπορούσα να ξαναγυρίσω κοντά τους, με το κουσούρι που έχω. Αν ήσαν λίγα, καμιά δεκαιριά, ή μεγάλα και δεν εχρειάζονταν εξετάσεις, κάτι γι­νόταν. Έτσι όμως… Α, κι ένα άλλο. Τα παιδιά ώς ένα διάστημα είναι καλά. Πέρα όμως απ’ τα δώδεκα, τα δεκατρία χρόνια αρχί­ζουν να γίνονται Έλληνες, ψεύτες, πατριώτες, κι άστα…

Ρωτώ για την καταγωγή και τα πρώτα του χρόνια και μαθαίνω πως γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας, από Έλληνες εγκατε­στημένους εκεί. Προέρχεται από τη μεσαία κοινωνική τάξη κι ο πα­τέρας του ήταν δερματέμπορος, όπως μου είπε η κυρία του, παπου­τσής, όπως μου τόνισε ο ίδιος, χωρίς όμως να καταλάβω αν η δια­φορά ήταν απλή διαφορά λέξεων. Έχει κάμποσα αδέρφια ακόμα κι ένας μάλιστα απ’ αυτούς χρημάτισε διευθυντής σ’ ένα τραπεζι­τικό κατάστημα της Σόφιας.

— Κανένας τους όμως δεν γράφει, μου εξήγησε σε σχετική ερώτηση ο ποιητής. Α, όλα κι όλα… Αυτή η κατάρα έπεσε μονάχα σέ μένα.

—  Μείνατε πολύ στη Βουλγαρία;

— Καλύτερα να ’μενα για πάντα, να μην ερχόμουν ποτέ στην Ελλάδα, μου άπαντά με πίκρα και με κάποια αποστροφή στο πρόσωπό του, που είναι σχεδόν αναπόσπαστη από την έκφρασή του κι έχει βά­λει, θαρρείς, τη σφραγίδα της απάνω του. Φεύγοντας από κει πήγα στη Φιλιππούπολη και τελείωσα το γυμνάσιο. Κατόπιν ήρθα στην Α­θήνα και γράφτηκα στο πανεπιστήμιο όπου παρακολούθησα και πήρα δίπλωμα φιλολογίας.

—  Θυμάστε τίποτε από τότε;

— Ένα μηδενικό που μου ’βαλε ο Μιστριώτης. Οι καθηγητές ήσαν και τότε χωρισμένοι σέ κόμματα. Άμα λοιπόν ο φοιτητής πήγαινε με το μέρος του ενός, ο άλλος τον κατάτρεχε. Έτσι κι εγώ πήρα το μηδενικό από το Μιστριώτη, επειδή στους αντιπάλους του είχα καλούς βαθμούς. Δούλευαν και τότε οι χαφιέδες στο πανεπιστήμιο…

—  Κάνατε καθόλου ταξίδια;

— Ναι, πέρασα δυο – τρία χρόνια στο Παρίσι. Στην αρχή είχα πάει με υπο­τροφία. Κόπηκε όμως και γύρισα. Αλ­λά ξαναπήγα αργότερα, πριν από πεντέξι χρόνια. Παρακολούθησα και μα­θήματα αισθητικής και νεοελληνικής, από τον Μπας και…

—  Τον Περνό! συμπληρώνω

– Α, τον έχετε ακουστά; Σπουδαίος κι’ αυτός. Μέγα μηδενικόν!

Προσέχω πως ο Βάρναλης, κάθε φορά που θέλει να ειρωνευτεί ή να σαρ­κάσει, αντί να κάμει μορφασμούς και χειρονομίες ή να φωνάξει δυνατά σαν τους άλλους, περιορίζεται να ρίχνει καμιά καθαρευουσιάνικη λέξι, διατη­ρώντας πάντα αμετάβλητο το στεγνό κι αγέλαστο πρόσωπό του, με τις ζωη­ρές κιόλας ζάρες και με τα ψαρά μαλ­λιά.

— Πώς σας εφάνηκε το Παρίσι;

—   Πολύ ωραία πόλις. Έχει απ’ όλα. Φαγιά, κρασί, γυναίκες…

— Κάνατε παρέα με Γάλλους;

– Προ πάντων με… Γαλλίδες!

— Εδώ πέρα;

— Εδώ είναι απελπισία. (Και παίρνει τον κατήφορο). Εδώ δεν μπορεί κανείς ούτε να ζήσει. Οι καλλιτέχνες είναι σκλάβοι, η θέση τους φοβερή… για να δημιουργήσεις, χρειάζεται να ’χεις άνεση και κέφι, να περνάς μια ζωή «οτσιόζαμ», τεμπέλικη, όπως λεν κι οι Λατίνοι. Και πότε στο διάβολο να γράψεις και να διαβάσεις, όταν δουλεύεις οχτώ-εννιά ώρες την ημέρα, στη σύνταξη των λεξικών, δουλειά πληρωμένη; Το λογοτεχνικό βιβλίο δεν πουλιέται, θα το δουν δέκα άνθρωποι. Μην κοιτάτε μένα που έχω κάποια φίρμα και μ’ αγοράζουν. Εδώ οι λογοτέχνες, για να μπορέσουν να προκό­ψουν, ή διορίζονται σε δημόσιες θέσεις καλές ή γίνονται συγγρα­φείς… διδακτικών βιβλίων. Ναι, ναι, αυτά έχουν πέραση σήμερα κι αυτή είναι η αλήθεια…

— Και σεις πώς ζείτε;

— Δεν σας είπα; Στα λεξικά! Πότε στο ένα, πότε στο άλλο. Πότε μόνιμος, πότε αναπληρωματικός…

— Και δεν απελπίζεστε;

— Βέβαια. Ελπίζω όμως κάποτε. Λέω πως κάτι μπορεί να γίνει. Αν και μεις δε θα δούμε τίποτε. Αγωνιζόμαστε για τους αυριανούς, για τα παιδιά μας… Που λέτε, ένας άνθρωπος, στη σημερινή κοινωνία, μονάχα κατά δύο τρόπους μπορεί να συντηρηθεί, ή κλέπτων ή ψευδόμενος. Εγώ προτίμησα το δεύτερο. Και δουλεύω στα λεξικά από το πρωί ως το βράδυ…

— Και πότε γράφετε;

— Μα δε γράφω… Γιατί να γράψω; Για τη δόξα; Αφού δε βγαίνουν χρήματα…

— Και όμως σκοπεύετε να ξαναβγάλετε το «Φως που καίει».

— Ναι, ολότελα διορθωμένο κι αλλαγμένο, αλλιώτικο απ’ το πρώτο. Το βγάζω όμως για παράδες. Αν δεν ήταν γι’ αυτό, τι χρειαζόταν; Και στίχους δεν ξανάγραψα πια ύστερ’ απ’ τούς «Σκλάβους πολιορκημένους». Γιατί να τους γράψω; για να λέγομαι από άλλους μέγας, από άλλους ελάχιστος, καλύτερος από τον έναν, χειρότερος από τον άλλον;…

Ο τόνος της φωνής του παίρνει σ’ αυτό το σημείο μιαν ειλικρίνεια συγκινητική, σχεδόν τραγική. Κι αληθινά, δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις, άμα τον ζυγώσεις, πως αυτός ο περιγελαστής και σαρκαστής, που χαχανίζει για να μην κλάψει, είναι ένας άνθρωπος τραγικός κι αληθινός όσο λίγοι του καιρού μας.

— Και την «Αληθινή απολογία του Σωκράτη», συνεχίζει, την έβγαλα μονάχα για να κερδίσω και να βρίσω… Έτσι κάνει ο τε­χνίτης. Βγάζει με το έργο το άχτι του. Κι έπειτα έρχεται η δόξα, όταν είναι να ’ρθει. Αλλά και πάλι, αν υποτεθεί πως διακρίνεσαι, έρχεται άλλος και σε σκεπάζει. Και στο τέλος ο θάνατος…

— Κάποτε είχατε κάμει στον «Παρνασσό» μια ομιλία για το Βιζυηνό. Τι απόγινε;

— Την έκανα κομμάτια. Ήταν όλο ενθου­σιασμούς και ρομαντισμούς. Το ίδιο κάνω για όλα μου τα παλιά. Τρέμω μήπως βρεθεί στα χαρτιά μου κανένα απ’ τα υπολειπόμενα που να με ρεζιλέψει…

— ‘Ώστε λογαριάζετε, βλέπω, την υστερο­φημία…

— Όχι σαν μέλλον, σαν τίμημα του πα­ρόντος.

— Έστω. Γράφατε πολύ νέος στίχους;

— Από μαθητής. Και τους δημοσίευα σ’ ε­παρχιακά φύλλα. Παν αυτοί πια…

Ήθελα να του προσθέσω πως παν όχι μο­νάχα αυτοί, αλλά κι η πρώτη του συλλογή, οι «Κερήθρες», αλλά βαστάχτηκα και δεν του ξανάφερα στο νου δυσάρεστες αναμνήσεις.

— Μπορώ τώρα να σας ρωτήσω για μερι­κούς λογοτέχνας μας;

— Ό,τι θέλετε.

— Ποιους πεζογράφους εκτιμάτε;

— Τον Παπαδιαμάντη που είναι άφθαστος, το Βουτυρά που έχει τεράστιο ταλέντο, φτάνει να μην ανακατεύεται με… ουράνια θέματα, και από τους τελευταίους πολύ—πολύ το Μυριβήλη και το Βενέζη…

— Ποιητές;

— Α, να σας πω. Όταν ήρθα εγώ, βρήκα έτοιμες αυθεντίες, όπως τον Παλαμά, να πούμε. Είναι μεγάλη η σημασία του και για τ’ άλλα, αλλά προ πάντων για το δημοτικισμό. Έπειτα έκανα ταχτι­κά συντροφιά και κουβέντα με το Μαρτζώκη. Εκτιμώ ακόμα το Γρυπάρη, το Μαλακάση, τον Πορφύρα, τον Καβάφη, το Φιλύρα. Αυτούς όλους τούς θαυμάζω, άλλον λιγότερο, άλλον περισσότερο. Εδώ δεν υπάρχουν βαθμολογίες. Δεν είναι όπως το σκολειό, όπου η γυναίκα μου μετράει και βάζει —εννιά, εννιάμισι, πέντε, πεντέμισι…

— Για τον Καρυωτάκη, τι γνώμη έχετε;

— Μου αρέσει πάρα πολύ. Τον έχω μες στην καρδιά μου. Εκ­φράζει τις διαθέσεις μου…

Παραξενεύομαι και του το λέω.

— Μα κι εγώ είμαι απαισιόδοξος, απαντά, με τη διαφορά ότι προχώρησα λίγο παρακάτω. Δε μπορούσα να βαστάξω αυτή τη δυ­στυχία κι έλεγα κάτι να ιδώ, να γελάσω τον εαυτό μου. Η διαφορά μεταξύ των δυο μας είναι μονάχα τοπική, όχι αξιολογική…

— Θα σας ρωτήσω ακόμα για δυο άλλους… συνομηλίκους σας, το Σικελιανό και τον Καζαντζάκη.

— Ο πρώτος έχει μέγα τάλαντον και μέγαν ταρταρινισμόν, έχει γράψει στίχους θαυμαστούς και στίχους αρλούμπες. Είναι φοβερά ασυγκέντρωτος και ακατά­στατος. Όσο για τον άλλον… μηδέν τάλαντον. Ξέ­ρει μονάχα και γράφει ωραία. Σαν τους παλιούς Αλεξανδρινούς, τον Απολλώνιο το Ρόδιο…

Βρίσκω πως αρκετά βασάνισα τον ποιητή με την ανάκρισή μου, τον ευχαριστώ και τον αποχαιρετώ μαζί με την υποχρεωτική κυρία του. Πριν φύγω του ζητώ μια φωτογραφία και βάζει τη γυναίκα του να ψάξει.

— Αυτήν, αυτήν να του δώσεις, όχι την άλλη… Αυτή με δείχνει γέρον… όπως και είμαι … Σαρανταοχτώ χρόνων.



* Ίσως χρειάζεται εξήγηση ο ταρταρινισμός, που καταλογίζει ο Βάρναλης στον Σικελιανό. Είναι η καυχησιολογία, ο κομπασμός αλλά και ο ψευτοπαλικαρισμός -μια λέξη που γεννήθηκε από τον λογοτεχνικό ήρωα Ταρταρίνο (Tartarin) του Αλφόνς Ντοντέ.


Πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου