Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Γιώργος Μπλάνας: [Θυμάσαι, ανάθεμά σε;]



Πήρε τα μάτια του από τη γη,
κοίταξε γύρω του και είδε τον ουρανό
να αιμορραγεί σκοτάδι στα δόντια της πόλης.
"Αυτήν τη σιωπή μου ζητάς
να μιλήσω καρδιά μου; Πού ήσουν
πριν σε φωνάξω ακτή, στον βυθό
των πόθων μου; Πού ήσουν πριν ριχτώ
απ' την ακτή σου στον γκρεμό μου;

Την αλήθεια σου πεθαίνω, αρπακτικό
κι εσύ τρέφεις το ψέμα σου με τον αφανισμό μου''
είπε και δάκρυσε κάτι αιφνίδια φωτεινό.

Κάτι αιφνίδια φωτεινό δάκρυσε∙ όμως
δεν ήταν θλίψη ούτε απόγνωση βαθιά
που σηκώνει τον γιακά της ερημιάς
και συνεχίζει σκοτεινά.
Ηταν οργή. Σηκώθηκε, έβαλε εκείνα τα λινά παπούτσια
κι είπε στην πέτρα: ''Εδώ καρδιά μου
θα τριγυρίζω, ώσπου να μάθεις να πετάς:
πουλί αμετανόητο, ελάφι φωτεινό και φίδι μόσχος
στον αφαλό του ελαφιού.
Θυμάσαι, ανάθεμά σε;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου